Αριθμός απόφασης: 12621/2015
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ (ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ)
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τον Δικαστή Ιωάννη Αγγελόπουλο, Πρωτοδίκη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου και από τη Γραμματέα Χριστίνα Χριστογιάννη,
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του την 21-4-2015, για να δικάσει την αγωγή με αριθμό κατάθεσης …/17-3-2014 μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: …, κατοίκου Χαλκηδόνας Θεσσαλονίκης, που παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου της δικηγόρου Δημητρίου Τσαγκαλίδη (AM 2176), που κατέθεσε προτάσεις.
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: …, που παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας της δικηγόρου …, που κατέθεσε προτάσεις.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά συνεδρίασης και στις έγγραφες προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την υπό κρίση αγωγή, η οποία ασκήθηκε εντός εξαμήνου από την απόρριψη ως αόριστης -με την υπ’ αριθμ…/2014 οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου- προηγούμενης όμοιας κατά το ιστορικό και τα αιτήματα αγωγής της, η ενάγουσα εκθέτει ότι στις 14-5-2002 προσελήφθη με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου από την εναγόμενη, η οποία διατηρεί οίκο ευγηρίας στη Θεσσαλονίκη, ως πρακτική νοσοκόμα, αντί των εκάστοτε νομίμων αποδοχών που προβλέπονται για τους εργαζομένους με την ειδικότητά της.
Ότι έκτοτε παρείχε τις υπηρεσίες της κατά το σύστημα της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας μέχρι την 29-4-2011, οπότε η εναγόμενη προσέβαλε απρόκλητα και βαρύτατα την προσωπικότητά της με την αναφερόμενη στο αγωγικό δικόγραφο προσβλητική λεκτική της επίθεση.
Ότι η ίδια θεώρησε την παραπάνω συμπεριφορά της εναγομένης, η οποία συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων της σύμβασής τους, ως άτακτη εκ μέρους της καταγγελία της σύμβασης αυτής, με συνέπεια να αποχωρήσει από την εργασία της. Ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της εργασιακής της σχέσης εργαζόταν υπερεργασιακά και κατ’ εξαίρεση υπερωριακά και ότι επιπρόσθετα απασχολείτο, πέραν του πενθημέρου, όλα τα Σαββατοκύριακα του μήνα και επί 15 ημέρες μηνιαίως κατά τη διάρκεια της νύχτας, δίχως να αμείβεται για τις αιτίες αυτές. Και ότι πέραν τούτων οι μηνιαίες αποδοχές που της κατέβαλλε η εναγόμενη υπολείπονταν των νομίμων.
Με βάση τα πιο πάνω περιστατικά, ζητεί, κατόπιν παραδεκτής τροπής των καταψηφιστικών αιτημάτων περί καταβολής αποζημίωσης απόλυσης και χρηματικής ικανοποίησης (άρθρο 223 ΚΠολΔ) σε αναγνωριστικά:
α) να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης να της καταβάλει ως αποζημίωση απόλυσης το ποσό των 17.958,35 Ευρώ, άλλως και όλως επικουρικά, με διαφορετικό υπολογισμό των τακτικών μηνιαίων αποδοχών της, το ποσό των 7.879,15 Ευρώ, καθώς επίσης και το ποσό των 5.000,00 Ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη και
β) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλει το ποσό των 3.749,57 Ευρώ για διαφορές αποδοχών από τον Οκτώβριο του 2008 μέχρι τη λύση της σύμβασής τους, το ποσό των 500,71 Ευρώ για αποζημίωση αδείας 2011, το ποσό των 18.470,38 Ευρώ για την εργασία της τις Κυριακές, τις εξαιρέσιμες ημέρες, τα Σάββατα, για μη χορήγηση αναπληρωματικής ημέρας ανάπαυσης (ρεπό) λόγω εργασίας κατά τις Κυριακές, καθώς και για παρασχεθείσα υπερεργασιακή και κατ’ εξαίρεση υπερωριακή απασχόληση, το ποσό των 3.079,82 Ευρώ για την εργασία της κατά τη διάρκεια της νύχτας, αμφότερα τα ανωτέρω ποσά από τον Μάρτιο του 2008 έως την κατά τα ανωτέρω λύση της σύμβασής τους και συνολικά το ποσό των 25.800,48 Ευρώ.
Τα παραπάνω ποσά ζητώνται νομιμοτόκως από τότε που κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, άλλως από την 25-10-2011, ημερομηνία επίδοσης της με αριθμό κατάθεσης …/2011 προγενέστερης ως άνω αγωγής της που απορρίφθηκε ως αόριστη, άλλως από την επίδοση της κρινομένης αγωγής της.
Ζητεί ακόμη να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί η αντίδικος στα δικαστικά της έξοδα.
