Δυνατή η μεταβίβαση αγροτικού κλήρου πριν την έναρξη ισχύος του ν.431/1968

Αριθμός 180/2006

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ΄ Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Γκιάφη, Αντιπρόεδρο, Αλέξανδρο Κασιώλα, Γεώργιο Φώσκολο, Βασίλειο Νικόπουλο και Ελισάβετ Μουγάκου-Μπρίλλη, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 16 Νοεμβρίου 2005, με την παρουσία και της γραμματέως Γραμματικής Κονταξή, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των αναιρεσειόντων: 1) έως και 4), κατοίκου Θεσσαλονίκης. Ο πληρεξούσιος δικηγόρος του 1ου αναιρεσείοντος ………….. δήλωσε ότι αυτός απεβίωσε την 15-2-2003 και κληρονομήθηκε από την ………. του …….. και την ………………………….. , κατοίκους Ν.Ψυχικού, οι οποίες συνεχίζουν την βιαίως διακοπείσα δίκη και η μεν πρώτη (….. ………) εκπροσωπείται από αυτόν, η δε δεύτερη (…………………) παρίσταται με αυτόν και τον διορίζει πληρεξούσιο δικηγόρο της. Ο 2ος παραστάθηκε με τους πληρεξούσιους δικηγόρους του Θεόδωρο Χουλιάρα και Σωτήριο Πολύδωρα και οι 3ος και 4ος εκπροσωπήθηκαν από τους ανωτέρω πληρεξουσίους δικηγόρους.

Του αναιρεσίβλητου:……………………….. , κατοίκου Θεσσαλονίκης, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Τσαγκαλίδη, βάσει δηλώσεως κατ΄ άρθρο 242 παρ.2 Κ.Πολ.Δ.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 11-9-2000 αγωγή του ήδη αναιρεσίβλητου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 21855/2001 του ίδιου Δικαστηρίου και 1195/2002 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 20-5-2002 αίτησή τους και τους από 12-2-2003 προσθέτους λόγους.

Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Βασίλειος Νικόπουλος ανέγνωσε την από 14-3-2003 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στην σύνθεση του Δικαστηρίου αυτού Αρεοπαγίτη Ιωάννη Βερέτσου, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινομένης αιτήσεως αναιρέσεως.

Οι πληρεξούσιοι των αναιρεσειόντων ζήτησαν την παραδοχή της αιτήσεως και των προσθέτων λόγων, ως επίσης και την παραπομπή της υποθέσεως στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου και την καταδίκη του αντιδίκου στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 213 παρ. 1 του Αγροτικού Κώδικα (η οποία καταργήθηκε με το άρθρ. 1 παρ. 5 του ΑΝ 431/1968), μετά την ολοσχερή εξόφληση της αξίας του κλήρου ο Υπουργός Γεωργίας μπορούσε μετά γνώμη του Συμβουλίου Εποικισμού να άρει όλες ή μερικές από τις απαγορεύσεις των άρθρων 208, 209 210, 211, 212 και 216 του αυτού κώδικα (καταργηθέντων ωσαύτως με την ίδια διάταξη) από τους κλήρους ή οικόπεδα ή τμήματα αυτών ή από οικήματα που βρίσκονταν μέσα σε εγκεκριμένα ρυμοτομικά σχέδια πόλεων ή χωρίων ή σε περιοχές που κρίνονταν από αυτόν ή από το Υφυπουργείο Τύπου και Τουρισμού ως κατάλληλες για παραθερισμό.

Ενόψει τούτων οι περιορισμοί που θέσπιζαν οι τελευταίες αυτές διατάξεις ουδεμία εφαρμογή είχαν στην περίπτωση κατά την οποία είχε προηγηθεί άρση αυτών με πράξη του Υπουργού Γεωργίας, ή του Νομάρχου κατά ενάσκηση από αυτόν των αρμοδιοτήτων του Υπουργού Γεωργίας κατά το άρθρο 1 παρ. 1 ν. 3200/1955, σύμφωνα με το άρθρο 213 παρ. 1 Αγροτικού Κώδικα, γιατί στις περιπτώσεις αυτές δεν υπήρχε, από την άρση της απαγορεύσεως και των περιορισμών, κλήρος, όπως εννοεί αυτόν ο Αγροτικός Κώδικας, ούτε αποκατάσταση ακτήμονα καλλιεργητή και εντεύθεν καθίσταται φανερό ότι επί των μεταβιβάσεων αυτών η τήρηση των από τις πιο πάνω διατάξεις προβλεπόμενων απαγορεύσεων και περιορισμών δεν ήταν επιβεβλημένη, ως κειμένη εκτός του σκοπού του νόμου.

