Πρόσληψη προστατευομένων από το ν. 1648/1986 προσώπων

ΕφΘεσσαλ 402/2000

Δημοσιευμένη στο νομικό περιοδικό ΑΡΜΕΝΟΠΟΥΛΟΣ 2000.817.

Πρόσληψη προστατευομένων από το ν. 1648/1986 προσώπων. Φέρει τον χαρακτήρα αναγκαστικής συμβάσεως εργασίας για τον υπόχρεο εργοδότη. Ηανωτέρω σύμβαση τελειούται με την εμπρόθεσμη εμφάνιση του αναγκαστικώς τοποθετηθέντα προς ανάληψη εργασίας.

ΕφΘεσ 402/2000

Πρόεδρος: Λάζαρος Κοεμτζόπουλος Δικαστές: Γ. Φώσκολος, Α. Σκούρτης (εισηγητής)

Δικηγόροι: Δ. Τσαγκαλίδης- Φ. Μάγκος

Επειδή, σύμφωνα με το άρθρ. 4 παρ. 1 του ν. 1648/ 1986 “για την προστασία των πολεμιστών, αναπήρων και θυμάτων πολέμου και μειονεκτούντων προσώπων”, η τοποθέτηση σε θέσεις εργασίας των προστατευομένων προσώπων γίνεται από την Επιτροπή του άρθρου 8 και ισχύει για την περιφέρεια της Νομαρχίας που τους τοποθέτησε.

Κατά την παρ. 3 του ιδίου άρθρου, ο τοποθετούμενος υποχρεούται μέσα σε ένα μήνα από την κοινοποίηση της απόφασης για την τοποθέτηση του να παρουσιαστεί στην επιχείρηση για να αναλάβει υπηρεσία.

Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1, “Επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις ελληνικές ή ξένες που λειτουργούν στην Ελλάδα υπό οποιαδήποτε μορφή κλπ., εφόσον απασχολούν κατά την έκδοση της αποφάσεως για την τοποθέτηση προσωπικό πάνω από 50 άτομα, υποχρεούνται να προσλάβουν πρόσωπα που προστατεύονται από το προηγούμενο άρθρο, ανεξάρτητα αν υπάρχουν ή όχι κενές θέσεις”. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι μεταξύ του εργοδότη που υπόκειται στην υποχρέωση καλύψεως θέσεως με αναπήρους κλπ. και του τοποθετουμένου σ` αυτήν μισθωτού συνάπτεται σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου αναγκαστική για τον πρώτο, κατά την κατάρτιση της οποίας η δικαιοπρακτικη βούληση του εργοδότη αναπληρώνεται με την απόφαση της αρμόδιας επιτροπής του άρθρου 8.

Η σύμβαση τελειούται με την εμπρόθεσμη εμφάνιση του τοποθεηθέντος μισθωτού για ανάληψη υπηρεσίας. Αν ο υπόχρεος εργοδότης αρνηθεί την πρόσληψη του τοποθετηθέντος ή τον προσλάβει και δεν τον εντάξει σε θέση εργασίας ανάλογα με τα προσόντα και την ικανότητα του, κατά δίκαιη κρίση, γίνεται υπερήμερος ως προς την αποδοχή της εργασίας και υποχρεούται στην πληρωμή μισθών υπερημερίας.

Ο δε προστατευόμενος δικαιούται να αξιώσει την τοποθέτηση του σε θέση ανάλογη με τα προσόντα του (ΑΠ 1017/93 και 1020/93 ΔΕΝ 50.570 και 572, ΑΠ 170/93 ΔΕΝ 49.708, ΑΠ 1027/89 ΔΕΝ 1998.22, ΑΠ 335/88 ΝοΒ 37. 250, ΕφΘεσ 2146/91 Αρμ ΜΕ` 475, ΕφΘεσ 413/93 Αρμ 1993.446, ΕφΠεφ 243/1997 ΕΕργΔ 57.73). Η επιτροπή του άρθρου 8 του ν. 1048/1986 δεν έχει εξουσία να προσδιορίζει ειδικά την θέση εργασίας του τοποθετουμένου, παρά μόνο τη γενική ιδιότητα του (δικηγόρος, υπάλληλος, εργατοτεχνίτης), διότι η εξουσία αυτή ανήκει στο διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη. Ακόμη κατά το άρθρο 2 παρ. 6 εδ. α` του ίδιου νόμου, οι οργανισμοί κοινής ωφελείας, οι τράπεζες και οι λοιποί τομείς του Δημόσιο τομέα, εκτός από τις δημόσιες υπηρεσίες, τα ν.π.δ.δ. και τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ), υποχρεούνται να συμπληρώνουν τις κενές θέσεις των τηλεφωνητών με τυφλούς πτυχιούχους των σχολών εκπαίδευσης τηλεφωνητών, οι οποίες εποπτεύονται από το Υπουργείο Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και Εργασίας σε ποσοστό 8%.

