Διορισμός εκκαθαριστή ομόρρυθμης εταιρίας.

Διορισμός εκκαθαριστή ομόρρυθμης εταιρίας.

Κλήση για ορισμό διαιτητή.

Η άρνηση ή παράλειψη του προς ον η κλήση αντισυμβαλλομένου να ορίσει διαιτητή αποτελεί, όπως γίνεται δεκτό, πρόταση του περί συμβατικής καταργήσεως της συμφωνίας περί διαιτησίας, η δε αποδοχή της πρότασης αυτής μπορεί να γίνει με την άσκηση από το λήπτη της πρότασης αυτής ενώπιον των τακτικών πολιτικών δικαστηρίων της αγωγής από την κύρια σύμβαση για την επίλυση της διαφοράς.

ΑΡΙΘΜΟΣ : 2749/2014
TO ΕΦΕΤΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΤΜΗΜΑ Δ/ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Παρθένα
Ιωαννίδου, Εφέτη, και την Γραμματέα Σταυριανή Κωνσταντινίδου.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του, στις
10 Νοεμβρίου 2014, για να δικάσει την υπόθεση
μεταξύ:
ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ -ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΑΙΤΗΣΗ:

1) …., κατοίκου Θεσσαλονίκης,
2) …, κατοίκου Θεσσαλονίκης (Λούη 8), οι οποίοι παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου τους δικηγόρου …., ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ-ΑΙΤΟΥΝΤΩΝ:

1) …, κατοίκου Θεσσαλονίκης,

2) …,

3) …, κατοίκων Θεσσαλονίκης , οι οποίοι παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου τους δικηγόρου Δημήτριου Τσαγκαλίδη (ΑΜΔΣΘ 2176), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.

Οι αιτούντες, με την υπ’ αριθμ. …/6-10- 2011 αίτηση τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, ζήτησαν ότι ανέφεραν σ’ αυτή. Το Δικαστήριο εξέδωσε την υπ’ αριθμ. …/2013 οριστική απόφασή του με την οποία δέχθηκε την αίτηση. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εκκαλουντες με την υπ’ αριθμ. …/10-5-2013 έφεση τους.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και κατά την εκφώνησή της από το σχετικό πινάκιο στη σειρά της, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων παραστάθηκαν στο ακροατήριο και αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση έφεση των καθ’ων η αίτηση κατά της υπ’ αριθμ …/2013 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που εκδόθηκε κατά την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθ. 495 επ., 511 επ., 518 παρ. 1, 761, 762 ΚΠολΔ) . Ειδικότερα η απόφαση επιδόθηκε νόμιμα στους εκκαλουντες- καθ’ων η αίτηση στις 10-4-2013 (βλ. τις υπ’ αριθμ …και …/10-4-2013 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης Αστέριου Γεωργούδα), η δε έφεσή τους ασκήθηκε δια της καταθέσεως της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 10-5-2013 (βλ. την …/10-5-2013 πράξη κατάθεσης ενδίκου μέσου).

Πρέπει, επομένως, ενόψει του ότι έχει κατατεθεί και το απαιτούμενο από το άρθρο 495 ΚΠολΔ παράβολο των 200 ευρώ για το παραδεκτό της, όπως τούτο προκύπτει από τη σχετική επίσημε ίωση της Γραμματέως του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στην άνω πράξη καταθέσεως της έφεσης, να γίνει τυπικά δεκτή η έφεση και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια, εκούσια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ 1 , 741 επ ΚΠολΔ).

Οι αιτούντες και ήδη εφεσίβλητοι εξέθεταν στην αίτησή τους ότι το 1966 συστάθηκε μεταξύ άλλων και των δικαιοπαρόχων των ιδίων και των καθ’ων, η ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία «…» και ότι με την από 25-11-1993 καταγγελία του δικαιοπαρόχου των καθ’ ων, η πιο πάνω εταιρεία λύθηκε και εισήλθε αυτοδικαίως στο στάδιο εκκαθάρισης, με εκκαθαριστές τους δικαιοπαρόχους τους.

Ότι από το χρόνο λύσης της εταιρείας , οπότε και μεσολάβησε ο θάνατος τόσο του δικαιοπαρόχου των ιδίων όσο και των καθ’ων, παρόλο που υφίσταται αδιανέμητη εταιρική περιουσία, λόγω σοβαρών διαφωνιών μεταξύ των καθ’ων και των ιδίων καθίσταται αδύνατη η εκκαθάριση.

Οι αιτούντες ζητούσαν, όπως η αίτηση τους εκτιμήθηκε από το πρωτοβάθμιο και εκτιμάται και από το παρόν δικαστήριο, να διορισθεί, ενόψει όλων των παραπάνω, τρίτος ως εκκαθαριστής της εταιρίας από το δικαστήριο και συγκεκριμένα η δικηγόρος Θεσσαλονίκης …, ή οποιοδήποτε πρόσωπο κριθεί κατάλληλο από το Δικαστήριο και να διαταχθεί ο εκκαθαριστής να προβεί στην άσκηση διεκδικητικής αγωγής κατά των καθ’ ων αναφορικά με τα ακίνητα της εταιρείας , στη σύνταξη οριστικών συμβολαίων στο όνομα της εταιρείας και τη μεταβίβαση τους προς αυτήν(εταιρεία) και τέλος να διαταχθεί η εκκαθάριση των εταιρικών ακινήτων είτε με αυτούσια διανομή είτε με την εκποίηση τους και τη διανομή του προϊόντος της εκποίησης.

Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε, με την εκκαλουμένη απόφαση, την αίτηση ως νόμιμη μόνο κατά το αίτημα της περί αντικαταστάσεως των εκκαθαριστών και διορισμού νέου και εν συνεχεία δέχθηκε την αίτηση και ως βάσιμη και κατ’ουσίαν και όρισε ως εκκαθαριστή τον τρίτο, μη προταθέντα από οποιαδήποτε διάδικη πλευρά, …, οικονομολόγο, ο οποίος περιλαμβάνετο στον κατάλογο πραγματογνωμόνων του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης.

Οι καθ’ων η αίτηση και ήδη εκκαλούντες παραπονούνται με τους λόγους της έφεσής τους για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν την εξαφάνιση, άλλως τη μεταρρύθμιση της εκκαλουμένης απόφασης και την απόρριψη της αίτησης και συνεπώς, κατά το μέρος αυτό, θα ερευνηθεί η υπόθεση, στο πλαίσιο του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, κατ’ άρθρο 522 του ΚΠολΔ.

Σύμφωνα με το άρθρο 767 παρ. 1 ΑΚ, το οποίο εφαρμόζεται αναλόγως και επί ομόρρυθμης εταιρίας, η εταιρία αορίστου χρόνου η λύεται οποτεδήποτε με καταγγελία οποιουδήποτε εταίρου. Κατ’ άρθρο δε 766 ΑΚ, που επίσης εφαρμόζεται αναλόγως και επί προσωπικών εμπορικών εταιριών, όπως αυτό ερμηνεύθηκε παγίως από τη νομολογία, και η εταιρία ορισμένου χρόνου λύεται με την καταγγελία της από οποιονδήποτε εταίρο, ακόμη και αν δεν υπάρχει σπουδαίος λόγος (βλ. Α.Π 76/2001 ΕλλΔνη 42. 707, Α.Π 109/1997 ΕλλΔνη 39. 96, ΑΠ 1458/95 Ελλ 38, 1569, Α.Π 407/1990 ΕλλΔνη 32. 113, ΕΔωδ 168/2004 ό. π. , ΕφΠατρ 415/2003 ΔΕΕ 2004/422).

