Ισχύον νομικό πλαίσιο (πδ 33/2009 όπως τροποποιήθηκε με πδ 97/2012.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 3, 4, 8, 9, 12, 13 και 14 του πδ 33/2009, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, συνάγονται τα εξής:
Τον Δεκέμβριο κάθε έτους τα στελέχη του Λ.Σ. – ΕΛ.ΑΚΤ τα οποία συμπληρώνουν κατά το επόμενο έτος τον απαιτούμενο κατά περίπτωση ανώτατο χρόνο παραμονής δηλαδή, δύο χρόνια σε Λιμενικές Αρχές πρώτης κατηγορίας, τριών σε υπηρεσία της δεύτερης, τρίτης και τέταρτης κατηγορίας, τεσσάρων ετών παραμονής σε υπηρεσία της πέμπτης και έκτης κατηγορίας, δηλώνουν υποχρεωτικά αν επιθυμούν ή όχι να παραμείνουν στην υπηρεσία στην οποία υπηρετούν.
Τον Ιανουάριο κάθε έτους, με απόφαση του Αρχηγού ΛΣ – ΕΛ.ΑΚΤ ανακοινώνονται οι πίνακες των μορίων όλου του προσωπικού Λ.Σ. – ΕΛ.ΑΚΤ, καθώς και οι θέσεις, κατά βαθμό και ειδικότητα, οι οποίες κενώνονται σε κάθε Λιμενική Αρχή ή Υπηρεσία.
Τον Φεβρουάριο του ιδίου έτους, όσοι από το προσωπικό Λ.Σ – ΕΛ.ΑΚΤ. συμπληρώνουν κατά το τρέχον έτος τον προβλεπόμενο κατά περίπτωση χρόνο παραμονής, δηλώνουν υποχρεωτικά το τόπο επιλογής και δύο εναλλακτικές υπηρεσίες από τον αντίστοιχο πίνακα των κενών και των κενούμενων θέσεων.
Η υπηρεσία, με βάση τον αριθμό των μορίων των αντικειμενικών κριτηρίων που συγκεντρώνει ο κάθε ενδιαφερόμενος, επεξεργάζεται τις αιτήσεις και καταρτίζει Πίνακες Μεταθέσεων, τους οποίους εισάγει στα αρμόδια Συμβούλια Μεταθέσεων. Τα Συμβούλια Μεταθέσεων εκδίδουν και ανακοινώνουν τις αποφάσεις τους.
Σε περίπτωση που, μετά το πέρας της σύνταξης των Πινάκων Μεταθέσεων με την παραπάνω διαδικασία, εξακολουθούν να παραμένουν κενές θέσεις προς πλήρωση και παράλληλα υπάρχουν στελέχη Λ.Σ.-ΕΛ.ΑΚΤ. που πρέπει να μετατεθούν και τα οποία δεν έχουν δηλώσει ως υπηρεσία μετάθεσης κάποια από τις προαναφερθείσες θέσεις, τότε στα στελέχη αυτά αποστέλλονται πίνακες που περιέχουν τις προς πλήρωση κενές θέσεις, ώστε να δηλώσουν εκ νέου τρεις από αυτές και να ακολουθηθεί η προβλεπόμενη από το νόμο διαδικασία πλήρωσης.
Εάν παρόλα αυτά εξακολουθούν να παραμένουν κενές θέσεις, λόγω μη ύπαρξης ενδιαφερομένων, καλύπτονται υποχρεωτικά με βάση τον πίνακα των μεταθέσεων, με απόφαση του Συμβουλίου Μεταθέσεων, κατά σειρά προτεραιότητας, από τα στελέχη του Λ.Σ. – ΕΛ.ΑΚΤ που συγκεντρώνουν τα λιγότερα μόρια, αρχής γενομένης από τις θέσεις των Λιμενικών Αρχών και υπηρεσιών της πρώτης κατηγορίας και με τη σειρά των κατηγοριών του άρθρου 3.
