Μεταβίβαση της νομής στους κληρονόμους του νομέα.

X.T.Ρ. Αριθμός 984/2002 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ΄ Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Θεόδωρο Τόλια, Αντιπρόεδρο, Γρηγόριο Φιλιππάτο, Γεώργιο Χριστόφιλο, Ιωάννη Βερέτσο και Σπυρίδωνα Μπαρμπαστάθη, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 17 Απριλίου 2002, με την παρουσία και της γραμματέως Αικατερίνης Μανιατάκη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των αναιρεσειόντων………………………..Εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Πέτρο Σπεντζόπουλο.

Των αναιρεσιβλήτων……………………….Εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Δημήτριο Τσαγκαλίδη, βάσει δηλώσεως κατ` άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 15.11.1995 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 7985/98 του ίδιου Δικαστηρίου και 102/2000 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 11.9.2000 αίτησή τους και τους από 7.3.2002 πρόσθετους λόγους. Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.

Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Γρηγόριος Φιλιππάτος ανέγνωσε την από 8.4.2002 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως και των πρόσθετων αυτής λόγων. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και των πρόσθετων λόγων και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

1. Eπειδή από τις διατάξεις των άρθρων 94 παρ.1, 96 παρ.1 και 104 ΚΠολΔ προκύπτει

1) ότι στα πολιτικά δικαστήρια και μάλιστα στον Άρειο Πάγο οι διάδικοι έχουν υποχρέωση να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο,

2) ότι η πληρεξουσιότητα δίνεται είτε με συμβολαιογραφική πράξη είτε με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή στην έκθεση, μπορεί να αφορά ορισμένες ή όλες τις δίκες εκείνου που την παρέχει και πρέπει να αναγράφει τα ονόματα των πληρεξουσίων,

3) ότι για τη συζήτηση στο ακροατήριο απαιτείται ρητή πληρεξουσιότητα και αν αυτή δεν υπάρχει και ρύσσονται άκυρες όλες οι πράξεις, ακόμη και εκείνες που είχαν γίνει προηγουμένως, το δε δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, σε κάθε στάση της δίκης, την έλλειψη πληρεξουσιότητας, καθώς και την υπέρβασή της και

4) ότι εκείνος που παρίσταται στο ακροατήριο με δικηγόρο στον οποίο όμως δεν αποδεικνύεται ότι έχει δοθεί νόμιμα ρητή σχετική πληρεξουσιότητα θεωρείται ως μη παριστάμενος. Εξάλλου, κατά το άρθρο 576 παρ.2 ΚπολΔ, αν ο αντίδικος εκείνου που επέσπευσε τη συζήτηση δεν εμφανιστεί ή εμφανιστεί αλλά δεν λάβει μέρος σ΄αυτή με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα και σε καταφατική περίπτωση προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί. Στην προκειμένη περίπτωση εισάγονται για συζήτηση η από 11-9- 2000 αίτηση των

α) …………. κλπ., καθώς και οι από 7-3-2002 πρόσθετοι λόγοι των ίδιων για αναίρεση της υπ΄αριθ. 102/2000 οριστικής αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης.

Κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του οικείου πινακίου κατά τη στην αρχή της παρούσας αναφερόμενη δικάσιμο όλοι οι αναιρεσίβλητοι εκπροσωπήθηκαν από τον ως πληρεξούσιο δικηγόρο τους παραστάντα Δημήτριο Τσαγκαλίδη με βάση δήλωση κατά το άρθρο 242 παρ.2 ΚπολΔ. Όμως δεν προκύπτει ότι και οι 11η και 13ος αναιρεσίβλητοι (……………………………….) χορήγησαν πληρεξουσιότητα στον προαναφερόμενο δικηγόρο (Δημήτριος Τσαγκαλίδη), με κάποιον από τους συστατικούς τρόπους που προβλέπονται στο άρθρο 96 παρ.1 ΚπολΔ, για να τους εκπροσωπήσει κατά την προκειμένη συζήτηση της υποθέσεως, δεδομένου ότι αμφότεροι δεν περιλαμβάνονται στα προσκομιζόμενα πληρεξούσια. Επομένως οι αναιρεσίβλητοι αυτοί δεν παρέστησαν με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, δηλαδή με νόμιμα διορισμένο πληρεξούσιο δικηγόρο και ως εκ τούτου θεωρούνται ως δικονομικώς απόντες.

