Παραγραφή – Η αξίωση για τα ωφελήματα που αποκόμισε από τη χρησιμοποίηση των κτισμάτων σε αλλότριο οικόπεδο υπόκειται στην πενταετή και όχι στην εικοσαετή παραγραφή.

ΑΠ 150/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ` Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Δημήτριο Κανελλόπουλο, Αντιπρόεδρο, Ελισάβετ Μουγάκου-Μπρίλλη, Μίμη Γραμματικούδη, Ιωάννη Σίδερη και Σπυρίδωνα Μιτσιάλη, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 1η Οκτωβρίου 2008, με την παρουσία και της γραμματέως Φωτεινής Σαμέλη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των αναιρεσειουσών: 1. Χ1, κατοίκου ……, 2. Χ2, κατοίκου …… και 3. Χ3, κατοίκου …., ο οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Δημήτριο Τσαγκαλίδη ο οποίος ανακάλεσε την από 23-9-2008 δήλωση του εκ του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ και παραστάθηκε αυτοπροσώπως.

Της αναιρεσιβλήτου: Ψ, κατοίκου ………. , η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Νικολόπουλο με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 7-4-2004 αγωγή των ήδη αναιρεσειουσών που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Σερρών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 171/2005 του ίδιου Δικαστηρίου και 1937/2006 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείουσες με την από 10-4-2007 αίτησή τους.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Σπυρίδων Μιτσιάλης ανέγνωσε την από 15-9-2008 έκθεσή του με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτή η από 10-4-2007 αίτηση για αναίρεση της υπ` αρ. 1937/2006 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης σε σχέση με τους πρώτο και δεύτερο λόγους της και να απορριφθεί αυτή κατά τα λοιπά. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειουσών ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Από τη διάταξη του άρθρου 79 παρ. 2 του Αγροτικού Κώδικα (β.δ/μα της 29-10/6-12-1949) σε συνδυασμό με τις δατάξεις των παραγράφων 1 και 3 του ίδιου άρθρου και εκείνες των άρθρων 26, 74, 180 και 203 του ίδιου Κώδικα, ενόψει και του άρθρου 1 παρ. 1 του α.ν. 431/1968, προκύπτει ότι ο κατά τον αγροτικό νόμο από καθ ιστάμενος κληρούχος από της παραχωρήσεως σ` αυτόν συγκεκριμένου κλήρου και μέχρι την έναρξη ισχύος του α.ν. 431/1968, και αν ακόμη δεν τον κατέχει πραγματικά, θεωρείται κατά πλάσμα του νόμου ως μόνος καλής πίστεως νομέας αυτού και συνεπώς ο κλήρος που του παραχωρήθηκε είναι ανεπίδεκτος χρησικτησίας από άλλον, το ίδιο δε πλάσμα ισχύει και υπέρ των καθολικών διαδόχων του αρχικού κληρούχου για την ταυτότητα του νομικού λόγου.

Ως “εγκατάσταση” νοείται, κατά τις διατάξεις του Αγροτικού Κώδικα και των προϊσχυσάντων αυτού αγροτικών νόμων, η παραχώρηση με απόφαση της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων ορισμένου κλήρου σε πρόσωπο δικαιούμενο αποκατάστασης.

Την αυτή ως άνω πλασματική νομή έχουν κατ` επέκταση και οι κληρονόμοι του κληρούχoυ, διότι με τις προαναφερόμενες διατάξεις ο νομοθέτης είχε σκοπό, να παράσχει και σ` αυτούς την ίδια με τον κληρούχο προστασία. Μετά όμως την ισχύ του α.ν. 431/1968 (23.5.1968) ο κληρούχος ή ο κληρονόμος του δεν θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου νομέας του κλήρου αν δεν τον κατέχει πραγματικά, με συνέπεια να είναι δυνατή η χωρίς τη θέληση του κληρούχου κτήση από τρίτον της νομής ολοκλήρου του κληροτεμαχίου, που μπορεί, να οδηγήσει στην κτήση της κυριότητας τούτου με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία, εφόσον συμπληρωθεί ο αναγκαίος για καθεμία εξ αυτών χρόνος.