Οι μεταθέσεις αποφασίζονται από το Συμβούλιο Τοποθετήσεων-Μεταθέσεων. Η διαταγή μεταθέσεως κοινοποιείται στον ενδιαφερόμενο μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από την κύρωση των πινάκων. Κάθε μετατιθέμενος δικαιούται εντός ανατρεπτικής προθεσμίας πέντε (5) εργασίμων ημερών που αρχίζει από την επομένη της επίδοσης να υποβάλει ιεραρχικά στη Διεύθυνση Προσωπικού Λ.Σ. –ΕΛ.ΑΚΤ αίτηση ακύρωσης, τροποποίησης ή αναστολής της διαταχθείσας μετάθεσης. Οι αιτήσεις ακύρωσης, τροποποίησης ή αναστολής εξετάζονται από το Συμβούλιο Εξέτασης των Προσφυγών που εκδίδει την απόφασή του το αργότερο μέσα σε προθεσμία σαράντα ημερών από την πρωτοκόλληση της σχετικής αίτησης του προσφεύγοντος. Η υποβολή της αίτησης έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα μέχρις ότου κοινοποιηθεί στον αιτούντα η απάντηση επί του αιτήματος του, με αποδεικτικό επίδοσης.
Κατά τη διάρκεια συνεδρίασης των συμβουλίων, Μεταθέσεων και Εξέτασης των προσφυγών, με ευθύνη του αντίστοιχου γραμματέα, είναι στη διάθεση όλων των μελών οποιοδήποτε στοιχείο ζητηθεί από αυτά, που αφορούν θέματα που εξετάζονται από τα Συμβούλια. Επίσης, απόσπασμα επικυρωμένου αντιγράφου πρακτικού μεταθέσεων και προσφυγών που το αφορά, λαμβάνει το κάθε στέλεχος του Λ.Σ– ΕΛ.ΑΚΤ. κατόπιν αίτησής του προς την ΔΠΛΣ και εντός προθεσμίας πέντε εργασίμων ημερών από την υποβολή του αιτήματος που δύναται να γίνει με τον προσφορότερο τρόπο που θα επιλέξει ο ενδιαφερόμενος.
Τι πρέπει να κάνει το στέλεχος που θίγεται από την απόφαση μετάθεσης.
Σύμφωνα με πδ το στέλεχος Λ.Σ. – ΕΛ.ΑΚΤ οι κενές ή κενούμενες θέσεις καλύπτονται από στελέχη που έχουν δηλώσει τις θέσεις αυτές και έχουν περισσότερα μόρια από άλλους υποψήφιους. Επομένως, αν ένα στέλεχος μετατίθεται σε άλλη θέση από αυτές που δήλωσε, πρέπει να διερευνήσει αν τηρήθηκε ο νόμος ή αν οι θέσεις που δήλωσε καλύφθηκαν παρατύπως από στελέχη που είτε δεν τις δήλωσαν, είτε είχαν λιγότερα μόρια από αυτό ή δεν καλύφθηκαν καθόλου.
Το στέλεχος, εφόσον έχει τα μόρια που απαιτούνται και προηγείται των άλλων στελεχών, πρέπει κανονικά να μετατεθεί στο τόπο επιλογής του ή άλλως σε μία από τις δύο εναλλακτικές υπηρεσίες από αυτές που περιλαμβάνονται στη πρώτη δήλωσή του (Φεβρουαρίου). Αν δεν ικανοποιηθεί το αίτημά του αυτό, έχει δικαίωμα να ζητήσει και να πληροφορηθεί ποια στελέχη μετατέθηκαν στις θέσεις που δήλωσε αυτός, ώστε να διαπιστώσει αν όντως έχει λιγότερα μόρια από τα στελέχη που μετατέθηκαν στις θέσεις αυτές.