Σημειωτέον ότι ούτε από ειδική διάταξη νόμου ούτε από τη φύση των ως άνω υπουργικών ή νομαρχιακών αποφάσεων επιβάλλεται, για τη νομιμότητα αυτών, η σ` αυτάς ύπαρξη αιτιολογίας, όπως τέτοιας για την ιδιότητα του κλήρου (απλώς ευρισκόμενου μέσα σε συγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο ή σε περιοχή κατάλληλη για παραθερισμό). Περαιτέρω η διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του ΑΝ 431/1968, σύμφωνα με την οποία επιτράπηκε η εν ζωή εκποίηση ή οπωσδήποτε διάθεση των αγροτικών κλήρων, με τον περιορισμό της μη κατάτμησης των κληροτεμαχίων της οριστικής διανομής, δεν έχει εφαρμογή για τις μεταβιβάσεις που έγιναν πριν από την ισχύ του νόμου αυτού (23-5-1968), αφού, όταν η μεταβίβαση έγινε σύμφωνα με τις παραπάνω προϋποθέσεις (άρση απαγορεύσεων κλπ με πράξη του Υπουργού ή του Νομάρχου) δεν υπάρχει κλήρος.

Από την έναρξη δε της ισχύος του άνω ΑΝ 431/1968, ο κληρούχος δεν θεωρείται πλέον κατά πλάσμα του νόμου νομέας του κλήρου, αν δεν κατέχει πραγματικά αυτόν με διάνοια κυρίου, και γι` αυτό είναι δυνατή η χωρίς τη θέλησή του κτήση από τρίτον της νομής του κλήρου (όχι όμως μέρους αυτού), η οποία, αν συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις, να οδηγεί στη κτήση της κυριότητάς του με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία.

Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο δέχθηκε με την προσβαλλομένη απόφασή του, κατ` ορθή εκτίμησή της, τα εξής:

Μετά από αίτηση της ……………. , στην οποία είχε περιέλθει, …… από κληρονομικές διαδοχές, ο από το έτος 1937 παραχωρηθείς στον ………… ……. αγροτικός κλήρος, για τον οποίο είχε εκδοθεί ο 81869/1959 τίτλος κυριότητας του Διοικητή της ΑΤΕ, που μεταγράφηκε νόμιμα στις 29/3/1960, εκδόθηκε η υπ` αριθμ. 67084/22-9-1964 απόφαση του Νομάρχη Θεσσαλονίκης, με την οποία, αφού κρίθηκε ότι συνέτρεχαν οι προς τούτο όροι άρσεως των οικείων απαγορεύσεων, επιτράπηκε η ελεύθερη μεταβίβαση όλου του κλήρου, στη συνέχεια δε αυτή μεταβίβασε, με το υπ` αριθμ. 10618/26-9-1964 πωλητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης ……… , που νόμιμα μεταγράφηκε, το 197 Β` κληροτεμάχιο κατ` ισομοιρία στους ……………………………. , το οποίο οι αγοραστές διαίρεσαν σε αυτοτελή τμήματα και τα πωλούσαν σε τρίτους, ένας εκ των οποίων ήταν και ο ………………… , πατέρας του ενάγοντος και ήδη αναιρεσιβλήτου, στον οποίο μεταβιβάστηκε τμήμα 210 τ.μ. από το 197 Β` κληροτεμάχιο με το από 15/6/1964 ιδιωτικό αυτό, συμφωνητικό, έκτοτε δε αυτός κατείχε το μεταβιβασθέν σ` αυτόν τμήμα, από δε την έκδοση της ως άνω νομαρχιακής απόφασης νεμόταν αυτό, ασκώντας σ` αυτό με διάνοια κυρίου, αναφερόμενες συγκεκριμένως στην απόφαση και εμφανείς πράξεις νομής, γενόμενος έτσι κύριος με έκτακτη χρησικτησία του επιδίκου, με την συμπλήρωση νομής 20 και πλέον ετών, κατά το έτος 1985, το οποίο επίδικο αργότερα με το υπ` αριθμ. 2464/8-6-2000 συμβόλαιο γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης ……………. , νόμιμα μεταγραμμένο, μεταβίβασε στον αναιρεσίβλητο γιό του.

