Σύνοψη:
ΜονΠρωτΘεσσ 11741/2014.
Πρόσληψη εργαζομένων ως νοσοκόμων. Πραγματική απασχόληση ως οδηγοί ασθενοφόρων και άλλων οχημάτων της επιχείρησης.
Για τους απασχολούμενους κατά την παροχή της εργασίας τους ως οδηγούς αυτοκινήτων επικρατεί το πνευματικό και όχι το σωματικό στοιχείο, και οι συνδέουσες τους διαδίκους έννομες σχέσεις ήταν εκείνες των συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας υπαλλήλου αορίστου χρόνου.
Αίτημα χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης εξαιτίας του γεγονότος ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας συντελέστηκε υπό συνθήκες που συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας των εναγόντων.
ΜονΠρωτΘεσσ …/2014
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Αικατερίνη Αναστασιάδου, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου, και από τη Γραμματέα Ασημένια Τάτση.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια, στο ακροατήριο του, στις 10 Μαρτίου 2014 για να δικάσει την έφεση με αριθμό κατάθεσης ……/2.8.2013 κατά της υπ’ αριθμ. ……/2013 απόφασης του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης, μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΚΚΑΑΟΥΝΤΟΣ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: ………. του Παναγιώτη, κατοίκου Θεσσαλονίκης, που παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου του ………, η οποία κατέθεσε προτάσεις.
Των ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ – ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: 1) ….. του Δημητρίου, κατοίκου Ν. Ρυσίου Θεσσαλονίκης, 2) …… του Εμμανουήλ, κατοίκου Ν. Κρήνης Θεσσαλονίκης, 3) …… του Αναστασίου, κατοίκου Καλαμαριάς Θεσσαλονίκης, 4) ……. του Χρήστου, κατοίκου Σταυρούπολης Θεσσαλονίκης και 5) …… του Δημητρίου – Χρυσοστόμου, κατοίκου Καλαμαριάς Θεσσαλονίκης, που παραστάθηκαν δια της πληρεξούσιας δικηγόρου τους Χάιδως Τσαγκαλίδου (Α.Μ.Δ.Σ.Θ. 10976), η οποία κατέθεσε προτάσεις.
Οι εφεσίβλητοι άσκησαν κατά του εκκαλούντος την από 12.1.2012 (αρ. έκθ. κατάθ. …../13.1.2012) αγωγή τους ενώπιον του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης και ζήτησαν να γίνει δεκτή.
Το Ειρηνοδικείο, με την υπ’ αριθμ. …../2013 απόφασή του, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή. Ήδη ο εκκαλών με την από 11.7.2013 έφεσή του, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Θεσσαλονίκης με αριθμό …../15.7.2013, προσδιορίστηκε να δικαστεί κατά την παραπάνω δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο, προσβάλλει την απόφαση αυτή.
ΚΑΤΑ τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και τις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’ αριθμ. …../2013 απόφασης του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρ. 664 επ. ΚΠολΔ), έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις, εφόσον δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης και από τη δημοσίευση της (10.6.2013) μέχρι την κατάθεση της έφεσης στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (15.7.2013) δεν έχει παρέλθει τριετία (βλ. τη με αριθμό …../15.7.2013 έκθεση κατάθεσης της Γραμματέως του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης), αρμοδίως δε φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρ. 17Α, 495 § 1, 511, 513 § 1 και 518 § 2 ΚΠολΔ).
Είναι επομένως παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω με την ίδια διαδικασία ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 ΚΠολΔ).
Οι ενάγοντες, και ήδη εφεσίβλητοι, με την από 12.1.2012 αγωγή τους ενώπιον του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης, την οποία έστρεφαν κατά του εκκαλούντος, κατ’ εκτίμηση αυτής, εξέθεταν ότι είχαν προσληφθεί ως νοσοκόμοι στην επιχείρηση του εναγομένου, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, και εργάστηκαν σ’ αυτήν από την ημερομηνία πρόσληψής τους, που ειδικότερα αναφέρεται για κάθε ενάγοντα, μέχρι την 15.7.2011, οπότε ο εναγόμενος κατήγγειλε τις συμβάσεις εργασίας τους.
