Προστασία εργαζομένων στη περίπτωση μεταβίβασης επιχείρησης- Υποχρέωση του νέου επιχειρηματία να απασχολεί τους εργαζόμενους και ευθύνη του για καταβολή των οφειλόμενων αποδοχών.

Μον. Πρωτ. Θεσσ 3111/2014

Μεταβίβαση επιχείρησης. Άκυρη η καταγγελία της σύμβασης εργασίας όταν η μεταβίβαση της επιχείρησης αποτέλεσε την αποκλειστική ή έστω την κύρια αιτία, το «κινήσαν αίτιο» της καταγγελίας.

Άκυρη η καταγγελία και όταν στην απόλυση προβαίνει ο νέος φορέας της επιχείρησης.

Αξιώσεις εργαζόμενου λόγω άκυρης καταγγελίας. Ο μεταβιβάζων και μετά τη μεταβίβαση ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με το διάδοχο, για τις υποχρεώσεις που προέκυψαν από τη σύμβαση ή σχέση εργασίας μέχρι το χρόνο που αναλαμβάνει ο διάδοχος.

Μον. Πρωτ. Θεσσ 3111/2014

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Αθηνά Κουμούρη, Πρωτοδίκη, η οποία ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου και από τη Γραμματέα Κωνσταντινιά Κοκολοπούλου.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του, στις 13 Δεκεμβρίου 2013, για δικάσει την με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …../3-1-2013 αγωγή, με αντικείμενο εργατική διαφορά, μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: …………………, που παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του, Δημητρίου Τσαγκαλίδη (Δ.Σ. Θεσσαλονίκης – A.M. 2176), που κατέθεσε έγγραφες προτάσεις.

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Της ανώνυμη εταιρίας με την επωνυμία «……»,και 2) Της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «….»….., που παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους, ……… (Δ.Σ. Θεσσαλονίκης – A.M. ……), που κατέθεσε έγγραφες προτάσεις.

ΚΑΤΑ τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Επειδή ο νομοθέτης λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι εργαζόμενοι λόγω της μεταβίβασης της επιχείρησης είναι εκτεθειμένοι σ’ έναν ιδιαίτερο αυξημένο κίνδυνο απολύσεων, τόσο πριν την σχεδιαζόμενη μεταβίβαση, όσο και μετά την υλοποίησή της, με το άρθρο 5§1 του π.δ/τος 178/2002 «Μέτρα σχετικά με την προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβίβασης επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων, σε συμμόρφωση προς την Οδηγία 98/50/ΕΚ του Συμβουλίου», ορίζει ότι «η μεταβίβαση μιας επιχείρησης, εγκατάστασης ή τμήματος επιχείρησης ή εγκατάστασης δεν συνιστά αυτή καθ’ αυτή λόγο απόλυσης εργαζομένων».

Το παραπάνω προεδρικό διάταγμα απαγορεύει την καταγγελία, όταν την αιτία αποτελεί αυτής καθ’ εαυτής η μεταβίβαση. Για την εφαρμογή της παραπάνω διάταξης του άρθρου 5§1 προϋποθέσεις είναι:

α) Να υπάρχει συμβατική ή από το νόμο μεταβίβαση της επιχείρησης και

β) η καταγγελία να έχει ως αιτία τη μεταβίβαση αυτής καθ’ εαυτής και όχι άλλους λόγους. Αυτό προκύπτει από το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 5§1, το οποίο ορίζει ότι «η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου δεν εμποδίζει, τηρουμένων των σχετικών περί απολύσεων διατάξεων, απολύσεις που είναι δυνατόν να επέλθουν για λόγους οικονομικούς, τεχνικούς ή οργανώσεως που συνεπάγονται μεταβολές του εργατικού δυναμικού».

Επομένως η ακυρότητα επέρχεται μόνον όταν η μεταβίβαση της επιχείρησης αποτέλεσε την αποκλειστική ή έστω την κύρια αιτία «το κίνησαν αίτιο» της καταγγελίας. Περαιτέρω, η απαγόρευση αφορά και τις απολύσεις στις οποίες προβαίνει ο νέος φορέας της επιχείρησης με την προϋπόθεση πάντοτε ότι αυτές έχουν ως αιτία τη μεταβίβαση της επιχείρησης «αυτής καθ’ εαυτής».

Έτσι υποστηρίζεται (Λεβέντης, ΔΕΝ 1989. 1179) ότι ο διάδοχος δεν δικαιούται να προβεί σε απολύσεις, ισχυριζόμενος ότι το προσωπικό της επιχείρησης έγινε υπεράριθμο λόγω της μεταβίβασης. Όταν ο διάδοχος συνεχίζει τη λειτουργία της επιχείρησης ή της εκμετάλλευσης, όπως ο προκάτοχος του, έστω και με κάποιες οργανωτικές μεταβολές, χωρίς όμως αυτή να χάσει την αυτοτέλεια της, η εφαρμογή του άρθρου 5§1 δεν παρουσιάζει ιδιαίτερα προβλήματα.

Ο δικαστής οφείλει απλώς να διαπιστώσει αν οι απολύσεις του διαδόχου οφείλονται στη μεταβίβαση της επιχείρησης ή της εκμετάλλευσης καθ’ εαυτής, οπότε είναι άκυρες, ή στις οργανωτικές μεταβολές (π.χ. κλείσιμο ορισμένου τμήματος, ανανέωση τεχνολογικού εξοπλισμού) στις οποίες τυχόν προέβη (πρβλ. Εφ.ΑΘ. 6039/1994, Ε.Εργ.Δ. 1995. 412).

Η καταγγελία που γίνεται από τον εργοδότη κατά παράβαση της απαγόρευσης του άρθρου 5§1 είναι άκυρη και επομένως επέρχονται όλες οι συνέπειες που συνδέονται με την άκυρη απόλυση.

Εφόσον η καταγγελία είναι άκυρη, η σύμβαση εργασίας δεν λύνεται και επομένως οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των μερών, όπου απορρέουν από αυτήν, εξακολουθούν να υφίστανται ακέραια.

Έτσι ο εργαζόμενος για όσο διάστημα ο εργοδότης αρνείται να αποδεχθεί τις υπηρεσίες του, έχει αξίωση να του καταβληθεί ο συμφωνημένος ή ο νόμιμος μισθός. Επίσης έχει αξίωση για πραγματική απασχόληση, για μισθούς υπερημερίας κλπ. (βλ. Δημήτρη Ζερδελή, Ατομικές Εργασιακές σχέσεις, σελ. 631 επ.).

Ειδικότερα ως προς τους μισθούς υπερημερίας εφαρμογή έχει το άρθρο 656 Α.Κ, σύμφωνα με το οποίο αν ο εργοδότης έγινε υπερήμερος ως προς την αποδοχή της εργασίας, ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα να απαιτήσει το μισθό, χωρίς να είναι υποχρεωμένος να παράσχει την εργασία του σε άλλο χρόνο. Η παραπάνω διάταξη ρυθμίζει τις συνέπειες της υπερημερίας του εργοδότη και ως προς τις προϋποθέσεις της υπερημερίας και ισχύουν οι γενικές διατάξεις του ενοχικού δικαίου (άρθρα 349 επ. Α.Κ).

Προϋποθέσεις υπερημερίας του εργοδότη σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 349 επ. Α.Κ είναι:

α) Η έναρξη έγκυρης σύμβασης εργασίας,

β) Η προσφορά εργασίας από τον εργαζόμενο.

Η προσφορά πρέπει να είναι πραγματική και προσήκουσα. Στην περίπτωση της άκυρης απόλυσης δεν απαιτείται πραγματική και προσήκουσα προσφορά των υπηρεσιών του εργαζομένου για να καταστεί ο εργοδότης υπερήμερος δανειστής. Και αυτό γιατί η δήλωση καταγγελίας περιέχει αυτονόητη και σαφή δήλωση της πρόθεσης του εργοδότη να μην αποδέχεται στο μέλλον τις υπηρεσίες του εργαζομένου και επομένως σύμφωνα με το άρθρο 350 Α.Κ, δεν απαιτείται πραγματική προσφορά.

Έτσι γίνεται δεκτό ότι ο εργοδότης που καταγγέλλει άκυρα τη σύμβαση εργασίας, καθίσταται εκ μόνου του λόγου αυτού υπερήμερος και οφείλει να καταβάλει τον προσήκοντα μισθό στον εργαζόμενο, ο οποίος δεν υποχρεώνεται στην πραγματική και προσήκουσα προσφορά των υπηρεσιών του, αφού στην καταγγελία του εργοδότη εμπεριέχεται αυτονόητα και δήλωση βούλησης αυτού να μην αποδεχθεί τις υπηρεσίες του απολυομένου (Α.Π 364/1995, ΔΕΝ 1995/925).