Με το πιο πάνω περιεχόμενο, η αγωγή αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπον φέρεται ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρα 14 παρ. 2, 16 αρ. 3, 25 αρ. 2, 664 ΚΠολΔ), κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επ. ΚΠολΔ) και είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 57, 345, 346, 648, 653, 655, 904, 914, 932 ΑΚ, 8 του Ν. 3846/2010 (ΦΕΚ Α …/11-05-2010), 3 παρ. 1, 2, 6 παρ. 1, 7 του Ν. 2112/1920, όπως η παρ,1 του άρθρου 3 ίσχυε πριν την αντικατάσταση της με την παρ 2 της υποπ. ΙΑ 12 της παραγράφου ΙΑ του Ν. 4093/2012, 5 παρ. 1, 3 του Ν. 3198/1955, 74 παρ. 4 του Ν. 3863/2010, 2 παρ. 1, 3 παρ. 1 του Ν. 539/1945, 3 παρ. 16-17 του Ν 4504/1966, 1 παρ. 1, 2, 3 της Υ.Α. 19040/1981, που εκδόθηκε κατ! εξουσιοδότηση του Ν 1082/1980, 1 παρ. 1, 2, 4 και 5 του Ν. 3385/2005, όπως οι παρ. 1 και 5 ίσχυσαν πριν και ισχύουν μετά την αντικατάσταση του άρθρου αυτού με το άρθρο 74 παρ. 10 του Ν. 3863/2010 (ΦΕΚ Α …/15-7-2010), 1, 3 παρ. 1, 10 παρ. 1 του Β.Δ. 748/1966, ΚΥΑ 8900/1946 Οικονομικών και Εργασίας, όπως αυτή ερμηνεύτηκε με την 25825/1951 απόφαση των ιδίων Υπουργών και 2 παρ, 1 Ν. 435/1976, ΚΥΑ 18310/1946 Οικονομικών και Εργασίας, όπως ερμηνεύτηκε με την 25825/1951 απόφαση των ιδίων Υπουργών και την 27019/1953 απόφαση Υπουργού Εργασίας «περί τροποποιήσεως της 25825/1951 ΚΥΑ και προς την προσαύξηση της νυκτερινής εργασίας, (ΦΕΚ 275Β/16-12-1953), 70 και 176 ΚΠολΔ, πλην του αιτήματος περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, το οποίο, μετά την κατά τα ανωτέρω μερική τροπή της αγωγής σε αναγνωριστική, είναι νόμιμο, ερειδόμενο στις διατάξεις των άρθρων 907, 908 παρ. 1 και 910 αρ. 4 ΚΠολΔ, μόνο κατά το καταψηφιστικό σκέλος της αγωγής, διότι οι αναγνωριστικές αποφάσεις δεν είναι δεκτικές εκτέλεσης. Πρέπει επομένως η αγωγή να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσία, εφόσον καταβλήθηκε το προσήκον τέλος δικαστικού ενσήμου με τα αναλογούντα υπέρ ΤΝ και ΤΑΧΔΙΚ ποσοστά (βλ. τα υπ’ αριθμ. …, … δικαστικά ένσημα (αγωγόσημα)).
Η εναγόμενη, προς απόκρουση της ένδικης αγωγής, ισχυρίζεται με τις έγγραφες προτάσεις της, τις οποίες ανέπτυξε και προφορικά στο ακροατήριο, ότι καταχρηστικώς ασκούνται οι ένδικες αγωγικές αξιώσεις, διότι η ενάγουσα, καθ’ όλο το χρονικό διάστημα της εννεαετούς εργασιακής τους σχέσης, ουδέποτε διαμαρτυρήθηκε για το ύψος των αποδοχών της ούτε προέβαλε οποιεσδήποτε άλλες αξιώσεις και ασκεί την ένδικη αγωγή από λόγους εκδίκησης, παρότι η ίδια παραιτήθηκε από την εργασία της.
Ο παραπάνω ισχυρισμός της ενάγουσας, με τον οποίο επιχειρείται να θεμελιωθεί η εκ του άρθρου 281 ΑΚ ένσταση, είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, καθόσον τα ως άνω πραγματικά περιστατικά, αληθή υποτιθέμενα, δε συνιστούν καταχρηστική άσκηση δικαιώματος.
Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων μερών, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά του (βλ. αυτές) και από όλα τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Η εναγόμενη διατηρεί στη Θεσσαλονίκη μονάδα φροντίδας ηλικιωμένων με την επωνυμία «….» υπό τη μορφή ατομικής επιχείρησης. Την 14-5-2002 η εναγόμενη προσέλαβε την ενάγουσα, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ως πρακτική νοσοκόμα αντί των εκάστοτε νομίμων αποδοχών της ειδικότητας της.
Κατά την πρόσληψή της η ενάγουσα ήταν διαζευγμένη, χωρίς τέκνα και χωρίς να έχει προϋπηρεσία ως πρακτική νοσοκόμα.
Κατά τους ειδικότερους όρους της μεταξύ των διαδίκων σύμβασης η ενάγουσα θα απασχολείτο με την περιποίηση και νοσηλεία των περιθαλπομένων γερόντων κατά το σύστημα της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, από Δευτέρα έως Παρασκευή, σε τρεις εναλλασσόμενες οκτάωρες βάρδιες, πρωινή (από 07:00 έως 15:00), απογευματινή (από 15:00 έως 23:00) και βραδινή (από 23:00 έως 07:00 της επόμενης ημέρας).
