Συκοφαντική δύσφημηση δια του τύπου.
Αρχή της αναλογικότητας στον προσδιορισμό της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης.
ΑΡΙΘΜΟΣ: 1145/2007
Ο ΕΦΕΤΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ Γ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές, Βασίλειο Τσιότρα Πρόεδρο Εφετών, Αντώνιο Τσαλαπόρτα Εισηγητή και Χαράλαμπο Παπακώστα Εφέτες και τον Γραμματέα Παναγιώτη Καραδημήτρη.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του στις 5 Μαρτίου 2007, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ:
1) Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία», που εδρεύει στην Αθήνα, και εκπροσωπείται νόμιμα, , οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξουσίους δικηγόρου τους Μαρία Μόσχου – Νικολαΐδου (A.M. 1772 Δ.Σ. Θεσσαλονίκης) και Αντώνιο Μπιτσάκη (A.M. 14822 Δ. Σ. Αθηνών) με δήλωση.
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ – ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ:, κατοίκου Θεσσαλονίκης, ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του Δημητρίου Τσαγκαλ ί δ η (A.M. 2176).
Ο ενάγων με την υπ’ αριθμ. 17099/5-5-2005 αγωγή του ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, ζητούσε ότι ανέφερε σ’ αυτήν. Το Δικαστήριο εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 19962/2006 οριστική απόφαση του με την οποία δέχθηκε εν μέρει την αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εκκαλούντες με τις υπ’ αριθμ. 3595/15-9-2006 και 4 0 4 0/17-10-2006 έφεσή τους αντίστοιχα, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και κατά την εκφώνησή της από το σχετικό πινάκιο στη σειρά της οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των εκκαλούντων στην υπό στοιχείο α’ έφεση και εφεσιβλήτων στην υπό στοιχείο β’ έφεση δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο αλλά κατέθεσαν μονομερής δηλώσεις του άρθρου 242 του ΚπολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 του Ν. 1649/1986′ και προκατέθεσαν προτάσεις.
Αντίθετα ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εφεσιβλήτου στην υπό στοιχείο α’ έφεση και εκκαλούντος στην υπό στοιχείο β’ έφεση παραστάθηκε και αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση α) με αριθμ κατ 3595\ 15-9-2006 έφεση των εναγομένων και β) με αριθμ καταθ. 4040|17-10-2006 έφεση του ενάγοντα κατά της 1996212006 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρ. 664 επ. Κ.Πολ.Δικ.) έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 495 παρ. 1 και 2, 496, 518 παρ. 1 και 591 παρ. 1 Κ.Πολ.Δικ.), αφού από τα έγγραφα που προσκομίζονται δεν προκύπτει η παρέλευση της προθεσμίας άσκησης τους ή άλλος λόγος απαράδεκτου.
Συνεπώς εφόσον είναι τυπικά δεκτές πρέπει να συν εκδικαστούν, (άρθρ. 19, 511, 513, 516 παρ. 1 , 517 , 520 παρ. 1 και 591 παρ. 1 Κ. Πολ.Δ ι κ) κα ι να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τ ους.
Ο ενάγων με την αγωγή του, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ανέφερε ότι την 26-2-2005 στην ημερήσια πολιτική εφημερίδα Αθηνών «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ» ιδιοκτήτρια της οποίας είναι η πρώτη εναγομένη,εκδότη ο δεύτερος και αρχισυντάκτης ο τρίτος, δημοσιεύθηκε άρθρο, το οποίο εκτός των άλλων αφορούσε το πρόσωπο του και που είναι παντελώς αναληθές, ο L δε εναγόμενοι ήταν εν γνώσει του ψεύδους των αναφερομένων σ’ αυτό γεγονότων και ενήργησαν με προφανή σκοπό δια της παραπληροφόρησης να εντυπωσιάσουν την κοινή γνώμη και να πλήξουν την τιμή και την υπόληψή του, σύμφωνα με όσα αναφέρονται ειδικότερα στην αγωγή. Με την από 3-3- 2005επιστολή του προς την πρώτη εναγομένη εντόπισε τα προσβλητικά μέρη του δημοσιεύματος και ζήτησε να αποκατασταθεί η αλήθεια με τη δημοσίευση της επιστολής του.
Αντί τούτου η εφημερίδα την 10-3-2005 στη στήλη «ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ» δημοσίευσε νέο άρθρο χωρίς όνομα συντάκτη και με τον προσβλητικό για το πρόσωπο του τίτλο . »Το ύποπτο μέλι και ο κ Καθηγητής» στο οποίο διαλαμβανόταν και πάλι προσβλητικοί για την τιμή και υπόληψη του ισχυρισμοί κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή.
Με αυτά τα πραγματικά περιστατικά ο ενάγων ζητούσε, όπως το αγωγικό αίτημα περιορίστηκε παραδεκτά με τις προτάσεις του (άρθρο 223 παρ. I ΚΠολΔ), από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται να του καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, το ποσό των 600.000 ευρώ, εις ολόκληρον ο καθένας.
Επίσης ζητούσε να υποχρεωθεί η πρώτη εναγομένη να δημοσιεύσει περίληψη της εκδοθησομένης αποφάσεως στην ως άνω εφημερίδα. Επί της αγωγής εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση με την οποία έγινε δεκτή εν μέρει ως κατ’ ουσία βάσιμη..
Κατά της αποφάσεως παραπονούνται τόσο ο ενάγων όσο και οι εναγόμενοι, για τους λόγους που λεπτομερώς αναφέρονται στις εφέσεις τους και ζητούν την εξαφάνισή της και στη συνέχεια ο μεν ενάγων την ολική παραδοχή της οι δε εναγόμενοι την ολική απόρριψη της.
Κατά το άρθρο 57 ΑΚ, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον, ενώ αξίωση αποζημίωσης σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες δεν αποκλείεται, κατά δε το άρθρο 59 ΑΚ και στην περίπτωση του άρθρου 57 ΑΚ, το δικαστήριο με την απόφασή του, ύστερα από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί επιπλέον να καταδικάσει τον υπαίτιο να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη αυτού που έχει προσβληθεί.
Η ικανοποίηση συνίσταται σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα, ή σε οτιδήποτε επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Τέτοιο προστατευόμενο αγαθό είναι και η τιμή κάθε ανθρώπου, η οποία αντικατοπτρίζεται στην υπόληψη, εκτίμηση και αξία που αποδίδεται σ αυτόν από τους άλλους και σε περίπτωση προσβολής της, με κάποια παράνομη ενέργεια, δικαιούται ν” απαιτήσει την άρση της και την παράλειψή της στο μέλλον, χωρίς τη συνδρομή υπαιτιότητας (αντικειμενική ευθύνη), η οποία, όμως, είναι αναγκαία προκειμένου περί ικανοποιήσεως ηθικής βλάβης
Από τη διάταξη αυτή καθώς και από τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος, δια της οποίας καθιερώνεται ο θεμελιώδης κανόνας του σεβασμού και της προστασίας της αξίας του ανθρώπου, συνάγεται ότι το δίκαιο ανάγει τον άνθρωπο καθ’ εαυτόν σε αυτοτελές αντικείμενο προστασίας και επιβάλλει τον σεβασμό της προσωπικότητας αυτού από τρίτους.
Η προσωπικότητα παρίσταται εξωτερίκώς υπό διάφορες εκφάνσεις και με τη γενική ρήτρα περί παρανόμου προσβολής της επιτυγχάνεται ο εντοπισμός αλλά και η διεύρυνση των εκφάνσεων της προσωπικότητας, εκείνων που κατά την επιστήμη και τις κοινωνικές αντιλήψεις θεωρούνται προστατεύσLμες.
Στην καθιερωμένη δε σφαιρική προστασία της προσωπικότητας περιλαμβάνεται η άρση της προσβολής, η παράλειψη αυτής στο μέλλον και η ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, ενώ η αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας, η οποία προκλήθηκε από την προσβολή της χωρεί με βάση εκείνα που ισχύουν στις αδικοπραξίες (άρ. 914 ΑΚ), στις διατάξεις περί των οποίων η ΑΚ 57 παραπέμπει. Η αξίωση, όμως, για άρση της προσβολής της προσωπικότητας, προϋποθέτει ότι η πράξη της προσβολής βρίσκεται σε ενέργεια.
Αν η προσβολή έχει λήξει, η άρση των αποτελεσμάτων της επιτυγχάνεται συμφώνως προς τη διάταξη του άρθρου 59 ΑΚ. Ομοίως, η αξίωση για παράλειψη της παράνομης προσβολής στο μέλλον προϋποθέτει βάσιμη απειλή επικείμενης προσβολής στο μέλλον. Αν δεν υπάρχει τέτοιος κίνδυνος δεν μπορεί να γίνει λόγος για παράλειψη στο μέλλον (ΑΠ 1231\2004 δημ Νόμος).
Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 919 ΑΚ όποιος με πρόθεση ζημίωσε άλλον κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, και κατά τη διάταξη του άρθρου 920 ΑΚ, όποιος, γνωρίζοντας ή υπαίτια αγνοώντας, υποστηρίζει ή διαδίδει αναληθείς ειδήσεις που εκθέτουν σε κίνδυνο την πίστη, το επάγγελμα ή το μέλλον άλλου, έχει την υποχρέωση να τον αποζημιώσει, ενώ κατά το άρθρο 932 ΑΚ σε περίπτωση αδικοπραξίας ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά, την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης• Αυτό – ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνοίας του ή στερήθηκε την ελευθερία του.
Επίσης, κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 362 ΠΚ «όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του τιμωρείται…», κατά δε τη διάταξη του άρθρου 363 ΠΚ «αν στην περίπτωση του άρθρου 362, το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές τιμωρείται». Ειδικότερα από τις αμέσως ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 362 και 363 ΠΚ προκύπτει, ότι για την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως απαιτείται:
α) ισχυρισμός ή. διάδοση γεγονότος ενώπιον τρίτου σε βάρος ορισμένου προσώπου,
β) το γεγονός να είναι δυνατόν να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου αυτού προσώπου, και
γ) να είναι ψευδές και ο υπαίτιος να γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές. Ως ισχυρισμός θεωρείται η ανακοίνωση προερχομένη ή εξ ιδίας πεποιθήσεως ή γνώμης ή εκ μεταδόσεως από τρίτο πρόσωπο. Αντίθετα διάδοση υφίσταται, όταν λαμβάνει χώρα μετάδοση της από άλλον γενομένης ανακοινώσεως. 0 ισχυρισμός ή η διάδοση επιβάλλεται να γίνεται ενώπιον τρίτου. Αντικείμενο προσβολής είναι η τιμή και η υπόληψη του φυσικού προσώπου (ΑΠ 780/2005 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ 2005. 372298)
Περαιτέρω κατά το άρθρο 367 παρ. 1 περ. α’-δ” ΠΚ το άδικο των προβλεπόμενων στα άρθρα 361 επ. του ίδιου κώδικα πράξεων αίρεται, μεταξύ άλλων περιπτώσεων που προβλέπονται στο άρθρο αυτό και όταν πρόκειται για εκδηλώσεις που γίνονται για τηνεκτέλεση νόμιμων καθηκόντων, την άσκηση νόμιμης εξουσίας ή για την διαφύλαξη (προστασία) δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον ή σε ανάλογες περιπτώσεις (περ. γ” και δΝ).
