Δίκαιη Δίκη.
Καθυστέρηση εκδίκασης υπόθεσης για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Χρηματική ικανοποίηση.
Αριθμός απόφασης 1121/2015
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΑΣ ΤΜΗΜΑ 8° (ΠΡΟΕΔΡΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ)
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του με δικαστή την Αργυρώ Χορετάκη η οποία ορίστηκε με την από 24-9-2015 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Δικαστηρίου, βάσει του άρθρου 56 παρ. 2 του Ν. 4055/2012, και με γραμματέα την Αφεντούλα Παπανδρεάδη, δικαστική υπάλληλο, για να δικάσει τη με ημερομηνία κατάθεσης … αίτηση για δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπέρβασης της εύλογης διάρκειας της διοικητικής δίκης, κατ’ άρθρο 53 του Ν. 4055/2012, των: 1) …. και 2) …., κατοίκων αμφότερων Συκεών Θεσσαλονίκης, οι οποίοι δεν εμφανίσθηκαν στο ακροατήριο, αλλά παραστάθηκαν με την από …. δήλωση, κατ’ άρθρο 133 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, της πληρεξούσιας δικηγόρου τους …., κατά του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος δεν εμφανίσθηκε στο ακροατήριο, αλλά παραστάθηκε με την από 26-5-2015 δήλωση, κατ’ άρθρο 133 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, της Δικαστικής Πληρεξούσιας του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (Ν.Σ.Κ.) Μαγδαληνής Μανωλοπούλου.
Αφού μελέτησε τη δικογραφία
Σκέφθηκε κατά τον νόμο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης καθένας από τους αιτούντες έχει καταβάλει το προβλεπόμενο απ΄το άρθρο 55 παρ. 4 του Ν. 4055/2012 (Φ.Ε.Κ. 51 Α’) παράβολο (βλ. τα …, …, … και …, σειράς ειδικά γραμμάτια παραβόλου).
2. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, οι αιτούντες ζητούν να υποχρεωθεί το καθ’ ου η αίτηση Ελληνικό Δημόσιο να καταβάλει σε καθέναν από αυτούς ποσό 8.000 ευρώ ως δίκαιη ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστησαν από την υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της διοικητικής δίκης, η οποία άρχισε στις 22-12-2006, με την κατάθεση ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθήνας της με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης (Γ.Α.Κ.) …. αγωγής τους κατά του καθ’ ου η αίτηση, και περατώθηκε στις 31-10-2014, με την έκδοση της …. απόφασης του Δικαστηρίου αυτού (Τμήμα 22° Μονομελές).
3. Επειδή, οι ισχυρισμοί του καθ’ ου η αίτηση Ελληνικού Δημοσίου ότι η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, διότι αφενός μεν δεν υπήρξε οποιαδήποτε οφειλόμενη στο ίδιο καθυστέρηση στην επίμαχη διοικητική δίκη, αφετέρου δε οι αιτούντες δεν υπέστησαν σημαντική ζημία, κατά την έννοια του άρθρου 57 παρ. 1 στ. δ’ του Ν. 4055/2012 (βλ. το από …. παραδεκτώς κατατεθέν υπόμνημά του), είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Και τούτο διότι, σύμφωνα με τις εφαρμοστέες εν προκειμένω δικονομικές διατάξεις των άρθρων 53 επ. του Ν. 4055/2012, τα παραπάνω δεν αποτελούν όρους του παραδεκτού, αλλά του βάσιμου της κρινόμενης αίτησης.
Κατόπιν τούτων, η κρινόμενη αίτηση, η οποία ασκήθηκε εν γένει παραδεκτώς, πρέπει να γίνει τυπικώς δεκτή και να εξετασθεί κατ’ ουσίαν.
4. Επειδή, στο άρθρο 6 παρ. 1 της κυρωθείσας με το Ν.Δ. 53/1974 (Φ.Ε.Κ. 256 Α’) Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α.) ορίζεται ότι «Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, … εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, … το οποίον θα αποφασίση είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως, είτε επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως ….. ».
