Μον.Πρωτ.Θεσ. 2830/2011 αδημ.
Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Παρασκευή Φωστηρίδου, Πρωτοδίκη, που ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου και από τη γραμματέα Παρασκευή Μπαξεβάνη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις ……..2010, για να δικάσει:
α) τη με αριθμό κατάθεσης ………/2009 αγωγή, με αντικείμενο την καταβολή μισθωμάτων, που κατατέθηκε στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου στις 30-10- 2009, προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο της …….2010 και, μετά από νόμιμη αναβολή, για την παραπάνω δικάσιμο, και
β) τη με αριθμό κατάθεσης ……../2010 αγωγή, με αντικείμενο διαφορά από σύμβαση μίσθωσης, που κατατέθηκε στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου στις ……2010, προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο της ………2010 και, μετά από νόμιμη αναβολή, για την παραπάνω δικάσιμο, μεταξύ:
Των εναγόντων της υπό στοιχ. α’ αγωγής – εναγομένων της υπό στοιχ. β’ αγωγής: 1) ……………….του Κωνσταντίνου, και 2) ……………. του Νικολάου, , κατοίκων Θεσσαλονίκης, οδός ………………, που παραστάθηκαν ο πρώτος δια και η δεύτερη μετά της πληρεξούσιας δικηγόρου Αντωνίας Μακρίδου – Χρίστουλα (AM ΔΣΘ ………..), η οποία κατέθεσε προτάσεις.
Του εναγομένου της υπό στοιχ. α’ αγωγής – ενάγοντος της υπό στοιχ. β’ αγωγής: ……………… του Νικολάου, κατοίκου Θεσσαλονίκης, που παραστάθηκε μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου Δημήτριου Τσαγκαλίδη (AM ΔΣΘ 2176), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Κατά τη συζήτηση των ανωτέρω υποθέσεων, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται παραπάνω και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, αφού ανέπτυξαν και προφορικά τους ισχυρισμούς τους, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η με αριθμό κατάθεσης …………../30.10.2009 αγωγή (υπό στοιχ. α’), που οι ενάγοντες, ως συνεκμισθωτές, άσκησαν κατά του εναγομένου ως μισθωτή, αιτούμενοι την καταβολή μισθωμάτων από μίσθωση ακινήτου και η με αριθμό κατάθεσης ………/8.1.2010 αγωγή (υπό στοιχ. β’), που ο ενάγων, άσκησε κατά των εναγομένων, με αντικείμενο χρηματικές αξιώσεις του από την ίδια σύμβαση μίσθωσης, πρέπει να ενωθούν και συνεκδικασθούν, καθώς υπάγονται στην ίδια διαδικασία και, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, με τη συνεκδίκασή τους, διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης (άρθρο 246 ΚΠολΔ).
I. Διάταξη νόμου που να αναφέρεται στο ποσό το οποίο δίνει ο ένας συναλλασσόμενος στον άλλο προκειμένου να συναφθεί μία σύμβαση και αποκαλείται στη συναλλακτική πρακτική «αέρας» δεν υπάρχει. Μόνο στο άρθρο 60 §1 του π.δ. 34/1995 χρησιμοποιείται ο όρος «άϋλη εμπορική αξία» που χαρακτηρίζει κάποια από τις μορφές του «αέρα».
Η παροχή αυτή στη συναλλακτική πρακτική συναντάται με διάφορες μορφές και δίνεται για διαφορετικούς σκοπούς. Ειδικότερα:
1) Σε σχέση με συγκεκριμένη επιχείρηση, αποκαλείται «αέρας» η αξία που έχει αυτή ως σύνολο πραγμάτων, δικαιωμάτων, άϋλων αγαθών ή άλλων πραγματικών καταστάσεων (πελατεία, φήμη, πίστη στις συναλλαγές κλπ), που έχουν οργανωθεί σε οικονομική ενότητα, από την οποία μπορεί να ωφεληθεί άλλος που θα αποκτήσει την επιχείρηση (βλ. ΑΠ 5/2002 ΕλλΔνη 44. 182, ΑΠ 494/2001 ΕλλΔνη 43. 435, ΑΠ 752/2000 ΑρχΝ 2001. 108).
Ο νόμος (άρθρο 60 §1 π.δ. 34/1995) αποκαλεί στην περίπτωση αυτή τον «αέρα» ως άϋλη εμπορική αξία, χαρακτηρίζοντάς τον, από νομική άποψη, αποζημίωση.
2) Όταν πωλείται ορισμένη επιχείρηση ως σύνολο, οπότε περιλαμβάνεται στην έννοια αυτής (επιχείρησης) και ο «αέρας» (φήμη, πελατεία κλπ) ή και μόνον αυτός, όταν συμφωνείται η δυνατότητα χρησιμοποίησης του καταστήματος για την ενέργεια εμπορικών πράξεων όμοιων με εκείνες που ενεργούσε μέχρι τη μεταβίβαση ο πωλητής.
Στην περίπτωση αυτή, το μέρος του ανταλλάγματος που δίνει ο αγοραστής, είναι τίμημα της πώλησης (άρθρο 513 ΑΚ) και όχι μίσθωμα, με όλες τις περαιτέρω συνέπειες που έχει από το χαρακτήρα του αυτό (βλ. τέτοια περίπτωση: ΕΠειρ 1311/1996 ΕΔικΓίολ 1999. 72). 3)
Όταν πωλείται επιχείρηση εγκαταστημένη σε ορισμένο ακίνητο, το οποίο ο επιχειρηματίας έχει μισθώσε από τρίτο και την αγοράζει κάποιος για να ασκήσει τις ίδιες εμπορικές πράξεις που ασκούσε και ο πωλητής.
Στην περίπτωση αυτή, στο τίμημα πώλησης της επιχείρησης, αφού αυτή θα συνεχισθεί στον ίδιο μισθωμένο χώρο, περιλαμβάνεται και η φήμη – πελατεία που οφείλεται στη χρήση του συγκεκριμένου μισθίου, το οποίο συνήθως βρίσκεται σε περιοχή με μεγάλη εμπορική κίνηση.
Ο «αέρας» εδώ εισπράττεται συνήθως από τον επιχειρηματία – παλαιό μισθωτή και έχει την έννοια τιμήματος (άρθρο 513 ΑΚ), αν και, όχι σπάνια, μέρος του εισπράττει και ο εκμισθωτής προκειμένου να συναινέσει στη μεταβίβαση της μισθωτικής σχέσης στον τρίτο – αγοραστή (βλ. τέτοια περίπτωση: ΕΑ 2199/2001 ΕΔικΠολ 2004. 64). 4).