Η τελευταία αυτή διάταξη (ΠΚ 367) για την ενότητα της έννομης τάξης εφαρμόζεται αναλογικά και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου, όπως αυτός οριοθετείται από τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 57-59 ΑΚ και 914 επ. ΑΚ.
Επομένως, αιρομένου του άδικου χαρακτήρα των προαναφερθε ι σών αξιόποινων πράξεων (με την επιφύλαξη, όπως κατωτέρω της ΠΚ 367 παρ. 2) αποκλείεται και το στοιχείο του παρανόμου της επιζήμιας συμπεριφοράς ως όρου της αντίστοιχης αδικοπραξίας του αστικού δικαίου. Έτσι, η προβολή περιπτώσεως του άρθρου 367 παρ. 1 του ΠΚ αποτελεί αυτοτελή ισχυρισμό καταλυτικό της αγωγής του προσβληθέντος από δημοσίευμα εφημερίδας προσώπου (ένσταση) λόγω άρσεως του παρανόμου της προσβολής.
Δικαιολογημένο ενδιαφέρον που πηγάζει από την συνταγματικά κατοχυρωμένη ελευθερία και την κοινωνική αποστολή του τύπου (άρθρο 14 παρ. 1-2 του Συντάγματος, σχετικό και το άρθρο 10 παρ. 1 εδ. αΧ και βν της Ε Σ ΔΑ) , έχουν και τα πρόσωπα που συνδέονται με τη λειτουργία του, κυρίως οι δημοσιογράφοι, για τη δημοσίευση σχολίων σχετικών με τις πράξεις και τη συμπεριφορά φυσικών ή νομικών προσώπων ή ομάδων προσώπων που παρουσιάζουν ενδιαφέρον για το κοινωνικό σύνολο.
Γι’ αυτό μπορούν να δημοσιευθούν ειδήσεις και σχόλια για τη σχετική πληροφόρηση και ενημέρωση του κοινού και με οξεία ακόμη κριτική ή δυσμενείς χαρακτηρισμούς.
Όμως, ο άδικος χαρακτήρας του δημοσιεύματος, ως προς τις εξυβριστικές ή δυσφημιστικές εκφράσεις που περιέχει, δεν αίρεται λόγω δικαιολογημένου ενδιαφέροντος κλπ και συνεπώς παραμένει η ποινική ευθύνη των κατά νόμο υπευθύνων, άρα και η υποχρέωσή τους προς αποζημίωση κατά το αστικό δίκαιο, όταν συντρέχει μία από τις περιπτώσεις του άρθρου 367 παρ. 2 ΠΚ, δηλαδή όταν οι επίμαχες κρίσεις περιέχουν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως των άρθρων 363-362 ΠΚ ή όταν από τον τρόπο εκδηλώσεως, ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέστηκε η πράξη, προκύπτει σκοπός εξυβρίσεως, δηλαδή πρόθεση που κατευθύνεται ειδικά στην προσβολή της τιμής άλλου, με αμφισβήτηση της ηθικής ή κοινωνικής αξίας του προσώπου του ή με ονειδισμό, καταφρόνηση ή περιφρόνηση αυτού. Η προβολή δε από τον προσβληθέντα περιπτώσεως από το άρθρο 367 παρ. 2 ΠΚ αποτελεί αντένσταση κατά της εκ του άρθρου 367 παρ. 1 ΠΚ ενστ άσεως. (ΑΠ 3 8 7 | 2 0 0 5 Δημ Νόμος ) .
Εξάλλου, με την παρ. 1 του άρθρου μόνου του Ν. 117811981 «Περί αστικής ευθύνης του τύπου και άλλων τινών διατάξεων» ο ιδιοκτήτης κάθε εντύπου υποχρεούται σε πλήρη αποζημίωση για παράνομη περιουσιακή ζημία ως και σε χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη, οι οποίες υπαίτια προξενήθηκαν με το δημοσίευμα που θίγει την τιμή και την υπόληψη κάθε ατόμου έστω και αν η κατά το άρθρο 914 ΑΚ υπαιτιότητα, η κατά το άρθρο 919 ΑΚ πρόθεση και η κατά το άρθρο 920 ΑΚ γνώση ή υπαίτια άγνοια συντρέχει μόνο στο πρόσωπο του συντάκτη του δημοσιεύματος ή, εάν αυτός είναι άγνωστος, του εκδότη ή του διευθυντή συντάξεως του εντύπου.
Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται γνήσια αντικειμενική ευθύνη του ιδιοκτήτη του εντύπου, υπό την προϋπόθεση ότι συντρέχει η, κατά τα ανωτέρω, υποκειμενική ευθύνη στο πρόσωπο του συντάκτη ή του εκδότη ή του διευθυντή συντάξεως.
Εξάλλου, εκτός από τον συντάκτη του επιλήψιμου δημοσιεύματος, υπο κ ε ι μ ε,ν ι κή ευθύνη, κατά τις άνω διατάξεις των άρθρων 914, 919 και 920 ΑΚ ενδέχεται να έχει παράλληλα και ο εκδότης και ο διευθυντής του εντύπου, ο οποίος υπαίτια περιέλαβε το επιλήψιμο δημοσίευμα στην δημοσίευτέα ύλη, ή ως προστήσας τον συντάκτη (άρθρο 922 ΑΚ) ή ως συμμέτοχος του τελευταίου.
Όλοι δε, ιδιοκτήτης, εκδότης, διευθυντής και συντάκτης, ευθύνονται εις ολόκληρο κατά το άρθρο 926 ΑΚ (ΑΠ 1395/2005 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 782/2005 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ ).
Στην παρ. 2 του ιδίου άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο μόνο παρ. 4 ν. 2243/1994, η κατά το άρθρο 932 του ΑΚ χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης του αδικηθέντος από κάποια από τις προβλεπόμενες στην προηγούμενη παράγραφο πράξεις ορίζεται, εφόσον αυτές τελέσθηκαν δια του Χύπου, κατά την κρίση του δικαστή, όχι κατώτερη των δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) δρχ. για τις ημερήσιες εφημερίδες Αθηνών και Θεσσαλονίκης καθώς και για τα περιοδικά που κυκλοφορούν μέσω των Πρακτορείων Εφημερίδων και των δύο εκατομμυρίων (2.000.000) δρχ. για τις άλλες εφημερίδες ή περιοδικά, εκτός αν ζητήθηκε, από τον ενάγοντα, μικρότερο ποσό και αυτό ανεξάρτητα από την απαίτηση προς αποζημίωση για περιουσιακή ζημία.
Οι προαναφερόμενες διατάξεις σκοπό έχουν να διασφαλίσουν μία ελάχιστη προστασία των πολιτών από ιδιαιτέρως έντονες, λόγω της δημοσιότητας, προσβολές της τιμής και της υπολήψεώς τους, γι’ αυτό είναι σύμφωνες προς τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος, κατά την οποία ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας. Δεν αποτελούν δε επέμβαση στη δικαίοδοτική εξουσία του δικαστή, ούτε παραβίαση του άρθρου 14 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος ή του άρθρου 10 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, αλλά συνιστούν άσκηση της παρεχόμενης από το άρθρο 26 παρ. 1 του Συντάγματος εξουσίας του νομοθέτη, ο οποίος δικαιούται, κατά τη ρύθμιση των βιοτικών σχέσεων και τον καθορισμό των κυρώσεων και υποχρεώσεων που απορρέουν από τη συμπεριφορά των πολιτών, να θέτει και ελάχιστα ή ανώτατα όρια, κατ’ αφηρημένη αξιολόγηση, εντός των οποίων ο δικαστής προβαίνει στην εξειδίκευση του κανόνα δικαίου, ενόψει της συγκεκριμένης σχέσης και περίπτωσης.
Ειδικότερα, ο νομοθέτης μπορεί να προσδιορίζει αφενός μεν τις προϋποθέσεις αποζημιώσεως και χρηματικής ικανοποιήσεως, λόγω ποινικού ή αστικού αδικήματος, αφετέρου δε τη μορφή και τη φύση της αποζημιώσεως ή της χρηματικής ικανοποιήσεως, καθώς και το ελάχιστο ποσό στο οποίο αποτιμάται η προσβολή της τιμής και της υπολήψεως του προσβληθέντος, όπως ακριβώς δικαιούται, στο πεδίο του ποινικού δικαίου, να καθορίζει τα πλαίσια των στερητικών της ελευθερίας ή των χρηματικών ποινών, μέσα στα οποία έχει υποχρέωση να κινείται ο δικαστής.
Το δικαστήριο, όμως οφείλει να ερευνά μήπως στη συγκεκριμένη περίπτωση, με την επιδίκαση της προβλεπόμενης από το νόμο ελάχιστης χρηματικής ικανοποιήσεως παραβιάζεται η αρχή της -αναλογικότητας μεταξύ του χρησιμοποιούμενου μέσου κατουεπιδιωκόμενου σκοπού που διέπει την όλη δημοσία δράση και δεσμεύει το νομοθέτη, το δικαστή και τη διοίκηση, και η οποία απορρέει από τη συνταγματική αρχή του Κράτους Δικαίου και έχει ήδη ρητώς καθιερωθεί, κατά την πρόσφατη αναθεώρηση, στο άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, υιοθετείται δε παγίως από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Ολ ΑΠ 4312005, ΑΠ 13 2 | 2 0 0 6 δημ Νόμος, ΑΠ1691\2002 Ελλ. Δίκ. 44,1694).
Στην προκειμένη περίπτωση από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (βλ. ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά), από την υπ’ αριθ. 8520 | 8-5-2006 ένορκη βεβαίωση μάρτυρος ενώπιον τον Ειρηνοδίκη Θεσσαλονίκης, που λήφθηκε με επιμέλεια των εναγομένων ύστερα από νομότυπη κλήτευση του ενάγοντος, μετά από νομότυπη κλήτευση του, δια της επιδόσεως της, από 3- 5-2006, σχετικής κλήσεως στον πληρεξούσιο δικηγόρο αυτού που υπογράφει το δικόγραφο της κρινομένης αγωγής (ΑΠ 454/2004, ΑΠ 360/2003 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ), τις υπ’ αριθ. 2558, 2559 και 2 5 6 0 11-3-2007 ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Χριστίνας Γαλούση, που λήφθηκαν με επιμέλεια των εναγομένων ύστερα από νομότυπη κλήτευση του ενάγοντος (βλ. την υπ’ αριθ. 7052 127-2-2007 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου , Θεσσαλονίκης Φιλίππου Εμμανουήλ ι δη) , καθόσον στην κατ’ έφεση δίκη επιτρέπεται σύμφωνα με το άρθρο 529 ΚΠολΔ να γίνει επίκληση και προσαγωγή νέων αποδεικτικών μέσων και ως εκ τούτου και ενόρκων βεβαιώσεων (ΑΠ54Ι2003 δημ Νόμος Α.Π. 229/2002 ΕλλΔνη 44, 132), από τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται για να ληφθούν υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εφόσον στην προκειμένη περίπτωση λαμβάνονται υπόψη και έγγραφα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, ορισμένα από τα οποία μνημονεύονται ειδικώς κατωτέρω, χωρίς όμως να παραλειφθεί κάποιο κατά την ουσιαστική εκτίμηση της διαφοράς, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Ο ενάγων είναι καθηγητής του τμήματος Γεωπονίας στον τομέα οπωροκηπευτικών και αμπέλου του Α.Π.Θ., με ειδικότητα στη μελισσοκομία – σηροτροφία και Διευθυντής τουενταύθα εργαστηρίου μελισσοκομίας – σηροτροφίας, που το έργο του είναι καθαρώς ερευνητικό. Περί ΧΟν Σεπτέμβριο του 2003, κατόπιν επισταμένων ερευνών που έγιναν στο ως άνω εργαστήριο με την επιμέλεια του ενάγοντος, διαπιστώθηκε η συγκέντρωση της χημικής ουσίας «1 ,4- Διχλωροβενζόλιο» σε 61 δείγματα ελληνικού μελιού.