Η ύπαρξη σπουδαίου λόγου για την καταγγελία ασκεί νόμιμη επιρροή μόνον ως προς το ζήτημα της αξίωσης αποζημίωσης.

Έτσι επί εταιρίας ορισμένου χρόνου υφίσταται αξίωση αποζημίωσης εάν η καταγγελία έγινε χωρίς σπουδαίο λόγο, ενώ επί εταιρίας αορίστου χρόνου υφίσταται αξίωση αποζημίωσης εάν αυτή έγινε ακαίρως και χωρίς σπουδαίο λόγο που να τη δικαιολογεί (βλ. ΑΠ 536/2002 ΧρΙΔ 2. 452 και Ελ 43. 1663, 109/1997 Ελλ 39. 97, ΕφΑΘ 260/2004 ό.π,).

Μετά τη λύση της ομόρρυθμης εταιρίας ακολουθεί το στάδιο της εκκαθάρισης, το οποίο δεν μπορεί να αποκλεισθεί με ρήτρα του καταστατικού ή με απόφαση των εταίρων, αλλά ακολουθεί υποχρεωτικώς και αυτοδικαίως τη λύση της εταιρίας (ΑΠ 693/2008 Αρμ 2008. 1540). Κατ’ άρθρο δε 778 παρ. 1 και 2 ΑΚ, που εφαρμόζεται ομοίως και επί ομόρρυθμης εταιρίας, η εκκαθάριση, αν δεν συμφωνήθηκε κάτι άλλο, ενεργείται από όλους τους εταίρους μαζί ή από εκκαθαριστή, που έχει διοριστεί με ομόφωνη απόφαση όλων.

Σε περίπτωση διαφωνίας ο εκκαθαριστής διορίζεται ή αντικαθίσταται από το δικαστήριο με αίτηση του ενός από τους εταίρους και η αντικατάσταση γίνεται μόνο για σπουδαίους λόγους.

Σπουδαίο λόγο για την αντικατάσταση του εκκαθαριστή αποτελεί κάθε γεγονός το οποίο καθιστά αδύνατη ή πολύ δυσχερή την πραγματοποίηση του σκοπού της εκκαθάρισης ή από το οποίο προκύπτει ότι η διατήρηση του εκκαθαριστή ή των εκκαθαριστών δεν εξασφαλίζει την ομαλή και απρόσκοπτη διεξαγωγή της εκκαθάρισης κα L δημιουργεί φόβους σοβαρών ζημιών στα συμφέροντα της εταιρίας και των εταίρων, ώστε η εξακολούθηση της διαχειριστικής εξουσίας του εκκαθαριστή αποβαίνει μη ανεκτή κατά την καλή συναλλακτική πίστη και τα χρηστά ήθη, από την πλευρά των εταίρων (βλ. ΕφΠατ1011/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 3431/1999 ΕλλΔνη 41. 181).

Ειδικότερα, σπουδαίος λόγος μπορεί να είναι η άσκηση των καθηκόντων του εκκαθαριστή από δόλο ή αμέλεια προς βλάβη των συμφερόντων της εταιρίας, η πλημμελής διαχείριση, η απαγόρευση σε κάποιον εταίρο ή τον πληρεξούσιο του να ελέγξει τις εργασίες της εκκαθάρισης, η εχθρότητα μεταξύ εκκαθαριστή και κάποιου εταίρου (ΕφΑΘ 2399/1995 Αρμ 51. 370), η άρνηση του εκκαθαριστή να ενημερώσει τον αιτούντα εταίρο ως προς την πορεία των εργασιών της εκκαθάρισης (ΑΠ 407/1990 ΝοΒ 39. 740), εκτός αν η ανεπαρκής ενημέρωση οφείλεται σε υπαιτιότητα του ίδιου του αιτούντος και στην άρνηση του να συνεργασθεί με αυτόν (ΕφΑΘ 5384/1996 Αρμ 53. 396), η αυθαίρετη μονομερής μεταφορά των στοιχείων της διαχείρισης ή ενέργειες του εκκαθαριστή από τις οποίες δημιουργήθηκε ένταση και εύλογη αμφιβολία για την καλή διενέργεια της εκκαθάρισης (ΑΠ 407/1990 ό.π.) ή η ύπαρξη διαφωνιών και διενέξεων μεταξύ των υπαρχόντων εκκαθαριστών (ΑΠ 1096/1996 ΕλλΔνη 38. 1106) ή μεταξύ αυτών και των εταίρων, εξαιτίας της οποίας καθίσταται αδύνατη ή δυσχερής η πραγματοποίηση του έργου της εκκαθάρισης της εταιρικής περιουσίας (βλ. Εφ.Λαρ 167/2008, ΕφΠατρ 149/2006, ΕφΑΘ 6366/2004, ΕφΑαρ 641/2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠει ρ 796/1996 ΕλλΔνη 39. 640).

Εξάλλου σύμφωνα με το ανωτέρω άρθρο 778 παρ. 2, σε onv5uaayo yε το άρθρο 73 εδ. 2 ΑΚ, όπως αυτό έχει ερμηνευτεί (βλ. KaL Σηyavτήpa Γεν. Αρχές Αστ. Δικαίου αρ. 486 σελ 337, Κρητικό Κατ’άρθρο ερμ. ΑΚ Γεωργιάδη- Σταθόπουλου υπό άρθρο 73 αρ. 1 επ.), αν οι εταίροι δε συμφωvoύv στη διενέργεια εκκαθάρισης γενικά ή δε συμφωvoύv στον τρόπο εκκαθάρισης ή στο 6iopiayo εκκαθαριστή, διορίζεται εκκαθαριστής από το δικαστήριο (βλ. και Αντωνόπουλο Δίκαιο Προσωπικών Εταιριών έκδ. 2007 σελ. 272).

Οι διαφωνίες αυτές συνεπάγονται ουσιαστικά την έλλειψη εκκαθαριστών, που είναι σε θέση να διεξάγουν κανονικά το έργο της εκκαθάρισης. Έτσι η προϋπόθεση της διαφωνίας που προβλέπεται για το διορισμό εκκαθαριστή είναι ουσιαστικά παρόμοια με την προϋπόθεση που προβλέπεται για την αντικατάσταση εκκαθαριστή ή εκκαθαριστών, δηλαδή yμ την ύπαρξη σπουδαίου λόγου, στην περίπτωση κατά την οποία ο λόγος αυτός συνίσταται σε σοβαρές διαφωνίες και έριδες μεταξύ των υφιστάμενων εκκαθαριστών εταίρων ή στην αμοιβαία έλλειψη εμπιστοσύνης μεταξύ τους, γεγονότα που καθιστούν αδύνατη τη συνεργασία τους ώστε να ευοδωθεί η εκκαθάριση.

Το διορισμό του διαχειριστή νομιμοποιείται να ζητήσει κάθε εταίρος, η δε αίτησή του είναι, σε κάθε περίπτωση παραδεκτή, εφόσον απευθύνεται καθ’όλων των υπολοίπων εταίρων (βλ. και ΕφΑΘ 6389/1994 ΕοισκΕμπΔ 1996. 627, βλ. και Αντωνόπουλο ό.π. σελ. 273), ενώ επί αίτησης για την αντικατάσταση εκκαθαριστή ή εκκαθαριστών κατά τη συζήτηση κλητεύονται πάντοτε, κατ’άρθρο 786 παρ. 3 ΚΠολΔ, ο υπό αντικατάσταση εκκαθαριστής ή εκκαθαριστές. Αυτό είναι εύλογο εφόσον με αυτό τον τρόπο παρέχεται πλήρως η δυνατότητα να ακουσθούν από το δικαστήριο αυτοί που τυχόν έχουν αντικρουόμενα συμφέροντα με τα συμφέροντα του αιτούντος.