Μετά δε από τις παραδοχές αυτές το Εφετείο έκρινε ότι ο αναιρεσίβλητος είναι κύριος του επιδίκου αγροτικού ακινήτου εμβαδού 210 τετρ. μέτρων, κάνοντας γι` αυτό δεκτή, την κατά των ήδη αναιρεσειόντων από 11/9/2000 αγωγή του αναιρεσιβλήτου κατά το κύριο αυτής αίτημα, περί αναγνωρίσεως της κυριότητάς του επί του άνω ακινήτου.

Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, δεν παραβίασε τις προαναφερθείσες διατάξεις του Αγροτικού Κώδικα και του ΑΝ 431/1968 ούτε και αυτήν του άρθρου 1045 ΑΚ, και έτσι δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔικ, αλλ` ούτε και σ` αυτήν του αρ. 19 του ίδιου άρθρου, αφού διέλαβε επαρκείς αιτιολογίες με τις οποίες στηρίζεται το διατακτικό, γι` αυτό ο πρώτος λόγος αναιρέσεως και ο πρώτος λόγος του δικογράφου των προσθέτων λόγων αναιρέσεως με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.

Επειδή, η αναγνωριστική περί κυριότητας ακινήτου αγωγή αρκεί, για να είναι ορισμένη, να αναφέρει τη συμβολαιογραφική μεταβιβαστική πράξη μεταξύ ενάγοντος και του αμέσου δικαιοπαρόχου του και τη νόμιμη μεταγραφή αυτής. Αν όμως ο εναγόμενος, με τις προτάσεις του της πρώτης πρωτοβάθμιας συζήτησης αμφισβητήσει ειδικώς την κυριότητα των δικαιοπαρόχων του ενάγοντος επί του επιδίκου, ο ενάγων είναι υποχρεωμένος, με τις προτάσεις της ίδιας συζητήσεως, να καθορίσει με σαφή έκθεση γεγονότων τον τρόπο κτήσεως κυριότητας από τον άμεσο δικαιοπάροχό του και, αν είναι ανάγκη και των απωτέρων δικαιοπαρόχων του, κατ` επιτρεπτή συμπλήρωση της αγωγής, σύμφωνα με το άρθρο 224 ΚΠολΔικ, φθάνοντας μέχρι πρωτοτύπου τρόπου κτήσεως κυριότητας, δυναμένου να αντιταχθεί κατά των τρίτων, όπως είναι η έκτακτος χρησικτησία. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως συνάγεται από την παραδεκτή επισκόπηση της από 11/9/2000 αγωγής του αναιρεσιβλήτου, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, με αυτήν και κατά την κυρία βάση της, ο ενάγων ζήτησε να αναγνωρισθεί κύριος του επιδίκου ακινήτου το οποίο απέκτησε κατά τρόπο παράγωγο με το υπ` αριθμ. 2464/8-6-2000 συμβόλαιο γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης …… , που μεταγράφηκε νόμιμα.

Ως εκ περισσού δε και καθ` υποφοράν, για την περίπτωση αμφισβητήσεως από τους εναγομένους της κυριότητας του δικαιοπαρόχου πατέρα του, ο ενάγων εξέθεσε στην αγωγή του ότι ο πατέρας του είχε γίνει κύριος τούτου με εικοσαετή και αδιακώλυτη νομή του επιδίκου με διάνοια κυρίου από το έτος 1964 έως το έτος 1985.

Με τις από 27/3/2001 προτάσεις του δε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης ο ενάγων, συμπληρώνοντας την αγωγή του, λόγω αμφισβητήσεως της προς χρησικτησία νομής του πατέρα του, εκ μέρους των εναγομένων, ισχυρίστηκε ότι ναι μεν το επίδικο είναι τμήμα αγροτικού κλήρου για το οποίο είχε εκδοθεί ο υπ` αριθμ. 81869/1959 τίτλος κυριότητας της …… Τράπεζας Ελλάδος, πλην όμως με την υπ` αριθμ. 67084/22-9-1964 απόφαση του Νομάρχη Θεσσαλονίκης άρθηκαν οι απαγορεύσεις των άρθρων 208, 209, 210, 211, 212 και 216 του Αγροτικού Κώδικα, μεταξύ των οποίων και η απαγόρευση μεταβιβάσεως και κατατμήσεως του 197 κληροτεμαχίου. Ενόψει τούτων η αγωγή δεν έπασχε από νομική ή ποσοτική αοριστία και το Εφετείο που έκρινε ομοίως δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔικ, αλλ` ούτε και σ` αυτήν του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔικ, αλλ` ούτε και σ` αυτήν του άρθρου 559 αρ. 14 ΚΠολΔικ ο δε δεύτερος λόγους αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος.

Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, που ορίζει, ότι η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος συνάγεται ότι μόνη η αδράνεια του δικαιούχου για την άσκηση του δικαιώματος επί μεγάλο χρονικό διάστημα, καθώς και η καλόπιστη πεποίθηση του υποχρέου ότι δεν υπάρχει δικαίωμα κατ` αυτού ή ότι δεν πρόκειται τούτο να ασκηθεί εναντίον του, έστω και αν αυτή δημιουργήθηκε από την αδράνεια του δικαιούχου, δεν αρκεί κατ` αρχήν να καταστήσει καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος (Ολ ΑΠ 8/2001). Εξάλλου ισχυρισμοί που είναι μη νόμιμοι δεν συνιστούν ουσιώδες για την έκβαση της δίκης πράγμα κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 559 αρ. 8 ΚΠολΔικ, και γι` αυτό η παράλειψη του δικαστηρίου να απαντήσει σε τέτοιους ισχυρισμούς δεν συνιστά την πλημμέλεια, που προβλέπει η διάταξη αυτή.

Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως και με τον δεύτερο λόγο του δικογράφου των προσθέτων λόγων αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες προβάλλουν αιτίαση από τον αριθ. 8 περ. β` του άρθρου 559 ΚΠολΔ ότι το Εφετείο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη ουσιώδες για την έκβαση της δίκης πράγμα, ήτοι στον ισχυρισμό τους περί καταχρηστικότητας της εναντίον του αγωγής, συνιστάμενης στο ότι ο δικαιοπάροχος του ενάγοντος ουδέποτε κατείχε το επίδικο, αφού δεν επεστράφη η προκαταβολή που είχε καταβάλει γι` αυτό, και δεν κατέβαλε το υπόλοιπο του τιμήματος και δεν ζήτησε να συνταχθεί στο όνομά του το οριστικό συμβόλαιο, ούτε έπραξε τούτο το έτος 1984, οπότε, όπως ισχυρίζεται ο ενάγων, έγινε κύριος ο πατέρας του με χρησικτησία, με συνέπεια ο τέταρτος εναγόμενος – αναιρεσείων, που αγόρασε νομίμως το επίδικο το έτος 1997, να δαπανήσει 1.000.000 δραχμές για την περίφραξη του επιδίκου και να κινδυνεύει αυτός και οι λοιποί εναγόμενοι – αναιρεσείοντες να υποστούν δυσβάστακτες συνέπειες αν γίνει δεκτή η αγωγή.

Η ένσταση αυτή που προέβαλαν οι εναγόμενοι, πέραν του σημείου της, ότι ο δικαιοπάροχος του ενάγοντος δεν κατέχει το επίδικο, το οποίο σημείο κατά τις παραδοχές του Εφετείου, δεν ανταποκρίνεται συνακολούθως, καθώς και του σημείου ότι υφίσταται κίνδυνος δυσβάστακτων συνεπειών για τους εναγόμενους το οποίο σημείο είναι αόριστο, δεν είναι νόμιμη, αφού η επικαλούμενη αδράνεια του αναιρεσιβλήτου και του πατέρα του να ζητήσουν την σύνταξη συμβολαίου, όταν συμπλήρωσε ο τελευταίος χρόνο εικοσαετούς νομής του επιδίκου, δεν συνδέεται με προηγούμενη συμπεριφορά των εναγομένων, που να παγιώνει μια κατάσταση, της οποίας εκ των υστέρων ο ενάγων επιχειρεί την ανατροπή με την αγωγή του, η δε επικαλουμένη από τους εναγομένους – αναιρεσείοντες μη καταβολή του τιμήματος του μεταβιβασθέντος ατύπως το έτος 1964 επιδίκου ακινήτου στον πατέρα του ενάγοντος, ουδεμία επιρροή έχει επί της ασκηθείσας από τον τελευταίο νομής επί του επιδίκου με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, ενώ η επικαλούμενη βλάβη του τέταρτου των εναγομένων – αναιρεσειόντων σχετικά με τη δαπάνη των 1.000.000 δραχμών μπορεί υπό τις προϋποθέσεις του νόμου (άρθρ. 1101 επ ΑΚ), να αρθεί από άλλη νόμιμη οδό.