Επειδή όμως η διαδικασία αυτή, της πληροφόρησης, είναι χρονοβόρα και έχει στη διάθεσή του μόνον πέντε (5) εργάσιμες ημέρες για την άσκηση της προσφυγής στο Συμβούλιο Εξέτασης των Προσφυγών, αυτό που πρέπει να κάνει είναι να καταθέσει τη προσφυγή και με τη προσφυγή αλλά και ξεχωριστή αίτηση να ζητήσει να του χορηγηθούν ή να διαβιβαστούν στο Συμβούλιο Εξέτασης των Προσφυγών, οι αποφάσεις μετάθεσης του Συμβουλίου Μεταθέσεων που αφορούν τις συγκεκριμένες θέσεις που τον ενδιαφέρουν και δήλωσε, ώστε να διαπιστωθεί αν οι θέσεις αυτές καλύφθηκαν και, εφόσον καλύφθηκαν, αν καλύφθηκαν από στελέχη που δήλωσαν τις θέσεις αυτές και είχαν περισσότερα μόρια από αυτό.
Επειδή η προσφυγή αποτελεί ενδικοφανή προσφυγή και πρέπει να εξετάζονται όλοι οι προβαλλόμενοι λόγοι, το Συμβούλιο Εξέτασης οφείλει να εξετάσει το λόγο αυτόν, δηλαδή αν η θέση που ενδιαφέρει το στέλεχος καλύφθηκε και αν αυτός που μετατέθηκε εκεί έχει περισσότερα μόρια από τον προσφεύγοντα και δήλωσε τη θέση αυτή.
Η διαδικασία προσβολής της απόφασης μετάθεσης από τον θιγόμενο έχει δύο στάδια: την υπηρεσιακή διαδικασία με την άσκηση της προβλεπόμενης από τα άρθρα 13 και 14 προσφυγής και η δικαστική διαδικασία με την άσκηση αίτησης ακύρωσης και αίτησης αναστολής εκτέλεσης ενώπιον του αρμοδίου Δικαστηρίου, που είναι το Διοικητικό Εφετείο του τόπου στον οποίο υπηρετεί το στέλεχος.
Ενδικοφανής προσφυγή.
Η προσφυγή του μετατιθέμενου στο Συμβούλιο Εξέτασης των Προσφυγών, αποτελεί ενδικοφανής προσφυγή. Στις αρμοδιότητες του Συμβουλίου Εξέτασης των Προσφυγών εμπίπτει και η τροποποίηση της μετάθεσης. Αυτό σημαίνει ότι το στέλεχος με την ενδικοφανή προσφυγή του θα ζητήσει την ακύρωση της μετάθεσης (εφόσον επιθυμεί να παραμείνει στην ίδια θέση) άλλως, επικουρικά τη τροποποίηση της απόφασης του Συμβουλίου Μεταθέσεων και τη μετάθεσή του, αναλόγως με το αν δικαιούται βάσει των μορίων και των μορίων των άλλων υποψηφίων, στο τόπο επιλογής ή σε μία από τις άλλες δύο εναλλακτικές υπηρεσίες της πρώτης δήλωσής του (δήλωση Φεβρουαρίου). Αν πάλι δεν επιθυμεί τη παραμονή στην ίδια θέση, αλλά τη μετάθεσή του σε άλλη θέση από αυτές που δήλωσε, με την ενδικοφανή προσφυγή θα υποβάλει αίτημα τροποποίησης της απόφασης του Συμβουλίου Μετάθεσης και μετάθεσή του σε μία από τις θέσεις που δήλωσε.
Το βασικό είναι να υπήρξε παραβίαση των διατάξεων του πδ, δηλαδή η επίμαχή θέση να μη καλύφθηκε από κανένα στέλεχος ή να καλύφθηκε από κάποιον που , είτε δεν το ζήτησε, είτε είχε λιγότερα μόρια Διότι μία ενδικοφανής προσφυγή (και στη συνέχεια η δικαστική προσφυγή) θα έχει πιθανότητες επιτυχίας αν παραβιάστηκε ο νόμος και καλύφθηκε η θέση που επιθυμεί το στέλεχος είτε από κάποιον που δεν τη ζήτησε, είτε από κάποιον που τη ζήτησε αλλά δεν είχε περισσότερα μόρια από αυτό, ή αν δεν καλύφθηκε από κανένα .