Όταν συντρέχει ο σπουδαίος λόγος, το δικαστήριο οφείλει να προβεί στο διορισμό εκκαθαριστή ή εκκαθαριστών, χωρίς να δεσμεύεται από τα πρόσωπα, τα οποία προτείνουν ο αιτών ή οι παρεμβαίνοντες εταίροι, όπως επίσης δεν δεσμεύεται στον καθορισμό του αριθμού των εκκαθαριστών.

Εάν όμως οι εταίροι όρισαν τον αριθμό των εκκαθαριστών στην εταιρική σύμβαση ή σε άλλη απόφασή τους, το δικαστήριο δεσμεύεται από τον έτσι καθορισμένο αριθμό των εκκαθαριστών, διότι η απόφαση του αναπληρώνει την ελλείπουσα ομοφωνία τους ως προς την επιλογή του προσώπου των εκκαθαριστών, ενώ ως προς τον αριθμό δεν υφίσταται διαφωνία. (ΑΠ 1363/1998 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 3248/2010 ΔΕΕ 2010 σελ. 1303, Ρ,φΟρπ 599/2007 Αρμ 2007 σελ. 1521, ΕφΠατρ 415/2003 ό.π.).

Με τον τρίτο λόγο της έφεσης oι εκκαλούντες πλήττουν την εκκαλουμένη απόφαση ως προς τη διάταξη της περί ορισμού ενός μόνο προσώπου ως εκκαθαριστού , επικαλούμενοι ότι με τον 11° όρο του υπ’ αριθμ …/1966 ιδιωτικού συμφωνητικού σύστασης της εταιρείας « …» ρητά συμφωνήθηκε από τους εκεί συμβαλλόμενους ότι στην περίπτωση λύσης της εταιρείας εκκαθαριστές ορίζονται όλοι οι εταίροι .

Σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην αμέσως παραπάνω μείζονα σκέψη και δεδομένου ότι στην ένδικη εταιρική σύμβαση, που εκφράζει την ομοφωνία των εταίρων ως προς την ταυτότητα των εκκαθαριστών, δεν ορίσθηκε ο αριθμός αυτών , αλλά συμφωνήθηκε μόνο ότι εκκαθαριστές θα πρέπει να είναι όλοι οι εταίροι , επομένως το δικαστήριο δεν δεσμεύεται από το καταστατικό ως προς ορισμένο αριθμό εκκαθαριστών και ορθά το πρωτοβάθμιο δικαστήριο όρισε ένα μόνο εκκαθαριστή και όχι δυο , όπως αβάσιμα επικαλούνται οι εκκαλούντες και συνεπώς ο σχετικός τρίτος λόγος της έφεσης είναι αβάσιμος και απορριπτέος.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 158, 159 παρ. 1, 160 ΑΚ και 867 έω5 869 ΚΠολΔ προκύπτει ότι διαφορές ιδιωτικού δικαίου υφιστάμενες ή μέλλουσες να προέλθουν από ορισμένη έννομη σχέση, πλην των εργατικών διαφορών, μπορούν να υπαχθούν σε διαιτησία με συμφωνία, αν εκείνοι που τη συνομολόγησαν έχουν την εξουσία να διαθέτουν ελεύθερα το αντικείμενο της διαφοράς. Ειδικά δε για τις μελλοντικές διαφορές, απαιτείται πέραν της εξουσίας διαθέσεως των μερών και τήρηση έγγραφου τύπου, που είναι συστατικός και δεν μπορεί να αναπληρωθεί με την επίκληση άλλων αποδεικτικών μέσων.

Με τη συμφωνία περί διαιτησίας επί των μελλοντικών διαφορών, μπορούν να υπαχθούν σε διαιτησία ορισμένες ή και όλες οι ιδιωτικού δικαίου διαφορές από ορισμένη έννομη σχέση, που μπορούν να γεννηθούν στο μέλλον, σε οποιαδήποτε διάταξη του νόμου και αν στηρίζονται.

Και ναι μεν, στην έγγραφη διαιτητική συμφωνία για τις μελλοντικές διαφορές, πρέπει να αναφέρεται η ορισμένη έννομη σχέση από την οποία θα προέλθουν οι διαφορές, δεν είναι, όμως, απαραίτητο να μνημονεύονται οι συγκεκριμένες διαφορές. Η συμφωνία διαιτησίας διατηρεί το κύρος της, ακόμη και όταν η ρήτρα έχει διατυπωθεί με ευρύτητα, όπως όταν oι συμβαλλόμενοι υπάγουν σε διαιτησία κάθε διαφορά που θα προκύψει από τη σύμβαση.

Στην περίπτωση αυτή, εφόσον το δικαστήριο διαπιστώσει κενό ή ασάφεια, θα γίνει προσφυγή στους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, για να κριθεί αν η συγκεκριμένη διαφορά έχει υπαχθεί σε διαιτησία (ΑΠ 1334/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 255/1996 ΕλλΔνη 37,1559). Περαιτέρω η διαιτητική συμφωνία, είτε συνομολογείται χωριστά, είτε ταυτόχρονα και με το ίδιο έγγραφο με τη σύμβαση, στις διαφορές της οποίας αναφέρεται, αποτελεί ιδιαίτερη συμφωνία που διακρίνεται από την ουσιαστική κύρια σύμβαση και είναι ανεξάρτητη και αυτοτελής, χωρίς να επηρεάζεται από αυτή.

Η αυτοτέλεια της διαιτητικής συμφωνίας έναντι της ουσιαστικής σύμβασης, την οποία αφορά, την καθιστά ισχυρή ακόμη και μετά την κατάργηση ή λήξη της ισχύος της ουσιαστικής κύριας σύμβασης (ΕφΑΘ 2471/2006 κα l ΕφΑΘ 5522/2002 ό.π.). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 885 ΚΠολΔ, η συμφωνία για διαιτησία παύει να ισχύει, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά από την ίδια, στις αναφερόμενες σν αυτήν περιπτώσεις, μεταξύ των οποίων και η έγγραφη συμφωνία των συμβαλλομένων για κατάργηση αυτής.

Όπως δε προκύπτει από το άρθρο 869 ΚΠολΔ, κατά το οποίο, η συμφωνία για διαιτησία πρέπει να είναι έγγραφη και διέπεται από τις σχετικές με τις συμβάσεις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου, οι αναφερόμενοι στην πιο πάνω διάταξη του άρθρου 885 ΚΠολΔ λόγοι παύσης ισχύος της συμφωνία για διαιτησία έχουν ενδεικτικό χαρακτήρα και συνεπώς δεν αποκλείεται η επίκληση και άλλων λόγων που θεμελιώνονται στο δικονομικό ή ουσιαστικό δίκαιο (Βλ. Κ. Μπέη, Πολ.Δικ., άρθρο 885, σελ. 290, Βερβενιώτη, ΝοΒ 26,1090, ΕφΠειρ 923/2003 ΔΕΕ 2004,566, ΕφΠειρ 702/2003 ΔΕΕ 2004,936, ΕφΠειρ 226/1994 ΕΝΔ 22,118).

Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 872 επ του ΚΠολΔ συνάγεται ότι εφόσον με τη συμφωνία για διαιτησία δεν ορίζονται οι διαιτητές, τα συμβαλλόμενα μέρη πρέπει να προβούν στις απαραίτητες ενέργειες για τη διαιτητική επίλυση της διαφοράς και κυρίως να συμπράξουν στο διορισμό των διαιτητών.