Επομένως η υπερημερία του εργοδότη αρχίζει από την ημέρα της άκυρης απόλυσης, χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε προσφορά, ούτε χρηματική από την πλευρά του εργαζομένου, αφού όπως ήδη αναφέρθηκε, ο εργοδότης με την καταγγελία δηλώνει κατά τον πιο κατηγορηματικό τρόπο ότι από το χρονικό σημείο της καταγγελίας κι έπειτα δεν πρόκειται να προβεί στις απαιτούμενες ενέργειες (σύμπραξη) για την εκπλήρωση της παροχής,

γ) Για την υπερημερία του εργοδότη ως προς την αποδοχή της εργασίας στην περίπτωση της άκυρης απόλυσης δεν απαιτείται μεν προσφορά των υπηρεσιών από την πλευρά του εργαζομένου, αυτή όμως προϋποθέτει ότι κατά το χρονικό διάστημα πως ο εργοδότης όφειλε να επιχειρήσει την απαιτούμενη πράξη ή σύμπραξη, ο εργαζόμενος ήταν σε θέση να εκπληρώσει την παροχή,

δ) Περαιτέρω προϋπόθεση για να καταστεί ο δανειστής υπερήμερος είναι η μη αποδοχή της προσφερόμενης εργασίας από τον εργοδότη (αρθρ. 349§1 Α.Κ). Στην περίπτωση της άκυρης καταγγελίας, όπου σύμφωνα με όσα ειπώθηκαν έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 351 Α.Κ, δεν απαιτείται «μη αποδοχή της παροχής», καθόσον ο εργοδότης έχει εκδηλώσει μέσω της καταγγελίας την άρνησή του να επιχειρήσει τις απαραίτητες για την εκπλήρωση της παροχής ενέργειες.

Η υπερημερία του εργοδότη ως προς την αποδοχή της εργασίας μπορεί να αρθεί εκτός από άλλες περιπτώσεις και με την επαναπασχόληση ή με δήλωση του εργοδότη ότι αποδέχεται τις υπηρεσίες του εργαζομένου σύμφωνα με τους πριν από την απόλυση όρους.

Για την παύση της υπερημερίας αρκεί η δήλωση του εργοδότη περί αποδοχής των υπηρεσιών, χωρίς να απαιτείται να προσφέρει και τους οφειλόμενους έως τη δήλωση μισθούς υπερημερίας. Αν όμως ο εργαζόμενος, συγχρόνως με την προσφορά της εργασίας του, προβάλλει και δικαίωμα επίσχεσης για τους καθυστερούμενους μισθούς (Α.Κ 325), τότε η υπερημερία του εργοδότη δεν διακόπτεται και αυτός είναι μεν πρόθυμος να δεχθεί την παροχή που του προσφέρεται, δεν προσφέρει όμως την αντιπαροχή που του ζητείται [Α.Κ 353 (βλ. Α.Π 618/1963 Ε.Εργ.Δ. 1963/1458)].

Η δήλωση για μισθούς υπερημερίας λόγω της άρνησης του εργοδότη να αποδέχεται τις υπηρεσίες του εργαζομένου μετά από μια καταγγελία, την οποία ο εργαζόμενος θεωρεί άκυρη, δεν στηρίζεται στην ακυρότητα της καταγγελίας, αλλά στη σύμβαση εργασίας.

Εφόσον η βάση της αγωγής για μισθούς υπερημερίας αποτελεί η σύμβαση εργασίας, ο ενάγων πρέπει να αναφέρει στην αγωγή την κατάρτιση της σύμβασης το συμβατικό ή νόμιμο μισθό και την άρνηση του εργοδότη αποδέχεται τις προσφερόμενες κατά τον προσήκοντα τρόπο υπηρεσίες του. Αν ο εργοδότης επικαλεσθεί κατά τη συζήτηση της αγωγής κατ’ ένσταση την καταγγελία της σύμβασης, ο ισχυρισμός του εργαζόμενου για την ακυρότητά της αποτελεί αντένσταση, η οποία μπορεί να προταθεί με τις προτάσεις της συζήτησης στον πρώτο βαθμό ή ακόμα και στο δεύτερο βαθμό, εφόσον συντρέχουν οι όροι του άρθρου 527 Κ.Πολ.Δ.

Ο εργαζόμενος έχει βέβαια τη δυνατότητα να επικαλεσθεί την ακυρότητα της καταγγελίας και τους λόγους που θεμελιώνουν ήδη με το δικόγραφο της αγωγής (καθ’ υποφοράν), οπότε πρόκειται για εκ προοιμίου αντένσταση κατά της τυχόν ένστασης του εργοδότη περί καταγγελίας και σύμβασης. Αν όμως ο εργαζόμενος περιλάβει στην αγωγή του και αυτοτελές αίτημα αναγνώρισης της ακυρότητας της καταγγελίας ή ζητήσει μόνο αναγνωριστική της ακυρότητας της καταγγελίας αγωγή, τότε οφείλει να εκθέσει ήδη στο εισαγωγικό δικόγραφο με πληρότητα τα περιστατικά που θεμελιώνουν την ακυρότητα.

Περαιτέρω σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 69§1 παρ. α’ ΚΠολΔ ο εργαζόμενος μπορεί να ζητήσει να του επιδικασθούν μισθοί υπερημερίας και για το μετά τη συζήτηση της αγωγής χρονικό διάστημα, αφού αυτά μεν εξαρτώνται από την αντιπαροχή της εργασίας του, την οποία ο εργοδότης απέκρουσε με την άκυρη καταγγελία της σύμβασης (Α.Π 536/1976 ΝοΒ 1976/1065 – ΕφΑθ. 6849/1992 ΕλΔνη 1993 σελ. 195).

Αντί όμως της επίκλησης της περίπτωσης α’ της παραγρ. 1 του άρθρου 69 για τη θεμελίωση της παραπάνω άποψης, προσφορότερη είναι η επίκληση της περίπτωσης στ’, η οποία ορίζει ότι η δικαστική προστασία μπορεί να ζητηθεί και σε κάθε άλλη περίπτωση, αν υπάρχει βάσιμος φόβος ότι ο οφειλέτης θα αποφύγει την έγκαιρη εκπλήρωση της παροχής.

Τέλος τις προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 4§1 του π.δ/τος 572/1988 οφείλει να επικαλεσθεί και αποδείξει ο εργαζόμενος, ο οποίος και ευνοείται από την εφαρμογή του.

Είναι προφανές ότι ο εργαζόμενος αντιμετωπίζει ιδιαίτερες δυσχέρειες στην απόδειξη στοιχείων που βρίσκονται αποκλειστικά στη σφαίρα του καταγγέλλοντος εργοδότη.

Επειδή η άμεση απόδειξη των πραγματικών κινήτρων του εργοδότη δεν είναι δυνατή, η απόδειξη θα στηριχθεί σε αντικειμενικές συνθήκες και περιστάσεις που συνοδεύουν την καταγγελία από τις οποίες έμμεσα συνάγονται τα κίνητρα της απόλυσης ή δια τεκμηρίου απόδειξη. Ενδείξεις για τα πραγματικά κίνητρα της απόλυσης, ότι δηλαδή αυτή είχε ως αιτία τη μεταβίβαση της επιχείρησης αυτής καθ’ εαυτής, αποτελούν. π.χ. η λειτουργική ή χρονική σύνδεση της καταγγελίας με τη μεταβίβαση, το γεγονός ότι ο εργοδότης δεν επικαλείται κανένα λόγο για να δικαιολογήσει την απόλυση ή ότι αυτός που επικαλέστηκε αποδείχτηκε αναληθής (ΕφΔωδ 249/2005 ΝΟΜΟΣ, Δημήτρης Ζερδελής, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, σελ. 638). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 4 παρ.1 του Π.Δ. 178/2002 οι διατάξεις του οποίου κατά το άρθρο 2 αυτού, εφαρμόζονται σε κάθε συμβατική ή εκ του νόμου μεταβίβαση ή συγχώνευση επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων σε άλλον εργοδότη, “δια της μεταβιβάσεως και από την ημερομηνία αυτής, όλα τα υφιστάμενα δικαιώματα και υποχρεώσεις που έχει ο μεταβιβάζων από σύμβαση ή σχέση εργασίας μεταβιβάζονται στο διάδοχο.

Ο μεταβιβάζων και μετά τη μεταβίβαση ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με το διάδοχο, για τις υποχρεώσεις που προέκυψαν από τη σύμβαση ή σχέση εργασίας μέχρι το χρόνο που αναλαμβάνει ο διάδοχος.