Δικαστική διαδικασία
Εάν απορριφθεί η προσφυγή από το Συμβούλιο Εξετάσεως των Προσφυγών, το στέλεχος δικαιούται να προσφύγει στο Διοικητικό Εφετείο του τόπου που υπηρετεί με αίτηση ακυρώσεως.
Η αίτηση ακυρώσεως ασκείται μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών από την επίδοση της απόφασης του Συμβουλίου Εξετάσεως των προσφυγών. Η προθεσμία για την άσκηση της αίτησης ακυρώσεως και η άσκησή της δεν αναστέλλει την εκτέλεση της απόφασης μετάθεσης.
Επομένως το στέλεχος πρέπει να ασκήσει και αίτηση αναστολής εκτέλεσης της απόφασης μετάθεσης και να υποβάλει στο Πρόεδρο του Διοικητικού Εφετείου αίτημα για χορήγηση προσωρινής διαταγής.
Η διαδικασία που ακολουθείται είναι η εξής:
μόλις το στέλεχος λάβει την απόφαση, αναθέτει σε δικηγόρο την άσκηση της αίτησης ακύρωσης και την άσκηση αίτησης αναστολής με αίτημα χορήγησης προσωρινής διαταγής. Ο δικηγόρος πρέπει να καταθέσει άμεσα τα δικόγραφα αυτά και να επιδώσει με δικαστικό επιμελητή την αίτηση αναστολής εκτέλεσης στο Ελληνικό Δημόσιο.
Στη συνέχεια υποβάλει την την έκθεση επίδοσης της αίτησης αναστολής στο Πρόεδρο του Διοικητικού Εφετείου, ο οποίος εξετάζει το αίτημα χορήγησης προσωρινής διαταγής και αν κρίνει ότι υπάρχουν βάσιμες πιθανότητες να γίνει δεκτή η αίτηση ακύρωσης, εκδίδει προσωρινή διαταγή με την οποία αναστέλλει την απόφαση μετάθεσης μέχρις ότου κριθεί από το Δικαστικό Συμβούλιο του Διοικητικού Εφετείου η αίτηση αναστολής εκτέλεσης.
Αν λοιπόν γίνει δεκτό το αίτημα του στελέχους για χορήγηση προσωρινής διαταγής, «παγώνει» η μετάθεσή του.
Στη συνέχεια επιλαμβάνεται της υπόθεσης το Τριμελές Δικαστικό Συμβούλιο του Διοικητικού Εφετείου το οποίο εξετάζει την υπόθεση (συνήθως μέσα σε 2 – 3 μήνες από την έκδοση της προσωρινής διαταγής) και σε 1 – 2 μήνες εκδίδει την απόφασή του.
Αν κάνει δεκτή την αίτηση αναστολής, εξακολουθεί να μην ισχύει η απόφαση μετάθεσης και το στέλεχος παραμένει στην ίδια υπηρεσία.
Αν απορριφθεί η αίτηση, εκτελείται η διαταγή μετάθεσης. Στη συνέχεια και σε διάστημα 1,5 – 3 έτη, η υπόθεση εισάγεται στο τακτικό δικαστήριο του Διοικητικού Εφετείου, το οποίο δικάζει την υπόθεση σε πρώτο και τελευταίο βαθμό (η απόφαση του Διοικητικού Εφετείου δεν προσβάλλεται με κανένα ένδικο μέσο).
Εφόσον κάνει δεκτή την αίτηση ακύρωσης, ακυρώνει την μετάθεση και αναπέμπει την υπόθεση στη Διοίκηση (Υπουργείο), προκειμένου να συγκληθεί το αρμόδιο Συμβούλιο Εξέτασης των Προσφυγών και να εξετάσει την υπόθεση του στελέχους σύμφωνα με όσα δέχθηκε το Δικαστήριο.
Το Συμβούλιο Εξέτασης των προσφυγών δεσμεύεται να κρίνει την υπόθεση του στελέχους βάσει των όσων έχει κάνει δεκτά το Διοικητικό Εφετείο.