Πότε αίρεται η ευθύνη του οδηγού που παραβιάζει τη πινακίδα STOP:

Δημοσιευμένη στο νοΕπιδικία 2005.61.

Κρίση ότι η υπαιτιότητα δεν βαρύνει τον οδηγό οχήματος που κινείται σε οδό μη έχουσα προτεραιότητα λόγο πινακίδας STOP επειδή είχε ήδη εισέλθει πρώτος στην οδό και είχε διανύσει το μεγαλύτερο μέρος αυτής.

ΜΠρωτΧαλκιδικής 2/2004

Δικαστής: Ε. Τζιουβάρα, Πρωτοδίκης

Δικηγόροι: Κ. Αγγελακόπουλος, Τ. Μυλωνά, Δ. Τσαγκαλίδης, Σ. Τσέλιου, Τ. Καζάνης

Ο ενάγων οδηγώντας το δίκυκλο μοτοποδήλατο ιδιοκτησίας του, εκινείτο επί της οδού Φ. με κατεύθυνση την οδό Κ. Κατά τον ίδιο χρόνο ο πρώτος των εναγομένων Ε.Κ. εκινείτο επί της οδού Κ. και με κατεύθυνση την οδό Φ., οδηγώντας το με αρ. κυκλοφορίας ** ΔΧΕ ταξί, συγκυριότητας κατά 50% του δευτέρου και τρίτου των εναγομένων, που ήταν ασφαλισμένο για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη στην ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία *

Και οι δύο δρόμοι είναι διπλής κατεύθυνσης και έχει πλάτος η μεν οδός Φ. 7,70 μέτρα, η δε οδός Κ. 8,70 μέτρα και από τις δύο οδούς η ορατότητα είναι ευθεία σε μήκος 200 μέτρων.

Oταν ο πρώτος εναγόμενος έφθασε στη συμβολή των οδών αυτών, ακινητοποίησε το αυτοκίνητό του, συμμορφούμενος στην ρυθμιστική πινακίδα SΤΟP που υπήρχε στο ρεύμα πορείας του ενόψει της διασταυρώσεως, για να ελέγξει την κίνηση των οχημάτων επί της οδού Φ. την οποία επρόκειτο να διασχίσει. Αφού δεν αντιλήφθηκε την ύπαρξη κάποιου διερχόμενου οχήματος συνέχισε την πορεία του διασχίζοντας κάθετα την οδό Φ.

Τη στιγμή που το αυτοκίνητό του είχε περάσει πλέον το μέσον της οδού Φ. και πλησίαζε να εξέλθει αυτής και να εισέλθει και πάλι επί της οδού Κ., επέπεσε στο πλάγιο δεξιό τμήμα του αυτοκινήτου και συγκεκριμένα επί της πόρτας του συνοδηγού, το δίκυκλο μοτοποδήλατο του ενάγοντος με την εμπρόσθια αριστερή πλευρά του, με αποτέλεσμα να τραυματιστεί ο ενάγων.

Και ναι μεν η προτεραιότητα ανήκε στον ενάγοντα λόγω ρυθμιστικής πινακίδας SΤΟP πλην όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση είχε αναστραφεί εκ των πραγμάτων υπέρ του πρώτου εναγομένου, αφού αυτός είχε εισέλθει πρώτος στη διασταύρωση και έχοντας διανύσει το μεγαλύτερο μέρος αυτής είχε αποκτήσει προτεραιότητα, στον ενάγοντα δε εναπόκειτο να μην εισέλθει στην διασταύρωση πριν αυτή ελευθερωθεί. (ΕΑ 2452/81 ΕπΣΔ Ι Β.93).

Με βάση τα περιστατικά αυτά συνυπαίτιοι του ατυχήματος είναι και ο ενάγων και ο πρώτος εναγόμενος, συνίσταται δε η υπαιτιότητά τους αυτή στο ότι:

Α) ο ενάγων γιατί ενώ όφειλε, λαμβάνοντας υπόψη

α) ότι ήταν νύχτα

β) ότι δεν υπήρχε τεχνητός φωτισμός

γ) ότι είχε απειρία, οφειλόμενη κυρίως στην ηλικία του, δεν γνώριζε τους κανόνες οδήγησης αφού δεν ήταν εφοδιασμένος με σχετική άδεια ικανότητας οδήγησης, (ΕφΑθ 3644/1999 ΣυγχΕπΣυγκΔ 2000.107 Κρητικού Αποζημίωση γ 1998 αρ. 117 επ.), να οδηγεί με σύνεση και διαρκώς τεταμένη την προσοχή ώστε να ασκεί τον έλεγχο και την εποπτεία της μοτοσικλέτας, από έλλειψη της προσήκουσας επιμέλειας περί την οδήγηση και κατά παράβαση των άρθρων 12 § 1 και 19 §§ 1, 2, 3 του ΚΟΚ, δεν οδηγούσε με σύνεση και προσοχή.

Β) Ο πρώτος εναγόμενος, γιατί αφού κατόπιν ελέγχου, δεν διαπίστωσε να κινείται κάποιο όχημα και επιτρεπτώς επιχείρησε να διασχίσει την κάθετη σε αυτόν οδό Φ., δεν οδηγούσε όπως όφειλε και μπορούσε με την απαιτούμενη από τις περιστάσεις σύνεση και προσοχή (12 § 1 ΚΟΚ), λόγω δε και της ιδιότητάς του ως επαγγελματία οδηγού ταξί, δεν αντιλήφθηκε ότι πλησίαζε το μοτοποδήλατο του ενάγοντος οπότε θα μπορούσε να μη συνεχίσει την πορεία του Β), ενόψει και του ότι εκείνη τη χρονική στιγμή μετέφερε μαθητές, να προβεί σε κάποιο αποφευκτικό ελιγμό ώστε να αποφύγει τη σύγκρουση.

Oσoν αφορά τον ισχυρισμό των εναγομένων ότι το δίκυκλο μοτοποδήλατο του ενάγοντος δεν είχε φώτα πορείας ενώ κατά το χρόνο του ατυχήματος επικρατούσε σκοτάδι, δεν αποδείχθηκε.

Σταθμίζοντας περαιτέρω την αμελή συμπεριφορά καθενός, το Δικαστήριο κρίνει ότι η αμέλεια του ενάγοντος είναι βαρύτερη και παραβιάζει εντονότερα τις διατάξεις οδικής κυκλοφορίας, και προσδίδει σε αυτόν συνυπαιτιότητα κατά ποσοστό 70% ενώ στον α εναγόμενο 30%. Από τη σύγκρουση τραυματίστηκε σοβαρά στον αριστερό μηρό ο ενάγων, ο οποίος κατά το χρόνο του ατυχήματος ήταν 16 ετών.

Διακομίσθηκε στο Γενικό Νομαρχιακό Νοσοκομείο Π., όπου διαπιστώθηκε ότι υπέστη υποτροχαντήριο κάταγμα του άνω αριστερού τριτημορίου μηριαίου οστού και υποβλήθηκε την 4.12.1998 σε χειρουργική επέμβαση οστεοσύνθεσης. Νοσηλεύθηκε στο παραπάνω Νοσοκομείο από 3.12.1998 μέχρι 21.12.1998. Στις 4.7.2000 εισήλθε εκ νέου στο Γ.Ν.Ν. Χ. όπου υποβλήθηκε σε επέμβαση αφαίρεσης των υλικών οστεοσύνθεσης και εξ αυτού του λόγου παρέμεινε νοσηλευόμενος κλινήρης μέχρι 10.7.2000.

Συνεπεία του τραυματισμού και των επεμβάσεών του ο ενάγων παρέμεινε υποχρεωτικά κλινήρης για διάστημα τριών μηνών ενώ μετέπειτα για διάστημα τεσσάρων μηνών περίπου κυκλοφορούσε μόνο με τη χρήση ειδικών βακτηριών.

Oμως και μετά την αφαίρεση των υλικών οστεοσύνθεσης την 4.7.2000 δεν αποκαταστάθηκαν οι κινητικές δυσχέρειες καθότι δεν έπρεπε να επιβαρύνεται το τραυματισμένο άκρο.