Περαιτέρω, στο άρθρο 13 της Ε.Σ.Δ.Α. ορίζεται ότι «Παν πρόσωπον του οποίου τα αναγνωριζόμενα εν τη παρούση Συμβάσει δικαιώματα και ελευθερίαι παρεβιάσθησαν, έχει το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον εθνικής αρχής, έστω και αν η παραβίασις διεπράχθη υπό προσώπων ενεργούντων εν τη εκτελέσει των δημοσίων καθηκόντων των. » . Εξάλλου, ο Ν. 4055/2012 «Δίκαιη δίκη και εύλογη διάρκεια αυτής» ορίζει στο άρθρο 53 ότι
1. Οποιοσδήποτε από τους διαδίκους, εκτός από το Δημόσιο και τα δημόσια νομικά πρόσωπα τα οποία συνιστούν κυβερνητικούς οργανισμούς κατά την έννοια του άρθρου 34 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που έλαβαν μέρος σε διοικητική δίκη μπορεί να ζητήσει με αίτηση δίκαιη ικανοποίηση προβάλλοντας ότι η διαδικασία για την εκδίκαση της υπόθεσης καθυστέρησε αδικαιολόγητα και συγκεκριμένα ότι διήρκεσε πέραν του ευλόγου χρόνου που απαιτείται για τη διάγνωση των πραγματικών και νομικών ζητημάτων που ανέκυψαν στη δίκη.
2. Η αίτηση στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου νομίμως εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών. » , στο άρθρο 54 παρ. 1 ότι «Η αρμοδιότητα προς εκδίκαση της αίτησης για δίκαιη ικανοποίηση, όταν αφορά καθυστέρηση εκδίκασης υπόθεσης ενώπιον: (α) … (β) … (γ) των διοικητικών πρωτοδικείων, ανατίθεται σε Πρόεδρο Πρωτοδικών του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση. » , στο άρθρο 55 ότι «1. Η αίτηση ασκείται ανά βαθμό δικαιοδοσίας και εντός προθεσμίας έξι (6) μηνών από τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης του δικαστηρίου, η οποία εκδόθηκε μετά από δίκη για την οποία ο αιτών παραπονείται ότι υπήρξε υπέρβαση της εύλογης διάρκειας αυτής. …. 2…. 3.
Η αίτηση υπογράφεται από δικηγόρο, για τη νομιμοποίηση του οποίου εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του π.δ. 18/1989 και του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. 4. Για την άσκηση της αίτησης καταβάλλεται παράβολο, το οποίο ορίζεται σε διακόσια (200) ευρώ υπέρ του Δημοσίου.
Το ύψος του ποσού αναπροσαρμόζεται με κοινή υπουργική απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Οικονομικών. Η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη εάν δεν καταβληθεί παράβολο μέχρι τη λήξη της προθεσμίας της παραγράφου 1 του επόμενου άρθρου. » , στο άρθρο 56 ότι
1. Όταν η αίτηση κατατίθεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο πρόεδρος του σχηματισμού τμήματος, που εξέδωσε την απόφαση επί της δίκης, για την οποία ζητείται δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπέρβασης της εύλογης διάρκειας αυτής, ορίζει, με πράξη του, σύμβουλο ή πάρεδρο για την εκδίκαση της. Με την πράξη αυτή, η οποία κοινοποιείται στον υπογράφοντα την αίτηση δικηγόρο και τον Υπουργό Οικονομικών, ορίζεται η ημέρα συζήτησης της αίτησης σε δημόσια συνεδρίαση, η οποία δεν μπορεί να απέχει πέραν των πέντε (5) μηνών από την κατάθεση της αίτησης.
Η διοίκηση υποχρεούται να διαβιβάσει την έκθεση με τις απόψεις της και τα σχετικά στοιχεία τουλάχιστον δεκαπέντε (15) ημέρες πριν από τη συζήτηση της αίτησης. Η αίτηση εκδικάζεται ακόμα και σε περίπτωση μη διαβίβασης της έκθεσης των απόψεων και των στοιχείων από τη διοίκηση.