Ότι καθ’ όλο το χρονικό διάστημα της εργασίας τους απασχολήθηκαν ως οδηγοί ασθενοφόρων, εντασσόμενοι λόγω του αντικειμένου της εργασίας τους στην κατηγορία των υπαλλήλων, αλλά ο εναγόμενος τους πλήρωνε με βάση το κατώτατο ημερομίσθιο που προβλεπόταν από την εκάστοτε Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. για τους εργατοτεχνίτες.
Ότι γι’ αυτό το λόγο δικαιούνται τη συμπλήρωση των αποζημιώσεων απόλυσης που έλαβαν, κατά τα αναλυτικώς εκτιθέμενα στην αγωγή, με βάση το μέσο όρο του μηνιαίου μισθού τους ως υπαλλήλων κατά το τελευταίο έτος πριν την απόλυσή τους, συμπεριλαμβανομένων των προσαυξήσεων για τη νυκτερινή εργασία τους, εργασία κατά τις Κυριακές και αργίες και των υπερωριών, και ανάλογα με το αν θα λάβει χώρα ο υπολογισμός αυτός αφού ληφθούν ή όχι υπόψη οι προσκομιζόμενες από αυτούς αποδείξεις πληρωμής, πρέπει να καταβληθεί στον πρώτο απ’ αυτούς το ποσό των 9.582,91 ευρώ, άλλως 9.599,61 ευρώ, στο δεύτερο το ποσό των 9.212,56 ευρώ, άλλως 9.238,23 ευρώ, στον τρίτο το ποσό των 1.987,73 ευρώ, άλλως 2.014,12 ευρώ, στον τέταρτο το ποσό των 5.876,92 ευρώ, άλλως 5.947,06 ευρώ και στον πέμπτο το ποσό των 5.756,28 ευρώ, άλλως 5.758,90 ευρώ. Ότι επιπροσθέτως ο καθένας τους δικαιούται το ποσό των 3.000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης του υπέστη, διότι ο εναγόμενος τους απέλυσε από εκδίκηση και κακότητα, προσβάλλοντας με τον τρόπο αυτό την προσωπικότητά τους, καθώς αυτοί διεκδικούσαν τα δεδουλευμένα τους, δεδομένου ότι ήταν απλήρωτοι για χρονικό διάστημα έξι μηνών, ενώ ο εναγόμενος προσέλαβε κατά το χρονικό διάστημα δύο μηνών από την αποχώρησή τους άλλους 25 οδηγούς.
Με βάση το ιστορικό αυτό, ζητούσαν να εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή απόφαση του Δικαστηρίου που να υποχρεώνει τον εναγόμενο να καταβάλει τα παραπάνω ποσά σε καθένα απ’ αυτούς, με το νόμιμο τόκο από το χρόνο που κάθε κονδύλιο κατέστη απαιτητό, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση.
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη.
Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται τώρα ο εκκαλών με την έφεσή του για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, με σκοπό να απορριφθεί καθ’ ολοκληρίαν η αγωγή.
Κατά τις διατάξεις των άρθρων 57 και 59 ΑΚ, αν η καταγγελία της εργασιακής σύμβασης από τον εργοδότη συντελέστηκε υπό συνθήκες που συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας του εργαζομένου, ο εργοδότης μπορεί να υποχρεωθεί να καταβάλει στον εργαζόμενο, εκτός από την αποζημίωση απόλυσης, εφόσον ο εργαζόμενος θεωρήσει έγκυρη την καταγγελία αυτής, και χρηματική ικανοποίηση (άρθρο 932 § 1 ΑΚ), το ποσό της οποίας προσδιορίζεται από το Δικαστήριο, κατ’ εύλογη κρίση, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που προκάλεσε στον εργαζόμενο η προσβολή της προσωπικότητάς του (ΑΠ 1839/2008 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 5273/1999 ΕλλΔνη 41.172, ΕφΑΘ 143/1997 ΕλλΔνη 39.1599).
Στην προκείμενη περίπτωση, η αγωγή έχουσα το περιεχόμενο που προεκτέθηκε, είναι πλήρως ορισμένη και δεν υφίσταται αντίφαση από τα σωρευόμενα αιτήματα καταβολής των αποζημιώσεων απόλυσης και της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, κατά τα αναφερόμενα στην αμέσως ανωτέρω μείζονα σκέψη.
Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που ομοίως έκρινε και έκρινε ορισμένη την αγωγή, ορθά το νόμο εφάρμοσε, ο δε σχετικός δεύτερος λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Κατά το άρθρο 281 ΑΚ η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν αυτή υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλει η καλή πίστη ή τα χρηστό ήθη ή ο οικονομικός και κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος.
Κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης, καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος υπάρχει και όταν από την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου ή από την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε ή από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν, η εκ των υστέρων άσκηση του δικαιώματος έρχεται σε προφανή αντίθεση προς την ευθύτητα και εντιμότητα που πρέπει να κρατούν στις συναλλαγές, προς τα επιβαλλόμενα χρηστά συναλλακτικά ήθη ή προς τον εγκείμενο στο δικαίωμα κοινωνικό και οικονομικό σκοπό, έτσι ώστε η ενάσκησή του να προσκρούει στην περί δικαίου και ηθικής αντίληψη του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 19/1998, 17/1995).
Για την εφαρμογή της διάταξης αυτής δεν αρκεί μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου να ασκήσει το δικαίωμά του, αλλά απαιτείται να συντρέχουν και άλλα περιστατικά ή ειδικές συνθήκες και περιστάσεις που προέρχονται κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του οφειλέτη, ενόψει των οποίων και της αδράνειας του δικαιούχου, να δημιουργήθηκε ευλόγως στον οφειλέτη η πεποίθηση της μη ενάσκησης του δικαιώματος, οπότε η μεταγενέστερη άσκηση αυτού που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό τις άνω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε επί μακρό χρονικό διάστημα, να αντίκειται προφανώς στις καθοριζόμενες από τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ αρχές γιατί δημιουργεί δυσανάλογη προς την ωφέλεια του δικαιούχου επιβάρυνση του υπόχρεου (ΟλΑΠ 8/2001, 1/1997, ΑΠ 353/2009 ΝΟΜΟΣ).
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το δικόγραφο της έφεσης, ο εκκαλών, με τον τέταρτο λόγο αυτής επαναφέρει τον ισχυρισμό περί καταχρηστικής άσκησης της ένδικης αγωγής από τους εφεσίβλητους, αφ’ ενός μεν γιατί είχε παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα από την πρόσληψή τους ως νοσοκόμων και την αμοιβή τους ως εργατοτεχνιτών, χωρίς ποτέ να διαμαρτυρηθούν γι’ αυτό, υπογράφοντας χωρίς καμία επιφύλαξη τις αποδείξεις της μισθοδοσίας τους και το έγγραφο της απόλυσής τους, και μη διατυπώνοντας καμία επιφύλαξη για το ύψος της αποζημίωσης απόλυσης που έλαβαν, η δε συμπεριφορά των εναγόντων του δημιούργησε εύλογα την πεποίθηση ότι δεν θα ασκήσουν το ένδικο δικαίωμά τους, και αφ’ ετέρου διότι ο ίδιος ο εναγόμενος βρίσκεται σε τραγική οικονομική κατάσταση, η οποία θα επιδεινωθεί σε περίπτωση που γίνει δεκτή η αγωγή.
Ο ισχυρισμός όμως αυτός πρέπει να απορριφθεί ως νομικά αβάσιμος, διότι ο εναγόμενος δεν αναφέρει, πέραν της αδράνειας των εναγόντων, προσθέτως ειδικές συνθήκες και περιστάσεις προηγούμενης συμπεριφοράς τους, ενόψει των οποίων η επακολουθήσασα άσκηση του δικαιώματος να εξέρχεται των ορίων του άρθρου 281 ΑΚ, με δεδομένο μάλιστα ότι θεωρείται άκυρη οποιαδήποτε παραίτηση του μισθωτού από το δικαίωμα λήψης των νομίμων αποδοχών του, όπως εν προκειμένω από το υπόλοιπο της αποζημίωσης απόλυσης, για την οποία δεν εξέφρασαν επιφύλαξη. Εξάλλου, το γεγονός ότι η επιχείρηση του εναγομένου βρίσκεται σε δυσχερή οικονομική θέση, δεν μπορεί να οδηγήσει σε εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ, εφόσον τον επιχειρηματικό κίνδυνο φέρει ο εργοδότης και δεν μπορεί να τον μετακυλήσει στους εργαζομένους, ώστε αυτοί να μη λάβουν τις νόμιμες αποδοχές τους.
Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που ομοίως έκρινε και απέρριψε την πιο πάνω ένσταση ως νόμω αβάσιμη, ορθά το νόμω εφάρμοσε και ο τέταρτος λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί.
Από την επανεκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που προσκομίζονται, και ειδικότερα από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, τα οποία λαμβάνονται υπόψη έστω και αν δεν πληρούν τους όρους του νόμου (όρθρο 671 § 1 ΚΠολΔ), είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για να χρησιμεύσουν ως δικαστικό τεκμήρια, από τη με αριθμό …../18.4.2013 ένορκη βεβαίωση μάρτυρα ενώπιον της Ειρηνοδίκη Θεσσαλονίκης, που ελήφθη με επιμέλεια του εναγομένου μετά από νόμιμη κλήτευση των αντιδίκων του με προφορική δήλωση που καταχωρίστηκε στα πρακτικά του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, καθώς και από τα νέα έγγραφα που προσκόμισε για πρώτη φορά ο εναγόμενος στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο χωρίς πρόθεση στρεψοδικίας ή βαριά αμέλεια (άρ. 529 ΚΠολΔ), με αριθμούς σχετικών 21 έως και 30α, β, γ, δ και ε, αποδείχθηκαν τα εξής πραγματικά περιστατικό:
Ο εναγόμενος δραστηριοποιείται επαγγελματικά, μεταξύ άλλων, και στο χώρο της υγείας, διατηρώντας στη Θεσσαλονίκη διαγνωστικό κέντρο που παρέχει πρωτοβάθμια ιατρική περίθαλψη. Στα πλαίσια της δραστηριότητας του αυτής προσέλαβε τους ενάγοντες με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου.
Συγκεκριμένα, προσέλαβε τον πρώτο απ’ αυτούς στις 25.2.1998, το δεύτερο στις 3.9.1998, τον τρίτο στις 10.12.2008, τον τέταρτο στις 30.8.2000 και τον πέμπτο στις 9.12.2002, ως νοσοκόμους, παρ’ ότι αυτοί στερούντο σχετικών πτυχίων που να πιστοποιούν τις γνώσεις τους και να τους παρέχουν τη δυνατότητα να ασκήσουν την εν λόγω εργασία.
Το γεγονός αυτό της έλλειψης των πτυχίων ήταν βεβαίως γνωστό στον εναγόμενο, ο οποίος στην πραγματικότητα είχε την πρόθεση να τους απασχολήσει κατά κύριο αντικείμενο της εργασίας τους ως οδηγούς ασθενοφόρων και άλλων οχημάτων της επιχείρησής του, που μετέφεραν ανάλογα ασθενείς και ιατρούς από και προς τους χώρους αυτής, δεδομένου ότι αυτοί ήταν κάτοχοι των αναγκαίων προς τούτο διπλωμάτων οδήγησης. Πράγματι με την αποδοχή από την πλευρά των εναγόντων του αντικειμένου αυτού της εργασίας τους από το χρόνο πρόσληψης του καθενός και μέχρι την 15η.7.2011, οπότε ο εναγόμενος κατήγγειλε εγγράφως τις συμβάσεις εργασίας τους, αυτοί εργάστηκαν ως οδηγοί των αυτοκινήτων της εταιρείας του. Συγκεκριμένα, αυτοί απασχολούντο βάσει μηνιαίου προγράμματος που καταρτιζόταν από τα αρμόδια όργανα της επιχείρησης του εναγομένου, είτε σε πρωινές, είτε σε απογευματινές, είτε σε νυκτερινές βάρδιες, διάρκειας 8 ωρών η καθεμία, οι οποίες περιελάμβαναν και ημέρες Κυριακής και αργίες.
