Εκτέλεση της πράξης αναγκαστικής τοποθέτησης.

ΕφΘεσσαλ 219/1999

Δημοσιευμένη στο νομικό περιοδικό ΑΡΜΕΝΟΠΟΥΛΟΣ 2000.819

Η προσφυγή του εργοδότη κατά της αποφάσεως για την τοποθέτηση σε υπόχρεη επιχείρηση κατά τις διατάξεις του ν.1648/86 προστατευόμενου δεν αναστέλλει την εκτέλεση της πράξης αναγκαστικής τοποθέτησης.

ΕΦΘΕΣΣΑΛ 219/1999

Πρόεδρος: Λάζαρος Κοεμτζόπουλος Δικαστές: Γ. Φώσκολος, Γ. Μπαρμπαγιάννης (εισηγητής)

Δικηγόροι: Α. Κονταξή-Δ. Τσαγκαλίδης

Ο ενάγων, ο οποίος είναι πτυχιούχος του Τμήματος Μηχανικών-Μηχανολόγων της Πολυτεχνικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, με την υπ` αριθμ. …/17.2.1997 απόφαση της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής Τπουργείου Εργασίας Νομού Θεσσαλονίκης, ως άτομο προστατευόμενο από το ν. 1648/1986, γιατί είναι τέκνο αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης, τοποθετήθηκε στον εναγόμενο οργανισμό (Περιφερειακή Διεύθυνση Θεσσαλονίκης) για να εργασθεί ως υπάλληλος.

Η απόφαση αυτή, με έγγραφο του Οργανισμού Απασχολήσεως Εργατικού Δυναμικού Νομαρχίας Θεσσαλονίκης, κοινοποιήθηκε στον εναγόμενο Οργανισμό Σιδηροδρόμων Ελλάδας την 3.3.1997, ο δε ενάγων, την 6.3.1997, εμφανίστηκε για να προσφέρει τις υπηρεσίες του. Με το από 13.3.1997 έγγραφο της Διοικήσεως του εναγομένου υποδεικνύεται στη Διεύθυνση Προσωπικού του η τοποθέτηση του ενάγοντος στο Δίκτυο Νομού Θεσσαλονίκης, σε θέση ανάλογη με τα προσόντα, και την ειδικότητα του.

Στη συνέχεια, ο ενάγων προσεκόμισε στον εναγόμενο Οργανισμό τα δικαιολογητικά για την πρόσληψη του, μεταξύ των οποίων και το από 22.3.1997 πιστοποιητικό τύπου Α ` του Στρατολογικού Γραφείου Σερρών, από το οποίο προκύπτει ότι ο ενάγων, κατά τη διάρκεια των ετών 1988-1991 έπασχε από ψυχωσική συνδρομή, με συνέπεια να κριθεί, ύστερα από δύο προσωρινές απολύσεις, ακατάλληλος για στράτευση.

Την 7.5.1997 ο ενάγων εξετάζεται από ιατρούς του εναγομένου. Στην ταυτόχρονη ιατρική έκθεση τους βεβαιώνεται η καλή σωματική υγεία του, ενώ ως προς την ψυχική του κατάσταση δεν υπάρχει αντίστοιχη γνωμάτευση, αλλά “κρίνεται ακατάλληλος λόγω του ιστορικού της ψυχωσικής συνδρομής” (πρβλ. ΣτΕ 1092/95 ΕΕργΔ 56(1997)20).

Ο εναγόμενος, επικαλούμενος την κρίση για ακαταλληλότητα του εναγομένου, αρνήθηκε να τον απασχολήσει, ενώ παράλληλα ζήτησε απ` αυτόν να προσκομίσει πρόσφατες γνωματεύσεις ειδικών ψυχιάτρων.

Πράγματι, ο ενάγων εξετάσθηκε από ειδικούς ψυχιάτρους των Νοσοκομείων Ιπποκράτειου και ΑΧΕΠΑ και στα εκδοθέντα πιστοποιητικά βεβαιώνεται ότι δεν εμφανίζει ψυχοπαθολογικά στοιχεία, που να τον καθιστούν ακατάλληλο για εργασία. Τελικά, ο ενάγων παραπέμφθηκε στην Υγειονομική Επιτροπή του Γενικού Κανονισμού Προσωπικού ΟΣΕ, η οποία έκρινε αυτόν ακατάλληλο για εργασία στον εναγόμενο. Κατόπιν αυτού, ο εναγόμενος ζήτησε την ανάκληση της αποφάσεως που είχε τοποθετήσει τον ενάγοντα στην επιχείρηση του, πλην όμως αυτή απορρίφθηκε με την υπ` αριθμ. …/1998 απόφαση της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής Υπουργείου Εργασίας Νομού Θεσσαλονίκης.

Κατά της αποφάσεως αυτής ο εναγόμενος άσκησε προσφυγή, η οποία απορρίφθηκε με την υπ` αριθμ. …/1999 απόφαση της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής.

Παρά ταύτα όμως, ο εναγόμενος αρνείται να απασχολήσει τον ενάγοντα, ο οποίος καθ` όλο το επίδικο χρονικό διάστημα προσέφερε τις υπηρεσίες του.