Μέχρι το τέλος του 2008 η εναγόμενη απασχολούσε περί τις 7 με 8 πρακτικές νοσοκόμες, πλην όμως από το 2009 και εντεύθεν, λόγω περιορισμού του κύκλου εργασιών της, ο αριθμός των πρακτικών νοσοκόμων που απασχολούσε μειώθηκε σε 4.
Για τον λόγο αυτόν, από το 2009 και μετέπειτα η ενάγουσα απασχολείτο, πέραν των ως άνω εργασίμων ημερών και επί 3 Σάββατα και 3 Κυριακές μηνιαίως.
Αντίθετα μέχρι και το 2008, που το προσωπικό ήταν περισσότερο, αποδεικνύεται ότι απασχολείτο τα Σαββατοκύριακα. Κατά κανόνα κάθε εργαζόμενη άλλαζε βάρδια ανά εβδομάδα.
Η δε ενάγουσα απασχολείτο σε μηνιαία βάση, δύο εβδομάδες στην πρωινή βάρδια, μία εβδομάδα στην απογευματινή βάρδια και μία εβδομάδα στη βραδινή βάρδια. Αντίστοιχα, από το 2009 εργαζόταν ένα Σαββατοκύριακο στην πρωινή βάρδια, ένα στην απογευματινή και ένα στη βραδινή βάρδια.
Συνεπώς, η ενάγουσα πραγματοποιούσε, κατά τις εργάσιμες ημέρες του μήνα, 1 ώρα νυχτερινής εργασίας κάθε ημέρα κατά την απογευματινή βάρδια και συνολικά 5 ώρες και 7 ώρες νυχτερινής εργασίας κάθε ημέρα κατά τη βραδινή της βάρδια, ήτοι 35 ώρες νυχτερινής εργασίας. Συνολικά δε, απασχολείτο κατά τη νύχτα τις εργάσιμες ημέρες επί 40 ώρες σε μηνιαία βάση.
Επιπρόσθετα, κατά το Σαββατοκύριακο που εργαζόταν στην απογευματινή βάρδια πραγματοποιούσε μία ώρα νυχτερινής εργασίας το Σάββατο και μία την Κυριακή και κατά το Σαββατοκύριακο που εργαζόταν στη βραδινή βάρδια πραγματοποιούσε 7 ώρες νυχτερινής εργασίας το Σάββατο και 7 την Κυριακή. Με βάση τα παραπάνω, εργαζόταν συνολικά κατά τη διάρκεια της νύχτας, σε μηνιαία βάση, επί 40 ώρες μέχρι και το 2008 και επί 56 ώρες από το 2009 και εντεύθεν (40+1 +1 +7 + 7),
Από τις 56 αυτές ώρες νυχτερινής εργασίας οι 8 αφορούσαν εργασία σε ημέρα Σάββατο και οι 8 σε ημέρα Κυριακή.
Εργασία πέραν του δώρου δεν αποδεικνύεται σε καμία από τις παραπάνω ημέρες και γι΄ αυτό τα αγωγικά αιτήματα περί καταβολής αμοιβής για παρασχεθείσα υπερεργασία και κατ΄ εξαίρεση υπερωριακή εργασία είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμα. Εξάλλου, εργασία αυτής σε ημέρες αργίας δεν αποδεικνύεται, γ αυτό και το σχετικό αίτημα περί καταβολής της προβλεπόμενης από τον νόμο προσαύξησης 75% του ημερομισθίου της για την αιτία αυτή είναι απορριπτέο ως ουσιαστικά αβάσιμο.
Επισημαίνεται στο σημείο αυτό ότι η ενάγουσα για την απασχόλησή της τις Κυριακές λάμβανε αντίστοιχη ημέρα ανάπαυσης, όπως σαφώς καταθέτουν αμφότεροι οι μάρτυρες και συνεπώς δικαιούται μόνο προσαύξηση 75% επί του 1/25 του νομίμου μηνιαίου μισθού της και όχι άλλη αμοιβή.
Αποδεικνύεται ακόμη ότι οι νόμιμες μηνιαίες αποδοχές της ενάγουσας, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, ήταν διαζευγμένη, χωρίς τέκνα, χωρίς οποιαδήποτε θεωρητική κατάρτιση και χωρίς προϋπηρεσία ως πρακτική νοσοκόμα, διαμορφώθηκαν κατά το κρίσιμο αγωγικό χρονικό διάστημα από την 1/10/2008 έως την 29/4/2011, σύμφωνα με τις οικείες σσε για τους εργαζομένους σε οικοτροφεία, γηροκομεία και κλινικές, ως εξής:
α) από τον Οκτώβριο του 2008 έως τον Ιούλιο του 2009 σε 1122,62 Ευρώ μεικτά και 904,27 Ευρώ καθαρά (αφαιρουμένων των νομίμων κρατήσεων 19,45%, πλέον φόρου μισθωτών υπηρεσιών),
β) τον Αύγουστο του 2009 σε 1132,31 Ευρώ μεικτά και 897,36 Ευρώ καθαρά,
γ) από τον Σεπτέμβριο του 2009 έως τον Δεκέμβριο του 2010 σε 1160,15 Ευρώ μεικτά και 917,80 Ευρώ καθαρά και
δ) από τον Ιανουάριο του 2011 έως την 29/4/2011 σε 1350,71 Ευρώ μεικτά και 1045,92 Ευρώ καθαρά.