Κατά τη διάρκεια της βάρδιας του καθενός από τους ενάγοντες, αυτοί, έχοντας προηγουμένων ελέγξει και βεβαιωθεί για την εν γένει καλή κατάσταση τόσο των αυτοκινήτων που επρόκειτο να οδηγήσουν (λάδια, νερά, βλ. και τα προσκομιζόμενα από τους ενάγοντες δελτία κίνησης των οχημάτων του εναγομένου για το χρονικό διάστημα από 8.4.2011 έως 15.7.2011), όσο και του περιεχομένου των υπαρχουσών εντός αυτών (αυτοκινήτων) ιατρικών τσαντών, έπρατταν ως ακολούθως:
1) σε περίπτωση που οδηγούσαν ασθενοφόρο ή άλλο όχημα με συνοδεία ιατρού, τον μετέφεραν στις οικίες ασθενών – πελατών της επιχείρησης του εναγομένου. Μετά την άφιξή τους σ’ αυτές, κατά το χρόνο της εξέτασης των ασθενών, αυτοί παρέμεναν εντός του αυτοκινήτου, εκτός αν τους ζητείτο από τους ιατρούς είτε να τους προμηθεύσουν με διάφορα ιατρικά υλικό που βρίσκονταν μέσα σ’ αυτά (οχήματα), είτε να τους συνδράμουν κατά την εξέταση στην περίπτωση που ο ασθενής αντιμετώπιζε κινητικά προβλήματα,
2) σε περίπτωση που υπήρχε κλήση μεταφοράς με ασθενοφόρο ασθενών από και προς το χώρο των εγκαταστάσεων της επιχείρησης του εναγομένου, αυτοί το οδηγούσαν στον επιθυμητό κάθε φορά προορισμό, εκτελώντας μαζί με άλλο υπάλληλο της που τους συνόδευε και καθήκοντα τραυματιοφορέων, επιδεικνύοντας την απαραίτητη προσοχή για την ασφαλή εν γένει μεταφορά τους, έχοντας τις σχετικές γνώσεις, αφού είχαν παρακολουθήσει ανάλογα σεμινάρια που είχαν πραγματοποιηθεί από τα αρμόδια όργανα της άνω επιχείρησης και
3) στο χρονικό διάστημα που τυχόν μεσολαβούσε μεταξύ των κλήσεων για την εκτέλεση των παραπάνω δρομολογίων, αυτοί παρέμεναν εντός των αυτοκινήτων της επιχείρησης του εναγομένου, τα οποία και τα είχαν σταθμεύσει σε διάφορα κεντρικά σημεία της πόλης, αναμένοντας αυτές.
Σε εξαιρετικές μόνο περιπτώσεις και μάλιστα, όπως χαρακτηριστικά κατέθεσε ο μάρτυρας απόδειξης της αγωγής όταν «γινόταν πανικός», μετέβαιναν στους χώρους των εγκαταστάσεων της ανωτέρω επιχείρησης, προκειμένου να βοηθήσουν τους νοσοκόμους που απασχολούντο σε κάθε βάρδια εκεί.
Με βάση τα προεκτεθέντα πραγματικό περιστατικά, λαμβάνοντας υπόψιν το αντικείμενο της απασχόλησης των εναγόντων από το χρόνο κατάρτισης των συμβάσεων εργασίας τους έως και τη λήξη αυτών, η προέχουσα δραστηριότητα των εναγόντων κατά την άποψη της χρονικής διάρκειας και της σπουδαιότητας, με κριτήριο την ανάπτυξη πρωτοβουλίας και υπευθυνότητας, τις γνώσεις, την εμπειρία και τη συμβολή τους στην παραγωγικότητα της επιχείρησης του εναγομένου, ήταν αυτή των οδηγών των αυτοκινήτων της.
Επομένως, αφού για τους απασχολούμενους κατά την παροχή της εργασίας τους ως οδηγούς αυτοκινήτων επικρατεί το πνευματικό και όχι το σωματικό στοιχείο, οι συνδέουσες τους διαδίκους έννομες σχέσεις ήταν εκείνες των συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας υπαλλήλου αορίστου χρόνου.