Η ουσία αυτή, η οποία δεν υπάρχει ελεύθερη στη φύση αλλά παρασκευάζεται με χλωρίωση βενζολίου και με διαδοχικές αποστάξεις και ανακρυσταλλώσει ς (βλ. το άρθρο της Χρυσούλας Τανανάκη στο περιοδικό «Μελισσοκομική Επιθεώρηση»/τεύχος Ιανουαρίου -Φεβρουαρίου 2004), είναι γνωστή ως «χλωροβενζόλι ο» ή « κηροσκωρίνη» , όμως διεθνώς συναντάται κυρίως με τη συντομογραφία «ρ-DCB».
Χρησιμοποιείται δε ευρέως στην μελισσοκομία από πολύ παλιά για την καταπολέμηση του κηρόσκωρου, ο οποίος καταστρέφει τις κηρήθρες είτε στις αποθήκες όπου φυλάσσονται για να χρησιμοποιηθούν όταν χρειαστεί, είτε στα εξασθενημένα από διάφορες αιτίες μελίσσια.
Όμως η προστασία των κηρηθρών με την ως άνω ουσία (εφεξής: «κηροσκωρίνη») έχει σαν αποτέλεσμα να ενσωματώνεται στο κερί η κηροσκωρίνη και αργότερα να μεταφέρεται στο μέλι, με την κατανάλωση του οποίου εισέρχεται στον ανθρώπινο οργανισμό και ειδικότερα στο αίμα, ενώ επιδράσεις στην ανθρώπινη υγεία έχουν αναφερθεί όσον αφορά το ήπαρ και τα νεφρά.
Μέρος της ουσίας αυτής (κηροσκωρίνης) μετατρέπεται εντός του ανθρωπίνου οργανισμού στην ουσία «Διχλωροφαινόλη» , ενώ σε λιγότερο από μια εβδομάδα το 95% της μεταφερόμενης στο αίμα κηροσκωρίνης αποβάλλεται με τα ούρα και ένα μικρό ποσοστό απομακρύνεται με την αναπνοή.
Παρόλα αυτά όμως, ποσοστό 1-2% της κηροσκωρίνης παραμένει αποθηκευμένο στον λιπώδη ιστό του ανθρώπου, από όπου, λόγω της λιπόφιλης φύσεώς της, είναι δύσκολο να απομακρυνθεί.
Περαιτέρω, τα άτομα που έχουν εκτεθεί σε κηροσκωρίνη εμφανίζουν έντονα συμπτώματα ζάλης καL πονοκεφάλου, ενώ όταν οι συγκεντρώσεις είναι της τάξεως των 80 – 160 ppm εμφανίζεται ερεθισμός με έντονους πόνους στη μύτη και τα μάτια. Επίσης, σε άτομα που λαμβάνουν για μεγάλο χρονικό διάστημα τροφές επιβαρημένες με κηροσκωρίνη προκαλούνται ερεθισμοί στο δέρμα και εμφάνιση αναιμίας.
Το πιο σημαντικό όμως και επικίνδυνο για την ανθρώπινη υγεία είναι οι αναφορές που γίνονται από διεθνώς αναγνωρισμένα ερευνητικά κέντρα, όπως το Deparment of Health and Human Services, το International Agency for Research on Cancer και το Environmental Protection Agency για την πιθανή καρκ ινογέννηση σε άτομα που έρχονται σε επαφή με την κηροσκωρίνη (βλ. ομοίως το ανωτέρω άρθρο).
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι πρόκειται για ουσία που είναι επικίνδυνη για την ανθρώπινη υγεία.
Για το λόγο αυτό ο ενάγων με την από 25-9-2003, ενημερωτική του επιστολή που συνοδευόταν από τα αποτελέσματα αναλύσεως 61 δειγμάτων ελληνικού μελιού, ενημέρωσε σχετικώς τον «Ενιαίο Φορέα Ελέγχου Τροφίμων)) (εφεξής: «ΕΦΕΤ»), που είναι Ν.Π.Δ.Δ. και σκοπός του είναι η «προστασία του καταναλωτή με τη διασφάλιση της εισαγωγής, παραγωγής και της διακίνησης υγιεινών τροφίμων, η πιστοποίηση της καταλληλότητας, ο έλεγχος της ποιότητας και η ποιοτική αναβάθμιση των τροφίμων, όπως επίσης και η προστασία των οικονομικών συμφερόντων του καταναλωτή και η μέριμνα για την αποτροπή της παραπλάνησής του σε σχέση με την υγιεινή, τη σύσταση, την επισήμανση και την τιμή των τροφίμων» (βλ. άρθρο I παρ. 1 και 2 του Ν. 2741 | 1999- ΦΕΚΑ 199).
Μετά την ενημέρωση αυτή και συγκεκριμένα την 7- 10-2003 πραγματοποιήθηκε σύσκεψη στον ΕΦΕΤ σχετικά με το θέμα της κηροσκωρίνης. Στη σύσκεψη αυτή, στην οποία συμμετείχαν, μέλη της διοικήσεως του ΕΦΕΤ (μεταξύ των οποίων και η Δέσποινα Βασιλειάδου, τότε αντιπρόεδρος του φορέα ), ο ενάγων και η Χρ. Τανανάκη από το ε ργαστ ήριο Μελισσοκομίας και Σηροτροφίας του Α.Π.θ., καθώς και εκπρόσωποι μελισσοκομικών εταιριών και συνεταιρισμών, αποφασίσθηκε να ενημερωθούν οι μελ ισσοπαραγωγοί για την άμεση διακοπή της χρήσεως της κηροσκωρίνης, λόγω της επικινδυνότητός της, η σταδιακή αντικατάσταση των κηρηθρών και η καθοδήγηση των μελισσοπαραγωγών να χρησιμοποιούν άλλες, ακίνδυνες ουσίες, για την απολύμανση των κηρυθρών.
Επίσης ο ΕΦΕΤ ανέλαβε την ευθύνη, πλην των άλλων, να ορίσει επιτροπή αξιολογήσεως του κινδύνου που έχει εμφανισθεί και της διαμορφώσεως κάποιων ανώτερων επιτρεπτών ορίων της κηροσκωρίνης (βλ. τα προσκομιζόμενα, από 7-10-2003, πρακτικά της συσκέψεως).
Σχετικώς ενημερώθηκαν όλοι οι εμπλεκόμενοι φορείς, καθώς και το Υπουργείο Γεωργίας. Ακολούθησε την 17-10-2003 νέα σύσκεψη στον ΕΦΕΤ, αυτή τη φορά με τη συμμετοχή εκπροσώπων του Υπουργείου Γεωργίας (ο ενάγων δεν συμμετείχε), με το ίδιο θέμα και αποφασίσθηκε, πλην των άλλων, να γίνει νέα σύσκεψη με σκοπό τη λήψη άμεσων μέτρων στην περίπτωση κατά την οποία θα διασταυρωνόταν – επιβεβαιωνόταν τα αποτελέσματα των εργαστηριακών- εξετάσεων από όλους τους φορείς που ανέλαβαν το σχετικό έργο (ήτοι από το εργαστήριο Μελισσοκομίας και Σηροτροφίας του Α.Π.Θ, από το Γενικό Χημείο και από τον Δημόκριτο – βλ. τα προσκομιζόμενα, από 17-10-2003, πρακτικά της συσκέψεως, σε συνδυασμό και με το υπ’ αριθμ. πρωί. 8.825|20-10-2003 έγγραφο της Διευθύνσεως Εργαστηρίων του ΕΦΕΤ). Εδώ σημειώνεται ότι βάσει των μετρήσεων που έγιναν στη συνέχεια από το εργαστήριο φασματομε τ ρίας μάζας και ανάλυσης διοξινών του Δημοκρίτου, σε 38 ληφθέντα δείγματα ελληνικού μελιού, το ποσοστό αυτών που βρέθηκαν με συγκέντρωση κηροσκωρίνης άνω των 10 pg | Kg ανέρχεται σε 42,1% (βλ. το υπ’ αριθμ. πρωτ. 4.50611-4-2005 έγγραφο του ΕΦΕΤ, που προσκομίζουν οι εναγόμενοι) .
Περαιτέρω, με την υπ’ αριθμ. 115/30-10-2003 απόφαση του διοικητικού συμβουλίου του ΕΦΕΤ και του Επιστημονικού Συμβουλίου Ελέγχου Τροφίμων (εφεξής: «ΕΣΕΤ») ορίσθηκε 7μελής γνωμοδοτική επιτροπή, αποτελούμενη από την Καθηγήτρια της Ιατρικής Σχολής Αθηνών, Α. Τριχοπούλου (ως πρόεδρο), από την προμνησθείσα Δ. Βασιλειάδου, τότε αντιπρόεδρο του ΕΦΕΤ, από την αναπληρώτρια καθηγήτρια του τμήματος Ιατρικής του Α.Π.Θ., Ε. Τσούκαλη – Παπαδοπούλου, από τον ενάγοντα, από τον Λ. Λεοντιάδη του Εργαστηρίου Φασματοσκοπίας, Μάζας και Ανάλυσης Διοξινών του Δημοκρίτου, από την Δ. Τσίπη, εκπρόσωπο του Γενικού Χημείου και από την Ε. Τσιγαρίδα της διατροφικής πολιτικής κα L ερευνών του ΕΦΕΤ (ως μέλη) .
Η εν λόγω επιτροπή συνεδρίασε δυο (2) φορές, ήτοι την 15η και την 28η Ιανουαρίου 2004 και, αφού υπόψη της, πλην των άλλων, «την πρόταση Κανονισμού του ΕυρωπαϊκούΚοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τα ανώτατα όρια υπολειμμάτων φυτοφαρμάκων στα προϊόντα φυτικής και ζωικής προέλευσης η οποία έχει κατατεθεί προς ψήφιση στο Συμβούλιο καL αφορά τα MRLs (Maximum Rresidual Level: Ανώτατο Όριο Καταλοίπων) ουσιών για τις οποίες δεν έχουν θεσπισθεί όρια ή έχει απαγορευθεί η περαιτέρω χρήση τους, προτείνει Λ εξ ορισμού” (default) ένα επίπεδο συγκέντρωσης 0,01 μςΙΚς (10 μς|Κς) για οποιοδήποτε προϊόν…», αφενός συμπέρανε ότι η κηροσκωρίνη είναι μια ιδιαίτερα επικίνδυνη ουσία, αφετέρου εισηγήθηκε την αποδοχή μεγίστου επιτρεπομένου ορίου των 10 μ g I Κ g κηροσκωρίνης στο μέλι.