Έτσι, ο παλαιός εργοδότης συνεχίζει να ευθύνεται και μετά τη μεταβίβαση για τις υποχρεώσεις που είχαν γεννηθεί μέχρι τη μεταβίβαση, ενώ ο νέος εργοδότης ευθύνεται αποκλειστικά μεν αυτός για τις υποχρεώσεις που γεννήθηκαν μετά τη μεταβίβαση, παράλληλα δε, μαζί με τον παλαιό εργοδότη χωρίς περιορισμό, από το άρθρο 479 Α.Κ., και για τις αξιώσεις των εργαζομένων κατά του τελευταίου, που είχαν γεννηθεί πριν από τη μεταβίβαση (για το προγενέστερο νομοθετικό καθεστώς, του π.δ. 572/1988, (ΑΠ 1688/2012, ΑΠ 339/2011, ΕφΠειρ 689/2011 ΝΟΜΟΣ, Δημ. Ζερδελή, Μεταβίβαση επιχειρήσεως και συνέπειες στις εργασιακές σχέσεις, ΔΕΕ 1996, 238 επ., Α λ. Καρακατσάνη/Στ. Γαρδίκα, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, έκδ. 1995, σ. 180).

Στην προκειμένη περίπτωση με την κρινόμενη αγωγή, όπως παραδεκτά διορθώθηκε, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 224 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 22 παρ.1 Ν.3994/2011 (ΦΕΚ Α 165/25.7.2011), ο ενάγων εκθέτει ότι, την 14-2-2006 προσλήφθηκε από την πρώτη εναγόμενη εταιρία με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, για να παρέχει τις υπηρεσίες του ως υπάλληλος υποδοχής σε ξενοδοχείο που εκμεταλλεύεται στη Θεσσαλονίκη, με πενθήμερη οκτάωρη απασχόληση, αντί συμφωνημένου μισθού ο οποίος τον Οκτώβριο του έτους’ 2012 ανερχόταν στο ποσό των 1.341,79 ευρώ.

Ότι την 19-10-2012 η ως άνω εργοδότρια του, μεταβίβασε την εν λόγω επιχείρηση ως οικονομικό σύνολο στη δεύτερη εναγόμενη εταιρία, οπότε συνέχισε να εργάζεται στη δεύτερη εναγόμενη με τους ίδιους όρους εργασίας.

Ότι, απασχολήθηκε συνεχώς στην εν λόγω επιχείρηση, μέχρι την 23-10-2012, οπότε η πρώτη εναγόμενη κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας του, χωρίς να του καταβάλλει το σύνολο της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης που δικαιούνταν, η δε δεύτερη εναγόμενη έπαψε έκτοτε να δέχεται τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες του, τη δε άρνηση αυτή της εναγομένης υπολαμβάνει ως σιωπηρή καταγγελία της σύμβασης εργασίας του από τη δεύτερη εναγόμενη, άλλως ως αδικαιολόγητη άρνηση αποδοχής των υπηρεσιών του.

Ότι επιπλέον, του οφείλονται δεδουλευμένες αποδοχές των μηνών από Μάιο του έτους 2012 έως Οκτώβριο του έτους 2012, αποδοχές αδείας των ετών 2011 και 2012 και επίδομα αδείας έτους 2012, συνολικού ποσού 12.147,93 ευρώ.

Με βάση δε, τα παραπάνω, ζητεί, κατόπιν νόμιμου μερικού περιορισμού του αιτήματος της αγωγής του, με δήλωση του πληρεξουσίου του δικηγόρου στο ακροατήριο, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, που επανέλαβε με τις προτάσεις του (άρθρα 223, 295 αριθμ. 1, 297 ΚΠολΔ):

1) να υποχρεωθεί η δεύτερη εναγόμενη να του καταβάλλει, με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους αξίωση κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, άλλως από την επίδοση τα αγωγής, το συνολικό ποσό των 17.321,26 ευρώ για μισθούς υπερημερίας μέχρι τη συζήτηση της αγωγής,

2) να αναγνωριστεί η υποχρέωση της δεύτερης εναγόμενης να του καταβάλλει μηνιαίως το ποσό των 1.341,79 ευρώ για το χρονικό διάστημα από τη συζήτηση της αγωγής μέχρι την άρση της υπερημερίας της, αφού υπάρχει βάσιμος φόβος ότι η εναγόμενη θα αποφύγει την έγκαιρη εκπλήρωση της παροχής της,

3) να αναγνωριστεί η υποχρέωση της δεύτερης εναγόμενης να του καταβάλλει το ποσό των 1.341,79 ευρώ ως επίδομα δώρου εορτών Χριστουγέννων, το ποσό των 670,90 ευρώ ως επίδομα δώρου εορτών Πάσχα και το ποσό των 670,90 ευρώ ως επίδομα αδείας για το χρονικό διάστημα από τη συζήτηση της αγωγής μέχρι την άρση της υπερημερίας της, αφού υπάρχει βάσιμος φόβος ότι η εναγόμενη θα αποφύγει την έγκαιρη εκπλήρωση της παροχής της και

4) να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, εις ολόκληρον έκαστη να του καταβάλλουν το συνολικό ποσό των 12.147,93 ευρώ για δεδουλευμένες αποδοχές. Επικουρικά, στην περίπτωση που κριθεί έγκυρη η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του, ζητεί να υποχρεωθεί η δεύτερη εναγόμενη να του καταβάλλει ως αποζημίωση απόλυσης το ποσό των 7.875,70 ευρώ.

Επικουρικά, στην περίπτωση που κριθεί άκυρη η σύμβαση εργασίας του, ζητεί να του καταβληθούν τα ανωτέρω ποσά με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού αφού οι εναγόμενες κατέστησαν αδικαιολόγητα πλουσιότερες σε βάρος του χωρίς νόμιμη αιτία. Τέλος, ζητεί, να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η απόφαση που θα εκδοθεί και να καταδικαστούν οι εναγόμενες στη δικαστική του δαπάνη.

Η αγωγή σχετικά με το κύριο αίτημα επιδίκασης μισθών υπερημερίας που συνδέεται με την ακυρότητα της καταγγελίας της ένδικης σύμβασης έχει ασκηθεί παραδεκτά εντός της τρίμηνης, αποσβεστικής προθεσμίας του άρθρου 6 παρ.1 του Ν 3198/1955 (βλ. ΑΠ 1435/2002, ΕλλΔνη 2003.165, ΑΠ 998/2001, ΕλλΔνη 2003.167, ΕφΑΘ 472/2002, ΕλλΔνη2003.2170).

Ειδικότερα, με έναρξη των αποτελεσμάτων της επίδικη.— καταγγελίας από την επομένη, ήτοι από τις 29-10-2010 [καθόσον η τρίμηνη αποσβεστική προθεσμία που τάσσεται από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ.1 ν.3198/1955 για την προσβολή του κύρους της απόλυσης ξεκινά από την επομένη που αυτή έλαβε χώρα, εφόσον βεβαίως περιέλθει σε γνώση του εργαζομένου, σύμφωνα με τη θεωρία της «λήψης» κατά τη διάταξη του άρθρου 167 ΑΚ, ενώ εάν η καταγγελία είναι με προθεσμία, δηλαδή ορίζεται ότι η λύση της σύμβασης επέρχεται σε μεταγενέστερο χρόνο, το τρίμηνο ξεκινά από τη λήξη της οριζόμενης προθεσμίας (βλ. ΑΠ 1398/1986 ΔΕΝ 1987,701, Ι.Ληξουριώτη Ενστάσεις εργατικού Δικαίου, εκδ.20910, σελ. 189, σημ.ΣΤ- 2ο,με παραπομπές και σε Ζερδελή σ.581)], η κρινόμενη αγωγή κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου στις 3-1-2013 και επιδόθηκε στις εναγόμενες στις 8-1-2013 (βλ. τις υπ’ αριθμ. ……. εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης….), η οποία (αποσβεστική προθεσμία), αφορώσα τη δημόσια τάξη- υπό την έννοια του άρθρου 562 παρ.2 (γ) ΚΠολΔ (βλ. Κ.Μακρίδου Δικονομία Εργατικών Διαφορών, κεφ.γ, σελ, 153,σημ.23 υπος/ση 90) ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (βλ. ΑΠ 98/2004 ΝοΒ 2004_1273» ΑΠ 21/2004 ΕΕργΔ 2004, 6ιο, ΑΠ 1341/2002 ΕλλΔνη 2003^: 4§3. ΕφΑΘ6886/2004 ΝοΒ 2005, 104, ΕφΑΘ 1113/2002 ΕλλΔνη 2002, 809). Εξετέρου, η αγωγή, ως προς το επικουρικό της αίτημα καταβολής της αποζημίωσης απόλυσης, ασκήθηκε μέσα στην προβλεπόμενη από το άρθρο 6 παρ. 2 του ν. 3198/1955 εξάμηνη αποσβεστική προθεσμία, από την επικαλούμενη καταγγελία της εργασιακής σύμβασης του ενάγοντος, σύμφωνα με όσα προεκτάθηκαν ανωτέρω.