Καθ’ όλο το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα η ενάγουσα λάμβανε καθαρό μηνιαίο μισθό ύψους 850,00 Ευρώ. Βέβαια, η εναγόμενη ισχυρίζεται με τις έγγραφες προτάσεις της ότι κατέβαλλε σταθερά σε μηνιαία βάση στην ενάγουσα, πέραν του ως άνω ποσού και το ποσό των 250,00 Ευρώ μηνιαίως έναντι των αξιώσεων της τελευταίας από νυχτερινή εργασία και εργασία τα Σάββατα και τις Κυριακές.
Ο ισχυρισμός όμως αυτός, ο οποίος συνιστά ένσταση, πρέπει να απορριφθεί πρωτίστως ως απαραδέκτως προβαλλόμενος, αφού δεν προτάθηκε προφορικά ούτε καταχωρήθηκε στα πρακτικά, όπως απαιτείται στην ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών.
Από την αντιπαραβολή των καθαρών μηνιαίων αποδοχών της ενάγουσας και του καθαρού καταβαλλόμενου μηνιαίου μισθού της προκύπτει ότι ο τελευταίος υπολείπεται του νομίμου κατά τα εξής ποσά: 1) από τον Οκτώβριο του 2008 έως και τον Ιούλιο του 2009 προκύπτει διαφορά ύψους 54,27 Ευρώ μηνιαίως (904,27 – 850,00).
Εκ του ανωτέρω ποσού ζητείται και επομένως δύναται να επιδικαστούν τα κάτωθι ποσά: 52,20 Ευρώ για καθέναν από τους μήνες Νοέμβριο και Δεκέμβριο 2008 και 40,38 Ευρώ για καθέναν από τους μήνες της περιόδου Ιανουαρίου – Ιουλίου 2009.
Συνολικά, η ενάγουσα δικαιούται για την περίοδο αυτή το ποσό των 441,33 Ευρώ (54,27 + 52,20 + 52,20 + 40,38 + 40,38 +40,38 +40,38 +40,38 +40,38 +40,38 = 441,33), 2) για τον Αύγουστο του 2009 προκύπτει διαφορά ύψους 47,36 Ευρώ (897,36 – 850,00), 3) από τον Σεπτέμβριο του 2009 έως τον Δεκέμβριο του 2010 προκύπτει διαφορά ύψους 67,80 Ευρώ μηνιαίως (917,80 – 850,00) και συνολικά 1084,80 Ευρώ (67,80 Χ 16 = 1084,80), 4) από τον Ιανουάριο του 2011 έως και τον Μάρτιο του 2011 προκύπτει διαφορά ύψους 195,92 Ευρώ (1045,92 – 850,0 συνολικά 587,76 Ευρώ (195,92 Χ 3) και 5) από 1/4 έως 29/4/2011 έλαβε μόνο το ποσό των 480,00 Ευρώ και προκύπτει διαφορά ύψους 565,92 Ευρώ (1045,92 – 480,00), Για δώρο Χριστουγέννων 2008 έπρεπε να λάβει το ποσό των 1169,39 Ευρώ μεικτά και 939,87 Ευρώ καθαρά, πλην όμως έλαβε μόνο το καθαρό ποσό των 855,00 Ευρώ και δικαιούται τη διαφορά ύψους 243,54 Ευρώ, εκ της οποίας ζητείται και επομένως δύναται να επιδικαστεί μόνο το ποσό των 84,87 Ευρώ.
Για δώρα Χριστουγέννων 2009 και 2010 έπρεπε να λάβει ετησίως το ποσό των 1208,48 Ευρώ μεικτά και 956,73 Ευρώ καθαρά, πλην όμως έλαβε μόνο το ποσό των 850,00 Ευρώ και συνεπώς δικαιούται, για καθένα από τα έτη αυτά, το ποσό των 106,73 Ευρώ. Συνολικά δε, δικαιούται για διαφορές δώρων Χριστουγέννων των παραπάνω ετών το ποσό των 298,33 Ευρώ (84,87 + 106,73 + 106,73).
Για δώρο Πάσχα 2009 έπρεπε να λάβει το ποσό των 605,53 Ευρώ μεικτά και το ποσό των 480,80 Ευρώ καθαρά, πλην όμως έλαβε μόνο το καθαρό ποσό των 425,00 Ευρώ, δικαιούμενη τη διαφορά, ύψους 55,80 Ευρώ (480,80 – 425,00). Για δώρο Πάσχα 2010 έπρεπε να λάβει το ποσό των 604,24 Ευρώ μεικτά και το ποσό των 479,37 Ευρώ καθαρά, πλην όμως έλαβε μόνο το καθαρό ποσό των 430,00 Ευρώ και δικαιούται το ποσό των 49,37 Ευρώ (479,37 – 430,00).