Τέλος, είναι συχνότερη στη συναλλακτική πρακτική η καταβολή σημαντικού χρηματικού ποσού στον εκμισθωτή ως «αέρα» προκειμένου να μισθώσει ακίνητο σε περιοχή με μεγάλη εμπορική κίνηση και, συνακόλουθα, μισθωτική αξία ή και να επιτύχει ο μισθωτής παράταση της μίσθωσης.
Στην περίπτωση αυτή, ο «αέρας» έχει το χαρακτήρα μισθώματος, αφού πράγματι δίνεται ως αντάλλαγμα για να επιτευχθεί η παραχώρηση της χρήσης (σύναψη της μίσθωσης ή παράταση αυτής) και η μη αναγραφή του στο μισθωτήριο σημαίνει απλώς ότι το αναγραφόμενο στο μισθωτήριο μίσθωμα είναι εικονικό ως προς το ύψος του (άρθρο 138 §2 ΑΚ).
Είναι δε ζήτημα απόδειξης της εικονικότητας, οπότε, σε θετική περίπτωση, ως μίσθωμα θεωρείται το αναγραφόμενο ποσό και το ποσό του «αέρα» που συνυπολογίζεται. Σε όσες περιπτώσεις ο «αέρας» θεωρείται ως μίσθωμα έχει τη λειτουργία που απορρέει από το χαρακτήρα του αυτό (βλ. Χαρ. Παπαδάκη, «Αγωγές Απόδοσης Μισθίου», τόμος Α’, εκδ. 2006, No 1345 – 1355).
II. Το χρηματικό ποσό το οποίο δίνεται από το μισθωτή στον εκμισθωτή κατά την έναρξη της μίσθωσης και το οποίο αποκαλείται στις συναλλαγές “εγγύηση”, συνήθως δίνεται ως εγγυοδοσία και ειδικότερα αποτελεί προκαταβολή (άρθρο 416 ΑΚ) έναντι μελλοντικού χρέους του μισθωτή που θα παραμείνει τυχόν ανεξόφλητο, οπότε και θα καταλογισθεί σε αυτό το ποσό της εγγυοδοσίας.
Ο όρος περί μη συμψηφισμού του ποσού της εγγύησης σε μισθώματα έχει την έννοια ότι ο μισθωτής δεν δικαιούται να αντιτάξει ως ανταπαίτηση το ποσό της εγγυοδοσίας όσο διαρκεί η μίσθωση, γιατί, όσο διαρκεί η σύμβαση, η ανταπαίτηση αυτή του μισθωτή δεν είναι ληξιπρόθεσμη.
Μετά τη λήξη, όμως, της σύμβασης το ποσό της εγγυοδοσίας καταλογίζεται στις τυχόν ανεξόφλητες οφειλές του μισθωτή έστω και από μισθώματα. Εκ του λόγου δε ότι πρόκειται περί απόσβεσης της απαίτησης του εκμισθωτή με καταλογισμό (προκαταβολή έναντι) δεν υπάρχει πεδίο λειτουργίας της §2 του άρθρου 450 ΑΚ κατά την οποία δεν επιτρέπεται συμψηφισμός αν ο οφειλέτης παραιτήθηκε προκαταβολικά από αυτόν (βλ. ΕΔωδ 66/2007, ΕΔωδ 218/2005 δημοσιευμένες στην ΤρΝομΠληρ ΝΟΜΟΣ, ΕΑ 1217/2004 ΕΔικΤΤολ 2007. 375, ΕΘ 1509/2003 Αρμ 2005. 1589, ΕΑ 6017/2000 ΕλλΔνη 2001. 221, Ματθίας, παρατηρήσεις κάτω από την ΑΠ 463/1994 ΕλλΔνη 36. 825, σχετ. ΕΑ 842/2003 ΕΔικΠολ 2007. 68, ΕΑ 7663/2000 ΕλλΔνη 43.1488).
Οι ενάγοντες της με αριθμό κατάθεσης …………/30.10.2009 αγωγής (υπό στοιχ. α’), ιστορούν σε αυτήν ότι, δυνάμει του από 7-3-2005 ιδιωτικού συμφωνητικού, εκμίσθωσαν και παρέδωσαν κατά χρήση στον εναγόμενο, ένα κατάστημα, που βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη, στην οδό Βενιζέλου αρ. 12, για χρονικό διάστημα δώδεκα ετών, αρχής γενομένης την 1-3-2005, προκειμένου να το χρησιμοποιήσει για την άσκηση της επαγγελματικής του δραστηριότητας.
Οτι, αν και από την έναρξη της μίσθωσης μέχρι την 22-10-2009, οπότε η μίσθωση λύθηκε με την αποβολή του εναγομένου από το μίσθιο, ο μισθωτής χρησιμοποιούσε αυτό ακωλύτως, παρά ταύτα, δεν τους κατέβαλλε τα μισθώματα, μετά του εκ ποσοστού 3,6% χαρτοσήμου, των μηνών Φεβρουαρίου έως Οκτωβρίου του έτους 2009 και μέρος του μισθώματος του μηνός Ιανουαρίου του ίδιου έτους, τα οποία (μισθώματα), με βάση τη συμφωνία τους, ο μισθωτής όφειλε να τους προκαταβάλλει μέσα στο πρώτο πενθήμερο κάθε μισθωτικού μήνα.
Με βάση τα παραπάνω, ζητούν να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να τους καταβάλει το συνολικό ποσό των 87.880 ευρώ, πλέον του χαρτοσήμου, για οφειλόμενα μισθώματα των μηνών Ιανουαρίου έως Οκτωβρίου του έτους 2009, κάθε επιμέρους μίσθωμα, όπως αυτό ειδικά στην αγωγή προσδιορίζεται, με το νόμιμο τόκο από την έκτη ημέρα κάθε ημερολογιακού μήνα, άλλως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής ημέρα.
Επίσης, ζητούν να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί ο εναγόμενος στην πληρωμή των δικαστικών τους εξόδων.
Ο ενάγων της με αριθμό κατάθεσης 678/8.1.2010 αγωγής (υπό στοιχ. β’), όπως το περιεχόμενο της εκτιμάται από το Δικαστήριο, ιστορεί σε αυτήν ότι, δυνάμει του από 7-3-2005 ιδιωτικού συμφωνητικού, μίσθωσε από τους εναγόμενους ένα κατάστημα, που βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη, στην οδό Βενιζέλου αρ. 12, για χρονικό διάστημα δώδεκα ετών, αρχής γενομένης την 1-3-2005, προκειμένου να το χρησιμοποιήσει για την άσκηση της επαγγελματικής του δραστηριότητας.
Ότι η μίσθωση λύθηκε την 22-10-2009, με την αποβολή του από το μίσθιο ακίνητο και ότι αυτός έχει εξοφλήσει τα οφειλόμενα μισθώματα μέχρι το μήνα Δεκέμβριο του έτους 2008 και μέρος του μισθώματος του μηνός Ιανουαρίου του έτους 2009.