Επειδή δε από τα, μέχρι τότε, αποτελέσματα των ερευνών προέκυπτε ότι η παρουσία της κηροσκωρίνης, τόσο στο μέλι των παραγωγών, (συγκεντρώσεις έως και 444 μg|Κg), όσο και στο τυποποιημένο μέλι (συγκεντρώσεις έως και 147 μg|Κg), είχε εντοπισθεί σε αυξημένα ποσοστά, η ως άνω επιτροπή συνέστησε: I να αποκλεισθούν από την κατανάλωση, βάσει των διατάξεων του Κώδικα Τροφίμων, μέλια που περιέχουν κηροσκωρίνη σε ποσοστό ανώτερο των 10 μg|Κg,) την αυστηρή απαγόρευση της χρήσεως κηροσκωρίνης στη μελισσοκομία και την ενημέρωση των παραγωγών,) την καταστροφή όλων των μολυσμένων κηρηθρών και ίν). την εντατική μέτρηση περιεκτικότητος κηροσκωρίνης τόσο στο μέλι των παραγωγών, όσο και στο μέλι των τυποποιητηρίων (βλ την προσκομιζόμενη, από 3-5-2004, εκτίμηση της επικινδυνότητας του 1, 4-δlχλωρό βενζόλιου στο μέλi.
Παρόλα αυτά το ΕΣΕΤ αποφάσισε ότι το όριο των 10 μg | Kg θα έπρεπε να ισχύσει για το μέλλον, ενώ για το μέλι παραγωγής 2004 και λήξεως 2007 θα έπρεπε να ισχύσει ως ανώτατο όριο συγκεντρώσεως κηροσκωρίνης αυτό των 40 μg | Kg Για να οδηγηθεί στην απόφασή του αυτή το ΕΣΕΤ έλαβε υπόψη του και τις έρευνες του ενάγοντα, ο οποίος διατύπωσε την άποψη ότι οι συγκεντρώσεις της κηροσκωρίνης στα τυποποιημένα μέλια σε ποσοστό κάτω των 40μg|Kg «δεν εκφράζουν βαθμό επικινδυνότητας».
Η άποψη των μελών της, ως άνω, γνωμοδοτικής επιτροπής, περί καθορισμού εθνικού ορίου συγκεντρώσεως κηροσκωρίνης στο μέλι, δεν έγινε κατ’ αρχή αποδεκτή από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς.
Συγκεκριμένα οι αρμόδιοι υπάλληλοι του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων που συμμετείχαν σε σύσκεψη πραγματοποιηθείσα την 19-10-2004 στα γραφεία του ΕΦΕΤ, διατύπωσαν την άποψη ότι <. . .δεδομένης της νευροτοξικότητας και καρκινογόνου δράσης της κηροσκωρίνης από πλευράς δημόσιας υγείας δεν θα πρέπει να υπάρχει ανώτατο όριο για την ουσία αυτή (δεν ανήκει στα γεωργικά φάρμακα), λαμβάνοντας μάλιστα υπόψη ότι η Ευρωπαϊκή Κοινότητα δεν έχει θεσπίσει ανώτατο όριο ούτε κανένα άλλο κράτος – μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Επίσης ο ΕΟΦ και το ΑΣΥΓΕΦ (Ανώτατο Συμβούλιο’ Γεωργικών Φαρμάκων) του Υπουργείου μας δεν έχουν δώσει έγκριση για τη συγκεκριμένη ουσία…>. Προκειμένου να εγκριθεί η ως ανω απόφαση του ΕΣΕΤ συνεδρίασε την 29-10-2004 το διοικητικό συμβούλιο του ΕΦΕΤ υπό την προεδρία της αντιπροέδρου του και ήδη μάρτυρα αποδείξεως. Κατά τη συνεδρίαση αυτή ο παριστάμενος Σωτ . Μοσχοβίτσης (του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίμων) επισήμανε ότι «0 ΕΦΕΤ δεν έχει δικαίωμα να θεσπίσει όρια και ότι δεν υπάρχει κάποιος Κανονισμός από την Κοινότητα». Όμως το διοικητικό συμβούλιο του ΕΦΕΤ με την υπ’ αριθμ. 12 7/29-10-2004 απόφασή του, ενέκρινε τελικώς ομόφωνα την απόφαση του ΕΣΕΤ «για την αποδοχή του ορίου των ΙΟ μς|Kg p-DCB (κηροσκωρίνης), με εξαίρεση το μέλι παραγωγή ς 2004 και λήξης 2007 όπου ορίζει σαν όρ-LO διοικητικής δράσης αυτό των 40 μς|Kg ρ-DCB» (περί όλων των ανωτέρω βλ. μεταξύ των άλλων: 1. Το υπ αριθμ. πρωτ. 2 62704/25-6-2004 έγγραφο του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίμων, 2.το από 20-10-2004 υπηρεσιακό σημείωμα του ίδιου Υπουργείου, 3. το από 3-4- 2005 δελτίο τύπου του εργαστηρίου μελισσοκομίας σηροτροφίας του Α.Π.Θ. και 4.την υπ’ αριθμ. 127/29-10-2004 απόφαση του διοικητικού συμβουλίου του ΕΦΕΤ).
Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι την 21-2-2005 εντοπίστηκε στην Κύπρο εξαγόμενο μέλι ελληνικής παραγωγής με υψηλή περιεκτικότητα σε κηροσκωρίνη.
Το γεγονός αυτό προκάλεσε ανησυχία, πλην των άλλων και στους ^Ελληνες καταναλωτές, απασχόλησε δε έντονα τους εμπλεκόμενους φορείς αλλά και τα MMΕ. Την 26-2-2005 η ημερήσια εφημερίδα «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ», που εκδίδεται στην Αθήνα, ιδιοκτησίας της πρώτης εναγομένης, δημοσίευσε ανυπόγραφο άρθρο στην 12η σελίδα του υπ αριθμ. 9.114, φύλλου της, τα επίμαχα σημεία του οποίου, που αφορούν την παρούσα υπόθεση, έχουν το εξής περιεχόμενο: «Ποιοι και πώς ελέγχουν το μέλι;
Εύλογα ερωτηματικά προκαλεί το γεγονός γιατί εντοπίστηκαν στην Κύπρο παρτίδες ελληνικού μελιού με κατάλοιπα κηροσκωρίνης (παραδι χλωρό β εν ζόλ ι ο) , που είναι μια τοξική ουσία επικίνδυνη για την ανθρώπινη υγεία, αλλά από τους ελέγχους στην Ελλάδα δεν εντοπίστηκε τίποτα ή δεν ανακοινώθηκε τίποτα… Πάντως, όπως αναφέρουν οι σχετικές πληροφορίες, από τους ελέγχους καταλοίπων στην Ελλάδα το 50% των δειγμάτων βρέθηκαν να ξεπερνούν τα επιτρεπόμενα όρια.
Ομως στο θέμα της κηροσκωρίνης υπάρχουν και άλλες προεκτάσεις Η εθνική και κοινοτική νομοθεσία απαγορεύουν την παρουσία κηροσκωρίνης σε οποιοδήποτε ποσοστό. Αλλά όπως αναφέρουν οι σχετικές πληροφορίες, ο ΕΦΕΤ, χωρίς να έχει αρμοδιότητα επί του θέματος ανέθεσε σε καθηγητή μελισσοκομίας και σηροτροφίας στη Γεωπονική Θεσσαλονίκης να γνωμοδοτήσει επί του θέματος.
Ο καθηγητής αυτός γνωμοδότησε ότι είναι επιτρεπτή η παρουσία καταλοίπων 40 με 45 pdcb κηροσκωρίνης στο μέλι. Και η γνωμοδότηση αυτή, προφανώς ‘ήρθε κουτί” σε συγκεκριμένα, επιχειρηματικά συμφέροντα. Παράλληλα τον τελευταίο καιρό έχει δημιουργηθεί και ένα ακόμη θέμα.
Ως εργαστήριο αναφοράς για το μέλι πληροί τις προϋποθέσεις όπως λέγεται, ένα συγκεκριμένο εργαστήριο της Κρήτης,Όμως η σχετική απόφαση καθυστερεί από το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και οι υπάρχουσες πληροφορίες αναφέρουν πως κάποιοι θέλουν να γίνει εργαστήριο αναφοράς στο μέλι, το εργαστήριο του συγκεκριμένου καθηγητή μελισσοκομίας και σηροτροφίας στη Γεωπονική Θεσσαλονίκης ».
Ο ενάγων, ο οποίος ευλόγως υπέλαβε ότι «φωτογραφιζόταν» με το εν λόγω δημοσίευμα, αφού μόνον αυτός είναι «καθηγητής μελισσοκομίας και σηροτροφίας στη Γεωπονική Θεσσαλονίκης που διευθυνει και τ ο αντίστοιχο εργαστήριο», απέστειλε προς την εφημερίδα «ΡΙΖOΣΠΑΣΤΗΣ» , από 3-3-2005, επιστολή προς την ανωτέρω εφημερίδα, με το εξής περιεχόμενο: «Στις 26 Φεβρουαρίου δημοσιεύτηκε στην έγκριτη εφημερίδα σας άρθρο με τίτλο “ποιοι και πώς ελέγχουν το μέλι;” με εντελώς λανθασμένες παραπλανητικές και ανακριβείς πληροφορίες.
Συγκεκριμένα α) Διερωτάται η αρθρογράφος “γιατί εντοπίστηκε το παραδι χλωρόβενζόλιο στο ελληνικό μέλι στην Κύπρο, αλλά από ελέγχους στην Ελλάδα δεν εντοπίστηκε ή δεν ανακοινώθηκε τίποτε.”
Σας πληροφορώ ότι η συγκεκριμένη ουσία εντοπίστηκε σε αριθμό ελληνικών μελιών εσοδείας 2002 – 2003 από το Εργαστήριο Μ ελ ισσοκομ ίας – Σηροτροφίας του Α.Π.Θ. Μετά τη διαπίστωση του προβλήματος, ο διευθυντής του Εργαστηρίου ενημέρωσε τον ΕΦΕΤ με επιστολή που συνοδευόταν από τα αποτελέσματα ανάλυσης 61 δειγμάτων ελληνικού μελιού για την ουσία pdcb στις 25/09/03. Στις 7/10/2003 πραγματοποιήθηκε σύσκεψη στον ΕΦΕΤ σχετικά με το θέμα όπου ενημερώθηκαν οι παραγωγοί μελισσοκόμοι και στις 31/10/03 ανακοινώθηκε από τα ΜΜΕ στην Ελλάδα.
Το περιοδικό “Μελισσοκομική Επιθεώρηση” δημοσίευσε τέσσερα άρθρα σχετικά με τα υπολείμματα pdcb στα ελληνικά μέλια το Νοέμβριο του 2003, τον Φεβρουάριο, τον Ιούνιο και το Σεπτέμβριο του 2004. Το Εργαστήριο Μελισσοκομίας Σηροτροφίας του Α.Π.Θ. συνεργάστηκε με τον Δημόκριτο και το Γενικό Χημείο σε πρόγραμμα του ΕΦΕΤ για τη διαπίστωση της έκτασης του προβλήματος (ανάλυση 150 δειγμάτων) το 2003.