2. Όταν η αίτηση κατατίθεται ενώπιον του διοικητικού εφετείου ή διοικητικού πρωτοδικείου, ο πρόεδρος της τριμελούς διεύθυνσης του δικαστηρίου ή ο δικαστής που διευθύνει το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση επί της δίκης για την οποία ζητείται δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπέρβασης της διάρκειας αυτής, ορίζει με πράξη του, Πρόεδρο Εφετών ή αντίστοιχα Πρόεδρο Πρωτοδικών για την εκδίκασή της. Κατά τα λοιπά εφαρμόζεται η προηγούμενη παράγραφος.
3. Ο αιτών μνημονεύει στην αίτησή του το δικαστήριο ενώπιον του οποίου προβάλλει ότι υπήρξε αδικαιολόγητη καθυστέρηση, αναφέρει τις αναβολές που τυχόν δόθηκαν με πρωτοβουλία των διαδίκων ή του δικαστηρίου, περιγράφει συνοπτικά τα ανακύψαντα νομικά ή πραγματικά ζητήματα, λαμβάνει θέση επί της πολυπλοκότητας αυτών.
4. Το Ελληνικό Δημόσιο απαντά επί των προβαλλόμενων λόγων περί υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της δίκης προσκομίζοντας όλα τα απαραίτητα στοιχεία σχετικά με τη δικονομική συμπεριφορά του αιτούντος κατά την εξέλιξη της δίκης, την πολυπλοκότητα της υπόθεσης και οποιοδήποτε άλλο στοιχείο κρίνει αναγκαίο για τη διάγνωση της υπόθεσης.
5. Η απόφαση δημοσιεύεται εντός δύο (2) μηνών από τη συζήτηση της αίτησης και κατά αυτής δεν ασκείται ένδικο μέσο.», στο άρθρο 57 ότι «1. Το δικαστήριο αποφαίνεται για το αν συντρέχει υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης συνεκτιμώντας, ιδίως, τα εξής:
α) τη συμπεριφορά των διαδίκων κατά την εξέλιξη της δίκης για την οποία παραπονείται ότι η διάρκειά της υπερέβη την εύλογη διάρκεια,
β) την πολυπλοκότητα των τιθέμενων νομικών ζητημάτων,
γ) τη στάση των αρμόδιων κρατικών αρχών,
δ) το διακύβευμα της υπόθεσης για τον αιτούντα.
2. Όταν διαπιστώνεται ότι συντρέχει υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης και επομένως υπάρχει παραβίαση του δικαιώματος σε ταχεία απονομή της δικαιοσύνης, το δικαστήριο αποφαίνεται για το αν πρέπει να καταβληθεί χρηματικό ποσό για τη δίκαιη ικανοποίηση και σε καταφατική περίπτωση ορίζει το ύψος αυτής, λαμβάνοντας υπόψη ιδίως την περίοδο που υπερέβη τον εύλογο χρόνο για την εκδίκαση της υπόθεσης κατά συνεκτίμηση των κριτηρίων της προηγούμενης παραγράφου, καθώς και την ικανοποίηση του αιτούντος από άλλα μέτρα που προβλέπονται στην κείμενη νομοθεσία για την αποκατάσταση της βλάβης του, μεταξύ των οποίων και την επιδίκαση υπέρ αυτού αυξημένης δικαστικής δαπάνης κατά τα οριζόμενα στις οικείες διατάξεις.
3. Αν γίνει αποδεκτή η αίτηση, επιβάλλονται στο Δημόσιο τα έξοδα του αιτούντος για τη σύνταξη της αίτησης και την παράσταση του πληρεξουσίου δικηγόρου, τα οποία δεν μπορεί να υπερβαίνουν το εκάστοτε οριζόμενο ποσό για την άσκηση και συζήτηση της παρέμβασης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης, μπορεί να επιβάλλεται δαπάνη υπέρ του Δημοσίου, κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων, ανερχόμενη έως και το πενταπλάσιο του ύψους του παραβόλου, εάν δε απορριφθεί ως προφανώς απαράδεκτη ή αβάσιμη, το ποσό της δαπάνης μπορεί να ανέλθει έως και το δεκαπλάσιο του ύψους του παραβόλου.» και στο άρθρο 58 παρ. 1 ότι «Η απόφαση με την οποία επιδικάζεται το χρηματικό ποσό της δίκαιης ικανοποίησης εκτελείται κατά τις οικείες, περί εντάλματος πληρωμής, διατάξεις εντός έξι (6) μηνών από την κοινοποίηση της απόφασης στον Υπουργό Οικονομικών.