Ότι, κατά την έναρξη της μίσθωσης, αυτός κατέβαλε στους εκμισθωτές το ποσό των 75.000 ευρώ, ως επιπλέον αντάλλαγμα για τη μίσθωση του ακινήτου, το οποίο, αναγόμενο σε όλους τους μήνες της συμβατικής διάρκειας της μίσθωσης, αναλογεί σε 520,84 ευρώ, για κάθε μήνα και αποτελεί αυξητική διαφορά του αναγραφόμενου στο μισθωτήριο μισθώματος.
Ότι, επειδή η μίσθωση λύθηκε πρόωρα, οι εναγόμενοι οφείλουν να του επιστρέψουν μέρος του ποσού των 75.000 ευρώ, ύψους 45.312,12 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στις προκαταβληθείσες διαφορές μισθωμάτων του χρονικού διαστήματος από την 1-11-2009 έως τη συμβατική λήξη της μίσθωσης, την 6-3-2017, κατά το οποίο (ποσό) οι εναγόμενοι κατέστησαν, χωρίς νόμιμη αιτία, πλουσιότεροι σε βάρος της περιουσίας του.
Επικουρικά, για την περίπτωση που γίνει δεκτό ότι το ποσό των 75.000 ευρώ, αποτελεί τίμημα για τη μεταβίβαση του «αέρα» του μίσθιου καταστήματος, ότι οι εναγόμενοι οφείλουν να του επιστρέψουν μέρος του ποσού αυτού, ύψους 45.312,12 ευρώ, μετά από αναγωγή του καταβληθέντος τιμήματος στο μικρότερο ποσό των 29.687,88 ευρώ, δεδομένου ότι η μίσθωση του μισθίου και η λειτουργία της επιχείρησής του σε αυτό, βασίσθηκε στην έντονη εμπορική κίνηση της περιοχής όπου βρίσκεται, η οποία, όμως, από το Δεκέμβριο του έτους 2008, σταμάτησε παντελώς, λόγω της απρόβλεπτης οικονομικής κρίσης σε διεθνές και εσωτερικό επίπεδο, σε συνδυασμό με το θάνατο ενός νεαρού από σφαίρες ειδικών φρουρών στη χώρα μας και τα επεισόδια που ακολούθησαν και ότι αν μπορούσε να γνωρίζει την ως άνω μεταβολή των συνθηκών δεν θα συμφωνούσε, ούτε οι εναγόμενοι θα αξίωναν από αυτόν, την καταβολή του ποσού των 75.000 ευρώ για τη μεταβίβαση του «αέρα».
Επικουρικότερα, ότι οι εναγόμενοι οφείλουν να του επιστρέψουν μέρος του καταβληθέντος ως επιπλέον αντάλλαγμα της μισθωτικής σύμβασης ποσού, ύψους 45.312,12 ευρώ, μετά από μείωση της παροχής του στο προσήκον μέτρο, το οποίο προσδιορίζει σε 29.687,88 ευρώ, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 400, 404 και 409 Α Κ, διότι, λόγω της πρόωρης λύσης της μίσθωσης, η καταβολή του ποσού των 75.000 ευρώ, παρίσταται δυσανάλογα μεγάλη.
Με βάση τα παραπάνω και επικαλούμενος, επιπλέον, ότι, κατά την έναρξη της μίσθωσης, κατέβαλε στους εναγόμενους το ποσό των 15.000 ευρώ, ως εγγύηση για την πίστη τήρηση των όρων της μίσθωσης, ιδίως δε της καταβολής του μισθώματος και των υπολοίπων δαπανών, το οποίο, μετά τη λήξη της μίσθωσης, πρέπει να του αποδοθεί, ζητεί, όπως το αίτημα της αγωγής παραδεκτά περιορίσθηκε από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του ενάγοντος που καταχωρίσθηκε στα πρακτικά και περιέχεται στις προτάσεις του, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση των εναγομένων να του αποδώσουν το συνολικό ποσό των 60.312,12 (45.312,12 + 15.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής ημέρα.
Επίσης, ζητεί να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην πληρωμή των δικαστικών του εξόδων.
Η υπό στοιχ. α’ αγωγή και η υπό στοιχ. β’ αγωγή, έχουσες το παραπάνω περιεχόμενο, παραδεκτά και αρμόδια εισάγονται για συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου (άρθρα 48 §1 π.δ. 34/1995 “Κωδικοποίηση διατάξεων νόμων περί εμπορικών μισθώσεων”, 16 αρ. 1, σε συνδυασμό με 14 §1 β’ και 29 §1 ΚΠολΔ), κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία των άρθρων 648 επ. ΚΠολΔ.
Η υπό στοιχ. α’ αγωγή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 574, 595, 341, 345, 346 (αφορά στο επικουρικό αίτημα για επιδίκαση τόκων) ΑΚ, 44 π.δ. 34/1995, 907, 176 και 191 §2 ΚΠολΔ. Η υπό στοιχ. (V αγωγή είναι νόμιμη μόνον κατά την κύρια βάση της για αναγνώριση της υποχρέωσης των εναγομένων να αποδώσουν στον ενάγοντα το ποσό των 45.312,12 ευρώ ως προκαταβληθέντα μισθώματα, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 904, 345, 346 ΑΚ, 70,176,191 §1 ΚΠολΔ.
Περαιτέρω, απορριπτέα ως μη νόμιμη είναι η υπό στοιχ. β’ αγωγή τόσο ως προς τις επικουρικές βάσεις της, στις οποίες επιχειρείται να θεμελιωθεί το αίτημα για απόδοση του ποσού των 45.312,12 ευρώ, όσο και ως προς το αίτημα να αναγνωρισθεί η υποχρέωση των εναγομένων να αποδώσουν στον ενάγοντα το ποσό των 15.000 ευρώ. Ειδικότερα:
α) Όσον αφορά στην πρώτη επικουρική βάση της αγωγής, για το λόγο ότι το δικαίωμα αναπροσαρμογής της παροχής ενός εκ των συμβαλλομένων σε αμφοτεροβαρή σύμβαση, στο οποίο ο ενάγων επιχειρεί να θεμελιώσει την αξίωσή του για απόδοση του ποσού των 45.312,12 ευρώ, είτε ερείδεται στο άρθρο 388 Α Κ, είτε στο άρθρο 288 Α Κ, είναι διαπλαστικής φύσεως, παρέχει, δηλαδή, τη δυνατότητα να επιδιωχθεί με αγωγή η διάπλαση για το μέλλον της έννομης σχέσης.