Εξαιτίας αυτού του γεγονότος ο ενάγων αναγκάστηκε να προσλάβει αποκλειστική νοσοκόμα με ειδικές γνώσεις κατάλληλης φροντίδας, για το χρονικό διάστημα που ήταν κλινήρης προκειμένου να τον φροντίζει και εξυπηρετεί σε όλες τις προσωπικές του ανάγκες καθόσον ήταν ανίκανος προς αυτό, για το χρονικό διάστημα των τριών μηνών μετά την πρώτη χειρουργική επέμβαση ήτοι από 23.12.1998 μέχρι 23.3.1999, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι οι γονείς του εργάζονταν, η μητέρα του είναι νηπιαγωγός και ο πατέρας του διατηρεί κατάστημα.

Το μετέπειτα χρονικό διάστημα, όπως εξάλλου αναγράφεται και στο δικόγραφο της αγωγής, ήταν ικανός να αυτοεξυπηρετηθεί με τη χρήση ειδικών βακτηριών και συνεπώς κατά την κρίση του Δικαστηρίου δεν απαιτούνταν υπηρεσίες αποκλειστικής νοσοκόμας.

Για το αντίστοιχο χρονικό διάστημα η εύλογη μηνιαία δαπάνη στην οποία υποβλήθηκε ο ενάγων ήταν 821,17 ευρώ. Συνεπώς δαπάνησε ως αμοιβή αποκλειστικής νοσοκόμας το ποσό των 2463,51 ευρώ, ήτοι 3 μηνών Χ 821, 17 ευρώ το μήνα όπως προκύπτει από τις από 20.1.1999 αποδείξεις της αποκλειστικής νοσοκόμας Μ.

Περαιτέρω ο ενάγων δαπάνησε 14,67 ευρώ και 44,02 ευρώ σύνολο 58,69 ευρώ, για επισκέψεις προς εξέταση του από τον πλαστικό χειρούργο Κ. Κ. και την αφαίρεση ράμματος από τον ίδιο όπως προκύπτει από τις υπ` αρ. 175/8.3. 2001 και 324/20.11.2001 αποδείξεις παροχής υπηρεσιών του παραπάνω ιατρού, τον οποίο επισκέφθηκε προκειμένου να λάβει την ιατρική του άποψη περί αναγκαιότητας ή μη πλαστικής χειρουργικής επέμβασης ώστε να απαλειφθεί η ουλή μήκους 29 εκατοστών που απέμεινε στο πόδι του ενάγοντα μετά την χειρουργική επέμβαση.

Περαιτέρω ο ισχυρισμός του ενάγοντος περί μετεγχειρητικών συμπτωμάτων στη στάση, τη βάδιση όπως και τυχόν έντονοι πόνοι στο τραυματισθέν άκρο δεν αποδείχθηκαν από κανένα στοιχείο της δικογραφίας, καθόσον δεν προσκομίζονται βεβαιώσεις ιατρών που να πιστοποιούν την μετεγχειρητική κατάσταση του ενάγοντος.

Δηλαδή το σύνολο δαπανών στα οποία υποβλήθηκε ο ενάγων εξαιτίας του τραυματισμού του είναι 2522.15 ευρώ, από το οποίο ποσό όμως πρέπει να αφαιρεθεί από αυτόν το 70% λόγω της αντίστοιχης συνυπαιτιότητάς του στον τραυματισμό του. Συνεπώς πρέπει να του επιδικασθεί το ποσό των 756,64 ευρώ (2.522,15 Χ 70%).

Τέλος ενόψει των συνθηκών που έγινε η σύγκρουση, του είδους των ζημιών, του βαθμού του πταίσματος των εναγομένων οδηγών, του μεγέθους του τραυματισμού του ενάγοντος της ταλαιπωρίας του, της ταραχής και στεναχώριας που από αυτόν, εξαιτίας της μακράς περιόδου ακινησίας και ανάρρωσης που ακολούθησε, σε συνδυασμό με το νεαρό της ηλικίας του της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των μερών, ο ενάγων υπέστη ηθική βλάβη και επομένως πρέπει να του επιδικασθεί ως χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 2.000 ευρώ, ποσό το οποίο πρέπει να του επιδικασθεί επιπλέον της αποζημίωσης για την περιουσιακή του ζημία και το οποίο μετά τη στάθμιση των κατά νόμο στοιχείων κρίνεται εύλογο.

Συνεπώς πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η κύρια αγωγή ως ουσία βάσιμη και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλλουν στον ενάγοντα το ποσό των 2.756,64 ευρώ αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ο καθένας, νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής.

 

GreekEnglish