Τα τελικά αποτελέσματα είναι κατατιθέμενα στον ΕΦΕΤ. Μετά το τέλος της παραπάνω συνεργασίας, η ερευνητική ομάδα του Εργαστηρίου Μελισσοκομίας – ΣηροτροφΙας συνέχισε να αναλύει δείγματα ελληνικού μελιού σχετικά με το πρόβλημα και να ενημερώνει τους μελισσοκόμους. Τα αποτελέσματα της έρευνας παρουσιάστηκαν στο 3ο Πανελλήνιο Συμπόσιο Υγιεινής και Τεχνολογίας Τροφίμων και στο 2ο Επιστημονικό Συνέδριο Μελισσοκομίας – Σηροτροφίας. Τα δυο συνέδρια πραγματοποιήθηκαν στην Αθήνα το έτος 2004 και οι εισηγήσεις και τα αποτελέσματα βρίσκονται δημοσιευμένες στα πρακτικά των δυο συνεδρίων.
Επίσης η ίδια ομάδα απέστειλε για δημοσίευση σε διεθνές περιοδικό του εξωτερικού επιστημονική εργασία σχετικά με την παρουσία της ουσίας pdcb στα ελληνικά μέλια εσοδείας 2002, 2003 και 2004. β) Η αρθρογράφος σας με εντελώς απαράδεκτο τρόπο αναφέρει ότι ο ΕΦΕΤ “ανέθεσε σε καθηγητή Μελισσοκομίας Σηροτροφίας να γνωμοδοτήσει επί του θέματος, και ότι η γνωμοδότηση αυτή ήρθε κουτί για συγκεκριμένα επιχειρηματικά συμφέροντα”. Σας πληροφορώ ότι ο ΕΦΕΤ δεν ανέθεσε σε κανένα καθηγητή Πανεπιστημίου για να γνωμοδοτήσει επί του θέματος, αλλά με την απόφαση 115/30- 10- 2003 συγκρότησε γνωμοδοτική Επιστημονική Επιτροπή αποτελούμενη από τους:…).
Η συγκεκριμένη επιστημονική επιτροπή γνωμοδότησε για την επικινδυνότητα του pdcb και κατέθεσε τις προτάσεις της στον ΕΦΕΤ. Η μόνη γνωμοδότηση που υπάρχει στον ΕΦΕΤ είναι από την επιστημονική αυτή επιτροπή και έχει κατατεθεί τουλάχιστον ενάμισι χρόνο πριν οι Κύπριοι, ανακαλύψουν το ήδη γνωστό πρόβλημα, γ) Το Εργαστήριο Μελισσοκομίας – Σηροτροφίας δεν ασκεί έλεγχο του μελιού και ποτέ δεν προτάθηκε, δεν ζήτησε ή είχε αξίωση να ονομαστεί “εργαστήριο αναφοράς”.
Το συγκεκριμένο εργαστήριο κάνει έρευνα και ενημερώνει τους μελισσοκόμους και τυποποιητές μελιού για τυχόν προβλήματα πριν φθάσει το προϊόν στον καταναλωτή. Οι αναλύσεις που γίνονται στο συγκεκριμένο εργαστήριο αφορούν όλα τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του μελιού, εκτός από τα υπολείμματα αντιβιοτικών. Η όλη έρευνα για το pdcb έγινε χωρίς καμία χρηματοδότηση με πρωτοβουλία των μελών του εργαστηρίου.
Το εργαστήριο της Κρήτης κάνει αναλύσεις αποκλειστικά για υπολείμματα αντιβιοτικών καL ασκεί ελέγχους μέσω των Κτηνιατρικών Υπηρεσιών που ανήκει. Δεν αναλύει μέλι για pdcb και ούτε για άλλα ποιοτικά χαρακτηριστικά. Πληροφορούμαι ότι το Υπουργείο Ανάπτυξης και Τροφίμων προχωρά στην απαραίτητη διαπίστευση του συγκεκριμένου Εργαστηρίου για τα αντιβιοτικά στο μέλι.
Από τα παραπάνω φαίνεται ότι η αρθρογράφος του “Ποιοι και πώς ελέγχουν το μέλι” είχε πλήρη άγνοια των γεγονότων που έγιναν τα τελευταία τρία χρόνια στη χώρα μας σχετικά με το θέμα που διαπραγματεύτηκε, δεν φρόντισε να ενημερωθεί δεν διασταύρωσε τις λανθασμένες πληροφορίες που είχε και με προχειρότητα και ασύνηθες για την εφημερίδα σας ύφος παραποίησε την αλήθεια αφήνοντας αιχμές σε βάρος της αξιοπρέπειας και της τιμής μου. Παρακαλώ όπως δημοσιεύσετε την επιστολή αυτή ως το ελάχιστο που θα μπορούσατε να κάνετε για την αποκατάσταση της αλήθειας και του δικαιώματος κάθε πολίτη να υπερασπίζεται την αξιοπρέπειά του όταν αυτή θίγεται άδικα».
Η επιστολή αυτή του ενάγοντος δεν δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ», όπως ζητείτο, την δε 10-3- 2005 δημοσιεύθηκε στην 26η σελίδα του υπ αριθμ. 9.124 φύλλου της εν λόγω εφημερίδος νέο ανυπόγραφο άρθρο με το εξής περιεχόμενο: «Το ύποπτο μέλι και ο κ. Καθηγητής». Ερωτηματικά για τον τρόπο που ελέγχεται η καταλληλότητα στο μέλι που κυκλοφορεί στην αγορά. Πόσοι Έλληνες καταναλωτές μελιού γνωρίζουν ότι τα τελευταία τρία χρόνια κατανάλωσαν εν αγνοία τους κατάλοιπα μιας τοξικής ουσίας που είναι επικίνδυνη για την ανθρώπινη υγεία και λέγεται κηροσκωρίνη ή αλλιώς 1 παραδι χλωρόβ εν ζόλι ο ;
Πόσοι και τι είδους έλεγχοι έγιναν πριν βγει το ελληνικό μέλι στα ράφια των ελληνικών καταστημάτων ή λίγο πριν πάει προς εξαγωγή σε άλλες χώρε ς και πόσα κιλά κατασχέθηκαν;.
Πόσοι Έλληνες κατανάλωσαν το προηγούμενο διάστημα μια άλλη επικίνδυνη για την υγεία τους ουσία χωρίς να το γνωρίζουν και χωρίς καμία επίσημη ενημέρωση από τους προηγούμενους κυβερνώντες;
Ποιοι. εξυπηρετούν, ποια συμφέροντα σε αυτό το θέμα; Στις εποχές των διαδοχικών τροφικών σκανδάλων, οι καταναλωτές έχουν γίνει έρμαια διαφόρων σκοπιμοτήτων και διαφόρων κερδοσκοπικών επιχειρηματικών επιδιώξεων.
Ο «Ρ» στις 26 του Φλεβάρη δημοσίευσε ένα ρεπορτάζ το οποίο ξεκινούσε με ένα εύλογο ερώτημα: πώς συνέβη και εντοπίστηκαν παρτίδες ελληνικού μελιού με κατάλοιπα κηροσκωρίνης στην Κύπρο, και δεν τις “έπιασαν” οι έλεγχοι στην Ελλάδα, πριν το συγκεκριμένο μέλι πάει προς εξαγωγή; Ποιος εγγυάται ότι το μέλι από τις ίδιες παρτίδες δε διοχετεύτηκε και καταναλώθηκε επίσης χωρίς να εντοπιστεί – στην ελληνική αγορά;
Γιατί επί πλέον, αφού το πρόβλημα είναι γνωστό εδώ και χρόνια στα υπουργεία Ανάπτυξης και Αγροτική Ανάπτυξης και Τροφίμων, καθώς και στον ΕΦΕΤ, δεν έχει γίνει καμία επίσημη ενημέρωση στα μέσα ενημέρωσης, για να το πληροφορηθούν οι καταναλωτές και να πάρουν τα μέτρα τους; Στο συγκεκριμένο ρεπορτάζ που είχε και άλλες προεκτάσεις, έσπευσε να απαντήσει ο καθηγητής Μελισσοκομίας και Σηροτροφίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Α. Θρασυβούλου, χαρακτηρίζοντας τις πληροφορίες του «Ρ» “λαθεμένες, παραπλανητικές και ανακριβείς”.
Ο κύριος Θρασυβούλου από την αρχή της επιστολής του όμως κρύβεται πίσω από το δάχτυλο του και προβάλλει δικαιολογίες έωλες και παραπλανητικές, φτάνοντας στο σημείο να απολογείται για λογαριασμό των εκάστοτε κυβερνώντων και των διοικούντων τον ΕΦΕΤ.
Κατά τον κύριο καθηγητή, οι καταναλωτές μελιού έπρεπε να μυρίσουν τα νύχια τους και να γνωρίζουν ότι το εργαστήριο Μελισσοκομίας – Σηροτροφίας του Α.Π.Θ. εντόπισε – όπως λέει το πρόβλημα από το 2003. Έπρεπε μάλιστα όλοι οι καταναλωτές να έχουν διαβάσει το περιοδικό “Μελισσοκομική Επιθεώρηση”, καθώς και να γνωρίζουν τι μπορεί να ειπώθηκε στο 3ο Πανελλήνιο Συμπόσιο Υγιεινής και Τεχνολογίας καL στο 2ο Επιστημονικό Συνέδριο Μελισσοκομ ίας – Σηροτροφίας, που έγιναν κατά το 2004.
Μάλιστα, θα έπρεπε να γνωρίζουν και τα αποτελέσματα των σχετικών εργαστηριακών αποτελεσμάτων, που έχουν κατατεθεί στον ΕΦΕΤ, αλλά έμειναν σε κάποια συρτάρια. Βέβαια το ερώτημα που θέτουμε ευθέως στον κύριο Θρασυβούλου είναι τούτο: Τι έχει να πει στους γονείς που εν αγνοία τους τάισαν τα παιδιά τους με μέλι που περιέχει παραδι χλωρό β ενζόλLο τα προηγούμενα χρόνια, τι εγγυήσεις δίνει ο ίδιος ως ειδικός, ότι το πρόβλημα αυτό δεν υφίσταται σήμερα.
Υπάρχει όμως και μια ακόμη πτυχή του όλου θέματος που έθιξε ο «Ρ» και αφορά σαφώς τον κύριο Θρασυβούλου και φυσικά τον ΕΦΕΤ. Είναι γεγονός ότι ο σχετικός κοινοτικός Κανονισμός 2377/90 δεν επιτρέπει την ύπαρξη παραδιχλωροβενζολίου στο μέλι και επειδή η ύπαρξή του απαγορεύεται, δεν τίθεται θέμα ορίων.