Τούτο μπορεί να συμβεί μόνο εφόσον έχει κυρωθεί όπως ορίζει ο νόμος η οριστική διανομή, αφού μόνον έκτοτε αποκτά την κυριότητα κλήρου που βρίσκεται σε μη παραμεθόρια περιοχή ο κληρούχος, ενώ μέχρι τότε η κυριότητα αυτού ανήκει στο Δημόσιο (ΑΠ 764/2004). Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 1103 και 1106 ΑΚ συνάγεται ότι ο καλής πίστεως νομέας του διεκδικούμενου ακινήτου, έχει αξίωση αποζημιώσεώς του για τις επωφελείς δαπάνες τις οποίες ενήργησε επί του ακινήτου, όπως είναι και εκείνες για την ανέγερση οικοδομής ή άλλου κτίσματος, εφόσον όμως κατά το χρόνο της απόδοσης του ακίνητου σώζεται η αύξηση της αξίας του ακινήτου που επήλθε από την ενέργεια των δαπανών (Ολ ΑΠ 1220/1975). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, το Εφετείο Θεσσαλονίκης δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί των πραγμάτων κρίση του, μεταξύ άλλων, και τα εξής:

Το επίδικο οικόπεδο, παραχωρήθηκε στον πατέρα της εφεσίβλητης (ήδη αναιρεσίβλητης) Α, κατά την οριστική διανομή του αγροκτήματος …. . Ο τελευταίος, με το από 28-12-1974 ιδιωτικό έγγραφο, μεταβίβασε το οικόπεδο άτυπα, στην εναγομένη θυγατέρα του, αυτή δε με αίτηση της ενώπιον του Ειρηνοδικείου Σερρών, ζήτησε την επικύρωση τής μεταβίβασης αυτής.

Επί της αιτήσεως εκδόθηκε η 78/1980 απόφαση του παραπάνω Ειρηνοδικείου, που μεταγράφηκε στις 27-2-1980 στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Σερρών.

Ο πατέρας της δεύτερης και τρίτης των εναγουσών και σύζυγος της πρώτης εξ αυτών (ήδη αναιερσειουσών) Β και ο δικαιοπάροχος του Γ, άσκησαν τριτανακοπή που απορρίφθηκε με απόφαση του Ειρηνοδικείου, η οποία επικυρώθηκε με την 175/1981 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σερρών, η οποία έκρινε ότι οι τριτανακόπτοντες δεν είχαν νόμιμα τη νομή του επίδικου οικοπέδου, αλλά το κατείχαν αυθαίρετα.

Κατά τα έτη 1997-1998 έγινε η οριστική διανομή των οικοπέδων του συνοικισμού από την αρμόδια Επιτροπή Οριστικών διανομών, και με την 1/1998 απόφασή της, έκρινε ότι το επίδικο οικόπεδο, μεταβιβάστηκε νόμιμα στην εναγομένη. Η απόφαση αυτή αποτελεί, κατά το άρθρο 6 του ν.δ. 1189/1972, οριστικό τίτλο κυριότητας της εναγομένης.

Μέχρι την κύρωση της οριστικής διανομής, ως πλασματικός νομέας του οικοπέδου, λογίζοταν μόνο ο κληρούχος και οι κληρονόμοι του.

Συνεπώς ο πατέρας των 2ης και 3ης των εναγουσών και σύζυγος της 1ης Β, ο οποίος ανήγειρε σε τμήμα του οικοπέδου διώροφο κτίσμα κατά τα έτη 1979 – 1980, δεν ήταν καλόπιστος νομέας του επιδίκου και δεν έχει αξίωση αποζημιώσεως ως τέτοιος την οποία να έχουν κληρονομήσει οι ενάγουσες”.