Κατά λογική λοιπόν αναγκαιότητα, αφού το δικαίωμα ενεργεί για το μέλλον, η άσκησή του προϋποθέτει ότι η σύμβαση εξακολουθεί να είναι ενεργής (βλ. σχετ. ΑΠ 1487/2005 ΕλλΔνη 2006. 170, ΑΠ 1129/2004 ΕλλΔνη 2005. 159, ΕΑ 5138/2008 ΕΔικΠολ 2010. 172). Η προϋπόθεση, όμως, αυτή δεν συντρέχει στη συγκεκριμένη περίπτωση, καθώς, με βάση την αγωγή, η σύμβαση μίσθωσης, ως στοιχείο της οποίας εκλαμβάνεται από τον ενάγοντα η μεταβίβαση του «αέρα», λύθηκε την 22-10-2009.
β) Όσον αφορά στη δεύτερη επικουρική βάση της αγωγής, η οποία επιχειρείται να θεμελιωθεί στη διάταξη του άρθρου 400 ΑΚ, που ορίζει ότι η συμβατική ρήτρα ότι ο δανειστής σε περίπτωση υπαναχώρησης κρατεί ως όφελος το μέρος της παροχής που έλαβε διέπεται από τις διατάξεις για την ποινική ρήτρα (άρθρα 404 επ. ΑΚ), επειδή η εφαρμογή της πιο πάνω διάταξης προϋποθέτει υπαναχώρηση του δανειστή από αμφοτεροβαρή σύμβαση και ύπαρξη συμφωνίας των μερών περί κρατήσεως του ληφθέντος μέρους της παροχής (βλ. Παπανικολάου σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλου Α Κ, άρθρο 400 αρ. 3 και 10 – αναλόγως εφαρμοζόμενη στη γνήσια ρήτρα εκπτώσεως και σε κάθε ρήτρα μερικής εκπτώσεως), καμία δε από τις προϋποθέσεις αυτές δεν συντρέχει εν προκειμένω,
γ) Όσον αφορά στο αίτημα για αναγνώριση της υποχρέωσης των εναγομένων να αποδώσουν στον ενάγοντα το ποσό των 15.000 ευρώ, επειδή, από τα εκτιθέμενα στην αγωγή προκύπτει αφενός ότι το πιο πάνω ποσό δόθηκε ως εγγυοδοσία, ήτοι ως προκαταβολή έναντι μελλοντικού χρέους του ενάγοντος – μισθωτή, αφετέρου ότι υφίστανται ανεξόφλητα χρέη εκείνου προς τους εναγόμενους – εκμισθωτές, από ληξιπρόθεσμα μισθώματα και, επομένως, ότι συντρέχει λόγος για να παραμείνει το ποσό της εγγυοδοσίας στα χέρια των εκμισθωτών, συνιστάμενος στην ικανοποίηση των απαιτήσεών τους από τα οφειλόμενα ως άνω μισθώματα (για τη λειτουργία της εγγύησης όταν δίδεται ως συμβατική εγγυοδοσία βλ. Χαρ. Παπαδάκη, ό.π., No 1285 – 1287).
Επίσης, μετά τον περιορισμό του αιτήματος της υπό στοιχ. β’ αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, μη νόμιμο και, ως εκ τούτου, απορριπτέο καθίσταται το παρεπόμενο αίτημα για κήρυξη της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, καθόσον προσωρινά εκτελεστές επιτρέπεται να κηρυχθούν μόνον οι αποφάσεις εκείνες οι οποίες, μετά την τελεσιδικία τους, δύναται να αποτελέσουν τίτλο εκτελεστό (βλ. άρθρο 904 παρ. 2 περ. α’ ΚΠολΔ), τέτοιο, όμως, δεν αποτελεί η απόφαση που εκδίδεται επί αναγνωριστικής αγωγής, παρά μόνον ως προς το σχετικό με τα έξοδα κεφάλαιο της, για το οποίο, ωστόσο, δεν μπορεί να διαταχθεί προσωρινή εκτέλεση (βλ. άρθρο 909 αρ. 2 ΚΠολΔ).
Η υπό στοιχ. α’ αγωγή, για το αίτημα της οποίας καταβλήθηκε το προσήκον τέλος δικαστικού ενσήμου, με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις [βλ. το με Α/……………../1.3.2010 διπλότυπο είσπραξης τύπου Β της Δ.ΟΎ. Β’ (Β’ – Γ) Θεσσαλονίκης και το με No ……………./1.3.2010 γραμμάτιο εισπράξεως της ΕΤΕ] και η υπό στοιχ. β’ αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, πρέπει να ερευνηθούν και κατ’ ουσίαν.
Ο εναγόμενος της υπό στοιχ. α’ αγωγής, κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, παραδεκτά, με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του που καταχωρήθηκε στα πρακτικά και αναλύεται εκτενέστερα στις προτάσεις του, προτείνει σε συμψηφισμό τις εκ ποσού 45.312,12 ευρώ και 15.000 ευρώ ανταπαιτήσεις του, που αποτελούν αντικείμενο της υπό στοιχ. β’ αγωγής (το περιεχόμενο της οποίας επαναλαμβάνει στις προτάσεις του), με ισόποσο μέρος της επίδικης απαίτησης των εναγόντων της υπό στοιχ. α’ αγωγής για καταβολή μισθωμάτων.
Η ένσταση συμψηφισμού, κατά μεν το πρώτο σκέλος της, με το οποίο προτείνεται σε συμψηφισμό η εκ ποσού 45.312,12 ευρώ ανταπαίτηση, είναι νόμιμη κατά την κύρια βάση της, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 904, 440, 441 ΑΚ, απορριπτέα δε ως μη νόμιμη κατά τις επικουρικές βάσεις στις οποίες επιχειρείται να θεμελιωθεί με τις αιτιολογίες που παρατέθηκαν κατά την εξέταση της νομικής βασιμότητας της υπό στοιχ. β’ αγωγής, κατά δε το δεύτερο σκέλος της, με το οποίο προτείνεται σε συμψηφισμό η εκ ποσού 15.000 ευρώ ανταπαίτηση, είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 361, 440, 441 ΑΚ, 162 ΚΠολΔ (βλ. υπό στοιχ. II νομική σκέψη).
Η ένσταση συμψηφισμού που ο εναγόμενος της υπό στοιχ. α’ αγωγής προβάλλει, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, πρέπει να ερευνηθεί και κατ’ ουσίαν.