Τέλος, για δώρο Πάσχα 2011 έπρεπε να λάβει το ποσό των 703,49 Ευρώ μεικτά και το ποσό των 545,62 Ευρώ καθαρά, ωστόσο έλαβε μόνο το καθαρό ποσό των 450,00 Ευρώ και δικαιούται το ποσό των 95,62 Ευρώ (545,62 – 450). Συνολικά, η ενάγουσα δικαιούται για διαφορές δώρων Πάσχα των
παραπάνω ετών το ποσό των 200,79 Ευρώ (55,80 + 49,37 + 95,62).
Για επίδομα αδείας 2009 έπρεπε να λάβει το ποσό των 631,30 Ευρώ μεικτά και το ποσό των 501,15 Ευρώ καθαρά, αλλά έλαβε μόνο το ποσό των 430,00 Ευρώ, η δε διαφορά που δικαιούται ανέρχεται σε 71,15 Ευρώ (501,15 – 430,00). Για επίδομα αδείας 2010 έπρεπε να λάβει το ποσό των 604,24 Ευρώ μεικτά και το ποσό των 479,37 Ευρώ καθαρά, πλην όμως έλαβε μόνο το ποσό των 225,00 Ευρώ και δικαιούται, ως διαφορά, το ποσό των 254,37 Ευρώ (479,37 – 225,00).
Τέλος, για επίδομα αδείας 2011 έπρεπε να λάβει το ποσό των 810,43 Ευρώ μεικτά και το ποσό των 631,76 Ευρώ καθαρά, πλην όμως έλαβε μόνο το ποσό των 460,00 Ευρώ και δικαιούται, ως διαφορά, το ποσό των 171,76 Ευρώ (631,76 – 460,00). Συνολικά, η ενάγουσα δικαιούται για διαφορές επιδομάτων αδείας των παραπάνω ετών το ποσό των 497,28 Ευρώ (71,15 + 254,37 + 171,76).
Ως εκ τούτου, για διαφορές αποδοχών και επιδομάτων εορτών και αδείας δικαιούται το συνολικό ποσό των 3.723,57 Ευρώ (441,33 + 47,36 + 1084,80 + 587,76 + 565,92 + 298,33 + 200,79 + 497,28). Ακόμη, για αποδοχές αδείας του 2011 δικαιούταν το ποσό των 1350,71 Ευρώ μεικτά, που αντιστοιχεί σε 1045,92 Ευρώ καθαρά.
Έναντι αυτού έλαβε, όπως ιστορεί, το ποσό των 850,00 Ευρώ και επομένως εξακολουθεί να δικαιούται τη διαφορά, ύψους 195,92 Ευρώ (1045,92 – 850,00). Σε σχέση με την εργασία της ενάγουσας τα Σάββατα επισημαίνονται τα εξής:
α) από τον Ιανουάριο του 2009 έως τον Ιούλιο του 2009 εργάστηκε επί 21 Σάββατα. Οι νόμιμες μεικτές μηνιαίες αποδοχές της ανέρχονταν σε 1122,62 Ευρώ και επομένως η ωφέλεια της εναγομένης από την εργασία της ενάγουσας ανέρχεται στο ποσό των 44,90 Ευρώ για κάθε Σάββατο (1122,62 / 25), καθόσον το ποσό αυτό θα κατέβαλε σε οποιονδήποτε και αν απασχολούσε με τα προσόντα της ενάγουσας. Συνολικά δε, η ενάγουσα δικαιούται για την παραπάνω περίοδο το ποσό των 943,00 Ευρώ (44,90 Χ 21),
β) τον Αύγουστο του 2009 εργάστηκε επί 3 Σάββατα και δικαιούται το ποσό των 135,87 Ευρώ (1132,31 / 25 = 45,29 Χ 3 = 135,87),
γ) από τον Σεπτέμβριο του 2009 έως την 11/5/2010 εργάστηκε επί 24 Σάββατα και δικαιούται το ποσό των 1113,74 Ευρώ (1160,15 / 25 = 46,41 Χ 24 = 1113,74),
δ) από την 12/5/2010 έως την 31/12/2010 εργάστηκε επί 24 Σάββατα και δικαιούται το ποσό των 1447,92 Ευρώ (1160,15 / 25 = 46,41 + 13,92 [46,41 Χ 30%] = 60,33 Χ 24 = 1447,92) και
ε) από τον Ιανουάριο του 2011 έως την 29/4/2011 εργάστηκε επί 12 Σάββατα και δικαιούται το ποσό των 842,86 Ευρώ (1350,71 / 25 = 54,03 + 16,21 [54,03 Χ 30%] = 70,24 Χ 12 = 842,86). Συνολικά, η ενάγουσα δικαιούται για την εργασία της τα Σάββατα κατά τα παραπάνω έτη το ποσό των 4.483,39 Ευρώ (943,00 + 135,87 + 1113,74 + 1447,92 + 842,86).