Ετσι που έκρινε το Εφετείο και ειδικότερα με το να δεχτεί ότι μέχρι την κύρωση της οριστικής διανομής που έγινε τα έτη 1997 – 1998, ως πλασματικός νομέας του οικοπέδου, λογιζόταν μόνο ο κληρούχος και οι κληρονόμοι του και, συνεπώς, ο σύζυγος της πρώτης και πατέρας της δεύτερης και τρίτης των εναγουσών (ήδη αναιρεσειουσών) δεν ήταν καλόπιστος νομέας του επιδίκου, αφού, κατά μείζονα λόγο, ούτε απλώς νομέας ήταν τούτου, και ως τέτοιος δεν έχει αξίωση για τις επωφελείς δαπάνες που ενήργησε στο επίδικο κατά τα έτη 1979-1980, δεν παραβίασε τις πιο πάνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του α.ν. 431/1968 και του άρθρου 1103 ΑΚ, και ο περί του αντιθέτου πρώτος λόγος της αναίρεσης, από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος. ΙΙ.

Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αρ. 8 ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία συγχωρείται αναίρεση και όταν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, θεωρούνται “πράγματα” οι ουσιώδεις και αυτοτελείς ισχυρισμοί που αποτελούν αναγκαίο και υποχρεωτικό στοιχείο για τη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του δικαιώματος που προβάλλει ο διάδικος εγείροντας μια αγωγή ή ασκώντας μια ένσταση ή μια αντένσταση, περίπτωση που δεν συντρέχει όταν οι ισχυρισμοί αυτοί συνιστούν άρνηση που μπορεί να είναι γενική η ειδική, των παραπάνω ενδίκων ενεργειών ή επιχειρήματα για την αντίκρουση της νομιμότητας τους (0λ ΑΠ 3/1997, ΑΠ 469/1984).

Στην προκείμενη περίπτωση με τον τρίτο, λόγο της αναίρεσής τους από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, οι αναιρεσείουσες προβάλλουν την αιτίαση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έλαβε υπόψη τον νόμιμα προταθέντα απ` αυτές, για την απόκρουση της ένστασης συμψηφισμού που πρότεινε η αναιρεσίβλητη, ισχυρισμό τους, κατά τον οποίο η αναιρεσίβλητη δεν έχει δικαίωμα να αναζητήσει την ωφέλεια από τη χρήση και εκμετάλλευση του επιδίκου ακινήτου για το προ του έτους 2000 χρονικό διάστημα, επειδή αυτή απέκτησε την κυριότητα αυτού στις 10-1-2000, οπότε κυρώθηκε η οριστική διανομή του αγροκτήματος ……… .

Το Εφετείο όμως, με το να δεχθεί ότι η αναιρεσίβλητη απέκτησε την κυριότητα του επιδίκου στις 27-2-1980, δηλαδή από τότε που μετέγραψε την 78/1980 απόφαση του Ειρηνοδικείου Σερρών που κύρωσε την από 28-12-1974 μεταβίβασή του σ` αυτήν (ανώμαλη δικαιοπραξία), εξέτασε και απέρριψε τον παραπάνω ισχυρισμό των αναιρεσειουσών και, επομένως, ο πιο πάνω λόγος της αναίρεσής τους είναι αβάσιμος. III.

Από τη διάταξη του άρθρου 250 παρ. 17 ΑΚ, η οποία ορίζει ότι σε πενταετή παραγραφή υπόκεινται; οι αξιώσεις των κάθε είδους μισθών, των καθυστερουμένων προσόδων, συντάξεων, διατροφής και κάθε άλλης παροχής που επαναλαμβάνεται περιοδικά, προκύπτει ότι, λόγω της γενικότητας των όρων “καθυστερουμένων προσόδων” και “κάθε άλλης παροχής που επαναλαμβάνεται περιοδικά” περιλαμβάνονται σ` αυτούς οι καρποί, φυσικοί ή πολιτικοί, και τα ωφελήματα, τα οποία η χρησιμοποίηση του πράγματος περιοδικώς παρέχει και συνακόλουθα στην προβλεπόμενη από τη διάταξη αυτή πενταετή παραγραφή υπόκεινται και οι αξιώσεις από το άρθρο 1096 ΑΚ του κυρίου του πράγματος κατά του νομέα για τα ωφελήματα που αποκόμισε ο τελευταίος από το πράγμα.