Όμως επειδή στα εργαστήρια εντοπιζόταν κηροσκωρίνη, προκειμένου να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα, ο ΕΦΕΤ επιχείρησε “παρανόμως” να θεσπίσει όρια, πράγμα το οποίο αποσιωπά ο κ. καθηγητής. Οι πληροφορίες του «Ρ» λένε ότι ζητήθηκε σχετική γνωμοδότηση και το έργο ανέλαβε ως ειδικός και καθηγητής ο ίδιος ο κ. ο οποίος βέβαια στην επιστολή του αναφέρει ότι αυτό έγινε από 7μελή επιστημονική επιτροπή. Ναι, κύριε .., ποιος όμως είναι ο γνώστης του σχετικού αντικειμένου, αφού σ’ αυτή την επιστημονική επιτροπή ο μόνος ειδικός επί της μελισσοκομίας ήσασταν εσείς; Ποιος δούλεψε το όλο “πράγμα”; Ποιον συμφέρει η γνωμοδότηση που προέκυψε; Και γιατί στην απαντητική επιστολή σας δεν αναφέρετε τι ακριβώς έλεγε η συγκεκριμένη γνωμοδότηση; Γιατί δεν τ η’ δημοσιοποίησε ούτε εσείς, ούτε ο ΕΦΕΤ; Ήθελε κανείς να αποκρύψει κάτι; Ποιος ή ποιοι επιχειρηματίες ζητούσαν πιεστικά τη συγκεκριμένη γνωμοδότηση;
Ο κ. Θρασυβούλου δεν γνωρίζει κανέναν από αυτούς τους επιχειρηματίες,
Πάντως είναι βέβαιο, πως ο καθένας μπορεί να κάνει φιλίες και κουμπαριές με όποιον θέλει. Τέλος, από το σχετικό ρεπορτάζ του «Ρ» τέθηκε και το θέμα της καθυστέρησης ορισμού του εργαστηρίου αναφοράς για το μέλι.
Οι σχετικές πληροφορίες έλεγαν ότι τις προδιαγραφές πληρούσε ένα συγκεκριμένο εργαστήρια στην Κρήτη.
Επίσης οι πληροφορίες έλεγαν, ότι υπήρχαν προ καιρού κινήσεις και διαβουλεύσεις για να οριστεί ως εργαστήριο αυτό του κ. Θρασυβούλου στο Α.Π.Θ., με το πρόσχημα ότι η Βόρεια Ελλάδα έχει περισσότερο μέλι.
Βέβαια ο κ. καθηγητής αναφέρει σχετικά πως δεν το ζήτησε και δεν προτάθηκε κάτι τέτοιο Αλλά μάλλον αυτό το λέει προφανώς επειδή πλέον ο ίδιος δείχνει να γνωρίζει ότι τα σχετικά “επιχειρήματα”, που προβλήθηκαν για την επιλογή του εργαστηρίου του, έπεσαν στο κενό, αφού στις 4 του Μάρτη εθνικό εργαστήριο αναφοράς ορίστηκε το Κτηνιατρικό Εργαστήριο Χανίων».
Από την, κατά παράγραφο, εξέταση των, ως άνω, δημοσιευμάτων, σε συνδυασμό και με όσα προαναφέρθηκαν, προκύπτουν τα εξής: Καθ’ όσον αφορά το πρώτο δημοσίευμα (της 21-2- 2005) τα, αναφερόμενα σ’ αυτό, από την αρχή του μέχρι και τη φράση «…Και η γνωμοδότηση αυτή, προφανώς λήρθε κουτί” σε συγκεκριμένα επιχειρηματικά συμφέροντα », παρά τη χρησιμοποιούμενη οξεία φρασεολογία, είναι κατά βάση αληθή, δοθέντος ότι η κηροσκωρίνη είναι ουσία επικίνδυνη για την ανθρώπινη υγεία, οι δε αρμόδιοι φορείς (όπως ο ΕΦΕΤ και όχι ο ενάγων, στον οποίο προφανώς δεν αναφέρεται το δημοσίευμα, ως προς την υποχρέωση ελέγχου του μελιού και της ενημερώσεως του καταναλωτικού κοινού) δεν προκύπτει ότ L ήλεγξαν ή ενημέρωσαν το καταναλωτικό κοινό για την εμφάνιση της εν λόγω επικίνδυνης ουσίας στο ελληνικό μέλι (μολονότι το εργαστήριο μελισσοκομίας και σηροτροφίας του Α.Π.Θ. την εντόπισε ήδη από τον Σεπτέμβριο του 2003 και ενημέρωσε σχετικά όλους τους εμπλεκόμενους φορείς)/ παρά μόνον (ενημέρωσαν) τους μελισσοπαραγωγούς, τους τυποποιητές μελιού, καθώς και το αρμόδιο Υπουργείο.
Σημειώνεται ότι οι Έλληνες καταναλωτές ενημερώθηκαν για την ύπαρξη της εν λόγω επικίνδυνης ουσίας στο ελληνικό μέλι κυρίως από τα δημοσιεύματα των εφημερίδων που ακολούθησαν την ανακάλυψη της κηροσκωρίνης σε εξαγόμενο ελληνικό μέλι στην Κύπρο.
Επίσης, κατά βάση αληθές είναι και το αναφερόμενο στο ως άνω δημοσίευμα γεγονός ότι, περίπου το 50% των δειγμάτων του ελληνικού μελιού που διατίθεται στην Ελλάδα ξεπερνούσε τα επιτρεπόμενα όρια συγκεντρώσεως κηροσκωρίνης (βλ. τα ανωτέρω αναφερόμενα αποτελέσματα των μετρήσεων που έγιναν από το εργαστήριο φασματομετρίας μάζας και ανάλυσης διοξινών του Δημόκριτου, σε 38 ληφθέντα δείγματα ελληνικού μελιού, σύμφωνα με τα. οποία ποσοστό 42,1% βρέθηκε με συγκέντρωση κηροσκωρίνης άνω των 10 μς|Kg , το οποίο ναι μεν δεν ανέρχεται σε 50%, όπως αναγράφεται στο δημοσίευμα, πάντως το αγγίζει και οπωσδήποτε είναι ανησυχητικό και πρόσφορο για δημοσιογραφική κριτική). Επί πλέον, καθ’ όσον αφορά το μέρος του δημοσιεύματος κατά το οποίο «.. .
Η εθνική και κοινοτική νομοθεσία απαγορεύουν την παρουσία κηροσκωρίνης σε οποιοδήποτε ποσοστό…», είναι προφανές ότι ο αρθρογράφος υιοθετεί τη θέση του προαναφερομένου (από 20-10- 2004) υπηρεσιακού σημειώματος του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, σύμφωνα με την οποία, λόγω της επικινδυνότητος της κηροσκωρίνης για την ανθρώπινη υγεία αλλά και της μη εντάξεώς της στα φυτοφάρμακα (περί των οποίων ορίζει ήδη ο ΕΚ 396/2005 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23-2-2005 «Για τα ανώτατα όρια καταλοίπων φυτοφαρμάκων μέσα ή πάνω στα τρόφιμα και τις ζωοτροφές φυτικής και ζωικής προέλευσης και για την τροποποίηση της Οδηγίας 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου»), δεν 9α πρέπει να υπάρχει ανώτατο όρ LO για την κηροσκωρίνη στα τρόφιμα, αλλά θα πρέπει ν’ απαγορεύεται τελείως. Περαιτέρω, αν και ο ενάγων δεν γνωμοδότησε προσωπικώς επί του θέματος των ορίων της κηροσκωρίνης στο μέλι, ούτε του ανατέθηκε ατομικώς τέτοια υποχρέωση γνωμοδοτήσεως από τον ΕΦΕΤ, εντούτοις ήταν μέλος της προαναφερομένης επιτροπής και μετά από δική του εισήγηση φέρεται να αποφασίσθηκε ως ανώτατο όριο κηροσκωρίνης αυτό των 40 μς | Kg για το μέλι παραγωγής 2004 και λήξεως 2007 (βλ. ανωτέρω την υπ’ αριθμ. 127/29-10-2004 απόφαση του οικητικού συμβουλίου του ΕΦΕΤ, σε συνδυασμό και με το, από 20-10-2004, υπηρεσιακό σημείωμα του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων) .
Όσον δε αφορά τη φράση: «. Και η γνωμοδότηση αυτή, προφανώς “ήρθε κουτί σε συγκεκριμένα επιχειρηματικά συμφέροντα…», είναι προφανές ότι μ’ αυτή εννοείται ότι ο κατ’ εξαίρεση ορισμός ανωτάτου ορίου κηροσκωρίνης 40 μς|Kg για το μελι παράγωγής 2004 και λήξεως 2007, ευνοούσε εκείνους τους μελισσοπαραγωγούς αλλά και τυποποιητές μελιού, οι οποίοι διέθεταν στην Ελλάδα μέλι παραγωγής 2004 με συγκέντρωση κηροσκωρίνης άνω του καθορισθέντος εθνικού ορίου των 10 μg|Kg.
Αποδείχθηκε δε ότι όντως υπήρξαν ποσότητες μελιού, οι οποίες, μολονότι περιείχαν κηροσκωρίνη άνω των 10 μς|Κς, διατέθηκαν στην ελληνική αγορά βάσει της προαναφερομένης αποφάσεως του διοικητικού συμβουλίου του ΕΦΕΤ (όπως λ.χ.: 1. μέλι «» με συγκέντρωση κηροσκωρίνης 18,53 μς|Kg στην παρτίδα L506830809, 35,62 μg|Kg στην παρτίδα 01 5397/λήξεως 6ος του 2006, 35,04 μg|Kg στην παρτίδα 1501940803/λήξ ε ως 1ος του 2008 , 2. με συγκέντρωση κηροσκωρίνης 14987 μg|Kg στην παρτίδα 100583/λήξεως 120ς του 2007, 39,94 μg|Kg στην παρτίδα 100578/λήξεως 12ος του 2007, 15,00 μg|Kg στην παρτίδα 100577/λήξεως 12ος του 2007 , 166, 61 μg | Kg στην παρτίδα 100581/λήξ εως 12° του 2007 , 31,23 μg | Kg στην παρτίδα L 00521, 75, 94 μg|Kg στην παρτίδα L 00551, 3. με συγκέντρωση κηροσκωρίνης 15,55 μg|Kg στην παρτίδα L0 45560902, 53,99 μg|Kg στην παρτίδα L0 17550406, 41 , 93 μg | Kg στην παρτίδα L0 19521511, 40,81 μg|Kg στην παρτίδα L 313462012, 4. Γ. Θ. με συγκέντρωση κηροσκωρίνης 53,08 μg|Kg στην παρτίδα L 20105, 5. με συγκέντρωση κηροσκωρίνης 123,15 μg | Kg στην παρτίδα 5005016, 6. με συγκέντρωση κηροσκωρίνης 20,71 μg|Kg σε παρτίδα λήξεως 21-9- 2006 και 7 με συγκέντρωση κηροσκωρίνης 17,69, 15,45 και 13,25 μς|Kg σε τρεις αποτελέσματα του εργαστηρίου φασματομε ι ρίας μάζας και ανάλυσης διοξινών του Δημοκρίτου).
Σημειώνεται ότι οι, ως άνω, παρτίδες μελιού οπωσδήποτε θα είχαν δεσμευθεί αν οριζόταν ως ανώτατο όριο κηροσκωρίνης για όλα τα μέλια αυτό των 10 μg|Kg και δεν οριζόταν κατ’ εξαίρεση αυτό των 40 μg|Kg για το μέλι παραγωγής 2004 και λήξεως 2007. Αναφέροντας λοιπόν το δημοσίευμα ότι εξυπηρετήθηκαν συγκεκριμένα επιχειρηματικά συμφέροντα, σαφώς εννοεί όλους εκείνους τους επιχειρηματίες, οι οποίοι (έστω και κατ’ αποτέλεσμα) ευνοήθηκαν με τον, κατ’ εξαίρεση, καθορισμό ορίου συγκ εν τ ρώσεως κηροσκωρίνης 40 μg|Kg για το μέλι παραγωγής 2004 και λήξεως 2007, γεγονός που αντικειμενικά δεν απέχει από την πραγματικότητα.