Για προσαύξηση κυριακάτικης εργασίας κατά το διάστημα από 1/1/2009 έως 29/4/2011 δικαιούται: α) από τον Ιανουάριο του 2009 έως τον Ιούλιο του 2009 εργάστηκε επί 21 Κυριακές και δικαιούται το ποσό των 707,17 Ευρώ (1122,62 / 25 = 44,90 Χ 75% = 33,67 Χ 21 = 707,17), β) τον Αύγουστο του 2009 εργάστηκε επί 3 Κυριακές και δικαιούται το ποσό των 101,90 Ευρώ (1132,31 / 25 = 45,29 Χ 75% = 33,97 Χ 3 = 101,90), γ) Σεπτέμβριο του 2009 έως και τον Δεκέμβριο του 2010 εργάστηκε επί 48 Κυριακές και δικαιούται το ποσό των 1670,76 Ευρώ (1160,15 / 25 = 46,41 Χ 75% = 34,81 Χ 48 = 1670,76) και δ) από την 1/1/2011 έως την 29/4/2011 εργάστηκε επί 12 Κυριακές και δικαιούται το ποσό των 486,24 Ευρώ (1350,71 / 25 = 54,03 Χ 75% = 40,52 Χ 12 = 486,24). Επομένως, η ενάγουσα δικαιούται για προσαύξηση κυριακάτικης εργασίας κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα το συνολικό ποσό των 2.966,07 Ευρώ (707,17 + 101,90 + 1670,76 + 486,24).
Συνολικά, η ενάγουσα δικαιούται για την εργασία της τα Σάββατα και τις Κυριακές, το συνολικό ποσό των 7.449,46 Ευρώ (4.483,39 + 2.966,07).
Εξάλλου, η ενάγουσα ζητεί προσαύξηση νυχτερινής εργασίας μόνο από τον Ιανουάριο του 2010 και μετέπειτα, αφού, όπως ιστορεί (βλ. σελ. 228 της αγωγής της), για το προγενέστερο χρονικό διάστημα έχει εξοφληθεί. Συνεπώς: α) από τον Ιανουάριο του 2010 έως την 11/5/2010 πραγματοποιούσε σε μηνιαία βάση 56 ώρες νυχτερινής εργασίας, εκ των οποίων οι 48 ήταν τις καθημερινές και τα Σάββατα και οι 8 τις Κυριακές. Την περίοδο αυτή ο νόμιμος μεικτός μηνιαίος μισθός της ανερχόταν σε 1160,15 Ευρώ, το ωρομίσθιο της τις καθημερινές και τα Σάββατα σε 6,96 Ευρώ (1160,15 Χ 0,006) και η προσαύξηση μίας ώρας νυχτερινής εργασίας σε 1,74 Ευρώ (6,96 Χ 25%).
Το διάστημα αυτό εργάστηκε κατά τη διάρκεια της νύχτας τις καθημερινές και τα Σάββατα επί 192 ώρες (48 ώρες Χ 4 μήνες) και συνολικά δικαιούται το ποσό των 334,08 Ευρώ (192 Χ 1,74). Εξάλλου, την ίδια ως άνω περίοδο το ωρομίσθιο της κατά την Κυριακή ανερχόταν σε 12,18 Ευρώ (6,96 + 75%) και η προσαύξηση μίας ώρας νυχτερινής εργασίας την ημέρα αυτή σε 3,04 Ευρώ.
Η ενάγουσα παρείχε συνολικά 32 ώρες νυχτερινής εργασίας τις Κυριακές (8 ώρες Χ 4 μήνες) και δικαιούται το ποσό των 97,28 Ευρώ (32 Χ 3,04). Συνολικά δε, δικαιούται για την παραπάνω περίοδο το ποσό των 431,36 Ευρώ (334,08 + 97,28), εκ του οποίου πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό των 70,60 Ευρώ που ιστορεί με την αγωγή της ότι της καταβλήθηκε για τη σχετική της αξίωση του μηνός Ιανουαρίου. Ως εκ τούτου, εξακολουθεί να της οφείλεται το ποσό των 360,76 Ευρώ (431,36 – 70,60), β) από την 12/5/2010 έως την 31/12/2010 πραγματοποιούσε σε μηνιαία βάση 56 ώρες νυχτερινής εργασίας, εκ των οποίων οι 40 ήταν τις καθημερινές, οι 8 τα Σάββατα και οι 8 τις Κυριακές.
Την περίοδο αυτή ο νόμιμος μεικτός μηνιαίος μισθός της ανερχόταν σε 1160,15 Ευρώ, το ωρομίσθιο της τις καθημερινές σε 6,96 Ευρώ και η προσαύξηση μίας ώρας νυχτερινής εργασίας τις καθημερινές σε 1,74 Ευρώ (6,96 Χ 25%).
Η ενάγουσα παρείχε 320 ώρες νυχτερινής εργασίας τις καθημερινές (40 Χ 8 μήνες) και δικαιούται το ποσό των 556,80 Ευρώ (320 Χ 1,74).