Η είσπραξη του ποσού αυτού μπορεί να επιτευχθεί και με αναγκαστική εκτέλεση κατά του Δημοσίου η οποία γίνεται με κατάσχεση της ιδιωτικής περιουσίας αυτού. Αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του Δημοσίου επιτρέπεται μετά την παρέλευση των έξι (6) μηνών από την επίδοση της απόφασης στον Υπουργό Οικονομικών. »
5. Επειδή, με τις διατάξεις των άρθρων 53 έως 58 του Ν. 4055/2012 θεσμοθετήθηκε, ως νέο ένδικο βοήθημα, η αίτηση για δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπέρβασης της εύλογης διάρκειας της διοικητικής δίκης. Αντικείμενο της αίτησης είναι η δίκαιη ικανοποίηση των διαδίκων με την επιδίκαση εύλογου χρηματικού ποσού για την αποκατάσταση της ηθικής, κατά κύριο λόγο, βλάβης που υπέστησαν εξαιτίας της προσβολής του δικαιώματος σε ταχεία απονομή της διοικητικής δικαιοσύνης.
Περαιτέρω, με τις ανωτέρω διατάξεις ρυθμίζονται ζητήματα σχετικά με τα κριτήρια σύμφωνα με τα οποία εκτιμάται η εύλογη χρονική διάρκεια της διοικητικής δίκης.
Τα κριτήρια αυτά απαριθμούνται στο άρθρο 57 παρ. 1 του εν λόγω νόμου και αφορούν, ειδικότερα, στη συμπεριφορά των διαδίκων κατά την εξέλιξη της δίκης για την οποία πρόκειται, στην πολυπλοκότητα της υπόθεσης, τόσο από δικονομική όσο και από ουσιαστική άποψη, στη στάση των αρμόδιων κρατικών αρχών και στο διακύβευμα, δηλαδή τη σημασία, της υπόθεσης για τον συγκεκριμένο αιτούντα.
Τέλος, όπως προκύπτει ειδικότερα από τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 57 του Ν. 4055/2012, η κρίση του αρμόδιου δικαστηρίου, που επιλαμβάνεται αίτησης για δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπερβάσης της εύλογης διάρκειας της διοικητικής δίκης, περιλαμβάνει τρία στάδια. Στο πρώτο στάδιο, το δικαστήριο αποφαίνεται αν συντρέχει παραβίαση του δικαιώματος του αιτούντος σε ταχεία απονομή της δικαιοσύνης, λόγω υπέρβασης της εύλογης διάρκειας της διοικητικής δίκης, με βάση τα κριτήρια της παραγράφου 1 του άρθρου 57 του ανωτέρω νόμου.
Εφόσον διαπιστωθεί ότι συντρέχει στη συγκεκριμένη περίπτωση παραβίαση του ως άνω δικαιώματος, το δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη ότι η υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης αποτελεί ισχυρό – πλην μαχητό – τεκμήριο ότι προκλήθηκε ηθική βλάβη στον αιτούντα, αποφαίνεται, σε δεύτερο στάδιο, αν πρέπει να καταβληθεί χρηματικό ποσό για τη δίκαιη ικανοποίηση του αιτούντος ή αν, αντιθέτως, μόνη η διαπίστωση της παραβίασης του ως άνω δικαιώματος μπορεί, στη συγκεκριμένη περίπτωση και κατά την αιτιολογημένη σχετική κρίση του δικαστηρίου, να θεωρηθεί επαρκής ικανοποίηση.