Όπως όμως προκύπτει από τις επικαλούμενες και νόμιμα προσκομιζόμενες υπ΄αριθ.847 Γ και 846 Γ της 14-2- 2002 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης Ιωάννη Βαρκούλη, αντίστοιχα, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα σε κάθε ένας από τους αμέσως πιο πάνω (11η και 13ο) από τους αναιρεσιβλήτους, με την επιμέλεια των αναιρεσειόντων, οι οποίοι επισπεύδουν τη συζήτηση, ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως με τις κάτω από αυτήν πράξεις καταθέσεως και ορισμού δικασίμου και κλήση για συζήτηση κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο.

Συνεπώς, παρά το ότι οι εν λόγω (11η και 13ος) αναιρεσίβλητοι δεν έλαβαν μέρος κατά την προκειμένη συζήτηση με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος και έτσι θεωρούνται, όπως προαναφέρθηκε, ως δικονομικώς απόντες, εν τούτοις πρέπει, σύμφωνα με την ως άνω διάταξη του άρθρου 576 παρ.2 ΚΠολΔ, να προχωρήσει η συζήτηση παρά την απουσία αυτών.

2. Επειδή η νομική αοριστία της αγωγής, η συνδεόμενη δηλαδή με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ελέγχεται ως παραβίαση από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, αν το δικαστήριο για το σχηματισμό της κρίσεώς του για τη νομική επάρκεια της αγωγής αξίωσε περισσότερα στοιχεία από όσα απαιτεί ο νόμος για τη θεμελίωση του δικαιώματος ή αρκέστηκε σε λιγότερα, ενώ η περαιτέρω ενδεχόμενη αοριστία του δικογράφου της αγωγής, δηλαδή αυτή που ανάγεται στην ποσοτική ή ποιοτική αοριστία αυτής, ελέγχεται ως παραβίαση από το άρθρο 559 αριθ. 8 ή 14 του ΚΠολΔ.

Σε κάθε όμως περίπτωση η αοριστία του δικογράφου της αγωγής πρέπει να προτείνεται στο δικαστήριο της ουσίας, για να δημιουργηθεί λόγος αναιρέσεως σύμφωνα με το άρθρο 562 παρ.2 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι ο σχετικός ισχυρισμός δεν είναι από εκείνους οι οποίοι κατ΄εξαίρεση λαμβάνονται υπόψη και χωρίς να έχουν προταθεί στο δικαστήριο της ουσίας και ειδικώς δεν αφορά τη δημόσια τάξη. Από δε το συσχετισμό της τελευταίας διατάξεως (του άρθρου 562 παρ.2 ΚΠολΔ) με τις διατάξεις των άρθρων 566 παρ.1 και 118 αριθ. 4 του ίδιου Κώδικα προκύπτει ότι, για να είναι ορισμένος ο προαναφερόμενος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να μνημονεύεται στο αναιρετήριο και ότι ο σχετικός ισχυρισμός στον οποίο εκείνος στηρίζεται έχει προταθεί στο δικαστήριο της ουσίας και μάλιστα στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αν αυτού η απόφαση προσβάλλεται με την αναίρεση, και συγκεκριμένα να έχει προταθεί νόμιμα και δη με λόγο εφέσεως ή με τις προτάσεις, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η με τον τρόπο αυτόν πρόταση επιτρέπεται (Ολ. ΑΠ 43/1990).

Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως του κυρίου δικογράφου προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο παρά το νόμο δεν κήρυξε με την προσβαλλόμενη απόφασή του την ακυρότητα της ένδικης από 15-11-1995 αναγνωριστικής κυριότητας επί του επίδικου ακινήτου αγωγής των αναιρεσιβλήτων λόγω αοριστίας της, που συνίστατο στη μη μνημόνευση σ` αυτήν και των μερικότερων πραγματικών περιστατικών που αναφέρονται στο λόγο αυτόν αναιρέσεως, υποπίπτοντας έτσι στην πλημμέλεια του αριθμού 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ.

Ακόμη, με τον πρώτο πρόσθετο λόγο αναιρέσεως κατά τα πρώτο και δεύτερο από τα μέρη του προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο με το να μην απορρίψει με την ίδια απόφασή του ως αόριστη την ένδικη αγωγή, εξαιτίας της μη μνημονεύσεως σ` αυτήν και των μερικότερων πραγματικών περιστατικών, που αναφέρονται στον πρόσθετο αυτόν λόγο αναιρέσεως, υπέπεσε, αντίστοιχα, αφενός στην πλημμέλεια του αριθμού 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ και αφετέρου στην πλημμέλεια του αριθμού 1 του ίδιου άρθρου, λόγω παραβιάσεως στην τελευταία περίπτωση των άρθρων 1846, 1193, 1194, 1198, 1041 και 1045 του ΑΚ.