Εξάλλου, το ωρομίσθιο της τα Σάββατα ανερχόταν σε 9,05 Ευρώ (6,96 + 30%) και η προσαύξηση μίας ώρας νυχτερινής εργασίας την ημέρα αυτή σε 2,26 Ευρώ (9,05 Χ 25%). Συνεπώς, για τη νυχτερινή εργασία του Σαββάτου, που ανήλθε σε 64 ώρες (8 ώρες μηνιαίως Χ 8 μήνες), δικαιούται το ποσό των 144,77 Ευρώ (64 Χ 2,26).
Ακόμη, το ωρομίσθιο της τις Κυριακές ανερχόταν σε 12,18 Ευρώ (6,96 + 75%) και η προσαύξηση μίας ώρας νυχτερινής εργασίας την ημέρα αυτή σε 3,04 Ευρώ (12,18 Χ 25%).
Επομένως, για τη νυχτερινή εργασία των Κυριακών, που επίσης ανήλθε σε 64 ώρες, δικαιούται το ποσό των 194,56 Ευρώ (64 Χ 3,04) και γ) από την 1/1/2011 έως την 29/4/2011 εργάστηκε κατά τη νύχτα υπό το ίδιο ως άνω, υπό στοιχείο (β), εργασιακό καθεστώς. Την περίοδο αυτή ο νόμιμος μεικτός μηνιαίος μισθός της ανερχόταν σε 1350,71 Ευρώ, το ωρομίσθιο της τις καθημερινές σε 8,10 Ευρώ (1350,71 Χ 0,006) και η προσαύξηση μίας ώρας νυχτερινής εργασίας τις καθημερινές σε 2,03 Ευρώ (8,10 Χ 25%).
Η ενάγουσα παρείχε 160 ώρες νυχτερινής εργασίας τις καθημερινές (40 Χ 4 μήνες) και δικαιούται το ποσό των 324,80 Ευρώ (160 Χ 2,03). Το ωρομίσθιο της τα Σάββατα ανερχόταν σε 10,53 Ευρώ (8,10 + 30%) και η προσαύξηση μίας ώρας νυχτερινής εργασίας την ημέρα αυτή σε 2,63 Ευρώ (10,53 Χ 25%).
Συνεπώς, για τη νυχτερινή εργασία του Σαββάτου, που ανήλθε σε 32 ώρες (8 ώρες Χ 4 μήνες), δικαιούται το ποσό των 84,16 Ευρώ (32 Χ 2,63). Εξάλλου, το ωρομίσθιο της τις Κυριακές ανερχόταν σε 14,17 Ευρώ (8,10 + 75%) και η προσαύξηση μίας ώρας νυχτερινής εργασίας την ημέρα αυτή σε 3,54 Ευρώ (14,17 Χ 25%).
Επομένως, για τη νυχτερινή εργασία των Κυριακών, που ανήλθε σε 32 ώρες, δικαιούται το ποσό των 113,28 Ευρώ (32 Χ 3,54), Ως εκ τούτου, η ενάγουσα δικαιούται για την προσαύξηση νυχτερινής εργασίας το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα το συνολικό ποσό των 1779,13 Ευρώ = (360,76 + 556,80 + 144,77 + 194,56 + 324,80 + 84,16 + 113,28).
Επομένως, η εναγόμενη οφείλει στην ενάγουσα, για όλες τις παραπάνω αιτίες, το συνολικό ποσό των 13.148,08 Ευρώ (3.723,57 + 195,92 + 7.449,46 +1.779,13).
Περαιτέρω, από το ίδιο πιο πάνω αποδεικτικό υλικό, αποδεικνύονται και τα ακόλουθα αναφορικά με τη λύση της εργασιακής σύμβασης των διαδίκων: Στις 28/4/2011 η ενάγουσα, κατά τη διάρκεια της νυχτερινής της βάρδιας, προφανώς από αμέλειά της, απώλεσε τα κλειδιά της κυρίας εισόδου του οικοτροφείου, με συνέπεια οι τρόφιμοι του να αφεθούν έκθετοι σε πλήθος κινδύνων και να αναγκαστεί στη συνέχεια η εναγόμενη να
αλλάξει την κλειδαριά της εν λόγω εισόδου, η οποία σημειωτέον είναι κλειδαριά ασφαλείας.
Το γεγονός αυτό περιήλθε την επόμενη ημέρα σε γνώση της εναγομένης, προκαλώντας την έντονη αντίδρασή της. Συγκεκριμένα, η εναγόμενη επικοινώνησε τηλεφωνικά με την ενάγουσα στις 29/4/2011, κατά την έναρξη της απογευματινής της βάρδιας, προκειμένου να της ζητήσει εξηγήσεις για το συμβάν και να την επιπλήξει για την αμέλειά της.
Κατά την τηλεφωνική τους επικοινωνία η εναγόμενη προέβη σε έντονες παρατηρήσεις προς την ενάγουσα για την πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων της, όπως άλλωστε δικαιούταν με βάση το διευθυντικό της δικαίωμα, ενόψει του κινδύνου που είχαν διατρέξει οι ηλικιωμένοι τρόφιμοι.