Εάν, κατά το δεύτερο στάδιο, το αρμόδιο δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να επιδικασθεί χρηματικό ποσό για τη δίκαιη ικανοποίηση του αιτούντος, προβαίνει, στο τρίτο και τελευταίο στάδιο, αφενός, στον καθορισμό του ύψους του εν λόγω ποσού, λαμβάνοντας, ιδίως, υπόψη τη χρονική περίοδο που υπερβαίνει τον εύλογο χρόνο για την εκδίκαση της υπόθεσης, καθώς και την ενδεχόμενη ικανοποίηση του αιτούντος από άλλα μέτρα προβλεπόμενα στην κείμενη νομοθεσία, και, αφετέρου, στην επιβολή, σε βάρος του Δημοσίου, των εξόδων του αιτούντος, κατά τα προβλεπόμενα, ειδικότερα, στις διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του προαναφερόμενου άρθρου 57 του Ν. 4055/2012 (βλ. Σ.τ.Ε. μον. 1436/2015, 1423/2014, 4467/2012 κ.ά.).
6. Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα ακόλουθα: Οι αιτούντες, μόνιμα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων, με τη με ημερομηνία κατάθεσης …. (Γ.Α.Κ. 51376/22-12-2006), κοινή μαζί με άλλους συναδέλφους τους, αγωγή ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθήνας, ζήτησαν να υποχρεωθεί το καθ’ ου η αίτηση Ελληνικό Δημόσιο, με απόφαση προσωρινώς εκτελεστή, να καταβάλει νομιμοτόκως στη μεν πρώτη 11.271,33 ευρώ, στο δε δεύτερο 12.300 ευρώ, λόγω μη καταβολής, κατά τα χρονικά διαστήματα από 26-6-2002 έως 31-12-2006 και από 1-1-2002 έως 31-12- 2006 αντίστοιχα, της ειδικής μηνιαίας παροχής του άρθρου 14 παρ. 2 του Ν. 3016/2002 (Φ.Ε.Κ. 110 Α’), κατά παράβαση της συνταγματικής αρχής της ισότητας, άλλως ως αποζημίωση, κατ’ άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (Εισ.Ν.Α.Κ., Π.Δ. 456/1984, Φ.Ε.Κ. 164 Α’). Με την από 6-6-2013 πράξη της Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθήνας η εκδίκαση της υπόθεσης προσδιορίσθηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 11 ης 2-2014 του 22 ° Μονομελούς Τμήματος του Δικαστηρίου.
Κατά τη δικάσιμο αυτή, η εκδίκαση της υπόθεσης αναβλήθηκε, κατόπιν αιτήματος της πληρεξούσιας δικηγόρου των εναγόντων, για τη δικάσιμο της 23 ης_9-2014, οπότε και συζητήθηκε. Στις 31-10-2014 δημοσιεύθηκε η …./2014 απόφαση του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθήνας (Τμήμα 22 ° ). Με την εν λόγω απόφαση η αγωγή των αιτούντων απορρίφθηκε ως νόμω αβάσιμη. Εξάλλου, από τα στοιχεία του πληροφοριακού συστήματος του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η απόφαση παραδόθηκε στον εισηγητή προς καθαρογραφή στις 12-2-2015, καθαρογράφηκε και θεωρήθηκε από αυτόν την ίδια ημέρα (12-2-2015), παραδόθηκε δε στον δικαστικό επιμελητή προς επίδοση στις 19-2-2015. Τέλος, η απόφαση επιδόθηκε στους αιτούντες στις 20-2-2015.
7. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, όπως αυτή αναπτύσσεται με το από 3-6-2015 παραδεκτώς κατατεθέν υπόμνημα, οι αιτούντες προβάλλουν ότι ο χρόνος που μεσολάβησε από την κατάθεση της αγωγής τους (22-12-2006) μέχρι τη δημοσίευση της …/2014 απόφασης επ’ αυτής (31-10-2014), ο οποίος ξεπερνά τα 7 έτη, υπερέβη την εύλογη διάρκεια της δίκης, χωρίς υπαιτιότητά τους. Περαιτέρω, ισχυρίζονται ότι η υπόθεσή τους δεν εμφάνιζε πολυπλοκότητα, καθώς για το τιθέμενο με αυτή νομικό ζήτημα είχε διαμορφωθεί νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ήδη Ευρωπαϊκής Ένωσης).