Ειδικότερα σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 873 ΚΠολΔ κάθε ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη μπορεί να καλέσει το άλλο εγγράφως να ορίσει το διαιτητή ή τους διαιτητές μέσα σε προθεσμία οκτώ ημερών και πρέπει να γνωστοποιήσει στο έγγραφο αυτό το διαιτητή ή τους διαιτητές που το ίδιο ορίζει. Η άρνηση ή παράλειψη του προς ον η κλήση αντισυμβαλλομένου να ορίσει διαιτητή αποτελεί, όπως γίνεται δεκτό, πρόταση του περί συμβατικής καταργήσεως της συμφωνίας περί διαιτησίας, η δε αποδοχή της πρότασης αυτής μπορεί να γίνει με την άσκηση από το λήπτη της πρότασης αυτής ενώπιον των τακτικών πολιτικών δικαστηρίων της αγωγής από την κύρια σύμβαση για την επίλυση της διαφοράς , για την οποία είχε καταρτισθεί η συμφωνία διαιτησίας (Β. Βαθρακοκοίλη Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας , άρθρο 873 αρ 8).

Τέλος από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 264 και 263 εδ. β’ ΚΠολΔ προκύπτει ότ L αν έχει συμφωνηθεί η υπαγωγή της διαφοράς σε διαιτησία και προταθεί κατά την αρχική συζήτηση η σχετική ένσταση, το πολιτικό δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να δικάσει την υπόθεση και πρέπει να παραπέμψει αυτήν στη διαιτησία (βλ. ΑΠ1328/01 ΕΕΝ 2003. 7, ΕφΛαρ 338/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκείμενη υπόθεση, οι καθ’ων, με τις νομίμως κατατεθείσες πρωτοδίκως έγγραφες προτάσεις τους, προέβαλαν την ένσταση υπαγωγής της ένδικης διαφοράς σε διαιτησία, ισχυριζόμενοι ότι με το άρθρο 12 του ιδιωτικού συμφωνητικού σύστασης της ομορρύθμου εταιρείας τα μέρη προέβλεψαν ότι όλες οι διαφορές που θα προκύψουν κατά τη διάρκεια της εταιρίας ή κατά τη λήξη της ή κατά την οπωσδήποτε λύση της θα επιλύονται διαιτητικά.

Από το νομίμως προσκομιζόμενο, με επίκληση φωτοαντίγραφο του ιδιωτικού συμφωνητικού σύστασης της ΟΕ προκύπτει ότι πράγματι μεταξύ των εταίρων συμφωνήθηκε ότι «πάσα διαφορά ή τι ήθελε πρόκυψη κατά τη διάρκεια της εταιρείας ή κατά την λήξιν ή κατά την διοριζομένου ενός διαιτητού υφ’ εκάστου συνεταίρου…».

Με την παραπάνω συμβατική ρύθμιση, οι συμβληθέντες δικαιοπάροχοι των διαδίκων συνήψαν έγκυρη ρήτρα διαιτησίας, σύμφωνα με την οποία εκδήλωσαν τη σαφή βούληση τους να επιλύουν κάθε μελλοντική διαφορά για οποιαδήποτε αξίωση που πηγάζει ή σχετίζεται με τη λειτουργία της ομόρρυθμης εταιρείας, με προσφυγή στη διαιτησία, κατ” αποκλεισμό κάθε προσφυγής στα τακτικά δικαστήρια.

Περαιτέρω όμως αποδείχθηκε ότι με την από 9-9-2011 εξώδικη-δήλωση-πρόσκληση που επιδόθηκε στους καθ’ ων με τις υπ’ αριθμ …, …, ../13-9-2011 εκθέσεις επίδοσης του αρμοδίου δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης …, οι αιτούντες, τους γνωστοποίησαν τον ορισθέντα από τους ίδιους διαιτητή, λόγω της επικαλούμενης αδυναμίας περάτωσης του έργου της εκκαθάρισης, καλώντας τους ταυτόχρονα να ορίσουν εντός προθεσμίας οκτώ ημερών, δεύτερο διαιτητή προκειμένου εν συνεχεία να ορισθεί από τους διαιτητές αυτούς , εκκαθαριστής, για την αποπεράτωση του έργου της εκκαθάρισης.

Oι καθ’ων όμως δεν όρισαν , όπως συνομολογούν, διαιτητή, μέσα στην ταχθείσα προθεσμία η οποία παρήλθε άπρακτη, αναλώθηκαν δε στην από 15-9-2011 εξώδικη διαμαρτυρία-δήλωση-πρόσκληση που απέστειλαν στους αιτούντες να ζητούν διευκρινίσεις για το ποια είναι η εταιρική περιουσία που πρόκειται να εκκαθαρισθεί.

Η παράλειψη αυτή των καθ’ ων να ορίσουν διαιτητή , σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, θεωρείται ως πρόταση προς τους αιτούντες κατάργησης της συμφωνίας περί παραπομπής των μεταξύ τους διαφορών σε διαιτησία και δεδομένου ότι εν συνεχεία οι αιτούντες άσκησαν την υπο κρίση αίτηση για το διορισμό από το Δικαστήριο εκκαθαριστή, η μεταξύ τους συμφωνία περί διαιτησίας θεωρείται καταργημένη και χωρίς πλέον ισχύ.

Βάσει των ανωτέρω ο ισχυρισμός των καθ’ ων ότι η ένδικη διαφορά έχει υπαχθεί σε διαιτησία και συνεπώς ήταν αναρμόδιο το πρωτοβάθμιο δικαστήριο για την εκδίκαση της επίδικης υπόθεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφαση απέρριψε ως ουσιαστικά βάσιμη την περί διαιτησίας ένσταση των καθ’ ων , δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και όσα αντίθετα υποστηρίζουν οι εκκαλούντες , με τον τέταρτο λόγο έφεσης είναι ουσιαστικά αβάσιμα και απορριπτέα.

Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων (ενός μάρτυρος για κάθε διάδικη πλευρά) στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, οι οποίες περιλαμβάνονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά, από όλα τα έγγραφα που προσκορίζουν οι διάδικοι, καθώς και από τις παρακάτω ορολογίες τους, που περιέχονται στις έγγραφες προτάσεις τους ενώπιον του πρωτοβαθμίου και του παρόντος δικαστηρίου, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα :

Στις 8-6-1966 συστήθηκε μεταξύ των …, …, … και …, ομόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία « …», με έδρα τη Θεσσαλονίκη και κύριο αντικείμενο των εργασιών της την ανέγερση πολυκατοικιών και κάθε άλλου οικοδομήματος.

Οι ανωτέρω εταίροι συμμετείχαν στις κερδοζημίες της εταιρίας με ποσοστό 25% ο καθένας, η διάρκεια δε αυτής ορίσθηκε πενταετής, με δυνατότητα παράτασης ,διαχειριστής της ορίσθηκε ο εκ των εταίρων …, ενώ προβλέφθηκε ότι μετά λήξη της ή σε περίπτωση λύσης της με οποιονδήποτε τρόπο, η εκκαθάριση θα γίνεται από όλους τους εταίρους.

Το καταστατικό έγγραφο της εταιρίας δημοσιεύθηκε νομίμως στα βιβλία του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης με αριθμό …/10-6-1966.

Σ’ αυτά δημοσιεύθηκαν εν συνεχεία και οι γενόμενες τροποποιήσεις του.

Οι νομικά σημαντικές τροποποιήσεις σε σχέση με την υπό κρίση υπόθεση είναι η από 13-5-1971 τροποποίηση, σύμφωνα με την οποία η διάρκεια της εταιρείας παρατάθηκε για επτά έτη δηλ μέχρι την 7-6-1978, η από 13-5-1978 τροποποίηση σύμφωνα με την οποία η διάρκεια της εταιρείας παρατάθηκε για δέκα έτη δηλ μέχρι την 7-6- 197 8 και τέλος η από 6-7-198 8 τροποποίηση, σύμφωνα με την οποία η διάρκεια της εταιρείας παρατάθηκε για δέκα έτ δηλ.μέχρι την 7-6-1998.