Οι εναγόμενοι της υπό στοιχ. β’ αγωγής, παραδεκτά, ήτοι, ενόψει του ότι στην προκείμενη διαδικασία των μισθωτικών διαφορών δεν είναι υποχρεωτική, στον πρώτο βαθμό, η κατάθεση προτάσεων, προφορικά κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου τους καταχωρημένη στα πρακτικά (βλ. ΟλΑΠ 2/2005 ΕλλΔνη 46. 689), ισχυρίζονται μόνον ότι το δικαίωμα του ενάγοντος της υπό στοιχ. β’ αγωγής για απόδοση του ποσού της εγγύησης ασκείται καταχρηστικά, επικαλούμενοι, με τις προτάσεις τους, στις οποίες παραθέτουν το περιεχόμενο του περί εγγύησης όρου του από 7-3-2005 ιδιωτικού συμφωνητικού, ότι ο ενάγων, ως μισθωτής, δεν τήρησε τους όρους της μεταξύ τους σύμβασης μίσθωσης και, μάλιστα, το σπουδαιότερο όρο αυτής για εμπρόθεσμη καταβολή του συμφωνηθέντος μισθώματος.
Η μη τήρηση, όμως, από τον ενάγοντα των όρων της μίσθωσης, αληθές υποτιθέμενο ως περιστατικό, δεν μπορεί να θεμελιώσει την εκ του άρθρου 281 Α Κ ένσταση, αλλά αποτελεί άρνηση συνδρομής των προϋποθέσεων για απόδοση του ποσού της εγγυοδοσίας. Συνεπώς, ο ανωτέρω ισχυρισμός των εναγομένων της υπό στοιχ. β’ αγωγής, επιχειρούμενος να θεμελιωθεί στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος.
Από την εκτίμηση της ανωμοτί κατάθεσης της δεύτερης ενάγουσας της υπό στοιχ. α’ αγωγής – δεύτερης εναγόμενης της υπό στοιχ. β’ (άρθρα 416, 417 §1 και 420 ΚΠολΔ) και της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα που εξετάστηκε, με επιμέλεια του εναγομένου της υπό στοιχ. α’ αγωγής – ενάγοντος της υπό στοιχ. β’, στο ακροατήριο αυτού του Δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, από τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, ακόμα κι αν μερικά από αυτά δεν πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρο 650 §1 ΚΠολΔ) και από τις άμεσες ή έμμεσες ομολογίες αυτών (άρθρα 352 §1 και 261 ΚΠολΔ), όπου ειδικά και περιοριστικά αναφέρονται παρακάτω, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Την 7-3-2005, με σύμβαση μίσθωσης που καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων, στη Θεσσαλονίκη και περιλήφθηκε στο με ίδια ημερομηνία ιδιωτικό συμφωνητικό, που θεωρήθηκε νόμιμα από την αρμόδια Δ.Ο.Υ., πρώτος ενάγων της υπό στοιχ. α’ αγωγής – πρώτος εναγόμενος της υπό στοιχ. β’, όπως εκπροσωπούταν νόμιμα κατά την κατάρτιση της σύμβασης και η δεύτερη ενάγουσα της υπό στοιχ. α’ αγωγής – δεύτερη εναγόμενη της υπό στοιχ. β’, εκμίσθωσαν και παρέδωσαν κατά χρήση στον εναγόμενο της υπό στοιχ. α’ αγωγής – ενάγοντα της υπό στοιχ. β’, ένα κατάστημα που βρίσκεται στον ισόγειο όροφο οικοδομής κείμενης στη Θεσσαλονίκη, στην οδό Βενιζέλου αρ. 12, προκειμένου να το χρησιμοποιήσει ο μισθωτής για τη λειτουργία επιχείρησης εστιάσεως – καφέ μπαρ – σνακ μπαρ, καφετερίας – αναψυκτηρίου.
Η συμβατική διάρκεια της μίσθωσης ορίσθηκε για δώδεκα έτη και συγκεκριμένα από την 1-3-2005 έως την 28-2-2017. Το μηνιαίο μίσθωμα, το οποίο συμφωνήθηκε ότι θα προκαταβάλλεται μέσα στο πρώτο πενθήμερο κάθε μισθωτικού μήνα, ορίσθηκε στο ποσό των 7.500 ευρώ, για τα δύο πρώτα έτη της μίσθωσης, προσαυξανόμενο ετησίως για τα επόμενα μισθωτικά έτη κατά ποσοστό ανάλογο με αυτό του τιμαρίθμου του κόστους ζωής των προηγούμενων δώδεκα μηνών, πλέον δύο μονάδων.
Ο μισθωτής ανέλαβε, επίσης, την υποχρέωσή να καταβάλλει το αναλογούν στο μίσθωμα τέλος χαρτοσήμου εκ ποσοστού 3,6%. Με βάση έτσι τη συμφωνία των διαδίκων, το μίσθωμα, για το τρίτο μισθωτικό έτος ανήλθε στο ποσό των 8.500 ευρώ και, μετά του χαρτοσήμου, στο ποσό των 8.806 ευρώ και, για το τέταρτο μισθωτικό έτος στο ποσό των 9.000 ευρώ και, μετά του χαρτοσήμου, στο ποσό των 9.324 ευρώ. Από την έναρξη της μίσθωσης και μέχρι τα τέλη Δεκεμβρίου του έτους 2008, ο μισθωτής, κατέβαλλε στους εκμισθωτές τα μισθώματα, αν και, περισσότερες από μία φορές, χρόνο μεταγενέστερο του συμφωνηθέντος.
Για το λόγο αυτό, άλλωστε, οι εκμισθωτές, την 13-1-2006, του επέδωσαν εξώδικη πρόσκληση, καλώντας τον να τους καταβάλει τα μισθώματα των μηνών Δεκεμβρίου του έτους 2005, Ιανουαρίου του έτους 2006 και μέρος του μισθώματος του μηνός Νοεμβρίου του έτους 2005, ομοίως δε την 19-5-2006, καλώντας τον να τους καταβάλει τα μισθώματα των μηνών Απριλίου, Μαΐου του έτους 2006 και μέρος του μισθώματος του μηνός Μαρτίου του ίδιου έτους.
Τα παραπάνω μισθώματα καταβλήθηκαν, τελικά, στους εκμισθωτές. Ο ισχυρισμός, όμως, που ο μισθωτής, ως εναγόμενος της υπό στοιχ. α’ αγωγής, με τις προτάσεις του προβάλλει περί ύπαρξης προφορικής τροποποιητικής συμφωνίας ως προς το χρόνο καταβολής του μισθώματος, δεν επιβεβαιώθηκε από κανένα αποδεικτικό στοιχείο, ούτε από την κατάθεση του μάρτυρα, …………………. του Νικολάου, ο οποίος εξετάσθηκε με επιμέλεια του ως άνω διαδίκου στο ακροατήριο αυτού του Δικαστηρίου.