Σε αντίθετη κρίση ως προς το αντικείμενο της εργασίας των εναγόντων δεν οδηγείται το Δικαστήριο από το από τον εναγόμενο προσκομιζόμενα ιδιωτικά έγγραφα των καταστάσεων μισθοδοσίας των εναγόντων, που φέρουν και τις μη αμφισβητούμενες ως προς τη γνησιότητα τους υπογραφές τους, των καταγγελιών των συμβάσεων εργασίας και των αναγγελιών πρόσληψής τους προς την αρμόδια διοικητική αρχή, στα οποία ως ακριβή περιγραφή του επαγγέλματος των εναγόντων αναγράφεται αυτή του νοσοκόμου, αφού ο εν λόγω χαρακτηρισμός δεν είναι δεσμευτικός για το Δικαστήριο, το οποίο δύναται, συνεκτιμώντας όλα τα πιο πάνω πραγματικά περιστατικά και προβαίνοντας σε ορθό υπαγωγικό συλλογισμό, να προσδώσει τον προσήκοντα νομικό χαρακτηρισμό στις συνδέουσες τους διαδίκους έννομες σχέσεις.
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που κατέληξε στην ίδια κρίση, ότι δηλαδή η προέχουσα απασχόληση των εναγόντων στην επιχείρηση του εναγομένου ήταν αυτή των οδηγών αυτοκινήτων και ότι οι συνδέουσες τους διαδίκους έννομες σχέσεις ήταν αυτές των συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας υπαλλήλου αορίστου χρόνου, επιδικάζοντας, περαιτέρω, ως διαφορά των αποζημιώσεων απόλυσης που ο εναγόμενος του κατέβαλε λόγω της πρόσληψής τους ως νοσοκόμων (εργατοτεχνιτών), στον πρώτο απ’ αυτούς το ποσό των 9.599,61 ευρώ, στο δεύτερο το ποσό των 9.238,23 ευρώ, στον τρίτο το ποσό των 1.855,63 ευρώ, στον τέταρτο το ποσό των 5.523,56 ευρώ και στον πέμπτο το ποσό των 5.388,95 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την 15η.7.2011 (σημειώνεται ότι τα εν λόγω κονδύλια δεν πλήττονται με την έφεση), δεν έσφαλε κατά την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, ο δε σχετικός πρώτος λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.
Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος κατήγγειλε εγγράφως στις 15.7.2011 τις συμβάσεις εργασίας των εναγόντων, υπό συνθήκες που προσέβαλαν την προσωπικότητά τους, δηλαδή μόνο και μόνο επειδή οι ενάγοντες διεκδικούσαν καθυστερούμενες αποδοχές τους. Μετά δε την απόλυσή τους προέβη στην πρόσληψη, για την κάλυψη των κενών θέσεών τους, νέων υπαλλήλων.
Λαμβάνοντας λοιπόν υπόψιν την κατακριτέα αυτή συμπεριφορά του εναγομένου ως εργοδότη, η οποία αντιβαίνει στην καλή πίστη και στα συναλλακτικό ήθη, που επέφερε την παράνομη προσβολή της προσωπικότητας των εναγόντων, μειώνοντας την ηθική και κοινωνική τους αξία ως εργαζομένων στην επιχείρησή του, καθώς και την περιουσιακή και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων, κατά την κρίση του Δικαστηρίου πρέπει να επιδικαστεί σε καθένα απ’ αυτούς το ποσό των 1.000,00 ευρώ, το οποίο κρίνεται εύλογο προς αποκατάσταση της ηθικής τους βλάβης από την αιτία αυτή.
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που ομοίως έκρινε και επιδίκασε σε καθένα από τους ενάγοντες το παραπάνω ποσό ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από την παράνομη προσβολή της προσωπικότητάς του, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, δεν έσφαλε, και ο σχετικός τρίτος λόγος της έφεσης, που ανάγεται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.
Κατόπιν όλων των ανωτέρω, και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης, πρέπει να απορριφθεί η έφεση στο σύνολο της ως ουσιαστικά αβάσιμη και να καταδικαστεί ο εκκαλών, λόγω της ήττας του και της ύπαρξης σχετικού αιτήματος, στην καταβολή των δικαστικών εξόδων των εφεσιβλήτων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρ. 176, 183 και 191 § 2), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ουσιαστικά την έφεση.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον εκκαλούντα στην καταβολή των δικαστικών εξόδων των εφεσιβλήτων, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των οκτακοσίων (800,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στη Θεσσαλονίκη, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.