Περαιτέρω, η αγωγή είναι αρκούντως ορισμένη, παρά τα αντιθέτως υποστηριζόμενα από τις εναγόμενες, αφού αναφέρεται σ’ αυτή η μεταβίβαση της επιχείρησης στην οποία απασχολούνταν ο ενάγων, ο διάδοχος του αρχικού φορέα της επιχείρησης, ο χρόνος της μεταβίβασης, η συνέχιση της ίδιας επιχείρησης υπό το νέο εργοδότη, χωρίς διακοπή, ως οικονομικής μονάδας και η θέληση αυτού να είναι διάδοχος του αρχικού εργοδότη (ΑΠ 1551/2006, ΑΠ 564/2005, ΕφΠατρ 529/2008 ΝΟΜΟΣ).

Εξετέρου, είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 345, 346, 325, 648, 649, 652, 653, 655, 656 όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 61 Ν.4139/2013, ΦΕΚ Α 74/20.3.2013 και (σύμφωνα με το άρθρο 98 του αυτού νόμου, Διόρθ.σφαλμ. ΦΕΚ Α 92/2013, καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς υποθέσεις), 479, 481, 904 επ. ΑΚ και άρθρο 4 π.δ. 178/2002 «Μέτρα σχετικά με την προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβίβασης επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων, σε συμμόρφωση προς την Οδηγία 98/50/Ε.Κ. του Συμβουλίου» και σ’ αυτές των άρθρων των άρθρων 5 και 6 του ν. 3198/1955, άρθρο 6 ν. 2112/1920, άρθρα 1, 3, 5 ν. 2112/1920 άρθρα 1, 3, 5 ν. 2112/1920 [ όπως τα άρθρα 1 και 3 ισχύουν πριν την αντικατάστασή τους με την υποπ. ΙΑ 12 περ.1 του Ν.4093/2012 (ΦΕΚ Α 222/12-11-2012) και πριν την αντικατάσταση του τελευταίο εδαφίου του άρθρου 1, με την παρ. 9 άρθρου 34 Ν.4111/2013,ΦΕΚ ΑΊ 8/25.1.2013 (Διόρθ.σφαλμ. ΦΕΚ Α 33/7.2.2013)] και σε εκείνες των άρθρων του ν. 1901/1951, του α.ν. 1777/1951 και των υπουργικών αποφάσεων που εκδόθηκαν κατά εξουσιοδότηση αυτών 19430/1980, 12921/1981 και 19040/1981 (επίδομα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα), 2 § 1, 3 §§ 1 και 3, 3 § 8, 4 § 1, 5 §§ 4 και 5, 7 του α.ν. 539/1945 (άδεια και αποδοχές αδείας), όπως συμπληρώθηκαν με τα άρθρα 1 § 3 του ν.δ. 4547/1966 και 3 § 15 του ν. 4504/1966 και ισχύουν μετά το ν. 1346/1983, των άρθρων 4 και 6 της από 26-1-1977 ΕΓΣΣΕ, που κυρώθηκε με τον ν. 549/1977 (άρθρο 8) και του άρθρου 3 § 16 του ν. 4504/1966 (επίδομα αδείας, βλ. για το ότι στις αποδοχές υπερημερίας περιλαμβάνεται ο μισθός και ό,τι άλλο θα εισέπραττε ο μισθωτός, ήτοι επιδόματα εορτών, αποδοχές και επίδομα αδείας, σαν η προσφορά της εργασίας του να συνεχιζόταν κανονικά, ΑΠ 1106/2000 ΔΕΝ 2001.18 και για το ότι, για τη συμπλήρωση του βασικού χρόνου μετά τον οποίο ο μισθωτός δικαιούται αδείας, θεωρείται ως χρόνος απασχολήσεως του μισθωτού και ο χρόνος υπερημερίας του εργοδότη ΟλΑΠ 460/1970, ΔΕΝ 1970.611, ΕΕργΔ 1970.1005, ΑΠ 110/1990, ΝοΒ 39.45, ΑΠ 944/1988, ΔΕΝ 1989. 253) άρθρου 1 §3 ν 1346/1983 (που κατοχυρώνει το δικαίωμα νια λήψη άδειας από εκείνους που έληξε η σύμβαση εργασίας τους πριν την πάρουν), 69 παρ. 1 στ, 218, 219, 907, 908 περ. ε, 176, 191ΚΠολΔ.

Αντιθέτως, το αίτημα για την κήρυξη της απόφασης προσωρινά εκτελεστής παρίσταται μη νόμιμο για τα αναγνωριστικά αιτήματα της αγωγής, εφόσον οι αναγνωριστικές αποφάσεις δεν κηρύσσονται προσωρινά εκτελεστές (ΕφΑΘ 628/2003 ΕλλΔνη 2004, 1470, ΕφΑΘ 292/2001 ΕλλΔνη 42 1663, ΕφΑθ 3702/1986, ΕλλΔνη 1986, 706).

Πρέπει, επομένως, η αγωγή να εξεταστεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν, εφόσον έχει καταβληθεί και το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου μετά των αναλογούντων ποσοστών υπέρ Τ.Ν. και ΤΑΧΔΙΚ (βλ. άρθρο 71 ΕισΝΚΠολΔ και υπ’ αριθμ. 397145, 634361, 634352, 392562, 369293 αγωγόσημα που προσκομίζει ο ενάγων). Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων και την χωρίς όρκο εξέταση του ενάγοντος που εξετάστηκαν στο ακροατήριο, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, την υπ’ αριθμ. …….. ένορκη βεβαίωση ενώπιον της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης ………….. και υπ’ αριθμ. …….. ένορκη βεβαίωση ενώπιον της συμβολαιογράφου Καβάλας ……, που προσκομίζονται από τον ενάγοντα, οι οποίες συντάχθηκαν, κατά το άρθρο 671 §1 ΚΠολΔ, ύστερα από νομότυπη κλήτευση των αντιδίκων της πριν από 24 τουλάχιστον ώρες πριν από τη σύνταξή τους (βλ. με αριθμ. εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, Αστέριου Δ. Γεωργούδα, που προσκομίζει ο ενάγων) και όλων, ανεξαιρέτως, των εγγράφων που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά;

Ο ενάγων που είναι απόφοιτος τουριστικής σχολής μέσης εκπαίδευσης, προσλήφθηκε την 14-2-2006 από την πρώτη εναγόμενη ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «….», με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, για να παρέχει τις υπηρεσίες του ως υπάλληλος υποδοχής στο ξενοδοχείο «……..» που εκμεταλλευόταν στη Θεσσαλονίκη, με πενθήμερη οκτάωρη απασχόληση, αντί συμφωνημένου μισθού ο οποίος τον Οκτώβριο του έτους 2012 ανερχόταν στο ποσό των 1.341,79 ευρώ.

Η εργοδότρια εταιρία, που εκμεταλλεύονταν το άνω ξενοδοχείο, συστήθηκε με την εταιρική μορφή της ανώνυμης εταιρίας το έτος 2003 και λειτουργούσε ως οικογενειακή επιχείρηση με νόμιμο εκπρόσωπο τον ……….., ως πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο, ενώ στο διοικητικό συμβούλιο της εταιρίας συμμετείχαν η σύζυγος του …….., ως αντιπρόεδρος, μέχρι το έτος 2011, και τα τέκνα τους …….και ………, ως μέλη.

Η …….. αποχώρησε από το διοικητικό συμβούλιο της άνω ανώνυμης εταιρίας το έτος 2007, ενώ το 2011 εισήλθε ως μέλος η αδελφή του νομίμου εκπροσώπου ……….. Τα τέκνα του …….και……… το καλοκαίρι του έτους 2012 σύστησαν τη δεύτερη εναγόμενη εταιρία, με το διακριτικό τίτλο «…..» και διαχειριστές τους ίδιους. Η δεύτερη εναγόμενη εταιρία έχει το ίδιο επιχειρηματικά αντικείμενο με την ανώνυμη εταιρία, δηλαδή την επί κέρδει εκμετάλλευση του άνω ξενοδοχείου, καθώς και την ίδια έδρα.