Επομένως, το Εφετείο, με το να δεχθεί ότι η αξίωση της αναιρεσίβλητης για τα ωφελήματα που αποκόμισε ο δικαιοπάροχος των αναιρεσειουσών από τη χρησιμοποίηση των κτισμάτων υπόκειται στην εικοσαετή παραγραφή (άρθρο 249 ΑΚ) και όχι στην πενταετή (άρθρο 250 αρ. 17 ΑΚ), παραβίασε ην ουσιαστικού δικαίου τελευταία διάταξη και, συνεπώς, ο δεύτερος λόγος αναίρεσης, από τον αριθμό 1 του άρθρου 599 ΚΠολΔ, είναι βάσιμος.

ΙV. Επειδή από το συνδυασμό των διατάξεων των παραγράφων 1, 2 και 5 του άρθρου 15 Ν.Δ. 3958/1959, που διατηρήθηκαν σε ισχύ με τα άρθρα 3 Α.Ν. 431/68, 2 Ν. 666/77, 11 Ν. 944/79 και 18 παρ. 1 Ν. 1664/86, προκύπτει ότι οι μεταβιβάσεις γεωργικών κλήρων, οικοπέδων ή οικημάτων, οι οποίες έγιναν μέχρι την 25.8.1986 με ιδιωτικό έγγραφο βέβαιης χρονολογίας κατά παράβαση των διατάξεων της αγροτικής νομοθεσίας για τους περιορισμούς μεταβιβάσεως των κλήρων αυτών με πράξεις ζωής, επικυρώνονται με απόφαση του κατά τόπον αρμοδίου Ειρηνοδίκη, η οποία μετά την τελεσιδικία της αποτελεί τίτλο κυριότητας υποκείμενο σε μεταγραφή, η επικύρωση δε αυτή ανατρέχει στο χρόνο καταρτίσεως των αναφερομένων (ανώμαλων) δικαιοπραξιών και θεραπεύει μόνο τις απαγορεύσεις των μεταβιβάσεων αυτών και όχι τις από τον Αστικό Κώδικα ακυρότητες ή άλλες ελλείψεις.

Με τον τέταρτο λόγο της αναίρεσης οι αναιρεσείουσες αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ πλημμέλεια, ισχυριζόμενες ότι το Εφετείο παραβίασε ευθέως τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1096-1100 ΑΚ με το να δεχθεί ότι δικαιούχος της ωφέλειας που αποκόμισε ο κακόπιστος νομέας ακινήτου είναι η αναιρεσίβλητη, παρόλο που η τελευταία μέχρι την κύρωση των οριστικών πινάκων διανομής δεν ήταν κυρία του ακινήτου.

Ο λόγος όμως αυτός είναι αβάσιμος επειδή, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε, ότι η αναιρεσίβλητη είναι κυρία του ακινήτου, γεγονός που είχε δεχθεί με δύναμη δεδικασμένου η υπ` αρ. 183/2001 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Σερρών, η οποία έγινε αμετάκλητη, (δεδικασμένο) την ύπαρξη του οποίου δέχθηκε και η προσβαλλόμενη απόφαση.

Κατ` ακολουθίαν του πιο πάνω βάσιμου λόγου αναίρεσης, πρέπει να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς τη διάταξη που αφορά την αντένσταση παραγραφής των αναιρεσειουσών, να παραπεμφθεί η υπόθεση, κατά το αντίστοιχο κεφάλαιό της, στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ) και να καταδικασθεί η αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειουσών (άρθρα 183, 176 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την 1937/2006 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης, ως προς τη διάταξή της που αφορά την αντένσταση παραγραφής των αναιρεσειουσών.

Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αντίστοιχο κεφάλαιό της, για περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση.

Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειουσών, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 4 Νοεμβρίου 2008. Και

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 14 Ιανουαρίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

GreekEnglish