Ας σημειωθεί ότι, μετά από αλλεπάλληλα δημοσιεύματα που καυτηρίαζαν τον, κατ’ εξαίρεση, καθορισμό ορίου για το μέλι παραγωγής 2004 και λήξεως 2007, τον Απρίλιο του 2005 αποσύρθηκαν από την ελληνική αγορά όλα τα μέλια που εμφάνιζαν συγκέντρωση κηροσκωρίνης άνω του ορίου των 10 μg|Kg (βλ. ενδεικτικώς το φωτοτυπημένο φύλλο της εφημερίδος «ΤΑ ΝΕΑ» της 4ης Απριλίου 2005, που προσκομίζουν οι εναγόμενοι).
Η τελευταία όμως παράγραφος του, ως άνω, δημοσιεύματος (: «.. .Παράλληλα τον τελευταίο καιρό έχει δημιουργηθεί και ένα ακόμη θέμα Ως εργαστήριο αναφοράς γιαπαρτ ί δ ε ς βλ. τ α προαναφ ερόμενα το μέλι πληροί τις προϋποθέσεις, όπως λέγεται, ένα συγκεκριμένο εργαστήριο της Κρήτης. Όμως η σχετική απόφαση καθυστερεί από του Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και οι υπάρχουσες πληροφορίες αναφέρουν πως κάποιοι θέλουν να γίνει εργαστήριο αναφοράς στο μέλι, το εργαστήριο του συγκεκριμένου καθηγητή μελισσοκομίας και σηροτροφίας στη Γεωπονική Θεσσαλονίκης») διαλαμβάνει γεγονότα αναληθή, καθ’ όσον δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων ή οποιοσδήποτε άλλος ενεργούσε ώστε να οριστεί από το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων το εργαστήριο μελισσοκομίας και σηροτροφίας του Α.Π.Θ. ως εργαστήριο αναφοράς στο μέλι. Εξάλλου, καθ’ όσον αφορά το 2° δημοσίευμα (της 10-3-2005), στην πρώτη παράγραφο αυτού διατυπώνονται ερωτήματα σχετικά με τους κινδύνους που απειλούν την υγεία των καταναλωτών από την αυξημένη συγκέντρωση κηροσκωρίνης στο μέλι, καθώς και για τους ελλιπείς ελέγχους των αρμοδίων φορέων συνεπεία των οποίων ευνοούνται (έστω και κατ’ αποτέλεσμα) επιχειρηματικά συμφέροντα.
Πρόκειται δηλαδή για ερωτήματα που αναλύθηκαν στο 1° δημοσίευμα βάσει πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν κατά βάση αληθή.
Περαιτέρω, η δεύτερη παράγραφος του εν λόγω δημοσιεύματος αναφέρεται στο 1° δημοσίευμα και διατυπώνονται και πάλι ερωτήματα σχετικά με τον ελλιπή έλεγχο του μελιού που γίνεται στην Ελλάδα, προβάλλεται δε ως παράδειγμα επισταμένου ελέγχου αυτός που διενεργήθηκε από τις Κυπριακές αρχές, οι οποίες και εντόπισαν το πρόβλημα της κηροσκωρίνης στο εξαγόμενο ελληνικό μέλι, κάτι που δεν έγινε από τις Ελληνικές αρχές προτού το μέλι εξαχθεί. Επίσης το δημοσίευμα αναφέρεται στην έλλειψη επισήμου ενημερώσεως από το αρμόδιο Υπουργείο και φορείς.
Επομένως οι δύο αυτοί παράγραφοι του δημοσιεύματος δεν αναφέρονται στον ενάγοντα ή σε κάποια υποχρέωση που αυτός έχει παραβεί, δεδομένου ότι τούτος δεν ευθύνεται για τον έλεγχο του μελιού ούτε του έχει ανατεθεί τέτοιο καθήκον, ούτε τέλος βαρύνεται με την υποχρέωση ενημερώσεως των καταναλωτών. Από . την τρίτη όμως παράγραφο και μετά, το εν λόγω δημοσίευμα αναφέρεται ονομαστικώς στον ενάγοντα, με μνεία της από 3-3-2005, Ε Ω Ρ Η Θ Η Κ Ε επιστολής του.
Όπως προαναφέρθηκε, με την επιστολή του αυτή, που δεν δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα, κατ’ αρχή ο ενάγων επισημαίνει ότι το Εργαστήριο Μελισσοκομίας Σηροτροφίας του Α.ΠΘ εντόπισε την κηροσκωρίνη σε αριθμό ελληνικών μελιών εσοδείας 2002 – 2003 και στη συνέχεια αναφέρει όλες τις ενέργειές του, προκειμένου να ενημερωθούν σι εμπλεκόμενοι φορείς.
Στο σημείο αυτό της επιστολής απαντά το δημοσίευμα, με την, μη απέχουσα από την πραγματικότητα, θέση ότι οι καταναλωτές δεν είναι υποχρεωμένοι ούτε και έχουν τη δυνατότητα να παρακολουθούν επιστημονικά συνέδρια μελισσοκομίας κ.λ.π. ή να διαβάζουν εξειδικευμένα επιστημονικά περιοδικά (όπου έγιναν οι σχετικές ανακοινώσεις περί τηςκηροσκωρίνης), προκειμένου να ενημερωθούν για την επικινδυνότητα του μελιού που καταναλώνουν.
Στη συνέχεια το δημοσίευμα εμφανίζει τις θέσεις του ενάγοντος (περί ενημερώσεως) «…έ ω λ ε ς και παραπλανητικές…», υπονοώντας σαφώς ότι η, αναφερόμενη στην επιστολή ενημέρωση, δεν αφορά το καταναλωτικό κοινό, αλλά τους μελισσοπαραγωγούς, τον ΕΦΕΤ και το αρμόδιο Υπουργείο, όπως και πράγματι συμβαίνει, αφού ο ενάγων ούτε είχε σχετική υποχρέωση, ούτε καL ενημέρωσε το ευρύ καταναλωτικό κοινό, παρά μόνο απευθύνθηκε στους εμπλεκόμενους φορείς, όπως άλλωστε ώφειλε να πράξει.
Η συνέχεια του δημοσιεύματος, που εμφανίζει τον ενάγοντα ως απολογούμενο με την επιστολή του «για λογαριασμό των εκάστοτε κυβερνώντων και των διοικούντων τον ΕΦΕΤ», προφανώς αναφέρεται στο γεγονός ότι, μολονότι ο ενάγων δεν είχε ευθύνη για τον έλεγχο του μελιού ή για την ενημέρωση του καταναλωτικού κοινού (ούτε και του αποδίδεται με το πρώτο δημοσίευμα κάποια σχετική παράλειψη), με την επιστολή του φέρεται να απαντά στο ερώτημα του πρώτου δημοσιεύματος «γιατί εντοπίστηκε το παραδιχλωροβενζόλι ο (p-DCB) στο ελληνικό μέλι στην Κύπρο, αλλά από ελέγχους στην Ελλάδα δεν εντοπίστηκε ή δεν ανακοινώθηκε τίποτε», το οποίο προφανέστατα δεν απευθυνόταν στον ενάγοντα, αλλά στον ΕΦΕΤ ή στο Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων.
Στη συνέχεια το δημοσίευμα επανέρχεται στο θέμα των ορίων συγκεντρώσεως κηροσκωρίνης στο μέλι, με την, κατά βάση, αληθή διαπίστωση ότι από τον, κατ’ εξαίρεση, ορισμό ανωτάτου ορίου κηροσκωρίνης 40 μς|Kg για το μέλι παραγωγής 2004 και λήξεως 2007, ευνοούνταν (έστω και κατ’ αποτέλεσμα) οι μελισσοπαραγωγοί και ο l τυποποιητές μελιού, οι οποίοι διέθεταν στην Ελλάδα μέλι παραγωγής 2004 με συγκέντρωση κηροσκωρίνης άνω του καθορισθέντος εθνικού ορίου των 10 μg | Kg (βλ. ανωτέρω). Περαιτέρω το δημοσίευμα διατυπώνει τα ερωτήματα: «Ποιος ή ποιοι επιχειρηματίες ζητούσαν πιεστικά τη συγκεκριμένη γνωμοδότηση; 0 κ. (ενάγων) δεν γνωρίζει κανέναν από αυτούς τους επιχειρηματίες;…» και συνεχίζει: «Πάντως είναι βέβαιο, πως ο καθένας μπορεί να κάνει φιλίες και κουμπαριές με όποιον θέλει».
Εδώ το δημοσίευμα αναφέρεται στη σχέση του ενάγοντα με τον , διευθύνοντα σύμβουλο της προαναφερομένης εταιρία », με τον οποίο, όπως ομολογεί ο ίδιος στην κρινόμενη αγωγή του, είναι κουμπάροι και υπονοεί σαφώς ότι ο ενάγων δέχτηκε πιέσεις από τον προαναφερόμενο επιχειρηματία προκειμένου να εισηγηθεί στη γνωμοδοτική επιτροπή ως, κατ εξαίρεση, ανώτατο όριο συγκεντρώσεως κηροσκωρίνης αυτό των 40 μg | Kg για το μέλι παραγωγής 2004 και λήξεως 2007′ Το γεγονός αυτό αποδείχθηκε αναληθές, όπως επίσης αναληθή αποδείχθηκαν και τα διαλαμβανόμενα στην τελευταία παράγραφο του εν λόγω δημοσιεύματος, περί εργαστηρίου αναφοράς, καθ’ όσον το, αναφερόμενο στο δημοσίευμα, Κτηνιατρικό Εργαστήριο Χανίων, κάνει αναλύσεις αποκλειστικά για υπολείμματα αντιβιοτικών και ασκεί ελέγχους μέσω των Κτηνιατρικών Υπηρεσιών, ενώ δεν αναλύει μέλι για εντοπισμό κηροσκωρίνης και ούτε για άλλα ποιοτικά χαρακτηριστικά.
Για το λόγο αυτό το Υπουργείο Ανάπτυξης και Τροφίμων προχώρησε στην απαραίτητη διαπίστευση του συγκεκριμένου Εργαστηρίου για την ανίχνευση των αντιβιοτικών στο μέλι.
Επομένως απορριπτέος ως αβάσιμος κατ’ ουσία κρίνεται ο ισχυρισμός των εναγομένων που τον προτείνουν με σχετικό λόγο έφεσης σύμφωνα με τον οποίο η αναφορά για τον ορισμό του εργαστηρίου στο δημοσίευμα έγινε μόνο σε συνδυασμό με το πρόβλημα των ελλιπών ελέγχων για την ποιότητα του μελιού και δεν στρέφεται στο πρόσωπο του ενάγοντα, καθόσον αν δεν στρεφόταν το δημοσίευμα κατ’ αυτού δεν θα γινόταν αναφορά στην απάντηση επί της επιστολής του για το θέμα ορισμού εργαστηρίου αναφοράς για το μέλι και θα διευκρινιζόταν ότι το εργαστήριο των Χανίων δεν αναλύει το μέλι για εντοπισμό κηροσκωρίνης και ούτε για άλλα ποιοτικά χαρακτηριστικά, τα οποία αναλύει μόνο το εργαστήριο του ενάγοντα οπότε και δεν θα υπήρχε αιχμή σε βάρος αυτού αναφορικά με το θέμα καθυστέρησης ορισμού του εργαστηρίου αναφοράς.