Όμως δεν αναφέρεται στους ως άνω λόγους αναιρέσεως (κύριο και πρόσθετο) και ότι οι αναιρεσείοντες προέβαλαν και ενώπιον του Εφετείου κατά την εκδίκαση της εφέσεώς τους, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, τις αιτιάσεις που αποτελούν το περιεχόμενό τους και μάλιστα με λόγο της προαναφερόμενης εφέσεως των αναιρεσειόντων, χωρίς να αρκεί η επίκληση της προτάσεως των αιτιάσεων αυτών με τις προτάσεις (πρωτόδικες ή κατ` έφεση).

Επομένως οι λόγοι αυτοί αναιρέσεως πρέπει, σύμφωνα με τα παραπάνω, να απορριφθούν, προεχόντως, ως αόριστοι.

Ο πρώτος πρόσθετος λόγος αναιρέσεως κατά το υπόλοιπο (τρίτο) μέρος του, με το οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ πλημμέλεια της ελλείψεως νόμιμης βάσεως εξαιτίας της μη υπάρξεως αιτιολογίας, άλλως της υπάρξεως ανεπαρκούς αιτιολογίας επί του ζητήματος του ορισμένου της ένδικης αγωγής πρέπει να απορριφθεί, προεχόντως, ως απαράδεκτος, γιατί η διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, η οποία, όπως εκτιμάται, φέρεται ότι παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, είναι δικονομική, έτσι ώστε, και υπό την εκδοχή ότι αυτή έχει παραβιαστεί, να μην ιδρύεται ο από την προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ αναιρετικός λόγος.

3. Επειδή, κατά το άρθρο 983 ΑΚ, η νομή μεταβιβάζεται στους κληρονόμους του νομέα. Προϋποθέσεις δε γι` αυτήν τη μεταβίβαση είναι αφενός η κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου νομή του πράγματος εκ μέρους αυτού και αφετέρου η κατά τον ίδιο χρόνο στο πρόσωπο του διαδόχου στη νομή ύπαρξη της ιδιότητας του αληθούς κληρονόμου, είτε εκ διαθήκης είτε εξ αδιαθέτου.

Η μεταβίβαση της νομής επέρχεται είτε καλής πίστεως είτε κακής πίστεως νομέας ήταν ο κληρονομούμενος (βλ. σχ. ΑΠ 448/2001).

Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 983, 1193 και 1051 ΑΚ προκύπτει ότι για να μεταβιβαστεί η νομή στον κληρονόμο δεν είναι ανάγκη, όταν πρόκειται για ακίνητο, να έχει μεταγραφεί η αποδοχή της κληρονομίας, καθώς και ότι εκείνος που απέκτησε τη νομή του πράγματος με καθολική ή ειδική διαδοχή μπορεί να συνυπολογίσει το δικό του χρόνο χρησικτησίας στο χρόνο χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου του (βλ. σχ. ΑΠ 617/1980).

Ακόμη, κατά το άρθρο 1045 ΑΚ, εκείνος που έχει στη νομή του για μια εικοσαετία πράγμα κινητό ή ακίνητο, γίνεται κύριος (έκτακτη χρησικτησία).

Εξάλλου, κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νόμιμης βάσεως της αποφάσεως, ιδρύεται όταν από τις αιτιολογίες της δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά, που είναι αναγκαία, για να κριθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι νόμιμοι όροι της διατάξεως του ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε ή δεν συντρέχουν, ώστε να αποκλείεται η εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες ελλιπείς ή αντιφατικές ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, τα οποία έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Αντιθέτως, δεν υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσεως όταν πρόκειται για ελλείψεις, που ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων και μάλιστα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του εξαγόμενου από αυτές πορίσματος, εφόσον αυτό διατυπώνεται στην απόφαση σαφώς.

Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, όπως από την προσβαλλόμενη απόφασή του προκύπτει, δέχτηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικώς περί πραγμάτων κρίση του (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ), ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά αναφορικά με τα ζητήματα που ενδιαφέρουν εδώ: Κατά την οριστική διανομή του αγροκτήματος Σταυρού- Λαγκαδά του έτους 1932 παραχωρήθηκε από το Ελληνικό Δημόσιο στο δικαιοπάροχο των αναιρεσειόντων (πατέρα και σύζυγό τους) ……………, προς αγροτική αποκατάστασή του, εκτός άλλων, και το υπ` αριθμ. 568 κληροτεμάχιο, έκτασης 2312 μ2 Α΄ κατηγορίας, που βρίσκεται στην εποικισθείσα περιοχή του πιο πάνω αγροκτήματος, το οποίο ήδη, μετά την ένταξη της περιοχής στο εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο, αποτελεί τρία ξεχωριστά και αυτοτελή οικόπεδα, με τα εξής επί μέρους ατομικά τους στοιχεία:

1) το πρώτο Ο.Τ. 183, αριθ. 24, εμβαδού 554,14 μ2, 2) το δεύτερο Ο.Τ. 201, αριθμ. 65, εμβαδού 466,85 μ2 και 3) το τρίτο Ο.Τ. 182, αριθ. 41 Ν, εμβαδού 1065 μ2 και για το οποίο (κληροτεμάχιο) είχε εκδοθεί ο υπ` αριθμ. 99133/1963 τίτλος κυριότητας του Διοικητή της …………. Τράπεζας Ελλάδος, που μεταγράφηκε στις 23.12.1964. Εξάλλου, κατά την ίδια πιο πάνω οριστική διανομή του αγροκτήματος Σταυρού παραχωρήθηκε στο δικαιοπάροχο των αναιρεσιβλήτων ……………, με βάση την υπ` αριθ. 473/1936 απόφαση της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων Λαγκαδά, το υπ` αριθ. 282 κληροτεμάχιο, που βρίσκεται στην ίδια πιο πάνω κτηματική περιοχή του αγροκτήματος Σταυρού, σε διαφορετική όμως θέση.

Οι δικαιοπάροχοι των διαδίκων, αμέσως μετά την παραχώρηση σ` αυτούς, κατά το έτος 1932, των δύο κληροτεμαχίων, για την καλύτερη και αποδοτικότερη, αναφορικά με τις ανάγκες καθενός, εκμετάλλευση τούτων, προέβησαν, με βάση το από 1.12.1932 ιδιωτικό συμφωνητικό, στην άτυπη ανταλλαγή μεταξύ τους των κληροτεμαχίων τους αυτών.

Έτσι με την ανταλλαγή αυτή, για την οποία μάλιστα συντάχθηκε από τότε και ιδιωτικό συμφωνητικό, το οποίο όμως χάθηκε, ο μεν δικαιοπάροχος των αναιρεσιβλήτων …………… έλαβε στη νομή και κατοχή του το υπ` αριθμ. 568 κληροτεμάχιο, έκτασης 2312 μ2 (επίδικο), το οποίο, ναι μεν ήταν βαλτώδες και άγονο, και εξαιτίας τούτου δεν ήταν δυνατή και αποδοτική η εκμετάλλευσή του ως αγρού, με την καλλιέργεια σ` αυτό οποιουδήποτε είδους, πλην όμως, λόγω του βαλτώδους του εδάφους του, αποτελούσε καλό βοσκότοπο, τον οποίο εκείνος (………), αφού τον περιέφραξε και φύτευσε σ` αυτόν διάφορα δένδρα (λεύκες, κυδωνιές κ.λ.π), το χρησιμοποιούσε έκτοτε και το νεμόταν με διάνοια κυρίου για τη βόσκηση των ζώων του, ο δε δικαιοπάροχος των αναιρεσειόντων ……………, έλαβε στη νομή και κατοχή του το υπ` αριθ. 282 κληροτεμάχιο, έκτασης 1140 μ2, που, αντίθετα, ήταν γόνιμος και κατάλληλος για οποιαδήποτε καλλιέργεια αγρός, τον οποίο εκείνος καλλιεργούσε με εναλλασσόμενα, κατ` έτος, διάφορα είδη καλλιέργειας.

Τις ίδιες δε παραπάνω πράξεις νομής και κατοχής του ο δικαιοπάροχος των αναιρεσιβλήτων συνέχισε με διάνοια κυρίου μέχρι το θάνατό του κατά το έτος 1976, μετά από τον οποίο τον εν λόγω αγρό (βοσκότοπο) συνέχισαν να κατέχουν και να νέμονται επίσης, με διάνοια κυρίου, οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του, ο καθένας κατά το εξ αδιαιρέτου ποσοστό της κληρονομικής του μερίδας, δηλαδή η σύζυγός του ………………….., οι επτά πρώτοι αναιρεσίβλητοι (τέκνα του), καθώς και τα αποβιώσαντα ήδη δυο τέκνα του …………………….., ο πρώτος από τους οποίους ήταν σύζυγος της όγδοης αναιρεσίβλητης και πατέρας του ένατου και δέκατης από τους αναιρεσιβλήτους, και ο δεύτερος σύζυγος της ενδέκατης και πατέρας των δωδέκατου και δέκατου τρίτου από αυτούς (αναιρεσιβλήτους).