Το 1990 απεβίωσε η εκ των εταίρων … και εν συνεχεία το έτος 1992 η … και η εταιρεία πλέον συνέχισε τη λειτουργία της με τους εναπομείναντες δυο εταίρους …, μόνων κληρονόμων των πιο πάνω αποβιωσάντων μητέρας και αδελφής τους αντίστοιχα , το ποσοστό συμμετοχής τους δε στην εταιρεία ανήλθε σε 50% για τον καθένα.

Με την από 25-11-1993 εξώδικη καταγγελία , η οποία επιδόθηκε νόμιμα στον … (βλ υπ’ αριθμ …/26-11-1993 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης …), ο …, κατήγγειλε την εταιρική σύμβαση, επικαλούμενος τη χρόνια αδράνεια της εταιρείας.

Κατόπιν αυτού και σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, η εταιρεία εισήλθε αυτοδίκαια στο στάδιο της εκκαθάρισης με εκκαθαριστές κατά το καταστατικό αμφοτέρους τους εταίρους, χωρίς να έχουν ολοκληρωθεί μέχρι σήμερα οι εργασίες της εκκαθάρισης, δεδομένου ότι από τα προσκομισθέντα με επίκληση από τους αιτούντες έγγραφα προκύπτει ότι δεν έχει γίνει διακοπή εργασιών στην αρμόδια Θ’ Δ.Ο.Υ Θεσσαλονίκης και το επιμελητήριο, η εταιρεία έχει ενεργό ΑΦΜ και οφειλές προς την Δ.Ο. Υ.

Ειδικότερα, κατά το χρόνο της λύσης της εταιρείας υπήρχαν πολλοί διαιρετοί χώροι που ανήκαν στο εργολαβικό αντάλλαγμα, δεδομένου ότι κατά το χρόνο λειτουργίας της η εταιρεία είχε αναγείρει με το σύστημα της αντιπαροχής πολλές πολυώροφες οικοδομές στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, στις οποίες είχαν μείνει αδιάθετα διαμερίσματα, με αποτέλεσμα οι διαιρετοί αυτοί χώροι να αποτελούν ενεργητικό της εταιρείας, μια και δεν είχαν 1 μεταβιβαστεί με οριστικά συμβόλαια είτε προς την εταιρεία είτε προς τρίτους.

Μετά την καταγγελία και την συνακόλουθη λύση της εταιρείας , δημιουργήθηκαν διαφωνίες μεταξύ των πρώην συνεταίρων σχετικά με την κυριότητα των διαιρετών χώρων που δεν είχαν όπως προαναφέρθηκε ήδη μεταβιβασθεί και αποτελούσαν εργολαβικό αντάλλαγμα της λυθείσας εταιρείας. Είναι χαρακτηριστικό ότι έχουν ασκηθεί οι υπ’ αριθμ …/1996 αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, η υπ’ αριθμ …./1996 αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης και η υπ’ αριθμ …/1995 αναφορικά με ένα μόνο των ακινήτων του εργολαβικού ανταλλάγματος και συγκεκριμένα το διαμέρισμα του 8ου ορόφου της οικοδομής επί της οδού …

Μετά τη λύση της εταιρίας, η οποία διαθέτει ακίνητη περιουσία και έχει και υποχρεώσεις απέναντι σε τρίτους, δεν κατέστη δυνατόν έστω και να αρχίσουν οι εργασίες της εκκαθάρισής της, αφού γι’αυτήν πρέπει, κατά τις προβλέψεις του ανωτέρω καταστατικού, οι οποίες δεν αποκλίνουν και από τις προβλέψεις του νόμου (που θα ίσχυαν αν δεν υπήρχε ρύθμιση του θέματος στ καταστατικό), να συμπράξουν και οι δυο εταίροι ενεργούντες από κοινού και αυτοί διαφωνούν πλήρως, μη δυνάμενοι, λόγω της εχθρότητας που αναπτύχθηκε μεταξύ τους από τις μέχρι τη λύση, διαφορές τους να συνεργασθούν.

Αυτοί ήταν επίσης αδύνατο να ομονοήσουν ως προς το διορισμό τρίτου προσώπου ή ενός από τους ίδιους ως εκκαθαριστή .

Το έτος 2001 απεβίωσε ο … και εν συνεχεία το έτος 2008 ο αδελφός του Ιάκωβος, χωρίς το έργο της εκκαθάρισης να έχει περατωθεί μέχρι το θάνατο τους.

Τη θέση των πρώην συνεταίρων και μετέπειτα εκκαθαριστών, υπεισήλθαν οι κληρονόμοι τους και ειδικότερα του μεν …, η σύζυγος του …υ, που απεβίωσε εν συνεχεία την 1-2-2012 καταλείποντας μόνους πλησιέστερους συγγενείς και κληρονόμους της τα τέκνα της …, και τα τέκνα του … και …. (καθ’ ων η αίτηση) , …., οι αιτούντες, …, …..

Συνεπώς οι πιο πάνω κληρονόμοι των αρχικών εταίρων και μετέπειτα εκκαθαριστών της εταιρείας, είναι πλέον οι εκκαθαριστές αυτής.

Oι διαφωνίες όμως για το χειρισμό των υποθέσεων συνεχίζονται και με τους νέους εκκαθαριστές της εταιρείας , οι οποίοι έχουν αδυναμία να συνεργασθούν τόσο ως προς την διευθέτηση των εταιρικών υποθέσεων, όσο και ως προς τη διαχείριση άλλων τεσσάρων ακινήτων των οποίων είναι συγκύριοι, είναι δε χαρακτηριστική η καταγραφή από το βιβλίο αδικημάτων -συμβάντων του AT Χαριλάου με ημερομηνία 9-5-2011, με καταγγέλουσα την … και καθ’ ου μεταξύ των άλλων τον ….

Βάσει των ανωτέρω αποδειχθέντων, σε συνδυασμό με το γεγονός αφενός μεν ότι το στάδιο της εκκαθάρισης δεν παύει πριν εξοφληθούν όλες οι υποχρεώσεις της εταιρείας , αφετέρου ότι υφίσταται εταιρική περιουσία δηλ. διαιρετοί χώροι από το εργολαβικό αντάλλαγμα, μια και ο ισχυρισμός των καθ’ ων ότι έχει λάβει χώρα άτυπη διανομή των διαιρετών χώρων και ότι εν συνεχεία οι ίδιοι τους έχουν αποκτήσει με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας δεν ευσταθεί.

Ενόψει όσων προεκτίθενται, αφού, πέραν του προαναφερόμενου γεγονότος, ότι δηλαδή οι αιτούντες ζήτησαν το έτος 2011 το διορισμό εκκαθαριστή, δεν αποδείχθηκε η συνδρομή ειδικών συνθηκών και περιστάσεων, προερχόμενων από προηγηθείσα συμπεριφορά αυτών, σε συνάρτηση και με εκείνη του δικαιοπαρόχου τους ή η ύπαρξη πραγματικής κατάστασης που διαμορφώθηκε και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, συνδεόμενης επίσης αιτιωδώς με προηγηθείσα συμπεριφορά των αιτούντων, που δημιούργησε στους καθ’ ων, την εύλογη πεποίθηση ότι δε θα ζητήσουν το διορισμό εκκαθαριστή , δεν είναι μη ανεκτή κατά την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη και συνεπώς καταχρηστική και απαγορευμένη και συνακόλουθα, η σχετική ένσταση των καθ’ ων είναι αβάσιμη και απορριπτέα.