Τουλάχιστον από την 19-10-2012 η δεύτερη εναγόμενη εταιρία ανέλαβε την διαχείριση του επίμαχου ξενοδοχείου, στο οποίο συνέχισε να εργάζεται ο ενάγων με τους ίδιους όρους εργασίας μέχρι την 29-10-2012, οπότε η πρώτη εναγομένη κατήγγειλε εγγράφως τη μεταξύ τους σύμβαση, η δε δεύτερη εναγόμενη έπαψε έκτοτε να αποδέχεται τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες του.

Η άρνηση της δεύτερης εναγομένης να αποδέχεται τις προσφερόμενες από τον ενάγοντα υπηρεσίες συνιστά σιωπηρή καταγγελία της σύμβασης εργασίας του, όπως αβασίμως ισχυρίζεται ο ίδιος. Ειδικότερα, η μία διαχειρίστρια της δεύτερης εναγόμενης, στις 23-10-2012, απέτρεψε τον ενάγοντα από το να υπογράψει στο βιβλίο παρουσιών που τηρούνταν στην επιχείρηση, καίτοι εργάστηκε την ημέρα εκείνη. Επίσης, η δεύτερη εναγόμενη προέβη σε πρόσληψη προσωπικού της ειδικότητας του ενάγοντος ήτοι στην πρόσληψη την 19-10- 2012 του Αθανασίου ……., την 19-10-20.12 της ……. και η 26-10-2012 του …….., ως υπαλλήλων υποδοχής.

Έτσι από άρνηση αυτή της δεύτερης εναγομένης όπως συνοδεύθηκε από τις περιστάσεις προκύπτει αναμφιβόλως και έγινε αντιληπτό από τον ενάγοντα ότι η δεύτερη εναγόμενη εκδήλωσε, δια της νομίμου εκπροσώπου της, τη θέληση της για λύση της μεταξύ τους συμβάσεως εργασίας (ΑΠ 583/2009, ΑΠ 1409/2005 ΝΟΜΟΣ ΑΠ 1169/1999 ΔΕΝ 2000. 72, ΑΠ 408/1998 ΕΕρνΔ 1999. 468, ΑΠ 590/1994 ΔΕΝ 1995. 931, ΕφΘεσ 831/1995 ΔΕΝ 1996. 677).

Η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος συμπίπτει χρονικά σχεδόν με τη μεταβίβαση της επιχείρησης (19-10-2012), αφού μόλις 10 ημέρες από την ανάληψη διαχείρισης του ξενοδοχείου από τη δεύτερη εναγόμενη ήτοι στις 19-10-2012 καταγγέλθηκε η σύμβαση. Από αυτό αποδεικνύεται, αφού δεν υπάρχει και αντίθετο στοιχείο, ότι η καταγγελία της σύμβασης είχε ως αιτία τη μεταβίβαση της επιχείρησης αυτής καθ’ εαυτής. Το γεγονός δε ότι η καταγγέλλουσα τη σύμβαση δεύτερη εναγομένη εταιρία δεν επικαλείται κανένα απολύτως λόγο στην έγγραφη αυτής καταγγελία για να δικαιολογήσει την απόλυση ενισχύει την άποψη ότι η καταγγελία είχε ως αιτία τη μεταβίβαση της επιχείρησης και μόνο.

Εξάλλου, η επιχείρηση του ξενοδοχείου μεταβιβάσθηκε ως οικονομική οντότητα διατηρώντας την ταυτότητά της, αφού συνεχίσθηκε η ίδια επιχείρηση, ενώ παράλληλη ήταν και η θέληση των νομίμων εκπροσώπων αυτής να είναι η δεύτερη εναγόμενη διάδοχος της αρχικής εργοδότριας του ενάγοντος-πρώτης εναγομένης.

Επιπλέον, αποδείχθηκε ότι η λειτουργία της επιχείρησης της δεύτερης εναγομένης δεν γίνεται κατά τρόπο ανεξάρτητο από την αρχική εργοδότρια, αφού ανέλαβε και εξυπηρετεί το ήδη υπάρχον πελατολόγιο [βλ. Ολ.Α.Π. 5/1994 ΕλλΔνη 35 (1994), 1252, ΑΠ 259/2006 ΕλλΔνη 48 (2007), 1405, Α.Π. 564/2005 ΕλλΔνη 48 (2007), 469, Α.Π. 1723/1995 ΕΕργΔ 1997, 747, Α.Π. 1364/1992 ΕλλΔνη 35 (1994), 1311, Α.Π. 610/1991 ΕΕργΔ 1992, 136, Α.Π. 18/1991 ΕΕργΔ 1992, 125, Α.Π. 227/1990 ΕΕργΔ 1990, 722, Α.Π 889/1992 ΕΕργΔ 1993,456, ΑΠ 942/1992 ΕλλΔνη 35 (1994), 1038, Α.Π. 602/1980 ΕΕργΔ 1980, 534, ΕφΑΘ 9346/1988 ΕΕργΔ 1989, 403, Εφ.Πατρ. 61/ 1988 ΕΕργΔ 1988, 971, ΕφΘεσ 420/1989 ΕΕργΔ 1989, 518], Επιπρόσθετα αποδείχθηκε ότι η δεύτερη εναγόμενη απέκτησε το σύνολο των οικονομικών στοιχείων που συνθέτουν την συγκεκριμένη μονάδα, όπως του εξοπλισμού (κλινοσκεπάσματα, σερβίτσια, κλίνες κ.λ.π.).

Έπεται δηλαδή, ότι η δεύτερη εναγόμενη εταιρία ανέλαβε πράγματι μια οργάνωση εργασίας, που είχε δημιουργήσει η πρώτη εναγόμενη εταιρία για την επιδίωξη κατά τρόπο διαρκή και σταθερό συγκεκριμένου οικονομικού σκοπού, την οποία και διατηρεί, αξιοποιώντας την για την επίτευξη του ίδιου βασικά σκοπού.

Ενόψει των ανωτέρω, η ως άνω μεταβολή του προσώπου του εργοδότη του ενάγοντος στην περίπτωση αυτή συνεπάγεται ανεξάρτητα από τη νομική αιτία και τη μορφή της μεταβίβασης, αυτοδίκαιη υποκατάσταση του νέου εργοδότη- δεύτερης εναγομένης εταιρίας στις υφιστάμενες εργασιακές σχέσεις και απαλλαγή του προηγούμενου εργοδότη για το μετά τη μεταβολή χρονικό διάστημα. Το αποτέλεσμα δε αυτό επήλθε ανεξάρτητα από οποιαδήποτε συναίνεση του ενάγοντος.

Έτσι, η δεύτερη εναγόμενη υπεισήλθε σε όλες τις υποχρεώσεις, που απορρέουν από την προϋφιστάμενη εργασιακή σχέση του ενάγοντος (ΑΠ 14/2012 ΝΟΜΟΣ). Με την ανάληψη από τη δεύτερη εναγόμενη της εξουσίας διεύθυνσης και οργάνωσης της ξενοδοχειακής μονάδας ολοκληρώθηκε η μεταβίβαση, ενώ είναι αδιάφορος ο τρόπος και για ποια αιτία επήλθε η μεταβολή του φορέα (εκούσια ή αναγκαστική, εκ του νόμου κλπ.), όπως δεν ενδιαφέρει και αν η μεταβίβαση επήλθε με μία ή περισσότερες πράξεις, ή αν μεταξύ του προηγούμενου και του νέου φορέα υπάρχει κάποιος νομικός δεσμός κι αν αυτός είναι έγκυρος (Ζερδελής, Εργατικό Δίκαιο, έκδ. 2007, σ. 1009, Λεβέντης, ΔΕΝ 1989.1172).

Η ως άνω κρίση του Δικαστηρίου ερείδεται ιδίως στην κατάθεση του μάρτυρα Σωκράτη Κίρτσιου, ο οποίος με σαφήνεια κατέθεσε ότι η δεύτερη εναγόμενη ανέλαβε την επιχείρηση έτσι όπως είχε οργανωθεί από την πρώτη εναγόμενη εταιρία και ότι η δεύτερη εναγόμενη εταιρία «συστήθηκε στην προσπάθεια της οικογένειας να κρατήσει το ξενοδοχείο», γεγονός από το οποίο καταδεικνύεται η βούληση των νομίμων εκπροσώπων της δεύτερης εναγομένης να συνεχίσουν την επιχείρηση όπως η προκάτοχος της.