Η ενάγουσα, μετά τις πιο πάνω παρατηρήσεις της εναγομένης, αισθανόμενη προφανώς θιγμένη, επικοινώνησε τηλεφωνικά με τη μάρτυρα ανταπόδειξης και συνάδελφο της, η οποία μόλις είχε επιστρέψει στην οικία της από την πρωινή της βάρδια και της ζήτησε να επιστρέψει στο οικοτροφείο για να κάνει και τη δική της βάρδια, δηλώνοντάς της παράλληλα ότι παραιτείται από την εργασία της και αποχωρεί άμεσα από το οικοτροφείο.
Η εν λόγω συνάδελφος της επέστρεψε εκ νέου στο οικοτροφείο και αφού επικοινώνησε με την εναγόμενη, η οποία της δήλωσε ότι παρά της παρατηρήσεις της, δεν είχε σκοπό να απολύσει την ενάγουσα, ζήτησε από την τελευταία να μην εμμείνει στην παραίτησή της.
Παρόλα αυτά, η ενάγουσα, χωρίς καμία επιφύλαξη, υπέγραψε παρουσία της συναδέλφου της, την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη, από 29/4/2011, έγγραφη δήλωση παραίτησής της.
Ο ισχυρισμός της ενάγουσας περί του ότι η εναγόμενη, κατά τη διάρκεια της τηλεφωνικής τους συνομιλίας, την εξύβρισε με τις ύβρεις «πουτάνα, αλήτισσα» και παράλληλα την κατηγόρησε ότι κράτησε επίτηδες το κλειδί της ανωτέρω θύρας, προκειμένου να επιτρέπει σε άνδρες να εισέρχονται οικοτροφείο κατά τη διάρκεια της νυχτερινής της βάρδιας, δεν αποδεικνύεται από κανένα στοιχείο. Είναι βέβαια αλήθεια ότι η μάρτυρας της ενάγουσας καταθέτει ότι ειπώθηκαν οι ανωτέρω εξυβρίσεις, πλην όμως η κατάθεσή της δεν μπορεί να οδηγήσει σε αντίθετη από την παραπάνω κρίση, γιατί αυτή δεν ήταν παρούσα κατά την ως άνω επικοινωνία και μοναδική πηγή γνώσης της έχει την ενάγουσα.
Από τα παραπάνω σαφώς προκύπτει ότι η εναγόμενη ναι μεν επέπληξε την ενάγουσα, πλην όμως η επίπληξή της αυτή δεν ήταν τέτοια ώστε να προσβάλλει την προσωπικότητα της τελευταίας και να καταστήσειαδύνατη για αυτήν τη συνέχιση της εργασιακής τους σχέσης.
Ως εκ τούτου, η συμπεριφορά της εναγομένης δε συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων της εργασιακής της σχέσης με την ενάγουσα λόγω ηθικής μείωσης της τελευταίας (βλ. και ΑΠ 1426/2004 ΕλλΔνη 2005,774), αλλά αντιθέτως η ενάγουσα ήταν εκείνη η οποία απεχώρησε οικειοθελώς από την εργασία της.
Πρέπει συνεπώς τα αγωγικά αιτήματα περί επιδίκασης αποζημίωσης απόλυσης και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης της ενάγουσας να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμα.
Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως και κατ’ ουσία βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 13.148,08 Ευρώ για τις προαναφερόμενες αιτίες.
Εκ του ανωτέρω ποσού τα ποσά που αντιστοιχούν σε διαφορές αποδοχών, καθώς επίσης και τα ποσά που αντιστοιχούν στην αμοιβή της ενάγουσας για την εργασία της τα Σάββατα, τις Κυριακές και τη νύχτα, είναι καταβλητέα με τον νόμιμο τόκο από την τελευταία ημέρα του αντιστοίχου μηνός κατά τον οποίο παρασχέθηκε η εργασία της ενάγουσας, οι διαφορές δώρων Πάσχα από την 30/4 του έτους που αφορούν, οι διαφορές δώρων Χριστουγέννων και επιδομάτων αδείας από την 31/12 του έτους που αφορούν, πλην των επιδομάτων εορτών και αδείας και της αποζημίωσης αδείας 2011, που είναι καταβλητέα νομιμοτόκως από τη λύση της ένδικης εργασιακής σχέσης.
Πρέπει ακόμη η απόφαση να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή κατά το ήμισυ του επιδικαζομένου ποσού, διότι η επιβράδυνση στην εκτέλεση θα προκαλέσει σημαντική ζημία ενάγουσα (άρθρα 907, 908 παρ. 1 και 910 αρ. 4 ΚΠολΔ) και να καταδικαστεί η εναγόμενη στο αναφερόμενο στο διατακτικό μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, που αναλογούν στο ποσοστό της νίκης του (άρθρο 178 παρ. 1 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των δεκατριών χιλιάδων εκατόν σαράντα οκτώ Ευρώ και οκτώ Λεπτών (13.148,08 Ευρώ), νομιμοτόκως όπως ειδικότερα αναφέρεται στο αιτιολογικό της παρούσας.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ την παρούσα απόφαση προσωρινά εκτελεστή κατά το ήμισυ του ως άνω επιδικαζομένου ποσού.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγόμενη σε μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων πενήντα (550,00) Ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στη Θεσσαλονίκη, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο, την 9-9-2015.