Τυχόν κλάσμα που προκύπτει κατά τον υπολογισμό του αριθμού των θέσεων εάν υπερβαίνει τη μισή μονάδα υπολογίζεται σαν ακέραια μονάδα υπέρ των τυφλών. Εξάλλου, κατά το άρθρο 10 παρ. 4 του ιδίου ως άνω νόμου, ο εργοδότης έχει δικαίωμα να αμφισβητήσει τη νομιμότητα ή σκοπιμότητα της τοποθετήσεως του προστατευομένου προσώπου με την άσκηση προσφυγής εναντίον της απόφασης της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής.

Η προσφυγή ασκείται ενώπιον της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής του άρθρου 10 παρ. 1 του νόμου αυτού, μέσα σε αποκλειστική προθεσμία ενός μηνός από την κοινοποίηση της απόφασης της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής.

Η προθεσμία όμως της άσκησης προσφυγής και η άσκηση αυτής δεν αναστέλλουν την εκτελεστότητα της απόφασης της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής, γιατί η απόφαση της, ως ατομική διοικητική πράξη, είναι αμέσως εκτελεστή (ΕφΘεσ 1252/1992 ΕΕργΔ 1993.121, ΕφΠειρ 243/1997 ό.π., ΑΠ 323/93 ΔΕΝ 50.231, ΑΠ 132/ 95 ΔΕΝ 51.989).

Τέλος, αν η δευτεροβάθμια απόφαση ανακαλέσει την πρωτοβάθμια, που έκανε την τοποθέτηση, αυτή θεωρείται ως μη εκδοθείσα, σύμφωνα αε τις δικονομικές αρχές (Λ. Ντάσιος, Εργ. Δίκ., τόμος Α`, έκδ. 1991, παρ. 103, σελ. 599).

Με την κρινόμενη αγωγή η ενάγουσα εκθέτει ότι, έχοντας τις νόμιμες προϋποθέσεις, αφού ήταν τυφλή και απόφοιτη της Σχολής Τυφλών Θεσσαλονίκης “Ο Ηλιος”, με ειδικότητα τηλεφωνήτριας, δυνάμει της …/1995 απόφασης της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής του Υπουργείου Εργασίας στη Νομαρχία Θεσσαλονίκης, τοποθετήθηκε αναγκαστικά, ως προστατευόμενη του ν. 1048/1986, στην επιχείρηση της εναγομένης ΔΕΗ στη Θεσσαλονίκη, προκειμένου ν` απασχοληθεί σ` αυτήν ως τηλεφωνήτρια.

Οτι η απόφαση αυτή κοινοποιήθηκε, από την επιτροπή που την εξέδωσε, στην εναγομένη και στην ίδια.

Οτι, παρότι εμφανίσθηκε εμπρόθεσμα, ήτοι εντός του μήνα από την τοποθέτηση της, προς ανάληψη εργασίας στην επιχείρηση της εναγομένης, η τελευταία αρνήθηκε να αποδεχθεί τις πραγματικές και προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες της.

Οτι η εναγομένη περιέστη σε υπερημερία ως προς την αποδοχή της εργασίας της και της οφείλει ως μισθούς υπερημερίας τις νόμιμες μηνιαίες αποδοχές του χρονικού διαστήματος από 2.2.1995 μέχρι 31.8.1998, καθώς και τα επιδόματα δώρων εορτών και άδειας του ως άνω χρονικού διαστήματος.