Τούτο, εξάλλου, ευχερώς, κατά τους αιτούντες, συνάγεται και από το γεγονός ότι το Δικαστήριο εξέδωσε την παραπάνω απόφαση σε χρονικό διάστημα μικρότερο των δύο μηνών από την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της υπόθεσης. Τέλος, οι αιτούντες διατείνονται ότι η εν λόγω καθυστέρηση προκάλεσε σ’ αυτούς ψυχική ταλαιπωρία, άγχος και αγωνία καθώς και έντονο αίσθημα αδικίας από τη δυσμενή μεταχείριση και την επιλεκτική εξαίρεση των υπαλλήλων του κλάδου τους από την αιτηθείσα με την αγωγή παροχή. Με βάση τα ανωτέρω οι αιτούντες εγείρουν την αναφερόμενη στη δεύτερη σκέψη της παρούσας αξίωση.
8. Επειδή, εξάλλου, προς αντίκρουση των ισχυρισμών των αιτούντων ως προς την υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης, το Ελληνικό Δημόσιο, με το από 9-6-2015 υπόμνημα, προβάλλει ότι ο χρόνος της εκδίκασης της υπόθεσής τους ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθήνας ήταν ο συνήθης χρόνος πορείας των υποθέσεων που εισάγονται ενώπιον του εν λόγω Δικαστηρίου. Περαιτέρω, ισχυρίζεται ότι σε περίπτωση που διαπιστωθεί αδικαιολόγητη καθυστέρηση εκδίκασης της επίμαχης υπόθεσης, στην καθυστέρηση αυτή δε θα πρέπει να συνυπολογισθούν τα χρονικά διαστήματα των δικαστικών διακοπών (από 1 Ιουλίου έως 15 Σεπτεμβρίου).
Ακόμη, το Ελληνικό Δημόσιο διατείνεται ότι θα πρέπει να συνεκτιμηθεί ότι οι αιτούντες συνετέλεσαν με τη συμπεριφορά τους στην καθυστέρηση της εκδίκασης της αγωγής τους, καθόσον δεν ενδιαφέρθηκαν να επιδιώξουν την επιτάχυνση του προσδιορισμού της δικασίμου για τη συζήτηση της υπόθεσής τους ενώπιον του προαναφερόμενου Δικαστηρίου με την υποβολή αίτησης προτίμησης, ενώ ζήτησαν και έλαβαν αναβολή κατά την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 11ης 2-2014.
Επικουρικώς, ως προς την εκδίκαση τυχόν χρηματικής ικανοποίησης, σε περίπτωση που το Δικαστήριο δεν αρκεστεί στην απλή διαπίστωση της παραβίασης του δικαιώματος των αιτούντων σε ταχεία δίκη, το Ελληνικό Δημόσιο θεωρεί ότι δε θα πρέπει να επιδικασθεί στους αιτούντες μεγάλο χρηματικό ποσό για δίκαιη ικανοποίηση λόγω του όλως ασήμαντου διακυβεύματος, άλλως ότι το ύψος της δίκαιης αποζημίωσης θα πρέπει να υπολογισθεί μετά από συνεκτίμηση του σημερινού βιοτικού επιπέδου της Χώρας, συνεπεία της εκτόξευσης σε πρωτοφανή επίπεδα του δημοσιονομικού ελλείμματος και του δημόσιου χρέους και της συνεχιζόμενης σοβαρής ύφεσης.
9. Επειδή, η χρονική περίοδος που πρέπει να ληφθεί υπόψη προκειμένου να κριθεί αν συντρέχει ή όχι υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης στην υπό κρίση περίπτωση άρχισε στις 22-12-2006, με την κατάθεση της με Γ.Α.Κ. …/22-12-2006 αγωγής των αιτούντων ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθήνας και έληξε στις 31-10-2014 με τη δημοσίευση της …/2014 απόφασης του εν λόγω Δικαστηρίου, σύμφωνα και με το αιτητικό του δικογράφου της κρινόμενης αίτησης.