Το γεγονός δε ότι οι εκμισθωτές δέχονταν να εισπράττουν καθυστερημένα τα μισθώματα, δεν επιφέρει σιωπηρή τροποποίηση της μίσθωσης, ενόψει ιδίως του ότι, όπως προκύπτει από όσα προπαρατέθηκαν, εκείνοι διαμαρτύρονταν στο μισθωτή για την εκπρόθεσμη καταβολή των μισθωμάτων. Την 22-10-2009, η μίσθωση λύθηκε, με την αποβολή του μισθωτή από το μίσθιο ακίνητο, σε εκτέλεση της με αριθμό ………./2009 διαταγής απόδοσης μισθίου του Δικαστή αυτού του Δικαστηρίου, συνταχθείσας σχετικά της με αριθμό …………../22.10.2009 έκθεσης βιαίας αποβολής και εγκαταστάσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης Πασχάλη Τσομπανίδη.
Κατά το χρόνο λύσης της μίσθωσης, ο μισθωτής, όπως ομολογείται από αυτόν (άρθρο 352 §1 ΚΠολΔ), είχε καταβάλει στους εκμισθωτές μέρος μόνον του μισθώματος του μηνός Ιανουαρίου του έτους 2009, ύψους 1.120 ευρώ, απομένοντος ανεξόφλητου υπολοίπου, ποσού 7.686 (8.806 – 1.120) ευρώ και δεν τους είχε καταβάλλει στο σύνολο τους τα μισθώματα των επόμενων μηνών, μέχρι την 22.10.2009, οπότε το μίσθιο αποδόθηκε στους εκμισθωτές.
Τα μισθώματα αυτά, συμπεριλαμβανομένου του χαρτοσήμου, ανέρχονται, για τους μήνες Φεβρουάριο έως Σεπτέμβριο του έτους 2009, στο ποσό των 74.074 [8.806 + (9.324 Χ 7=) 65.268] και, για την περίοδο από την 1-10-2009 έως την 22-10-2009, στο ποσό των 6.617,03 (9.324 Χ 22/31) ευρώ. Αρα, ο εναγόμενος της υπό στοιχ. α’ αγωγής – ενάγων της υπό στοιχ. β’, οψείλει να καταβάλει στους αντιδίκους του το συνολικό ποσό των 88.377,03 (7.686 + 74.074 + 6.617,03) ευρώ, για ληξιπρόθεσμα μισθώματα του διαστήματος από την 1-1-2009 έως την 22-10-2009. Αντίθετα, δεν έχει υποχρέωση να καταβάλει στους εκμισθωτές μίσθωμα για την περίοδο από την 23-10-2009 έως την 31-10-2009, αφού, κατά το διάστημα αυτό, η μίσθωση είχε ήδη λυθεί και, ως εκ τούτου, είχε παύσει η υποχρέωσή για πληρωμή μισθωμάτων, απορριπτόμενου ως αβάσιμου κατ’ ουσίαν του σχετικού κονδυλίου της υπό στοιχ. α’ αγωγής.
Περαιτέρω, οι εκμισθωτές συνομολογούν ότι, κατά την έναρξη της μίσθωσης, ο μισθωτής, σε εκτέλεση προφορικής μεταξύ τους συμφωνίας, τους κατέβαλε το ποσό των 75.000 ευρώ (άρθρο 352 §1 ΚΠολΔ, βλ. 7″ σελ. των προτάσεων που κατέθεσαν, προς απόκρουση της υπό στοιχ. β’ αγωγής), το οποίο ισχυρίζονται ότι αποτελεί το αντάλλαγμα για τη μεταβίβαση στο μισθωτή της άϋλης εμπορικής αξίας του μίσθιου καταστήματος («αέρας»), λόγω της εμπορικότητάς του εκ της προνομιακής του θέσης.
Ενόψει και της παραπάνω παραδοχής των εκμισθωτών καθίσταται ότι η καταβολή του πιο πάνω ποσού συνδέεται μόνον με την εμπορικότητα της περιοχής όπου το μίσθιο κατάστημα κείται, όχι δε και με τα υπόλοιπα στοιχεία τα οποία συνήθως εκφράζουν την έννοια της άϋλης εμπορικής αξίας μίας επιχείρησης (πελατεία, φήμη, πίστη στις συναλλαγές κλπ).
Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι, πριν από τη σύναψη της ένδικης μίσθωσης, το μίσθιο κατάστημα εκμισθωνόταν για τη λειτουργία υποκαταστήματος τραπεζικής εταιρίας και όχι για τη λειτουργία εμπορικής επιχείρησης και, συνεπώς, η φήμη και η πελατεία, ως στοιχεία της επιχείρησης που θα λειτουργούσε στο μίσθιο ο μισθωτής, θα ήταν αποκλειστικά και μόνον αποτέλεσμα των προσπαθειών του τελευταίου.
Η εμπορικότητα δε μίας περιοχής, αποτελεί το κατεξοχήν κριτήριο για τον προσδιορισμό της μισθωτικής αξίας ενός καταστήματος. Ως απόρροια των παραπάνω, το Δικαστήριο, κατ’ εψαρμογή και των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 Α Κ, καταλήγει στην κρίση ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, το καταβληθέν ως «αέρας» ποσό έχει όντως το χαρακτήρα μισθώματος, όπως ο εναγόμενος της υπό στοιχ. α’ αγωγής – ενάγων της υπό στοιχ. β’ ισχυρίζεται, αφού δόθηκε στους εκμισθωτές ως αντάλλαγμα για την παραχώρηση σε εκείνον ενός ακινήτου σε περιοχή με μεγάλη εμπορική κίνηση (βλ. υπό στοιχ. I νομική σκέψη), αποτελώντας έτσι (υποκρυπτόμενη) αυξητική διαφορά του αναγραφόμενου στο μισθωτήριο μισθώματος.
Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου δεν αντιστρατεύεται με όσα οι ενάγοντες της υπό στοιχ. α’ αγωγής – εναγόμενοι της υπό στοιχ. β’, υποστηρίζουν αναφορικά με το σκοπό για τον οποίο το ποσό των 75.000 ευρώ δόθηκε, αλλά, τουναντίον, αποτελεί απόρροιά τους. Εν προκειμένω λοιπόν ο «αέρας» θεωρείται ως μίσθωμα και, ως εκ τούτου, έχει τη λειτουργία που συνάδει με το χαρακτήρα του αυτό.
Επομένως, εφόσον η μίσθωση λύθηκε πριν από την πάροδο του συμβατικού χρόνου διάρκειάς της, υφίσταται υποχρέωση των εκμισθωτών να αποδώσουν το μέρος του προκαταβληθέντος ως «αέρας» (με το χαρακτήρα που προπαρατέθηκε) ποσού που αναλογεί στους μήνες από το μήνα Νοέμβριο του έτους 2009 έως το συμφωνημένο χρόνο λήξης της σύμβασης, την 28- 2-2017, αφού η αιτία για την οποία τούτο (προ)καταβλήθηκε έληξε, με αποτέλεσμα η διατήρησή του πλέον από τους εκμισθωτές να παρίσταται χωρίς νόμιμη αιτία.