Η ως άνω κρίση του Δικαστηρίου δεν αναιρείται από το γεγονός ότι η πρώτη εναγόμενη επεβλήθη δυνάμει της υπ’αριθμ. 4315/27-7-2012 έκθεσης βίαιης αποβολής και εγκατάστασης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, Κωνσταντίνου Τσότσου, από το κτίριο το οποίο είχε εκμισθώσει για τη λειτουργία της επιχείρησης του ξενοδοχείου, αφού η δεύτερη εναγόμενη είχε ήδη προβεί από την 1-7-2012 στην εκμίσθωση του ίδιου κτιρίου με σκοπό να το λειτουργεί ως ξενοδοχείο με τον ίδιο διακριτικό τίτλο «ΖΑΛΙΚΗ». Επομένως, η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος είναι άκυρη και συνεπώς, ο κατ’ αντένσταση (καθ’ υποφοράν) προβαλλόμενος αγωγικός ισχυρισμός ότι η καταγγελία είναι άκυρη, είναι βάσιμος κατ’ ουσίαν.

Περαιτέρω εφόσον η καταγγελία κρίνεται άκυρη η σύμβαση εργασίας δεν λύθηκε και επομένως οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των διαδίκων μερών, που απορρέουν από αυτή, εξακολουθούν να υφίστανται ακέραια. Η δεύτερη εναγόμενη εργοδότρια κατέστη υπερήμερη από τη στιγμή που έλαβε χώρα η άκυρη απόλυση (29-10-2012), χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε προσφορά, ούτε χρηματική, από την πλευρά του εργαζομένου ενάγοντος, αφού η εργοδότρια δεύτερη εναγομένη με την καταγγελία δηλώνει κατά τον πιο κατηγορηματικό τρόπο ότι από το χρονικό σημείο της καταγγελίας κι έπειτα δεν πρόκειται να συμπράξει για την εκπλήρωση της παροχής, πέραν του ότι δεν απαιτείται κατά τα προαναφερόμενα προσφορά των υπηρεσιών από τον εργαζόμενο ενάγοντα.

Επομένως, ο ενάγων εργαζόμενος πέραν της αξίωσης για πραγματική απασχόλησή του, για την οποία εν προκειμένω δεν υποβάλλεται αίτημα, έχει δικαίωμα να αξιώσει μισθούς υπερημερίας.

Συνακόλουθα, ο ενάγων δικαιούται μισθούς υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από 29-10- 2012 έως τη συζήτηση της αγωγής (13-12-2013), αφού έως αυτό το χρονικό σημείο αποδείχθηκε ότι η δεύτερη εναγόμενη δεν είχε άρει την υπερημερία της (ΑΠ 752/2007, ΕφΔωδ 249/2005 ΝΟΜΟΣ), απορριπτόμενου του σχετικού αιτήματος για επιδίκαση μισθών υπερημερίας για το χρόνο μετά τη συζήτηση της αγωγής αφού δεν προέκυψε ότι η δεύτερη εναγομένη θέλει αρνηθεί την καταβολή τούτων μετά την αποδοχή της αγωγής για λόγους δυστροπίας, αφού, όπως ο ενάγων συνομολογεί η δεύτερη εναγόμενη έχει ήδη προβεί στην καταβολή μισθών του χρονικού διαστήματος από Ιανουάριο έως Ιούλιο του έτους 2013 και μέρους του μισθού Αυγούστου του ίδιου έτους.

Δεδομένου ότι ο μηνιαίος μισθός του ανέρχονταν στο χρόνο απόλυσης του στο ποσό των 1.341,79 ευρώ δικαιούται το ποσό των [(1.341,79 Χ 5,68/25=) 304,85 ευρώ + (1.341,79 Χ 14 μήνες=) 18.785,06=] 19.089,91 ευρώ, από το οποίο • ήδη έλαβε το συνολικό ποσό των 7.428 ευρώ και επομένως δικαιούται διαφορά (19.089,91-7.428=) 11.661,91 ευρώ. Εξάλλου, στο άρθρο 1 παρ 1, 2 και 3 της Υ.Α. 19040/1981, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του Ν. 1082/1980, ορίζεται ότι «1. Όλοι οι μισθωτοί που αμείβονται με μισθό ή με ημερομίσθιο δικαιούνται από τους πάσης φύσεως εργοδότες τους:

α) Επίδομα εορτών Χριστουγέννων ίσο με ένα μηνιαίο μισθό για τους αμειβόμενους με μισθό και με 25 ημερομίσθια για τους αμειβόμενους με ημερομίσθιο και

β) Επίδομα εορτών Πάσχα, ίσο με μισό μηνιαίο μισθό, για τους αμειβόμενους με μισθό και με 15 ημερομίσθια για τους αμειβόμενους με ημερομίσθιο. 2 Τα ανωτέρω επιδόματα καταβάλλονται στο ακέραιο, εφόσον η σχέση εργασίας των μισθωτών με τον υπόχρεο εργοδότη διήρκησε ολόκληρη τη χρονική περίοδο, στην περίπτωση του επιδόματος εορτών Πάσχα από 1 Ιανουαρίου μέχρι 30 Απριλίου και στην περίπτωση του επιδόματος εορτών Χριστουγέννων από 1 Μαΐου μέχρι 31 Δεκεμβρίου κάθε χρόνου», ενώ σύμφωνα με το άρθρο 3 της ίδιας ως άνω απόφασης, «τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα υπολογίζονται βάσει των πράγματι καταβαλλομένων μισθών ή ημερομισθίων την 10 Δεκεμβρίου κάθε χρόνου, για το επίδομα Χριστουγέννων και την 15η ημέρα πριν από το Πάσχα για το επίδομα Πάσχα ή την ημερομηνία λύσεως της εργασιακής σχέσεως, νοείται δε ως καταβαλλόμενος μισθός ή ημερομίσθιο το σύνολο των τακτικών αποδοχών του μισθωτού».

Εάν όμως διήρκεσε η εργασιακή σχέση μικρότερο χρονικό διάστημα, μέσα στα χρονικά όρια που αναφέρθηκαν, τότε καταβάλλεται σαν δώρο Χριστουγέννων ποσό ίσο με τα 2/5 του μηνιαίου μισθού ή 2 ημερομίσθια ανάλογα με τον συμφωνημένο τρόπο αμοιβής για κάθε 19ημερο χρονικό διάστημα διαρκείας της εργασιακής σχέσεως και σαν δώρο Πάσχα ποσό ίσο με το 1/5 του μισού μηνιαίου μισθού ή 1 ημερομίσθιο, ανάλογα με το συμφωνημένο τρόπο αμοιβής για κάθε 8ημερο χρονικό διάστημα της εργασιακής σχέσεως.

Για κάθε χρονικό διάστημα μικρότερο του 19ημέρου ή του 8ημέρου αντίστοιχα δικαιούνται ανάλογο κλάσμα (ΑΠ 1425/2008 ΝΟΜΟΣ). Από τις παραπάνω διατάξεις, σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 648, 679, 653 ΑΚ, της κυρωθείσας με το Ν. 3248/1955 υπ* αριθ. 95/1949 διεθνούς συμβάσεως «περί προστασίας του ημερομισθίου», καθώς και των άρθρων 5 παρ. 2 του Ν. 133/1975, 1 παρ. 1 του Ν. 435/1976, 1 παρ. 2 του Ν. 1082/1980, προκύπτει ότι ως τακτικές αποδοχές, βάσει των οποίων υπολογίζονται τα δώρα εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων, οι αποδοχές αδείας και τα επιδόματα αδείας και εξευρίσκεται το ωρομίσθιο και η προσαύξηση για την παρεχόμενη υπερωριακή εργασία, νοούνται όχι μόνον ο βασικός μισθός, αλλά και κάθε άλλη, κατά τη διάρκεια της συμβάσεως εργασίας, καταβαλλόμενη πρόσθετη παροχή σε χρήμα ή σε είδος, με την προϋπόθεση ότι η παροχή αυτή δίδεται σταθερώς και μονίμως, ως συμβατικό αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας (ΑΠ 805/2006, ΑΠ 45/2006 ΝΟΜΟΣ, ΕφΚρ 514/2007 ΕλλΔνη 2008.1511).