Με βάση το ιστορικό αυτό ζητεί να υποχρεωθεί η εναγομένη, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή,

α`) να της καταβάλει, για τις παραπάνω αίτιες, το ποσό των 7.827.596 δραχμών, με το νόμιμο τόκο από τη δήλη ημέρα καταβολής ενός εκάστου επιμέρους μηνιαίου ποσοϋ, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση της, και

β`) να αποδέχεται τις προσφερόμενες υπηρεσίες της ως τηλεφωνήτριας, με απειλή χρηματικής ποινής 50.000 δραχμών, για κάθε ημέρα άρνησης της. …

Η ενάγουσα, που είναι άτομο με ειδικές ανάγκες (τυφλή), απόφοιτη της Σχολής Τυφλών Θεσσαλονίκης “Ο Ηλιος”, με ειδικότητα τηλεφωνήτριας, τοποθετήθηκε αναγκαστικά, με την …/1995 απόφαση της Επιτροπής του άρθρου 8 ν. 1648/1986, θεμάτων του Υπουργείου Εργασίας του ΟΑΕΔ Περιφερειακή Διεύθυνση Μακεδονίας στην επιχείρηση της εναγομένης ΔΕΗ, στη Θεσσαλονίκη, ως τηλεφωνήτρια.

Συγκεκριμένα, η ενάγουσα τοποθετήθηκε αναγκαστικά στην επιχείρηση της εναγομένης, κατ` εφαρμογή του άρθρου 1 παρ. 1 εδ. α` και δ` και 2 παρ. 6 εδ. α` του ν. 1648/1986, ως άτομο με ειδικές ανάγκες (τυφλή), πτυχιούχος σχολής εκπαίδευσης τηλεφωνητών, η οποία εποπτεύεται από το Υπουργείο Υγείας, Πρόνοιας, Κοινωνικών Ασφαλίσεων και Εργασίας.

Η απόφαση αυτή κοινοποιήθηκε και στους δύο διαδίκους. Μετά την κοινοποίηση της η ενάγουσα εμφανίσθηκε εμπρόθεσμα, ήτοι στις 2.2.1995, στην επιχείρηση της εναγομένης και έθεσε πραγματικώς και προσηκόντως τις υπηρεσίες της στη διάθεση της. Η τελευταία όμως αρνήθηκε να την απασχολήσει. Μάλιστα, κατά της ως άνω απόφασης άσκησε νόμιμα και εμπρόθεσμα προσφυγή ενώπιον της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής του άρθρου 10 ν. 1648/1986, με την οποία ζητούσε την ακύρωση της και κατ` επέκταση την ακύρωση της αναγκαστικής τοποθέτησης της ενάγουσας στην επιχείρηση της.

Η Δευτεροβάθμια Επιτροπή του άρθρου 10 ν. 1648/1986, με την …/1995 απόφαση της, έκανε δεκτή την προσφυγή της και ακύρωσε την απόφαση της πρωτοβάθμιας επιτροπής, με την οποία τοποθετήθηκε αναγκαστικά η ενάγουσα στην επιχείρηση της.

Κατά της απόφασης αυτής, η ενάγουσα άσκησε ενώπιον του Τριμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης την με αριθμό καταθέσεως 1418/1995 προσφυγή της, επί της οποίας εκδόθηκε κατ αρχήν η 2888/ 1996 μη οριστική απόφαση του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, Τμήμα Ε` και στη συνέχεια η 3753/1997 οριστική απόφαση του ως άνω δικαστηρίου, με την οποία έγινε δεκτή η προσφυγή της ενάγουσας και ακυρώθηκε η 140/1995 απόφαση της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής του άρθρου 10 του ν. 1648/1986.

Με την ακύρωση της απόφασης αυτής επανήλθε σε ισχύ η υπ` αριθμ. 1419/1995 απόφαση της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής του άρθρου 8 του ν. 1648/1986, με την οποία τοποθετήθηκε αναγκαστικά η ενάγουσα στην επιχείρηση της εναγομένης, ως τηλεφωνήτρια.

Η εναγομένη όμως εξακολούθησε να μην αποδέχεται τις νομίμως και προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες της ενάγουσας και κατά της ως άνω απόφασης του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, άσκησε την από 7.1.1998 έφεση της ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, η οποία, μετ` αναβολή, εκδικάζεται στις 22.4.1999.

Η προθεσμία και η άσκηση όμως της ως άνω έφεσης δεν αναστέλλει την εκτέλεση της 3753/97 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία επανήλθε σε ισχύ ex tunc η 1419/1995 απόφαση της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής του άρθρου 8 του ν. 1648/1986 (άρθρο 20 παρ. 3 ν. 1868/1989, σε συνδ. με άρθρο 5 παρ. 6 ν. 702/1977).