Το ποσό που οι ενάγοντες της υπό στοιχ. α’ αγωγής – εναγόμενοι της υπό στοιχ. β’ οφείλουν, κατά τα ανωτέρω, να επιστρέψουν στον αντίδικο τους ανέρχεται στο ποσό των 520,83 ευρώ ανά μήνα (75.000 ευρώ : 144 μήνες) και, συνολικά, στο ποσό των 45.833,04 (520,83 ευρώ Χ 88 μήνες) ευρώ.
Την ανταπαίτησή του αυτή, ο εναγόμενος της υπό στοιχ. α’ αγωγής – ενάγων της υπό στοιχ. β’, υπολογίζοντάς την στο μικρότερο ποσό των 45.312,12 ευρώ, προτείνει σε συμψηφισμό με ισόποσο μέρος της απαίτησης των αντιδίκων του για καταβολή μισθωμάτων, επιφέροντας έτσι, κατ’ εφαρμογή και των διατάξεων των άρθρων 422, 423 ΑΚ, την απόσβεση, εν όλω μεν των απαιτήσεων των αντιδίκων του για την καταβολή των μισθωμάτων μέχρι και το μήνα Απρίλιο του έτους 2009, εν μέρει δε και δη μέχρι του ποσού των 8.067,18 ευρώ για την καταβολή του μισθώματος του μηνός Μαΐου του ίδιου έτους, απομένοντος υπολοίπου, από το μίσθωμα του μηνός Μαΐου, ποσού 1.637,70 ευρώ.
Πιο αναλυτικά, οι απαιτήσεις των εναγόντων της υπό στοιχ. α’ αγωγής – εναγομένων της υπό στοιχ. β’ για την καταβολή των μισθωμάτων των ανωτέρω μηνών, υπολογιζόμενες μετά των νομίμων τόκων υπερημερίας μέχρι τη λύση της μίσθωσης, οπότε γεννήθηκε η προβαλλόμενη σε συμψηφισμό ανταπαίτηση (πρβλ. άρθρο 441 εδ. β’ Α Κ), αναλύονται σε 8.245,28 (7.686/κεφάλαιο + 559,28/τόκοι) ευρώ για υπόλοιπο μισθώματος μηνός Ιανουαρίου του έτους 2009, 9.372,01 (8806/κεφάλαιο + 566,01/τόκοι) ευρώ για μίσθωμα μηνός Φεβρουαρίου του έτους 2009, 9.851,76 (9.324/κεφάλαιο + 527,76/τόκοι) ευρώ για μίσθωμα μηνός Μαρτίου του έτους 2009, 9.775,89 (9.324/κεφάλαιο + 451,89/τόκοι) ευρώ για μίσθωμα μηνός Απριλίου του έτους 2009 και 9.704,88 (9.324/κεφάλαιο + 310,69/τόκοι) ευρώ για μίσθωμα μηνός Μαΐου του έτους 2009, ήτοι, συνολικά, σε 46.949,82 ευρώ, οπότε, μετ’ αφαίρεση της εκ ποσού 45.312,12 ανταπαίτησης, απομένει το πιο πάνω υπόλοιπο, που αντιστοιχεί σε μέρος του μισθώματος του μηνός Μαΐου του έτους 2009.
Στο σημείο αυτό λεκτέο ότι, ακόμα και αν ήθελε γίνει δεκτό, ότι η παροχή του ποσού των 75.000 ευρώ δεν έχει το χαρακτήρα μισθώματος, αλλά αποτελεί τίμημα πώλησης, εφόσον μεταξύ των συμβάσεων μίσθωσης του καταστήματος και πώλησης του «αέρα» του, η σχέση, κατά τα συναλλακτικά ήθη, είν αι κυρία ως προς τη μίσθωση και παρεπόμενη αυτής ως προς την πώληση, λόγω της λύσης της μίσθωσης πριν από τη συμφωνηθείσα λήξη της, αυτοδίκαια θα ανατρέπονταν και τα αποτελέσματα της πώλησης και θα γεννιόνταν αξιώσεις από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό προς απόδοση του ποσού που δόθηκε ως «αέρας» (βλ. ΕΘ 2945/2000 Αρμ 2001. 1336), αφού η μεταβίβασή του, έναντι του συγκεκριμένου τιμήματος, συνδεόταν με τη σύναψη δωδεκαετούς διάρκειας μίσθωσης.
Ακόμη, κατά την υπογραφή της σύμβασης μίσθωσης, ο εναγόμενος της υπό στοιχ. α’ αγωγής – ενάγων της υπό στοιχ. β’ κατέβαλε στους ενάγοντες της υπό στοιχ. α’ αγωγής – εναγόμενους της υπό στοιχ. β’, το ποσό των 15.000 ευρώ.
Το ποσό αυτό, σύμφωνα με το 16° όρο του από 7-3-2005 ιδιωτικού συμφωνητικού, δόθηκε από το μισθωτή «… ως εγγύηση για την πιστή τήρηση των όρων του παρόντος, ποσό το οποίο θα επιστραφεί άτοκα σ’ αυτόν κατά τη λήξη της μίσθωσης και την αποχώρηση αυτού εκ του μισθίου και εφ’ όσον γίνει πιστή τήρηση των όρων του παρόντος και δεν υπάρξουν φθορές στο μίσθιο πέραν των εκ της συνήθους χρήσεως προερχομένων, διαφορετικά τα παραπάνω χρήματα θα συμψηφισθούν στα τυχόν έξοδα επιδιορθώσεως.
Οπωσδήποτε όμως το ποσό αυτό σε καμία περίπτωση δεν θα συμψηφισθεί με οφειλόμενο μίσθωμα.».
Από το περιεχόμενο του πιο πάνω όρου, προκύπτει ότι το ποσό των 15.000 ευρώ, δόθηκε στους εκμισθωτές ως εγγυοδοσία, ήτοι ως προκαταβολή έναντι μελλοντικού χρέους του μισθωτή.
Ο τελευταίος, λοιπόν, μετά τη λύση της μίσθωσης, δικαιούται να προβάλλει σε συμψηφισμό τη δοθείσα από αυτόν εγγυοδοσία προς απόσβεση ισόποσου μέρους των ένδικων απαιτήσεων των εκμισθωτών, παρά το ότι οι απαιτήσεις εκείνων προέρχονται από μισθώματα, επιφέροντας έτσι, κατ’ εφαρμογή και των διατάξεων των άρθρων 422, 423 ΑΚ, την απόσβεση, εν όλω μεν των απαιτήσεων των αντιδίκων του για καταβολή μισθωμάτων μέχρι και το μήνα Ιούνιο του έτους 2009, εν μέρει δε και δη μέχρι του ποσού των 3.337,49 ευρώ για καταβολή του μισθώματος του μηνός Ιουλίου του ίδιου έτους, απομένοντος υπολοίπου, από το μίσθωμα του μηνός αυτού, ποσού 6.505,08 ευρώ.