Κατ’ ακολουθία όλων όσων παραπάνω αποδείχθηκαν και ο ισχυρισμός των καθ’ ων ότι δεν υφίσταται στάδιο εκκαθάρισης, γιατί οι εργασίες αυτής έχουν περαιωθεί διότι διανεμήθηκαν το εταιρικό κεφάλαιο δεν αποδείχθηκε βάσιμος.

Επί πλέον, αποδείχθηκε ότι συντρέχει, σύμφωνα με όσα προαναφέρονται στην μείζονα σκέψη της απόφασης αυτής, σπουδαίος λόγος να αντικατασταθούν και οι αντίδικοι — εκκαθαριστές από άλλο εκκαθαριστή της λυθείσας Ο.Ε., ο οποίος συνίσταται στην μεταξύ αυτών εχθρότητα.

Μετά από τα παραπάνω, πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση και να αντικατασταθούν οι εκκαθαριστές με τον ….-οικονομολόγο , κάτοικο Θεσσαλονίκης …, ο οποίος θα διενεργήσει το έργο της εκκαθάρισης.

Κατ” ακολουθία των ανωτέρω, η εκκαλούμενη απόφαση, εφόσον τα ίδια δέχτηκε, δηλαδή ότι λύθηκε με την ανωτέρω έγγραφη καταγγελία του δικαιοπαρόχου των εκκαλούντων, η μεταξύ των διαδίκων υφιστάμενη ομόρρυθμη εταιρία, ότι υπήρχε διαφωνία των διαδίκων συνεταίρων για τον διορισμό εκκαθαριστή, ότι συνέτρεχε λόγος διορισμού εκκαθαριστή και στη συνέχεια διόρισε ως εκκαθαριστή το πιο πάνω πρόσωπο, δηλαδή τον οικονομολόγο …., δεν έσφαλε, αφού ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και ορθά εφάρμοσε τις πιο πάνω αναφερόμενες σχετικές διατάξεις.

Για αυτό πρέπει όλοι οι περί του αντιθέτου σχετικοί , πρώτος και δεύτερος λόγοι εφέσεως να απορριφθούν ως αβάσιμοι και εν συνεχεία μη υπάρχοντος άλλου λόγου και η έφεση στο σύνολο της.

Περαιτέρω, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του υπ’ αριθμ …/2013 παραβόλου άσκησης έφεσης, που οι εκκαλούντες κατέθεσαν, κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 4055/2012 (ΦΕΚ Α’, 51/12-3-2012).

Τέλος τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων και για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματος τους, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εκκαλούντων , που ηττήθηκαν, κατά τις διατάξεις των άρθρων 176, 191 παρ. 2, 741 του ΚΠολΔ, που εφαρμόζονται και στην εκούσια δικαιοδοσία, γιατί η διαδικασία διεξήχθη με αντιδικία (Βλ. Β. Βαθρακοκοίλη, Ερμηνευτική-Νομολογιακή Ανάλυση Τόμος Δ”,Έκδοση 1996, κάτω από το άρθρο 746, αριθ. 3, 4 και 5, σελ. 417-418) κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ΄ουσίαν την έφεση κατά της …/20113 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του υπ’ αριθμ …/2013 παραβόλου άσκησης έφεσης, που οι εκκαλούντες κατέθεσαν, κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αν τ ι κατάστασή του με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 4055/2012 (ΦΕΚ Α’, 51/12-3- 2012).
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους εκκαλούντες στη δικαστική δαπάνη των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, την οποία καθορίζει σε εξακόσια (600) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στη Θεσσαλονίκη, στις …, και δημοσιεύθηκε την ίδια ημέρα, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριο του.

ΜονΠρωτΘες 10521/2015 Προσβολή της προσωπικότητας οργάνων δημοσίου. Αδικοπραξία. Χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης

Περισσότερα

Αριθμός Απόφασης 10521/2015
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Δριβελέγκα, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου της Διοικήσεως του Πρωτοδικείου και από την Γραμματέα Ελένη Κουρτίδου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 27.4,2015, για να δικάσει την υπόθεση:

Του εκκαλούντος – εναγομένου: ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου …
Των εφεσίβλητων – εναγόντων: 1κατοίκου Σταυρού Θεσσαλονίκης, οι οποίοι παραστάθηκαν δια της πληρεξούσιας δικηγόρου Χάιδως Τσαγκαλίδου.

Οι εφεσίβλητοι ζήτησαν να γίνει δεκτή η από 21.2.2013 με αριθ. καταθ. στο Ειρηνοδικείο Λαγκαδά …/2013 αγωγή τους κατά του εκκαλούντος.
Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την υπ’ αριθ. …/2014 οριστική απόφαση του, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή.
Ήδη ο εκκαλών, με την ένδικη έφεσή του, η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του Ειρηνοδικείου Λαγκαδά με αριθ. καταθ. …/2014 και στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με αριθ. καταθ. …/2014 και προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά την παραπάνω δικάσιμο, προσβάλλει την απόφαση αυτή.

Κατά τη συζήτηση της παραπάνω υποθέσεως, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση έφεση του εναγόμενου ήδη εκκαλούντος κατά της οριστικής υπ’ αριθ. …/2014 απόφασης του Ειρηνοδικείου Λαγκαδά, το οποίο δίκασε κατά την τακτική διαδικασία την με αριθ. καταθ. …/2013 αγωγή των εφεσιβλήτων, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στις 14.5.2014, εφόσον κανένας από τους διαδίκους δεν επικαλείται επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης ούτε προκύπτει κάτι τέτοιο από τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα έγγραφα, ενώ εξάλλου δεν παρήλθε ούτε η κατ’ άρθρο 518 παρ. 2 Κ.ΠολΔ, απώτατη καταχρηστική προθεσμία των τριών ετών από τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης και αρμοδίως φέρονται στο παρόν Δικαστήριο προς συνεκδίκαση κατά την ίδια διαδικασία. Πρέπει, επομένως, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 Κ.ΠολΑ), δεδομένου ότι έχει καταβληθεί το παράβολο του αρ. 495 παρ. 4 του ΚΓΙολΔ.

Με την αγωγή τους, οι ενάγοντες, υπάλληλοι του Λιμενικού Σώματος, ζητούσαν να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει σε έκαστο αυτών το ποσό των 12.000 ευρώ, ως αποζημίωσή τους για την ηθική βλάβη που εξέθεταν ότι υπέστησαν εξαιτίας της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του εναγόμενου και των λεπτομερώς εκτιθέμενων στην αγωγή πράξεων και συμπεριφορών του τελευταίου, με τις οποίες προσβλήθηκε βάναυσα η προσωπικότητα των εναγόντων.

Επί της παραπάνω αγωγής, εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση η οποία δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως ουσία βάσιμη και υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει σε έκαστο των εναγόντων ως αποζημίωσή τους για την ηθική βλάβη που υπέστησαν, το ποσό των 5.000 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται τώρα ο εναγόμενος εκκαλών με την υπό κρίση έφεσή του, για τους λόγους ότι το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις και ζητεί, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη και να απορριφθεί η υπό κρίση αγωγή.