Από τη χρονική αυτή περίοδο δε θα πρέπει να αφαιρεθούν τα χρονικά διαστήματα των δικαστικών διακοπών, οι οποίες διήρκεσαν από την 1η Ιουλίου έως την 15η Σεπτεμβρίου κάθε έτους, όπως αβασίμως υποστηρίζει το καθ’ ου η αίτηση Ελληνικό Δημόσιο, διότι, όπως παγίως γίνεται δεκτό από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Δ.Δ.Α.) (βλ. Ε.Δ.Δ.Α. «…..» κατά Ελλάδας της 21-2-2008, «…..» κατά Πορτογαλίας της 6-4-2000 κ.ά.), τα Συμβαλλόμενα Κράτη οφείλουν να οργανώνουν το δικαστικό τους σύστημα κατά τρόπο ώστε να εξασφαλίζονται οι εγγυήσεις του άρθρου 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η έκδοση των αποφάσεων των αρμόδιων δικαιοδοτικών τους οργάνων μέσα σε εύλογη προθεσμία (βλ., ειδικότερα, για τα διαστήματα των δικαστικών διακοπών, Ε.Δ.Δ.Α. Ξενόπουλος κατά Ελλάδας της 28-3-2002, καθώς και Σ.τ.Ε. μον. …/2014 κ.ά.).
Αντιθέτως, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα από το καθ’ ου η αίτηση, από την παραπάνω χρονική περίοδο θα πρέπει να αφαιρεθεί το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από τις 11-2-2014, αρχικώς προσδιορισθείσα δικάσιμο για την εκδίκαση της αγωγής των αιτούντων, μέχρι τις 23-9-2014, μετ’ αναβολή ορισθείσα δικάσιμο, κατά την οποία συζητήθηκε τελικώς η συγκεκριμένη υπόθεση, διότι η εν λόγω αναβολή χορηγήθηκε με αίτημα της πληρεξούσιας δικηγόρου τους (βλ. Σ.τ.Ε. μον. …/2014).
Επομένως, η επίμαχη διοικητική δίκη διήρκεσε 7 έτη, 2 μήνες και 29 ημέρες. Όσον αφορά τη συμπεριφορά των αιτούντων κατά την εξέλιξη της εν λόγω δίκης, η μη υποβολή αίτησης προτίμησης για την επίσπευση της εκδίκασης της υπόθεσής τους δε συνιστά συμβολή στην επιβράδυνση της διαδικασίας, όπως αβασίμως προβάλλει το Ελληνικό Δημόσιο, διότι αφενός μεν η ευθύνη για την πρόοδο της διοικητικής δίκης, κατά το οικείο δικονομικό σύστημα, ανήκει στα διοικητικά δικαστήρια και όχι στους διαδίκους, αφετέρου δε η τυχόν υποβολή τέτοιας αίτησης δεν είναι βέβαιο ότι θα γινόταν δεκτή και θα οδηγούσε σε επίσπευση, αλλά θα μπορούσε και να έχει απορριφθεί (βλ. Ε.Δ.Δ.Α. Ceteroni και λοιποί κατά Ιταλίας της 15-11-1996).
Επίσης, οι εθνικές αρχές δεν προκύπτει ότι παρακώλυσαν με κάποιο τρόπο την πρόοδο της δίκης.
Περαιτέρω, η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η …/2014 απόφαση δεν εμφάνιζε ιδιαίτερη δυσχέρεια, δεδομένου ότι, όπως βασίμως προβάλλεται από τους αιτούντες, υπήρχε επαρκής νομολογία για το ένδικο νομικό ζήτημα, ενώ δεν ετίθετο ζήτημα βιοπορισμού των αιτούντων κατά τη διάρκεια του δικαστικού τους αγώνα, καθώς ως δημόσιοι υπάλληλοι μισθοδοτούνταν κατά τον κρίσιμο χρόνο.
Κατόπιν τούτων, το Δικαστήριο, εκτιμώντας το σύνολο των περιστάσεων της προκείμενης υπόθεσης, με βάση τα αναφερόμενα στο άρθρο 57 παρ. 1 του Ν. 4055/2012 κριτήρια, κρίνει ότι το χρονικό διάστημα που διήρκεσε η επίμαχη διοικητική δίκη, ήτοι 7 έτη, 2 μήνες και 29 ημέρες, για έναν βαθμό δικαιοδοσίας, δεν ικανοποιεί τις απαιτήσεις της «εύλογης διάρκειας» της δίκης, κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης, ούτε, άλλωστε, τις απαιτήσεις της «λογικής προθεσμίας», εντός της οποίας πρέπει να δικασθεί η υπόθεση, κατά το άρθρο 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α..