Έτσι, εφόσον παρέχονται τακτικά και σταθερά, περιλαμβάνονται στις τακτικές αποδοχές, μεταξύ των άλλων, η υπερεργασία (ΑΠ 702/2002 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 588/1993 ΔΕΝ 1993.1293, ΕφΑθ.702/2008 ΕλλΔνη 2008.555), η νόμιμη υπερωριακή εργασία, καθώς και οι προσαυξήσεις για την παροχή εργασίας τη νύκτα και τις Κυριακές και αργίες (ΑΠ 741/2002 ΕλλΔνη 2003.752, ΑΠ 563/1988 ΕλλΔνη 1989.621, ΕφΠατρ 514/2004 ΑχΝομ 2005.464). Δεν περιλαμβάνονται επίσης:

α) Η κατά το άρθρο 1 παρ. 2 του ν. 435/1975 και το άρθρο 4 παρ. 4 και 5 του ν. 2874/2000 αμοιβή για παράνομη υπερωριακή απασχόληση (ΑΠ 1339/2005 ΝΟΜΟΣ), δηλαδή τόσο η κατά τις εν λόγω διατάξεις βασική αμοιβή λόγω αδικαιολόγητου πλουτισμού του εργοδότη όσο και η κατά τις ίδιες διατάξεις προσαύξηση, αντίστοιχα, επί της εν λόγω βασικής αμοιβής. Και αυτό γιατί η όλη αυτή αμοιβή για μη νόμιμη υπερωριακή απασχόληση, από την οποία εκείνη της αμέσως πιο πάνω βασικής αμοιβής οφείλεται κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (άρθρα 904 και επ., ΑΚ), ακόμη και όταν η υπερωριακή αυτή εργασία παρέχεται σταθερώς και μονίμως, δεν αποτελεί τακτικό μισθό, ακριβώς διότι δεν φέρει το χαρακτήρα νόμιμου ή συμβατικού ανταλλάγματος για την εργασία του μισθωτού, αφού τούτο προϋποθέτει έγκυρη σύμβαση εργασίας (πρβλ. Ολ. ΑΠ 39-40/2002).

β) Η αμοιβή για την εργασία κατά Κυριακές ή Σάββατα. Και αυτό γιατί, όπως από τις διατάξεις των άρθρων 1 και 10 του β.δ. 748/1966 και του άρθ ρου 904 του ΑΚ προκύπτει, η εκούσια ή εξαναγκασμένη παροχή εργασίας κατά την ημέρα της εβδομαδιαίας αναπαύσεως ή, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, (και) κατά την ημέρα της υποχρεωτικής αναπαύσεως λόγω εξαντλήσεως της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, όπου ισχύει η τελευταία, απαγορευόμενη από κανόνες δημόσιας τάξεως, είναι άκυρη και γεννά αξίωση για απόδοση της ωφέλειας του εργοδότη από την παροχή μιας τέτοιας εργασίας κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμοί

Έτσι και η αμοιβή αυτή, ακόμη και “αν η εργασία κατά Κυριακές ή Σάββατα παρέχεται σταθερώς και μονίμως, δεν αποτελεί τακτικό μισθό, ακριβώς διότι δεν φέρει το χαρακτήρα νόμιμου ή συμβατικού ανταλλάγματος για την εργασία του μισθωτού (πρβλ. Ολ. ΑΠ 39- 40/2002′), εξαίρεση βέβαια την ως άνω κατά 75% προσαύξηση του ημερομισθίου ή του 1/25 του μηνιαίου μισθού για την εργασία κατά Κυριακές και εξαιρετέες εορτές, η οποία, στην περίπτωση κατά την οποία η εργασία αυτή παρέχεται σταθερά και μόνιμα, συνυπολογίζεται, ως από το νόμο απευθείας οφειλόμενη, για την εξεύρεση του ύψους των παραπάνω επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, αποδοχών άδειας και επιδόματος άδειας, κατά τα προαναφερόμενα (ΑΠ 191/2011 ΝΟΜΟΣ).

Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 3 του 748/1966 Β.Δ/τος “Περί κωδικοποιήσεως, καταργήσεως, τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των διατάξεων της κειμένης νομοθεσίας περί εβδομαδιαίας και Κυριακής αναπαύσεως και ημερών αργίας” και την υπ’ αριθμ. 18310/1946 υπουργική απόφαση, όπως συμπληρώθηκε και ερμηνεύθηκε με την υπ’ αριθμ. 25825/1951 υπουργική απόφαση η προσαύξηση για την παροχή εργασίας κατά τη διάρκεια Κυριακών και αργιών ανέρχεται σε ποσοστό 75%, ενώ δυνάμει της υπ’ αριθμ. 18310/1946 απόφασης του Υπουργού Εργασίας – όπως αυτή συμπληρώθηκε και ερμηνεύθηκε με την όμοια απόφαση 25825/1951 η προσαύξηση επί του νόμιμου μισθού ή ημερομισθίου των μισθωτών που απασχολούνται από 10 μ.μ. έως 6 π.μ., ανέρχεται σε ποσοστό 25%.

Για την εξεύρεση την τακτικών αποδοχών, όπως διαμορφώνονται με το συνυπολογισμό των προαναφερόμενων παροχών, διαιρούμε το σύνολο της αμοιβής που έλαβε ο μισθωτός για την ανωτέρω αιτία με τον αντίστοιχο αριθμό των ημερών του χρονικού διαστήματος του Πάσχα (1/1 έως 30/4) ή του Χριστουγέννων (1/5 έως 31/12) και στο προκύπτον ποσό προστίθεται το ημερομίσθιο βάσει του οποίου υπολογίζονται τα επιδόματα δώρων εορτών και αποδοχές αδείας (Κων. Δ. Λαναρά, Νομοθεσία Εργατική και Ασφαλιστική, 2005 σελ. 544).

Στην προκειμένη περίπτωση ο ενάγων εκθέτει ότι απασχολούνταν από ώρα 23.00 έως 7.00, και ότι απασχολούνταν τόσο κατά τις νυκτερινές ώρες όσο κατά τις Κυριακές και αργίες. Για τον υπολογισμό όμως του επιδόματος δώρου εορτών Χριστουγέννων έτους 2012 έτσι όπως αυτό διαμορφώνεται με τις προσαυξήσεις από παρασχεθείσα εργασία κατά τη νύκτα και τις Κυριακές, δεν παραθέτει το σύνολο των ωρών που εργάσθηκε ή το σύνολο της αμοιβής που έλαβε ή δικαιούται να λάβει για τις αιτίες αυτές κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα από 1-5-2012 εως 31-12-2012 προκειμένου να καταστεί δυνατός ο υπολογισμός των τακτικών αποδοχών σύμφωνα με τα προαναφερθέντα.

Αντιθέτως, παραθέτει στην αγωγή του τις παρασχεθείσες ώρες εργασίας κατά τη νύκτα και τις Κυριακές, μόνο ενός μήνα και ως εκ τούτου δεν είναι ευχερής ο συνυπολογισμός αυτών των παροχών ^ 1 στις τακτικές αποδοχές τους. Συνεπώς, για δώρο Χριστουγέννων έτους 2012 δικαιούται το ποσό των 1.341,79 ευρώ. Για δώρο Χριστουγέννων έτους 2013 δικαιούται το ποσό των 1.341,79 ευρώ.

Για δώρο Πάσχα έτους 2013 δικαιούται το ποσό των (1.341,79 Χ1/2=) 670,90 ευρώ. Προσαύξηση συντελεστή αδείας 0,04166 για τα επιδόματα δώρων εορτών δεν ζητείται. Για αποδοχές αδείας έτους 2013 δικαιούται το ποσό των 1.341,79 ευρώ. Για επίδομα αδείας έτους 2013 δικαιούται το ποσό των (1.341,79 Χ1/2=) 670,90 ευρώ.

Επομένως, για αποδοχές υπερημερίας του χρονικού διαστήματος από την καταγγελία της σύμβασης εργασίας εως τη συζήτηση της αγωγής ο ενάγων δικαιούται το συνολικό ποσό των (11.661,91+1.341,79+1.341,79+670,90 +1.341,79+670,90 =) 17.029,08 ευρώ.

Εξετέρου, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων για δεδουλευμένες αποδοχές μηνός Μαίου 2012 δικαιούται το ποσό των 1.616,04 ευρώ, Ιουνίου 2012 το ποσό των 1.567,68 ευρώ, Ιουλίου 2012 το ποσό των 1.581,79 ευρώ, Αυγούστου 2012 το ποσό των 1.687,57 ευρώ, Σεπτεμβρίου 2012 το ποσό των 1.687,57 ευρώ και Οκτωβρίου 2012 το ποσό των (1.341,79 Χ19,32/25=) 1.036,94 ευρώ.

Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 2 παρ.1 του ΑΝ 539/1945, όπως αντικαταστάθηκε με από το άρθρο 1 παρ.1 ν. 1346/1983, και στη συνέχεια από την παρ 1 άρθρ.1 Ν.3302/2004, του άρθρου 4 παρ.1 του ίδιου α.ν. 539/1945, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 3 παρ. 15 του ν. 4504/1966 του άρθρου 5 παρ.1 εδ. δεύτερο, του αυτού νόμου, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 3 του ν.δ.3755/57 και του άρθρου 8 της από 26.1.1977 Εθνικής Γενικής Συλλογικής Συμβάσεως, που μετά την κύρωσή της με το άρ. 7 του ν.549/1977,έχει ισχύ νόμου, καθώς και από τα άρθρα 5 της από 18-5-98 ΕΓΣΣΕ και 6 της από 23-5- 2000 ΕΓΣΣΕ προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι ο εργαζόμενος με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας μετ^ι συμπλήρωση δωδεκάμηνης συνεχούς απασχολήσεως στην υπόχρεη επιχείρηση (δεκάμηνης υπό την ισχύ της ΕΓΣΣΕ 2002-2003 – Πράξη Κατάθεσης Υπ. Εργ. 19/29.4. 2002), αποκτά το δικαίωμα της ετήσιας άδεια με πλήρεις αποδοχές 24 εργασίμων ημερών και αν στην επιχείρηση εφαρμόζεται σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας 20 εργασίμων ημερών, χωρίς να υπολογίζεται σ’ αυτές η ημέρα της εβδομάδας κατά την οποία δεν απασχολούνται λόγω του εφαρμοζόμενου συστήματος εργασίας.

Η άδεια αυτή επαυξάνεται κατά μια εργάσιμη ημέρα για κάθε έτος απασχόλησης επιπλέον του βασικού χρόνου μέχρι τις 26 εργάσιμες ημέρες και για τους προαναφερόμενους μισθωτούς επιχειρήσεων με σύστημα πενθήμερης εβδομάδας εργασίας μέχρι τις 22 εργάσιμες ημέρες. Από 1-1-1999, εργαζόμενοι που έχουν συμπληρώσει υπηρεσία 12 ετών στον ίδιο εργοδότη ή προϋπηρεσία δέκα τεσσάρων (14) ετών σε οποιαδήποτε εργοδότη και με οποιαδήποτε σχέση εργασίας, δικαιούνται άδεια 30 εργάσιμων ημερών, αν ο εργαζόμενος εργάζεται εξαήμερο ή 25 εργάσιμων ημερών, αν εργάζεται πενθήμερο.

Με το άρθρο 6 της από 23-5-2000 ΕΓΣΣΕ μειώθηκε η προϋπηρεσία των 14 ετών σε 12 έτη. Η ετήσια αυτή κανονική άδεια του μισθωτού πρέπει να χορηγείται οπωσδήποτε ενιαίως μέσα στο έτος στο οποίο αφορά και επιτρέπεται η κατάτμηση της σε δύο χρονικές περιόδους, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις που ορίζονται από το νόμο, χωρίς να απαιτείται προς τούτο αίτηση του μισθωτού και εάν δε χορηγηθεί στον εργαζόμενο η άδεια μέχρι την λήξη του έτους που αφορά, ο εργοδότης υποχρεούται στην καταβολή των αποδοχών αδείας αυξημένες κατά 100%.

Για τη θεμελίωση του δικαιώματος αδείας του μισθωτού δεν απαιτείται η υποβολή σχετικής αιτήσεως (έγγραφης ή προφορικής).

Εν προκειμένω, ο ανωτέρω ενάγων που προσλήφθηκε από την εναγόμενη στις 14-2-2006 και απασχολούμενος με σύστημα πενθήμερης εβδομάδας εργασίας δικαιούνταν 22 εργάσιμες ημέρες άδεια. Το έτος 2011 δεν έλαβε την ετήσια άδεια και επομένως δικαιούται το ποσό των 1.341,79 ευρώ, χωρίς την προσαύξηση διότι δεν αποδείχθηκε ότι δεν του χορηγήθηκε από υπαιτιότητα της εργοδότριάς του.

Το έτος 2012 έλαβε άδεια 12 ημερών και επομένως δικαιούται αποζημίωση για 10 ημέρες ήτοι το ποσό των (1.341,79:25=) 536,71 ευρώ.

Για επίδομα αδείας έτους 2012 (λόγω μη ορθού υπολογισμού όπως προαναφέρθηκε) δικαιούται το ποσό των (1.341,79X1/2=) 670,90 ευρώ. Επομένως, συνολικά για τις ανωτέρω αιτίες δικαιούται το ποσό των 1.616,04+1.567,68+ 1.581,79+ 1.687,57+1.687,57+1.036,94+1.341,79+536,71+670,90=) 11.726,99 ευρώ, το οποίο υποχρεούνται να του καταβάλλουν, εις ολόκληρον έκαστος, η μεν πρώτη εναγόμενη ως παλαιή εργοδότρια, αφού πρόκειται για υποχρέωσε που είχαν γεννηθεί μέχρι τη μεταβίβαση, η δε δεύτερη εναγόμενη ως νέα εργοδότρια ευθυνόμενη και για τις αξιώσεις των εργαζομένων, που είχαν γεννηθεί πριν από τη μεταβίβαση.

Περαιτέρω, οι ως άνω διαφορές μηνιαίων δεδουλευμένων αποδοχών, τοκοφορούν από την πρώτη του επόμενου μήνα από εκείνον που αφορούν (άρθρο 655 του ΑΚ, βλ. ΑΠ 1244/2001, ΕλλΔνη 2002.167, ΑΠ 1682/2000, ΕΕργΔ 2001.456, ΔΕΝ 2001.1361, ΕλλΔνη 2001.1308). Το επίδομα του δώρου εορτών Πάσχα οφείλεται από την πρώτη του μηνός Μάιου του έτους που αφορά, το επίδομα του δώρου εορτών Χριστουγέννων από την 1η Ιανουαρίου του επόμενου έτους (ΟλΑΠ 39- 40/2002, ΑΠ 945/2001, ΕΕργΔ 2002.168, ΑΠ 1682/2000, ΕΕργΔ 2001.456, ΔΕΝ 2001.1361, ΕλλΔνη 2001.1308) και οι αποδοχές και το επίδομα αδείας από το τέλος του έτους που αφορούν (βλ. ΑΠ 796/2011 ΝΟΜΟΣ).

Κατά συνέπεια, πρέπει η κρινόμενη αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή και ως κατ’ ουσία βάσιμη ως προς την κύρια βάση της και:

Α) να υποχρεωθεί η δεύτερη εναγόμενη να καταβάλλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 17.321,26 ευρώ, με τους νόμιμους τόκους όπως αναλυτικά καθορίζεται ανωτέρω για κάθε επιμέρους κονδύλιο από εκείνα που συναπαρτίζουν το ποσό αυτό και

Β) να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, υπό τις προαναφερόμενες ιδιότητές τους, να καταβάλλουν στον ενάγοντα, εις ολόκληρον έκαστη, το συνολικό ποσό των 11.726,99 ευρώ, με τους νόμιμους τόκους όπως αναλυτικά καθορίζεται ανωτέρω για κάθε επιμέρους κονδύλιο από εκείνα που συναπαρτίζουν το ποσό αυτό.

Το αίτημα για την κήρυξη της απόφασης προσωρινά εκτελεστής πρέπει να γίνει δεκτό, διότι η επιβράδυνση της εκτέλεσης θα επιφέρει κατά την κρίση του Δικαστηρίου σημαντική ζημία στον ενάγοντα (άρθρο 908 §1 εδ.ε’ ΚΠολΔ). Μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος κατόπιν σχετικού αιτήματος του (άρθρο 191 §2 ΚΠολΔ) βαρύνουν τις εναγόμενες, λόγω της εν μέρει ήττας τους (άρθρο 178 ΚΠολΔ), σύμφωνα με τα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

(Α) ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τη δεύτερη εναγόμενη να καταβάλλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των δεκαεπτά χιλιάδων τριακοσίων είκοσι ενός ευρώ και είκοσι έξι λεπτών (17.321,26 €), με τους νόμιμους τόκους όπως αναλυτικά καθορίζεται ανωτέρω για κάθε επιμέρους κονδύλιο από εκείνα που συναπαρτίζουν το ποσό αυτό και

(Β) ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τις εναγόμενες να καταβάλλουν στον ενάγοντα, εις ολόκληρον έκαστη, το συνολικό ποσό των έντεκα χιλιάδων επτακοσίων είκοσι έξι ευρώ και ενενήντα εννέα λεπτών (11.726,99 €), με τους νόμιμους τόκους όπως αναλυτικά καθορίζεται ανωτέρω για κάθε επιμέρους κονδύλιο από εκείνα που συναπαρτίζουν το ποσό αυτό.

ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση προσωρινά εκτελεστή για τις αμέσως ανωτέρω καταψηφιστικές της διατάξεις.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τις εναγόμενες στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των εννιακοσίων (900) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στη Θεσσαλονίκη, στο ακροατήριο του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 17 Φεβρουαρίου 2014.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

GreekEnglish