Από την εκτίμηση της ανωμοτί εξέτασης των εναγόντων στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά συνεδριάσεως και των εγγράφων που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για να χρησιμεύσουν ως δικαστικά τεκμήρια, σε συνδυασμό και με της κοινής πείρας και της λογικής που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά οι ενάγοντες τυγχάνουν υπαξιωματικοί του Λιμενικού Σώματος και υπηρετούν στο Λιμενικό Σταθμό Σταυρού με το βαθμό του κελευστή Λ.Σ. Στις 16.7.2011 και περί ώρα 13.20, ο ναυαγοσώστης του Δήμου Βόλβης, … , ενώ εκτελούσε υπηρεσία στην παραλία της Ασπροβάλτας, ανέφερε τηλεφωνικά στο Λιμενικό Σταθμό Σταυρού ότι, στην παραλία Ασπροβάλτας και μπροστά από το κατάστημα με την επωνυμία “…”, ένα ταχύπλοο σκάφος τύπου “jet ski”, με στοιχεία … εισήλθε εντός οριοθετημένης περιοχής λουομένων και ο εναγόμενος, ο οποίος τύγχανε χειριστής του, αρνούνταν να απομακρυνθεί.

Αμέσως δόθηκε εντολή από τον ανθυπασπιστή … στους ενάγοντες να μεταβούν επί τόπου στο σημείο του συμβάντος, προκειμένου να διερευνήσουν την καταγγελία.

Οι ενάγοντες μετέβησαν στην παραλία της Ασπροβάλτας, η οποία από το έτος 2011 έχει χαρακτηριστεί ως πολυσύχναστη, σύμφωνα με το από 28.4.2011 πρακτικό επιτροπής ελέγχου και χαρακτηρισμού παραλιών και ο Δήμος Βόλβης είναι υποχρεωμένος, σύμφωνα με τις διατάξεις του Π.Δ. 23/2000, να οριοθετήσει με σημαντήρες τη θαλάσσια περιοχή μέσα στην οποία θα κινούνται ασφαλώς οι λουόμενοι και σκάφη κάτω από αυστηρές προϋποθέσεις (ελάχιστη ταχύτητα κ.λπ.) (βλ. το υπ’ αριθ. …2-1/2012 έγγραφο του Λιμεναρχείου Ιερισσού που επικαλούνται και προσκομίζουν οι ενάγοντες).

Εκεί, οι ενάγοντες διαπίστωσαν ότι ο εναγόμενος είχε αγκυροβολημένο το υπ’ αριθ. … jet ski κοντά στους σημαντήρες που οριοθετούσαν την περιοχή των λουομένων και μπροστά σε παραλιακό κατάστημα με την ονομασία “…”, ιδιοκτησίας …. Αφού οι ενάγοντες ζήτησαν από τον εναγόμενο να απομακρυνθεί από τους σημαντήρες, επέστρεψαν στην Υπηρεσία τους, όπου βεβαίωσαν, ως είχαν υποχρέωση, την ως άνω σχετική παράβαση, από τον εναγόμενο χειριστή του jet ski, των διατάξεων των άρθρων 4 παρ. 1 εδαφ. ζ και 5 του υπ’ αριθ. 20 ΓΚΛ, με παράλληλη καταγραφή των συμβάντων στο ημερολόγιο ημερήσιων περιστατικών του ΝΣ Σταυρού. Στις 27.7.2011, με την υπ’ αριθ. …/../2011 κλήση της Λιμενικής Αρχής Σταυρού, ο εναγόμενος κλήθηκε σε απολογία για την αποδιδόμενη σε αυτόν ανωτέρω παράβαση.

Ο τελευταίος υπέβαλε στις 29.7.2011 εγγράφως την απολογία του, ισχυριζόμενος ότι στο σημείο που ήταν αγκυροβολημένος με το jet ski του δεν υπήρχαν σημαντήρες σε απόσταση 150 μέτρων, το δε σκάφος του ήταν αγκυροβολημένο σε απόσταση 100 μέτρων από το μπαλόνι των ψαράδων και παράλληλα με αυτό.

Ταυτόχρονα, στις 30.7.2011 και ώρα 11.55, ο ναυαγοσώστης … ανέφερε πάλι τηλεφωνικά στο Λιμενικό Σταθμό Σταυρού, ότι μπροστά από το ναυαγοσωστικό πύργο διαπιστώθηκε ότι έλειπαν οι δύο από τους έξι συνολικά πλωτούς σημαντήρες που είχαν τοποθετηθεί για να οριοθετούν τη μεγίστη επιτρεπόμενη απόσταση των λουομένων από την ακτή, όταν, δε, τα αρμόδια όργανα πραγματοποίησαν επιτόπιο έλεγχο, διαπιστώθηκε ότι τα σχοινιά των δύο σημαντήρων που έλειπαν ήταν κομμένα με μαχαίρι, οι δε δύο σημαντήρες που έλειπαν ήταν τοποθετημένοι έμπροσθεν του καταστήματος “…” και στο ίδιο σημείο στο οποίο είχε βεβαιωθεί στις 16.7.2011 η ως άνω παράβαση στον εναγόμενο (βλ το υπ” αριθ. …/2012 έγγραφο του Λιμενικού Σταθμού Σταυρού που επικαλούνται και προσκομίζουν οι ενάγοντες). Μετά την, κατά τα ανωτέρω, απολογία του εναγόμενου, οι ισχυρισμοί του κρίθηκαν ανεπαρκείς από τον Λιμενάρχη Ιερισσού και εκδόθηκε η υπ’ αριθ. …/2011 απόφαση επιβολής προστίμου ύψους 300 ευρώ σε βάρος του για την ως άνω παράβαση.

Κατά της παραπάνω απόφασης, προβλεπόταν δυνατότητα προσφυγής του εναγόμενου ενώπιον του αρμόδιου Διοικητικού Πρωτοδικείου, γεγονός που του επισημάνθηκε κατά την επίδοση της απόφασης σε αυτόν. Ωστόσο, ο εναγόμενος δεν άσκησε τέτοια προσφυγή, παρά υπέβαλε στις 12.1.2012 στο Λιμεναρχείο Σταυρού αίτηση με την οποία κατηγόρησε τους ενάγοντες για παράβαση καθήκοντος από μέρους τους, ισχυριζόμενος ότι λόγω προσωπικών διαφορών του με τον έναν εξ αυτών, οι ενάγοντες υπέβαλαν ψευδή αναφορά στην αρχή και ζητούσε τα πλήρη στοιχεία τους.

Η ανωτέρω υπηρεσία γνωστοποίησε στον εναγόμενο τα πλήρη στοιχεία των εναγόντων, όπως, δε, προκύπτει από το από 31.1.2012 έγγραφο της, οι ενάγοντες με την ως άνω ιδιότητά τους και ως κρατικοί υπάλληλοι, ουδέποτε στο παρελθόν είχαν βεβαιώσει άλλη παράβαση σε βάρος του εναγομένου.

Παρόλα ταύτα, ο εναγόμενος, στις 28.1.2012 απέστειλε μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, Γραφείο Τύπου και στον Γενικό Γραμματέα ασφάλειας – ναυσιπλοΐας, ηλεκτρονική επιστολή, καταγγέλλοντας τους ενάγοντες ότι στην περιοχή που βεβαιώθηκε η επίδικη παράβαση δεν υπήρχε σημαντήρας και ότι οι εναγόμενοι βεβαίωσαν ψευδώς παράβαση σε βάρος του, επειδή μια εβδομάδα πριν από τον έλεγχο του από αυτούς είχε αρνηθεί να παραχωρήσει στον έναν εξ αυτών σκάφος του για βόλτα και για τον λόγο αυτό τον εκδικήθηκαν, βεβαιώνοντας σε βάρος του την επίδικη παράβαση.