Η καθυστέρηση αυτή προκάλεσε, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα, ηθική βλάβη στους αιτούντες, συνιστάμενη στην επί μακρόν αβεβαιότητα για την έκβαση της δίκης και στην ταλαιπωρία που υπέστησαν κατά τη διάρκεια της όλης διαδικασίας, κρίνεται δε δικαιολογημένη, για την αποκατάσταση της προκληθείσας βλάβης, η επιδίκαση στους αιτούντες εύλογου χρηματικού ποσού ως δίκαιη ικανοποίηση.
10. Επειδή, η θέσπιση με τον Ν. 4055/2012 ειδικού ένδικου βοηθήματος για τη δίκαιη ικανοποίηση των διαδίκων, λόγω υπέρβασης της εύλογης διάρκειας διοικητικής δίκης, δικαιολογεί την επιδίκαση ποσού μειωμένου σε σχέση με εκείνο που θα επιδίκαζε το Ε.Δ.Δ.Α., εάν η υπόθεση είχε αχθεί ενώπιόν του, εφόσον το ποσό που θα επιδικασθεί δε θα είναι πολύ κατώτερο ενός εύλογου ορίου («unreasonable» ), θα στοιχεί προς τη νομική παράδοση και το βιοτικό επίπεδο («standard of living») της Χώρας και η σχετική απόφαση θα εκδοθεί ταχέως, θα είναι αιτιολογημένη και θα εκτελεσθεί αμέσως. Στο πλαίσιο αυτό, συνεκτιμάται, όπως βασίμως προβάλλει το καθ’ ου η αίτηση Ελληνικό Δημόσιο, η προκύπτουσα από τα διαθέσιμα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής πτώση του βιοτικού επιπέδου στην Ελλάδα κατά τα τελευταία έτη, η οποία συνδέεται με τον σοβαρότατο κλονισμό της δημοσιονομικής ισορροπίας του Ελληνικού Κράτους λόγω της εκτόξευσης σε πρωτοφανή επίπεδα του δημόσιου ελλείμματος και του δημόσιου χρέους και αντικατοπτρίζεται στην οικονομική ύφεση και μείωση του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος, αλλά και του διαθέσιμου κατά κεφαλήν εισοδήματος (βλ. Σ.τ.Ε. μον. 254/2015, 1423, 1340, 1275/2014 με παραπομπές στη νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α.). Με τα δεδομένα αυτά, το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει, κατά μερική αποδοχή της κρινομένης αίτησης, να επιδικασθεί σε καθέναν από τους αιτούντες ποσό 1.500 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη τους από την ως άνω αιτία.
11. Επειδή, κατ’ ακολουθία, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η αίτηση και να υποχρεωθεί το Ελληνικό Δημόσιο να καταβάλει σε καθέναν από τους αιτούντες ποσό 1.500 ευρώ κατά το αιτιολογικό.
Τέλος, πρέπει, ενόψει της μερικής αποδοχής της αίτησής τους, αφενός μεν να αποδοθεί σε καθέναν από τους αιτούντες το 1/2 του παραβόλου που κατέβαλε, ανερχόμενο σε 100 ευρώ, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 277 παρ. 9 εδ. γ’ του κυρωθέντος με τον Ν. 2717/1999 (Φ.Ε.Κ. 97 Α’) Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, ελλείψει ειδικότερης ρύθμισης στον Ν. 4055/2012 αναφορικά με την κατάπτωση ή την απόδοση του παραβόλου, αφετέρου δε να συμψηφιστεί η δικαστική δαπάνη μεταξύ των αιτούντων και του καθ’ ου η αίτηση Ελληνικού Δημοσίου, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 57 παρ. 3 του Ν. 4055/2012 (βλ. Σ.τ.Ε. μον. 150/2014 κ.ά.).
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Δέχεται εν μέρει την αίτηση.
Υποχρεώνει το Ελληνικό Δημόσιο να καταβάλει σε καθέναν από τους αιτούντες ποσό χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ, σύμφωνα με το αιτιολογικό.
Διατάσσει να αποδοθεί σε καθέναν από στους αιτούντες το 1/2 του παραβόλου που κατέβαλε, ανερχόμενο σε εκατό (100)
Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.