Δεδομένου δε ότι, κατόπιν των ανωτέρω, οι καθαρές μηνιαίες αποδοχές της ενάγουσας με τα επιδόματα γάμου και θέσεως ανέρχονται από 2.2.1995 σε 142.500 δραχμές, από 1.1.1996 σε 153.900 δραχμές, από 1.1.1997 σε 166.200 δραχμές και από 1.1.1908 σε 186.700 δραχμές, το ύψος δε αυτών δεν αμφισβητεί ειδικά η εναγομένη.

Συνεπώς, η τελευταία έπρεπε να καταβάλει στην ενάγουσα ως μισθούς υπερημερίας με τα επιδόματα δίφρων εορτών και αδείας: για το χρονικό διάστημα

1) από 2.2.95 μέχρι 31.12.95 το ποσό των 1.781.250 δραχμών (142.500 δρχ. επί 12,5 μηνιαίους μισθούς, αφού δεν δικαιούται επίδομα αδείας γιατί δεν συμπλήρωσε έτος), έναντι των οποίων της κατέβαλε 976.744 δρχ. και της οφείλει το υπόλοιπο των 805.106 δρχ.,

2) από 1.6.96 μέχρι 31.12.96 το ποσό των 2.154.600 δραχμών (153.900 δρχ. επί 14 μηνιαίους μισθούς), έναντι των οποίων της κατέβαλε 1.139.539 δρχ. και της οφείλει το υπόλοιπο των 1.015.065 δραχμών,

3) από 1.1.97 μέχρι 31.12.97 το ποσό των 2.326.800 δρχ. (166.200 δρχ. επί 14 μηνιαίους μισθούς), έναντι των οποίων έλαβε 1.139.535 δρχ, και της οφείλει το υπόλοιπο 1.187.205 δρχ. και

4) από 1.1.98 μέχρι 31.8.98 το ποσό των 1.493.600 δραχμών (186.700 δρχ. επί 8 μηνιαίους μισθούς με το επίδομα δώρου και αδείας), έναντι του οποίου της κατέβαλε το ποσό των 244.186 δρχ. (βλ. το φύλλο υπολογισμού διορθωτικής μισθοδοσίας) και της οφείλει το υπόλοιπο των 1.249.414 δρχ. Επομένως η εναγομένη οφείλει ακόμη στην ενάγουσα, για τις παραπάνω αιτίες, το συνολικό ποσό των 4.256.850 δραχμών (805.106 και 1.015.065 και 1.187.265 και 1.249.414), με το νόμιμο τόκο καθενός επιμέρους μηνιαίου μισθού υπερημερίας, από την πρώτη ημέρα του επομένου μηνός, των επιδομάτων δώρων Χριστουγέννων από την πρώτη ημέρα του επομένου έτους, των επιδομάτων δώρου Πάσχα από τη Μεγάλη Πέμπτη του έτους που αναφέρονται και των επιδομάτων αδείας από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.

Ακόμη, πρέπει να αναφερθεί ότι βάσει του άρθρου 26 παρ. 5 του α.ν. 1846/1951 οι εργοδότες υποχρεούνται να παρακρατούν τα βαρύνοντα τους ασφαλισμένους εργατοϋπαλλήλους ποσά εισφορών προς το ΙΚΑ (βλ. και ΑΠ 388/83 ΔΕΝ 39.921).

Τα ίδια συνεπώς που δέχθηκε και το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν έσφαλε εις την εκτίμηση των αποδείξεων που τέθηκαν υπόψη του, ούτε εις την ορθή εφαρμογή του νόμου, εκτίμησαν δε κυριαρχικώς το αίτημα αναβολής κατ` άρθρο 249 ΚΠολΔ, κατ` ουδέν παραβίασε τον νόμο. Αλλωστε και κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, εφόσον η εργασία από την ενάγουσα πράγματι προσφέρεται, η τυχόν διάφορη κρίση του Διοικητικού Εφετείου εις ουδέν θα ωφελήσει, ως προς τον υπολογισμό των πράγματι οφειλομένων αποδοχών.

Συνεπώς, πρέπει να απορριφθούν οι εφέσεις και να συμψηφισθεί η δικαστική δαπάνη των διαδίκων λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας αυτών (176, 178, 179, 183 ΚΠολΔ).

GreekEnglish