Μετά την επιστολή αυτή, το Αρχηγείο Λιμενικού Σώματος την διαβίβασε αμέσως με σήμα προς το Κεντρικό Λιμεναρχείο Θεσσαλονίκης, με εντολή για τη διερεύνηση των αναφερομένων στην καταγγελία, ο δε εναγόμενος απέστειλε και προς το Λιμεναρχείο Ιερισσού και νέα, από 8.12.2012 επιστολή του, αναφέροντας σε αυτήν ότι έχει αποδεικτικά στοιχεία σε βάρος των εναγόντων, αλλά η ως άνω υπηρεσία αδιαφορεί και δεν τα ζητεί, διότι θέλει να βοηθήσει τους ενάγοντες.

Το Λιμεναρχείο Ιερισσού διαβίβασε αρμοδίως και την νέα καταγγελία του εναγομένου και στη συνέχεια, αφού το Λιμεναρχείο Ιερισσού απέστειλε προς τον Αρχηγείο Λιμενικού Σώματος την υπ’ αριθ. πρωτ …./15.2.2012 επιστολή του με θέμα «Διερεύνηση επιστολής – καταγγελίας», ενημερώνοντας την ως άνω υπηρεσία για όλα τα τεκταινόμενα, διενεργήθηκε ένορκη διοικητική εξέταση για την διερεύνηση των καταγγελλόμενων από τον Υποπλοίαρχο Λ.Σ. …, Με το από 14.5,2012 πόρισμά του και μετά την εξέταση των μαρτύρων και των εγγράφων που υποβλήθηκαν, ο ανωτέρω διενεργών την Ε.Δ.Ε. διαπίστωσε, ότι ο εναγόμενος είχε διαπράξει την παράβαση που του καταλογίσθηκε, ότι από τα έγγραφα που προσκόμισε δεν προέκυψε κανένας από τους ισχυρισμούς του, ότι φάσκει και αντιφάσκει προσπαθώντας με δόλο και ψέματα να υπερασπιστεί τις απόψεις του, οι δε ενάγοντες αποδείχθηκε ότι έπραξαν ορθά και νόμιμα και πρότεινε η σε βάρος τους καταγγελία να αρχειοθετηθεί.

Από όλα τα προεκτεθέντα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν, προέκυψε ότι ο εναγόμενος, με τις παραπάνω πράξεις του, προσέβαλε βάναυσα την προσωπικότητα των εναγόντων, θέτοντας σε άμεσο κίνδυνο με τις αβάσιμες καταγγελίες του την υπηρεσιακή εξέλιξή τους και την πιθανή αποπομπή τους από την εργασία τους μέσω πειθαρχικών διώξεων, καθόσον οι ενάγοντες ενεπλάκησαν σε διαδικασίες υπηρεσιακού ελέγχου και καταθέσεων ως ύποπτοι τέλεσης παραβατικής και, εκτός των ορίων που θέτει ο νόμος, υπηρεσιακής συμπεριφοράς.

Όλους τους ισχυρισμούς του, περί της επικαλούμενης από αυτόν μη ύπαρξης σημαντήρων στην περιοχή όπου βεβαιώθηκε η ως άνω παράβαση, είτε αυτοί ήταν αληθείς είτε όχι, ο εναγόμενος μπορούσε να τους προβάλει και να τους αποδείξει ενώπιον του αρμόδιου Διοικητικού Πρωτοδικείου όπου δικαιούνταν να προσφύγει κατά της ως άνω απόφασης επιβολής προστίμου, ωστόσο αυτός προτίμησε, ανέξοδα, να αποστείλει επιστολές στην προϊσταμένη αρχή των εναγόντων αναφέροντας σε αυτές εν γνώσει του ψευδή γεγονότα και δη τις επικαλούμενες από αυτόν ανύπαρκτες προσωπικές διαφορές του με τους ενάγοντες, υποκινούμενος αποκλειστικά από ταπεινά αίτια και έχοντας σκοπό να τους εκθέσει, να τους εκδικηθεί και να τους υποβάλει σε ταλαιπωρία, παραδεχόμενος εν τέλει, εκ των υστέρων και μόνο με τις προτάσεις του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ότι δεν είχε καμία προσωπική διαφορά με τους ενάγοντες, όπως ψευδώς ισχυριζόταν.

Ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι, με την προπαρατιθέμενη συμπεριφορά του ενάσκησε το συνταγματικά προστατευμένο δικαίωμά του να αναφέρεται στις αρχές ως προς την προάσπιση νομίμου δικαιώματος του, ωστόσο στην προκείμενη περίπτωση αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος δεν ανέφερε στις αρχές απλά κάποια πραγματικά περιστατικά, προκειμένου αυτά να εκτιμηθούν και να αξιολογηθούν επαρκώς από την υπηρεσία ώστε να κριθεί η βασιμότητα τους και έτσι να προστατευθούν τα νόμιμα δικαιώματά του, αλλά με ιδιαίτερο μένος και επιμονή στράφηκε από καθαρά ταπεινά αίτια σε βάρος της προσωπικότητας των εναγόντων, κατηγορώντας τους εν γνώσει του ψευδώς για συγκεκριμένη ανήθικη και παράνομη συμπεριφορά τους σε βάρος του, με σκοπό να τους διασύρει, χωρίς στοιχεία, στην υπηρεσία τους και στους προϊσταμένους τους, δεν μπορεί συνεπώς, εκ του λόγου αυτού, να γίνει εν προκειμένω λόγος για συνταγματικά προστατευμένο δικαίωμα του εναγόμενου, απορριπτομένου του σχετικού ισχυρισμού του.

Τέλος, από όλα τα προπαρατιθέμενα πραγματικά περιστατικά, αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες, από την παραπάνω συμπεριφορά του εναγόμενου υπέστησαν έντονη ηθική βλάβη, λαμβανομένου υπόψη ότι είναι κρατικοί λειτουργοί που συκοφαντήθηκαν κατά την ενάσκηση των υπηρεσιακών καθηκόντων τους και με αφορμή τα καθήκοντα τους αυτά, ζουν, δε, αμφότεροι σε μικρές κοινωνίες, όπου γρήγορα και ευχερώς διαδόθηκαν οι ψευδείς ισχυρισμοί του εναγόμενου και, μέχρι την δικαίωση τους, αντιμετώπισαν αδίκως την καχυποψία των συντοπιτών τους.

Λαμβανομένων υπόψη όλων των ανωτέρω συνθηκών υπό τις οποίες έλαβε χώρα η επίδικη αδικοπραξία, του είδους της βλάβης που υπέστησαν οι ενάγοντες, του βαθμού του πταίσματος του εναγόμενου, καθώς και της οικονομικής και κοινωνικής θέσεως των διαδίκων και το παρόν Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να επιδικαστεί σε έκαστο των εναγόντων, ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστησαν, το ποσό των 5.000 ευρώ, το οποίο κρίνεται απολύτως εύλογο εν προκειμένω.

Επομένως, έτσι όπως έκρινε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και δεν έσφαλε, απορριπτομένων των σχετικών λόγων εφέσεως του εκκαλούντα, ως ουσία αβάσιμων.

Πρέπει, συνεπώς, αφού απορριφθούν οι λόγοι της υπό κρίση εφέσεως, να απορριφθεί και η έφεση στο σύνολο της ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν και να επιβληθούν στον εκκαλούντα τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας λόγω της ήττας του (αρ. 178 παρ. 1 και 183 Κ.ΠολΛ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τύποις και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση κατά της οριστικής, υπ’ αριθ. …/2014 απόφασης του Ειρηνοδικείου Λαγκαδά, το οποίο δίκασε κατά την τακτική διαδικασία.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον εκκαλούντα στην καταβολή των δικαστικών εξόδων των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των 400 ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στη Θεσσαλονίκη, στο ακροατήριο του, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, χωρίς να παραβρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους

GreekEnglish