Όλοι δε αυτοί ασκούσαν ανελλιπή εποπτεία επί του παραπάνω αγρού, τον οποίο και επισκέπτονταν τακτικά προς θεώρησή του, η εποπτεία δε αυτή και οι επισκέψεις τους αποτελούσαν και τις μοναδικές πράξεις νομής τους επί του αγρού, αφού, λόγω της προαναφερόμενης μορφολογίας του εδάφους του, αυτός ήταν, όπως προαναφέρθηκε, ανεπίδεκτος οποιασδήποτε καλλιέργειας.

Τις ίδιες δε αυτές πράξεις νομής συνέχισαν μετά το θάνατο των πιο πάνω ………….. και ……………… και μέχρι την άσκηση της ένδικης αγωγής (22.12.1995) και οι προαναφερόμενοι κληρονόμοι τους – έξι (6) τελευταίοι αναιρεσίβλητοι (όγδοη έως και δέκατος τρίτος), μαζί με τους επτά (7) πρώτους από αυτούς (αναιρεσιβλήτους). Αντίθετα, τον αγρό που είχε λάβει από την ανταλλαγή ο ……….., δηλαδή το υπ` αριθ. 282 κληροτεμάχιο, έκτασης 1140μ2, τον καλλιεργούσε αυτός συνεχώς μέχρι το θάνατό του (2.3.1976) και μάλιστα, όπως προεκτέθηκε, με διάφορα είδη καλλιέργειας και κυρίως με δημητριακά, στη συνέχεια δε τις ίδιες αυτές πράξεις νομής ασκούσαν επ` αυτού οι νόμιμοι κληρονόμοι του, δηλαδή η αρχικώς εναγομένη σύζυγός του και οι λοιποί εναγόμενοι (όλοι τέκνα του), οι οποίοι μάλιστα για μια περίοδο είχαν εκμισθώσει το εν λόγω κληροτεμάχιο στο …………., ο οποίος κατά την περίοδο εκείνη, καλλιέργησε τούτο με τριφύλλι.

Ακολούθως το Εφετείο δέχτηκε ότι οι αναιρεσίβλητοι έγιναν συγκύριοι του επίδικου ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία με συνυπολογισμό του δικού τους χρόνου χρησικτησίας στο χρόνο χρησικτησίας των δικαιοπαρόχων τους, εφόσον από την έναρξη της χρησικτησίας από τις 23-5-1968 (χρόνο ενάρξεως της ισχύος του α.ν. 431/1968) εκ μέρους του απώτερου δικαιοπαρόχου όλων ………… μέχρι την άσκηση της ένδικης αγωγής τους (22.12.1995) παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της εικοσαετίας. Δέχτηκε ακόμη το Εφετείο ότι η εκ μέρους των αναιρεσιβλήτων άσκηση με την ένδικη αγωγή τους του δικαιώματός τους για αναγνώριση του ότι αυτοί έγιναν, κατά τα πιο πάνω, συγκύριοι του επίδικου ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία δεν παρίσταται ως καταχρηστική.

Και αυτό γιατί “δεν αποδείχθηκαν πραγματικά περιστατικά της συμπεριφοράς των εναγόντων (αναιρεσιβλήτων), που (να) δημιούργησαν εύλογη πεποίθηση στους εναγομένους (αναιρεσείοντες), ότι εκείνοι (ενάγοντες) δεν θα ασκήσουν το δικαίωμά τους, για το οποίο δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος μη άσκησής του, λαμβάνοντας υπόψη τις νόμιμες προϋποθέσεις με βάση τις οποίες αποκτήθηκε”.

Με βάση τις παραδοχές του αυτές το Εφετείο απέρριψε τους λόγους της εφέσεως των αναιρεσειόντων, με τους οποίους υποστηρίζονταν τα αντίθετα.