Ο εναγόμενος, για να δικαιολογήσει την άρνηση του αυτήν, ισχυρίζεται ότι δεν προσλαμβάνει τον ενάγοντα, γιατί αυτό απαγορεύεται από τον ΓΕΚΑΠ/ΟΣΕ, έχοντα ισχύν νόμου, αφού στο άρθρο 24 αυτού ρητά αναφέρεται ότι “ουδείς προσλαμβάνεται αν μη υγιής”.

Ο ισχυρισμός αυτός είναι αβάσιμος και εντεύθεν απορριπτέος, γιατί οι διατάξεις του προαναφερθέντος ν. 1648/1986 κατισχύουν, ως ειδικές, των γενικών ρυθμίσεων του Κανονισμού του εναγομένου (ΑΠ 335/1988 ΕΕργΔ 48.652, Εφ Θεσ 2146/1991 Αρμ 43.475, ΕφΘεσ 1453/1992 Αρμ 1993.47). Με βάση λοιπόν τα αποδειχθέντα αυτά πραγματικά περιστατικά και τα νομικά δεδομένα, ο εναγόμενος δεν είχε δικαίωμα να αρνηθεί την πρόσληψη του ενάγοντος.

Οφειλε, λόγω της επικαλούμενης απ` αυτόν ακαταλληλότητας του ενάγοντος για εργασία, να τηρήσει τη διαδικασία του άρθρου 4 παρ. 6 του ν. 1648/86, ζητώντας την αντικατάσταση του, αφού όμως είχε απασχολήσει αυτόν τουλάχιστον ένα μήνα, πράγμα που δεν συνέβη στην προκείμενη περίπτωση (βλ. ΕφΘεσ 2146/1991 ό.π.).

Συνεπώς, ο εναγόμενος κατέστη υπερήμερος στην αποδοχή των υπηρεσών του ενάγοντος από την ημέρα εμφανίσεως του για ανάληψη εργασίας και του οφείλει τις μηνιαίες αποδοχές που αντιστοιχούν στη θέση και την ειδικότητα για την οποία τον προόριζε και τα επιδόματα εορτών και αδείας, καθώς και εύλογη χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, την οποία υπέστη, γιατί η εκ δόλου άρνηση του εργοδότη να απασχολήσει τον εργαζόμενο, σε περίπτωση που ο νόμος καθιστά υποχρεωτική την απασχόληση, συνιστά παράνομη προσβολή της προσωπικότητας του εργαζομένου, ιδιαίτερα στην έκφανση της επαγγελματικής αξίας και υπολήψεώς του και γι` αυτό παρέχεται η προστασία των άρθρων 57 και 59 ΑΚ (ΑΠ 835/72, 706.69, ΕφΑθ 3667/78 ΝοΒ 27.579, ΕφΘεσ 2146/1991 Αρμ 1991.475, ΕφΘεσ 1608/1999 Αρμ 53(1999)1242).

Κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω το Πρωτοδικείο, που κατέληξε στην ίδια κρίση και με την εκκαλούμενη απόφαση του υποχρέωσε τον εναγόμενο να αποδέχεται την εργασία του ενάγοντος και να τον απασχολεί σε ανάλογη θέση με τα προσόντα του και περαιτέρω, κατά μερική παραδοχή της αγωγής, υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα ποσό 3.018.565 δραχμών για μισθούς υπερημερίας, καθώς και ποσό 100.000 δραχμών για χρηματική ικανοποίηση, ποσά για τα οποία κανένα παράπονο δεν προβάλλεται με την κρινόμενη έφεση, δεν έσφαλε στην εφαρμογή του νόμου και ειδικότερα στην ερμηνεία των προπαρατεθειών νομικών διατάξεων και σωστά εκτίμησε τις αποδείξεις, τα δε αντίθετα, που υποστηρίζονται με τους πρώτο και δεύτερο λόγους της εφέσεως, απορριπτέα κρίνονται ως αβάσιμα.

Τέλος, με τον τρίτο και τελευταίο λόγο της εφέσεως, ο εναγόμενος Οργανισμός προβάλλει το καράπονο ότι εσφαλμένα η πρωτόδικη απόφαση κηρύχτηκε προσωρινώς εκτελεστή.

Ο λόγος αυτός απαράδεκτα προβάλλεται και γι` αυτό είναι απορριπτέος, διότι η απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, ως τελεσίδικη, σύμφωνα με τα άρθρα 321 και 904 παρ. 2 ΚΠολΔ, μπορεί να εκτελεσθεί (ΕφΑθ 4457/1992 Δ 23.940, ΕφΑθ 4556/87 Δ 21.455, Σαμουήλ, Η έφεση, σελ. 172).

Μετά από τα ανωτέρω, μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η έφεση, στο σύνολό της, ως ουσιαστικά αβάσιμη και να συμψηφισθούν τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων, λόγω ευλόγου αμφιβολίας του εκκαλούντος περί την έκβαση της δίκης (άρθρα 179 και 183 ΚΠολΔ).

 

GreekEnglish