Πιο αναλυτικά, οι απαιτήσεις των εναγόντων της υπό στοιχ. α’ αγωγής – εναγομένων της υπό στοιχ. β’ για την καταβολή των μισθωμάτων των ανωτέρω μηνών, υπολογιζόμενες μετά των νομίμων τόκων υπερημερίας μέχρι το χρόνο πρότασης του συμψηφισμού, αναλύονται σε 1.752,89 (1.637,70/κεφάλαιο + 115,19/τόκοι) για υπόλοιπο μισθώματος μηνός Μαΐου του έτους 2009, 9.909,62 (9.324/κεφάλαιο + 585,62/τόκοι) ευρώ για μίσθωμα μηνός Ιουνίου του ίδιου έτους και 9.842,57 (9.324/κεφάλαιο + 518,57/τόκοι) ευρώ για μίσθωμα μηνός Ιουλίου του ίδιου έτους, ήτοι, συνολικά, σε 21.505,08 ευρώ, οπότε, μετ’ αφαίρεση της εκ ποσού 15.000 ευρώ ανταπαίτησης, απομένει το πιο πάνω υπόλοιπο, που αντιστοιχεί σε μέρος του μισθώματος του μηνός Ιουλίου του έτους 2009.
Κατά συνέπεια, δεκτής γενομένης ως βάσιμης κατ’ ουσίαν της ένστασης συμψηφισμού που ο εναγόμενος της υπό στοιχ. α’ αγωγής – ενάγων της υπό στοιχ. β’ προβάλλει, οι ένδικες απαιτήσεις των εναγόντων της υπό στοιχ. α’ αγωγής – εναγομένων της υπό στοιχ. β’, πρέπει να περιορισθούν στην καταβολή μέρους του μισθώματος του μηνός Ιουλίου του έτους 2009, ποσού 6.505,08 ευρώ, των μισθωμάτων των μηνών Αυγούστου, Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους, ποσού 9.324 ευρώ, μηνιαίως και του μισθώματος που αναλογεί στην περίοδο από την 1-10-2009 έως την 22-10-2009, ποσού 6.617,03 ευρώ.
Ακολούθως, μετά την ουσιαστική παραδοχή της ένστασης συμψηφισμού, απορριπτέα ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν καθίσταται η υπό στοιχ. β’ αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, καθόσον, με την ευδοκίμηση της ένστασης συμψηφισμού, επήλθε απόσβεση της απαίτησης του ενάγοντος αυτής για απόδοση του ποσού των 45.312,12 ευρώ, η αναγνώριση της ύπαρξης της οποίας αποτελεί αντικείμενο της υπό στοιχ. β’ αγωγής. Με βάση τα παραπάνω:
Α) Η υπό στοιχ. α’ αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος της υπό στοιχ. α’ αγωγής να καταβάλει στους ενάγοντες αυτής, κατ’ ισομοιρία, το συνολικό ποσό των 31.770,11 ευρώ και συγκεκριμένα το ποσό των 6.505,08 ευρώ, για υπόλοιπο μισθώματος μηνός Ιουλίου του έτους 2009, με το νόμιμο τόκο από την 6-7-2009, το ποσό των 9.324 ευρώ για μίσθωμα μηνός Αυγούστου του έτους 2009, με το νόμιμο τόκο από την 6-8-2009, το ποσό των 9324 ευρώ για μίσθωμα μηνός Σεπτεμβρίου του έτους 2009, με το νόμιμο τόκο από την 6-9-2009 και το ποσό των 6.617,03 ευρώ για το αναλογούν στην περίοδο από την 1-10-2009 έως την 22-10-2009 μίσθωμα, με το νόμιμο τόκο από την 6-10-2009.
Επίσης, πρέπει να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή (άρθρο 910 περ. 2 ΚΠολΔ) και να καταδικασθεί ο εναγόμενος της υπό στοιχ. α’ αγωγής, που εν μέρει ηττήθηκε, στην πληρωμή του μέρους των δικαστικών εξόδων των εναγόντων αυτής, που αναλογεί στην έκταση της ήττας του (άρθρα 178 §1 και 191 §2 ΚΠολΔ), όπως αυτό ειδικά καθορίζεται στο διατακτικό της απόφασης.
Β) Η υπό στοιχ. β’ αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν και να καταδικασθεί ο ενάγων αυτής, λόγω της ήττας του, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των εναγομένων της υπό στοιχ. β’ αγωγής (άρθρα 176 και 191 §2 ΚΠολΔ), όπως αυτά ειδικά καθορίζονται στο διατακτικό της απόφασης.
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων τη με αριθμό κατάθεσης
……../2009 αγωγή (υπό στοιχ. α’) και τη με αριθμό κατάθεσης …../2010 αγωγή (υπό στοιχ. β’).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την υπό στοιχ. α’ αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον εναγόμενο της υπό στοιχ. α’ αγωγής να καταβάλει στους ενάγοντες αυτής, κατ’ ισομοιρία, το συνολικό ποσό των τριάντα ενός χιλιάδων επτακοσίων εβδομήντα ευρώ και έντεκα λεπτών του ευρώ (31.770,11 ευρώ), νομιμοτόκως για κάθε τμήμα του κεφαλαίου ως εξής: 1) του ποσού των 6.505,08 ευρώ, απο την 6η-7-2009, 2) του ποσού των 9.324 ευρώ, από την 6η-8-2009, 3) του ποσού των 9.324 ευρώ, από την 6η-9-2009, και 4) του ποσού των 6.617,03 ευρώ, από την 6-10-2009.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ την ανωτέρω διάταξη της απόφασης προσωρινά εκτελεστή.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον εναγόμενο της υπό στοιχ. α’ αγωγής στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων των εναγόντων της υπό στοιχ. α’ αγωγής, το οποίο ορίζει στο ποσό των χιλίων διακοσίων πενήντα (1.250) ευρώ.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την υπό στοιχ. β’ αγωγή.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον ενάγοντα της υπό στοιχ. β’ αγωγής στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των εναγομένων της υπό στοιχ. β’ αγωγής, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων διακοσίων (1.200) ευρώ.
Κρίθηκε αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στη Θεσσαλονίκη, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριο αυτού του Δικαστηρίου, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις……………
Η ΔΙΚΑ ΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