Κρίνοντας έτσι το Εφετείο, του οποίου το αποδεικτικό πόρισμα εκτίθεται σαφώς: α) Δεν παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 1045, 1048 και 1050 ΑΚ αφού πράγματι, με βάση τις παραδοχές του, οι αναιρεσίβλητοι έγιναν συγκύριοι του επίδικου κληροτεμαχίου με έκτακτη χρησικτησία με συνυπολογισμό του δικού τους χρόνου χρησικτησίας στο χρόνο χρησικτησίας των δικαιοπαρόχων τους, εφόσον από την έναρξη της χρησικτησίας από τις 23-5-1968 εκ μέρους του απώτερου δικαιοπαρόχου όλων …………. μέχρι την άσκηση της ένδικης αγωγής τους (22.12.1995) παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της εικοσαετίας, ενώ δεν γίνονται δεκτά περιστατικά τα οποία να επέφεραν διακοπή της χρησικτησίας κατά το άρθρο 1048 ΑΚ, ώστε ο χρόνος που πέρασε έως τη διακοπή να μην υπολογίζεται κατά το άρθρο 1050 του ίδιου Κώδικα. Ακόμη, δεν παραβίασε ούτε το άρθρο 281 ΑΚ, αφού, επίσης με βάση τις παραδοχές του, η άσκηση του επίδικου δικαιώματος των αναιρεσιβλήτων με την ένδικη αγωγή τους δεν υπερβαίνει και δη προφανώς τα από το εν λόγω άρθρο καθιερούμενα αντικειμενικά κριτήρια.

Και β) δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού διέλαβε σ` αυτήν, κατά τα προεκτιθέμενα, πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες για την κρίση του επί των πιο πάνω ζητημάτων, οι οποίες καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή εφαρμογή των ουσιαστικών διατάξεων που εφαρμόστηκαν και ιδίως των άρθρων 1045 και 281 ΑΚ. Ενόψει αυτών:

1) Ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως του κυρίου δικογράφου κατά το μέρος του με το οποίο προβάλλεται η αιτίαση, της ευθείας παραβιάσεως του άρθρου 281 ΑΚ, καθώς και ο τρίτος πρόσθετος λόγος αναιρέσεως κατά το μέρος του με το οποίο προβάλλεται η αιτίαση της ευθείας παραβιάσεως των άρθρων 1045, 1048 και 1050 ΑΚ, δηλαδή λόγοι αναιρέσεως από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

Και 2) οι δεύτερος και πέμπτος λόγοι αναιρέσεως του κυρίου δικογράφου, καθώς και ο τρίτος πρόσθετος λόγος αναιρέσεως κατά το υπόλοιπο μέρος του, από το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, με τους οποίους προβάλλονται αιτιάσεις για έλλειψη νόμιμης βάσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως λόγω ανεπαρκών και αντιφατικών αιτιολογιών, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

4. Επειδή με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως του κυρίου δικογράφου, καθώς και με το δεύτερο πρόσθετο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται ότι το Εφετείο παρά το νόμο έλαβε υπόψη για τη θεμελίωση της παραδοχής του αναφορικά με το γεγονός της ασκήσεως νομής για χρησικτησία ότι οι αναιρεσίβλητοι ασκούσαν “ανελλιπή εποπτεία επί του …(επίδικου) αγρού, τον οποίο και επισκέπτονταν τακτικά προς θεώρησή του, η εποπτεία δε αυτή και οι επισκέψεις τους αποτελούσαν τις μοναδικές πράξεις νομής τους επί του αγρού….”, παρά το ότι οι αναιρεσίβλητοι δεν είχαν επικαλεσθεί και τα γεγονότα αυτά με την ένδικη αγωγή τους, υποπίπτοντας έτσι στην από το άρθρο 559 αριθ. 8 περ. α` ΚΠολΔ προβλεπόμενη πλημμέλεια.

Όπως προκύπτει από την ένδικη αγωγή οι αναιρεσίβλητοι ανέφεραν σ` αυτήν, μεταξύ άλλων, και τα εξής επί λέξει” από το έτος 1932 εγκατεστάθημεν, νεμόμεθα κατά προορισμόν και κατέχομεν τον ανωτέρω περιγραφέντα υπ` αρ. 568 αγρόν εκτάσεως 2312 Μ2 (επίδικο ακίνητο) δια του δικαιοπαρόχου μας μέχρι το έτος 1976, ότε απεβίωσεν και έκτοτε και μέχρι σήμερον ιδίω δικαίω ως κληρονόμοι αυτού, τον περιεφράξαμε, εφυτεύσαμεν λεύκες και τον χρησιμοποιούσαμεν ως βοσκότοπο.”

Στις πράξεις όμως αυτές περιέχονται, ως κάτι το έλασσον, και οι πράξεις εποπτείας και επισκέψεων, τις οποίες δέχτηκε το Εφετείο ως μοναδικές πράξεις νομής των αναιρεσιβλήτων επί του επίδικου ακινήτου, αφού αυτό, λόγω της μορφολογίας του εδάφους του, ήταν ανεπίδεκτο οποιασδήποτε καλλιέργειας.