Συνεπώς, ενόψει του ότι η προεκτιθέμενη ένσταση δεν αποτελεί ουσιώδες για την έκβαση της δίκης πράγμα, είναι οι υπό εξέταση λόγοι αναίρεσης απορριπτέο ως απαράδεκτοι. Εν όψει δε του ότι, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλομένη, το Εφετείο πράγματι δεν έλαβε υπόψη την ως άνω αναίρεση, ο επικουρικώς προβαλλόμενος και από το αρθρ. 559 αρ. 1 και 19 του ίδιου Κώδικα δεύτερος πρόσθετος λόγος αναιρέσεως που στηρίζεται στο ότι λήφθηκε υπόψη από το Εφετείο η ως άνω ένσταση, είναι απορριπτέος ως στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση.

Επειδή το Εφετείο για να σχηματίσει το άνω σαφές αποδεικτικό πόρισμά του, ότι ο αναιρεσίβλητος απέκτησε παραγώγως το επίδικο από τον πατέρα του, ο οποίος είχε γίνει κύριος αυτού με έκτακτη χρησικτησία, έλαβε υπόψη, όπως βεβαιώνει στην απόφαση, όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκόμισαν με επίκληση, προς άμεση απόδειξη ή ως δικαστικά τεκμήρια.

Από τη βεβαίωση αυτή του Εφετείου και από όλο το περιεχόμενο της αποφάσεως, όπου διατυπώνονται ειδικότερες αιτιολογίες επί των προβαλλομένων ισχυρισμών, καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη και συνεξετίμησε με τις λοιπές αποδείξεις

α) το από 15/6/1964 ιδιωτικό συμφωνητικό με την επισημείωση του ………… ότι είναι άκυρο και τις δυο γραμμές χιαστί που ο ίδιος σημείωσε σε ένδειξη της ακυρότητάς του,

β) το απόσπασμα του τηρουμένου από την επιχείρηση των αναιρεσειόντων βιβλίου με την ονομασία κτηματολογικός πίνακας με τις επ` αυτού σημειώσεις,

γ) αντίγραφο της μήνυσης του ………… ,

δ) τις από 15/5/1997 καταθέσεις ενώπιον του Α` Ανακριτού Θεσσαλονίκης των …….. , ………………………………………………… , ε) τα από 25/7/1973, 2/9/1975 και 4/7/1975 ιδιωτικά συμφωνητικά περί επιστροφής χρημάτων σε τρίτους, στ) την από 25/9/1976 υπεύθυνη δήλωση του …… …… και γ) τις αγωγές των …………………………… κατά … …………………….. περί αναζητήσεως του καταβληθέντος από αυτούς τιμήματος. Συνεπώς ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο αποδίδεται στην απόφαση η πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 11 περ. γγ` ΚΠολΔικ ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άνω έγγραφα είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

Εξάλλου το Εφετείο ούτε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 11 περ. β` ΚΠολΔικ υπέπεσε, αφού τα 13 γραμμάτια εισπράξεως της Ε.Τ.Ε. που έλαβε υπόψη, από τα οποία προκύπτει η εξόφληση του τιμήματος από τον πατέρα του αναιρεσιβλήτου, ο τελευταίος τα είχεν επικαλεστεί για τις προτάσεις του ενώπιον του Εφετείου, ενώ η βεβαίωση του Εφετείου ότι τα έγγραφα αυτά προσκομίστηκαν, ως αναγόμενη σε πραγματικό γεγονός, είναι αναιρετικά ανέλεγκτη.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 20-5-2002 αίτηση αναιρέσεως των ……………. κλπ κατά της υπο` αριθμ. 1195/2002 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και

Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσίβλητου, τα οποία ορίζει σε χίλια εκατό εβδομήντα ευρώ (1170). Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις …………………2006. Και

Δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του στην Αθήνα στις 1 Φεβρουαρίου 2006.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

GreekEnglish