Τα αναφερόμενα, στα ως άνω, δυο (2) δημοσιεύματα γεγονότα, τα οποία κατά τα ανωτέρω αποδείχθηκαν κατά βάση αληθή, περιελήφθησαν σ’ αυτά από δικαιολογημένο ενδιαφέρον του συντάκτη των δημοσιευμάτων, δεδομένου ότι από την συνταγματικώς κατοχυρωμένη ελευθερία και την κοινωνική αποστολή του τύπου παρέχεται τέτοιο δικαίωμα για τη δημοσίευση και προβολή ή δημοσιοποίηση ειδήσεων και σχολίων (ακόμη και με οξεία κριτική ή δυσμενείς χαρακτηρισμούς) που σχετίζονται με πράξεις ή παραλείψεις προσώπων, οι οποίες παρουσιάζουν ενδιαφέρον για το κοινωνικό σύνολο, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, αφού αμφότερα τα δημοσιεύματα αφορούσαν την επικινδυνότητα του ελληνικού μελιού, λόγω της ανιχνεύσεως σ’ αυτό της καρκινογόνου ουσίας κηροσκωρίνης σε απαγορευτικές ποσότητες, γεγονός άλλωστε που απασχόλησε έντονα το καταναλωτικό κοινό, τους αρμόδιους φορείς και όλα τα ΜΜΕ (βλ. ενδεικτικά τις προσκομιζόμενες σε φωτοτυπία σχετικές σελίδες των εφημερίδων «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ»/Φύλλα 4ης, 5ης και 6ης-4- 2005, «ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ»/Φύλλο 5ης-4-2005 και «ΤΑ ΝΕΑ»/Φύλλο 4ης-4-2005 ).
Εξάλλου, από τη διατύπωση των, ως άνω, (κατά βάση αληθών) περικοπών των δυο (2) δημοσιευμάτων δεν προκύπτει πρόθεση του συντάκτη τους κατευθυνόμενη ειδικώς στην προσβολή της τιμής του ενάγοντα, αλλά στην ενημέρωση του καταναλωτικού κοινού και στον εντοπισμό των παραλείψεων των ελεγκτικών φορέων της πολιτείας, μεταξύ των οποίων δεν περιλαμβάνεται το Εργαστήριο Μελισσοκομίας – Σηροτροφίας του Α.Π.Θ., ούτε φυσικά ο ενάγων.
Επομένως, ως προς τα περιστατικά αυτά απορρ ιπτομένης της αντενστάσεως του ενάγοντα και κατά μερική ουσιαστική παραδοχή της, εκ του άρθρου 367 παρ. I ΠΚ, ενστάσεως των εναγομένων την οποία επαναφέρουν και κατά τη συζήτηση της έφεσης, η κρινόμενη αγωγή πρέπει ν’ απορριφθεί ως κατ’ ουσία αβάσιμη. Επίσης η παράθεση των αναφερομένων στα ίδια δημοσιεύματα περιστατικών, τα οποία κατά τα ανωτέρω αποδείχθηκαν αυθαίρετα και αναληθή, μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του ενάγοντος, που είναι έγκριτος επιστήμονας του ενταύθα Α.Π.Θ., είναι παράνομη και υπαίτια.
Πράγματι δε έβλαψαν την τιμή και την υπόληψη του ενάγοντος, δεδομένου ότι εν γνώσει και αναληθώς τον εμφανίζουν, αφενός ότι ενεργούσε ώστε να οριστεί από το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων τα εργαστήριο μελισσοκομίας και σηροτροφίας του Α.Π.Θ. ως εργαστήριο αναφοράς στο μέλι, που δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις, και ν ΐΧ αποκλειστεί Κτηνιατρικό Εργαστήριο Χανίων που τις πληρούσε, αφετέρου ότι δέχτηκε πιέσεις από κουμπάρο του – έμπορο μελιού προκειμένου να εισηγηθεί στη γνωμοδοτική επιτροπή ως, κατ’ εξαίρεση, ανώτατο όριο συγκεντρώσεως κηροσκωρίνης αυτό των 40 μς|Kg για το μέλι παραγωγής 2004 και λήξεως 2007.
Επομένως, ως προς τα περιστατικά αυτά, που περιέχουν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως των άρθρων 363 – 362 ΠΚ, δεν αίρεται ο άδικος χαρακτήρας των δυο (2) δημοσιευμάτων και συνακόλουθα, πρέπει να απορριφθεί η ως άνω ένσταση των εναγομένων. Τα ίδια δεχόμενο και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν έσφαλλε και όσα αντίθετα υποστηρίζουν οι εναγόμενοι με τους σχετικούς λόγους της έφεσης τους απορριπτέα ως αβάσιμα κρίνονται όπως απορριπτέοι κρίνονται και OL λόγοι αυτοί.
Επίσης απορριπτέοι ως αβάσιμοι κατ’ ουσία κρίνονται και οι σχετικοί με τα προαναφερόμενα λόγοι της έφεσης του ενάγοντα με τους οποίους αυτός παραπονείται για την απόρριψη των υπολοίπων ισχυρισμών του πέραν αυτών που έγιναν δεκτοί αναφορικά με τα προαναφερόμενα δημοσιεύματα.
Επομένως εφόσον αποδείχθηκε ότι τα επίμαχα δημοσιεύματα προσέβαλαν παράνομα και υπαίτια την προσωπικότητα και την τιμή του ενάγοντος και ότι η προσβολή αυτή καλύπτεται κατά το υποκειμενικό στοιχείο, από την υπαίτια συμπεριφορά του δευτέρου εναγομένου εκδότη της εφημερίδος Ριζοσπάστης ; καθώς και του τρίτου εναγομένου αρχισυντάκτη OL οποίοι υπαίτια περιέλαβαν το επιλήψιμο δημοσίευμα στην δημοσιευτέα ύλη, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, ενώ η πρώτη εναγόμενη ευθύνεται αντικειμενικά ως ιδιοκτήτρια της εφημερίδος, συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις για να δικαιούται ο ενάγων χρηματική ικανοποίηση προς ανόρθωση της ηθικής βλάβης την οποία υπέστη από την παράνομη προσβολή της προσωπικότη τάς του.
Ακόμη ενόψει του είδους, της βαρύτητας και των συνθηκών τελέσεως της προσβολής του ενάγοντα, του τόπου και του χρόνου, αλλά και του μέσου με το οποίο τελέσθηκε, της υπαιτιότητας του δευτέρου και του τρίτου των εναγομένων, της δημοσιότητας την οποία έλαβε η προσβολή, της επαγγελματικής και κοινωνικής καταστάσεως του ενάγοντος, καθώς και της κο ι νωνικο-οLκονομLκής θέσης και κατάστασης των, εκ των εναγομένων, φυσικών προσώπων και της αποστολής της πρώτης των εναγομένων, το Δικαστήριο κρίνει ότι η εύλογη χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη ο ενάγων ανέρχεται στο ποσό των 15000 ευρώ, καθόσον με την επιδίκαση της προβλεπόμενης από το νόμο ελάχιστης χρηματικής ικανοποιήσεως ή μεγαλυτέρου από αυτή ποσού παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας μεταξύ του χρησιμοποιούμενου μέσου και του επιδιωκόμενου σκοπού, η οποία απορρέει από τη συνταγματική αρχή του Κράτους Δικαίου και έχει ήδη ρητώς καθιερωθεί, κατά την πρόσφατη αναθεώρηση, στο άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, υιοθετείται δε παγίως από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, και εκτός αυτού γιατί με την επιδίκαση υψηλού ποσού υπερακοντίζεται ο σκοπός που επεδίωξε ο νομοθέτης ήτοι η αποκατάσταση της τρωθείσας με την αδικοπραξία κοινωνικής ειρήνης.
Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που αναγνώρισε ότι οφείλεται στον ενάγοντα ως χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 50.000 ευρώ έσφαλε και δεν εκτίμησε ορθά τα προσδιοριστικά ως άνω στοιχεία του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης και πρέπει να γίνει δεκτός εν μέρει ως κατ’ ουσία βάσιμος ο σχετικός λόγος της έφεσης των εναγομένων, να απορριφθεί δε ως αβάσιμος κατ’ ουσία ο σχετικός με το ύψος της επιδικασθείσας χρηματικής ικανοποίησης λόγος της έφεσης του ενάγοντος.
Με βάση όλα τα παραπάνω πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της η έφεση του ενάγοντα, γενομένου δε δεκτού ως βάσιμου κατ’ ουσία του προαναφερομένου λόγου της εφέσεως των εναγομένων λόγω της εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων και δη ως προς το ύψος της επιδικασθείσας χρηματικής ικανοποίησης πρέπει να γίνει δεκτή η εν λόγω έφεση, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση και κατά τις μη ανατρεπόμενες διατάξεις της και τούτο χάριν της ενότητας της εκτέλεσης (ΑΠ 748/1984 Ελ.Δ/νη 26.642), αναγκαίως δε και κατά τη διάταξη των δικαστικών εξόδων.
Στη συνέχεια αφού κρατηθεί η υπόθεση κατά το άρθρο 535 Κ.Πολ.Δ., στο Δικαστήριο αυτό, να δικασθεί κατ” ουσία η αγωγή, να γίνει δεκτή εν μέρει ως κατ” ουσία βάσιμη για μικρότερο όμως ποσό και να αναγνωρισθεί οτ ι οι εναγομενοι εκκαλούντες είναι υποχρεωμένοι να καταβάλουν στον ενάγοντα εις ολόκληρο ο καθένας το ποσό των 15000 ευρώ.
Τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας θα επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντα ενάγοντα του οποίου η έφεση- απορρίφθηκε, ενώ ένα μέρος των δικαστικών εξόδων των εκκαλούντων και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας επιβληθεί σε βάρος αυτών που ηττήθηκαν σύμφωνα με τα οριζόμενα στο δ ιατ ακτ ικό
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ.
Δικάζει κατ’ αντιμωλία τ ων διαδίκων
Διατάσσει την ένωση και συνεκδίκαση των αναφερομένων στο σκεπτικό αντιθέτων εφέσεων κατά της 1998212006 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης.
Δέχεται τυπικά τις εφέσεις.
Απορρίπτει κατ’ ουσία την έφεση του ενάγοντα.
Δέχεται κατ’ ουσία την έφεση των
εναγομένων.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση. Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την με αριθμ. καταθ. 17099\2005 αγωγή. Δέχεται εν μέρει την αγωγή. Αναγνωρίζει ότι οι εναγόμενοι είναι υποχρεωμένοι να καταβάλουν στον ενάγοντα σε ολόκληρο ο καθένας από αυτούς το ποσό των δέκα πέντε χιλιάδων ευρώ.
Καταδικάζει τον ενάγοντα εκκαλούντα στα δικαστικά έξοδα των εναγομένων – εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας τα οποία ορίζει στο ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ και τους εναγόμενους – νύν εκκαλούντες σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντα – εφεσιβλήτου και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων (2000) ευρώ.
Κρίθηκε κα L αποφασίσθηκε στην Θεσσαλονίκη στις 11 Ιουνίου 2007, και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση του Δικαστηρίου, στο ακροατήριο του, στις 13 Ιουνίου 2007.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