Επομένως το Εφετείο με το να λάβει υπόψη του με την προσβαλλόμενη απόφασή του ως πράξεις νομής επί του επίδικου ακινήτου εκ μέρους των αναιρεσιβλήτων εκείνες της εποπτείας του ακινήτου αυτού, καθώς και των επισκέψεων σ` αυτό δεν έλαβε υπόψη πραγματικά περιστατικά που δεν είχαν προταθεί από τους αναιρεσιβλήτους και έτσι δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια του αριθμού 8 περ. α` του άρθρου 559 ΚΠολΔ.

Γι` αυτό οι αμέσως πιο πάνω (3ος κύριος και 2ος πρόσθετος) λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους υποστηρίζεται το αντίθετο, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

5. Επειδή, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, το Εφετείο στην επί της ουσίας της υποθέσεως κρίση του κατέληξε ύστερα από εκτίμηση, όπως βεβαιώνει, εκτός των άλλων μνημονευόμενων αποδεικτικών μέσων, και όλων των εγγράφων που με επίκληση προσκομίστηκαν. Από τη βεβαίωση αυτήν και την όλη περαιτέρω σχετική αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του, καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη και εκτίμησε και όλα τα στον τέταρτο λόγο αναιρέσεως του κυρίου δικογράφου αναφερόμενα έγγραφα, τα οποία είχαν επικαλεστεί και προσκομίσει οι αναιρεσείοντες και τα οποία φέρονται ως μη εκτιμηθέντα έγγραφα, δηλαδή

α) το υπ΄αριθ. 273/1981 πιστοποιητικό του Προέδρου της Κοινότητας Σταυρού,

β) την υπ΄αριθ. 139/1987 απόφαση του Ειρηνοδικείου Λαγκαδά,

γ) τα πρακτικά της δίκης επί της οποίας επιδόθηκε η αμέσως πιο πάνω απόφαση του Ειρηνοδικείου Λαγκαδά,

δ) την υπ΄αριθ. 5572/28-4-1982 δήλωση αποδοχής κληρονομίας ενώπιον της συμβολαιογράφου Λαγκαδά Μαρίας Βερβερίδου με το σχετικό από 26/1482/7-5- 1982 σχετικό πιστοποιητικό μεταγραφής της εν λόγω δηλώσεως,

ε) το υπ΄αριθ. πρωτ. 3755/12-4-1984 πιστοποιητικό της Οικονομικής Εφορίας Λαγκαδά και στ) τα σχετικά έγγραφα για επιβολή σε βάρος των αναιρεσειόντων και καταβολής από αυτούς των προβλεπόμενων εισφορών σε χρήμα υπέρ του Δημοσίου για την ένταξη του ακινήτου στο πολεοδομικό σχέδιο της Κοινότητας Σταυρού και την οικοπεδοποίησή του κατά το έτος 1991.

Και αυτό μολονότι (το Εφετείο) δεν μνημονεύει και τα έγγραφα αυτά στην απόφασή του ειδικώς και δεν τα αξιολογεί χωριστά και παρά το ότι, αντιθέτως, στην εν λόγω απόφασή του κάνει ειδική μνεία και αξιολόγηση άλλων αποδεικτικών μέσων, επειδή τους αποδίδει ιδιαίτερη αποδεικτική βαρύτητα ως προς ορισμένα από τα αποδεικτέα πραγματικά περιστατικά.

Επομένως ο αμέσως πιο πάνω (4ος κύριος) λόγος αναιρέσεως, από το άρθρο 559 αριθ. 11 περ. γ` ΚΠολΔ, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αιτίαση της μη λήψεως υπόψη των αμέσως παραπάνω εγγράφων, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

6. Επειδή με τον έκτο λόγο αναιρέσεως του κυρίου δικογράφου προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο με το να επιδικάσει εις βάρος των αναιρεσειόντων, τελείως μάλιστα αναιτιολόγητα, δικαστική δαπάνη ύψους 850.000 δραχμών και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας παραβίασε, με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τους, τις διατάξεις των άρθρων 173 επ. και ιδίως των άρθρων 189- 191 του ΚΠολΔ, καθώς και των άρθρων 99 επ. και ιδίως του άρθρου 178 παρ. 1 του Κώδικα Δικηγόρων, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 3026/1954, επειδή, κατά τους αναιρεσείοντες, το χρηματικό αυτό ποσό δικαστικής δαπάνης είναι αυθαίρετο και υπερβολικό, κατά τα ειδικότερα στο λόγο αναιρέσεως διαλαμβανόμενα, υποπίπτοντας έτσι στις από το άρθρο 559 αριθ. 1 και 19 ΚΠολΔ προβλεπόμενες πλημμέλειες.

Ο λόγος αυτός αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος στο σύνολό του, γιατί με αυτόν και υπό την επίκληση των πλημμελειών των αριθμών 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ στην πραγματικότητα πλήττεται η κατά το άρθρο 561 παρ. 1 του τελευταίου Κώδικα ανέλεγκτη περί πραγμάτων σχετική κρίση του Εφετείου, λαμβανομένων υπόψη αφενός ότι με τα άρθρα 99 κ. επ. του Κώδικα Δικηγόρων ορίζονται τα ελάχιστα όρια αμοιβής των δικηγόρων για εργασίες σε πολιτικές κλπ υποθέσεις και αφετέρου ότι η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας αναφορικά με το ύψος της επιδικαστέας δικαστικής δαπάνης, όταν αυτή υπερβαίνει τα εν λόγω ελάχιστα όρια, ως αναγόμενη στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, δεν υπόκειται, κατά το ως άνω άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, στον έλεγχο του Αρείου Πάγου (πρβλ. ΑΠ 382/1973, 179/1984).

7. Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 8 περ. β` ΚΠολΔ, επιτρέπεται αναίρεση αν το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης.

Ως “πράγματα”, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, νοούνται αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί, οι οποίοι τείνουν σε θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του δικαιώματος, που ασκείται με την αγωγή, την ένσταση ή αντένσταση, όχι όμως και οι με την ιστορική αιτία της αγωγής, της ενστάσεως ή αντενστάσεως συνεχόμενοι ισχυρισμοί, που αποτελούν αιτιολογημένη άρνηση αυτής, οι οποίοι και αποκρούονται με την παραδοχή ως βασίμων των θεμελιωτικών της αγωγής, της ενστάσεως ή αντενστάσεως πραγματικών γεγονότων.

Στην προκειμένη περίπτωση με τον τέταρτο (και τελευταίο) πρόσθετο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη με την προσβαλλόμενη απόφασή του τους “πραγματικούς ισχυρισμούς” που προτάθηκαν από τους αναιρεσείοντες κατά την ενώπιόν του συζήτηση με τις προτάσεις τους, δηλαδή ισχυρισμούς που είχαν το αναφερόμενο στον πρόσθετο αυτόν λόγο αναιρέσεως περιεχόμενο, με βάση το οποίο ανατρεπόταν η συμπλήρωση του χρόνου έκτακτης χρησικτησίας, υποπίπτοντας έτσι στην από το άρθρο 559 αριθ. 8 περ. β` ΚΠολΔ προβλεπόμενη πλημμέλεια.

Ο λόγος αυτός αναιρέσεως πρέπει, σύμφωνα με τα παραπάνω, να απορριφθεί ως απαράδεκτος, προεχόντως γιατί οι ισχυρισμοί αυτοί των αναιρεσειόντων αποτελούσαν αιτιολογημένη άρνηση της ένδικης αγωγής, όχι όμως και “πράγματα” κατά την έννοια της αμέσως πιο πάνω διατάξεως.

8. Επειδή, κατ΄ακολουθίαν των παραπάνω, πρέπει οι υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως και πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως να απορριφθούν.

Οι αναιρεσείοντες, ως ηττώμενοι, πρέπει να καταδικαστούν στη δικαστική δαπάνη των νόμιμα παραστάμενων και ως εκ τούτου κατ΄αντιμωλίαν δικαζόμενων αναιρεσιβλήτων, κατά το σχετικό αίτημα τούτων, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό (άρθρα 183 και 176 ΚΠολΔ).

Ζήτημα επιδικάσεως ή μη δικαστικής δαπάνης υπέρ των λοιπών (11ης και 13ου) αναιρεσιβλήτων δεν τίθεται, προεχόντως, εφόσον, λόγω του ότι αυτοί θεωρούνται ως δικονομικώς απόντες, θεωρείται, συναφώς, και ότι δεν υποβλήθηκε και από αυτούς σχετικό αίτημα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 11 Σεπτεμβρίου 2000 αίτηση των ……………..για αναίρεση της υπ΄αριθ. 102/2000 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης, καθώς και τους από 7 Μαρτίου 2002 πρόσθετους λόγους αναιρέσεως. Και

Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη των νομίμως παριστάμενων (1ης, 2ης, 3ου, 4ου, 5ου, 6ης, 7ου, 8ης, 9ου, 10ης και 12ου) αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει σε χίλια εξήντα (1060) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 14 Μαΐου 2002. Και

Δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του στις 28 Μαΐου 2002.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

GreekEnglish