Ακύρωση διαταγής πληρωμής για απαίτηση Τράπεζας από δανειολήπτη – Παραβίαση διατάξεως δικαίου καταναλωτή

Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη Πολυξένη Κάρλου, την οποία όρισε η πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοικήσεως του Ειρηνοδικείου Αθηνών, με την παρουσία της Γραμματέα Δέσποινας Μέντη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 7-10-2014, για να δικάσει την παρακάτω υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΟΣ: …….., κατοίκου Θεσσαλονίκης, ο οποίος παραστάθηκε.

ΤΗΣ ΚΑΘΗΣ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: Της Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου της.

Ο ανακόπτων με την από …. ανακοπή του, διαδικασίας τακτικής, που κατατέθηκε με αύξοντα αριθμό ….. /2011, ζήτησε όσα αναφέρονται σ’ αυτή.
Κατά την προκειμένη συζήτηση και μετά την εκφώνηση της υπόθεσης από το πινάκιο, και κατά τη σειρά εγγραφής της σ’ αυτό, το Δικαστήριο αφού :

ΑΚΟΥΣΕ ΟΣΑ ΠΕΡΙΕΧΟΝΤΑΙ ΣΤΑ ΠΡΑΚΤΙΚΑ
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 623 και 624 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματική απαίτηση, εφόσον η απαίτηση αυτή δεν εξαρτάται από αίρεση ή προθεσμία, όρο ή αντιπαροχή και αποδεικνύεται (η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό) με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, ή με συνδυασμό τέτοιων εγγράφων που επισυνάπτονται στην αίτηση.

Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 216 παρ. 1,217, 583, 585, 632 παρ. 1, 633 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι οι λόγοι της ανακοπής, είτε ανάγονται στην έλλειψη των τυπικών προϋποθέσεων για την έκδοση της διαταγής πληρωμής (άρθρ. 632 επ. Κ.Πολ.Δ.), είτε αφορούν στην ουσιαστική αμφισβήτηση της απαίτησης με την προβολή ανατρεπτικών ή διακωλυτικών ή αποσβεστικών ισχυρισμών, πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι για να μπορεί ο μεν καθού η ανακοπή ν’ αμυνθεί κατά της ανακοπής, το δε δικαστήριο να υπαγάγει τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά σε συγκεκριμένο κανόνα δικαίου, να τάξει τις δέουσες αποδείξεις και να αποφανθεί επ’ αυτής με δύναμη δεδικασμένου, αλλιώς οι λόγοι αυτής απορρίπτονται και αυτεπαγγέλτως ως αόριστοι και ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτιμήσεως (ΑΠ 916/2002 Ελλ.Δ/νη 2003, 1297).

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994 «περί προστασίας καταναλωτών», οι γενικοί όροι συναλλαγών (ΓΟΣ), δηλαδή οι όροι οι οποίοι έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για απροσδιόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων, απαγορεύονται και είναι άκυροι, αν έχουν ως αποτέλεσμα τη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών εις βάρος του καταναλωτή.

Ο καταχρηστικός χαρακτήρας γενικού όρου ενσωματωμένου σε δανειακή σύμβαση κρίνεται, αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά τη σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψή της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία εξαρτάται.

Κατά την παρ. 7 του ίδιου πιο πάνω άρθρου, καταχρηστικοί είναι οι ενδεικτικά αναφερόμενοι στην εν λόγω παράγραφο ΓΟΣ, οι οποίοι, μεταξύ άλλων, επιφυλάσσουν στον προμηθευτή το δικαίωμα μονομερούς λύσεως ή τροποποιήσεως της σύμβασης χωρίς ορισμένο ειδικό και σπουδαίο λόγο, (ια’) χωρίς σπουδαίο λόγο αφήνουν το τίμημα αόριστο και δεν επιτρέπουν τον προσδιορισμό του με κριτήρια ειδικά καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα για τον καταναλωτή (κζ’) αναστρέφουν το βάρος αποδείξεως σε βάρος του καταναλωτή ή περιορίζουν υπέρμετρα τα αποδεικτικά του μέσα (λ’) επιβάλλουν στον καταναλωτή, σε περίπτωση μη εκπληρώσεως της παροχής του, υπέρμετρη οικονομική επιβάρυνση (ΑΠ 1401/1999 ΔΕΕ 2000, 192).

Οι γενικοί όροι οι οποίοι εμπίπτουν στις πιο πάνω αναφερόμενες ενδεικτικά περιπτώσεις θεωρούνται, άνευ ετέρου, από το νόμο, ως καταχρηστικοί, χωρίς να χρειάζεται ως προς αυτούς και η συνδρομή των προϋποθέσεων της γενικής ρήτρας της παρ. 6 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994. Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, οι οποίες ως προς τον έλεγχο των Γ.Ο.Σ. αποτελούν εξειδίκευση του γενικού κανόνα του άρθρου 281 ΑΚ, με τα αναφερόμενα σε αυτές κριτήρια, για την κρίση της ακυρότητας ή μη ως καταχρηστικών των όρων αυτών, λαμβάνεται υπόψη, κατά κύριο λόγο, το συμφέρον του καταναλωτή, με συνεκτίμηση, όμως, της φύσης των αγαθών ή των υπηρεσιών που αφορά η σχετική σύμβαση, καθώς και του σκοπού της, πάντοτε δε στα πλαίσια της επίτευξης ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών.

Ως μέτρο ελέγχου της διαταράξεως της ισορροπίας αυτής χρησιμεύει κάθε φορά το ενδοτικό δίκαιο, το οποίο ισχύει για τη συγκεκριμένη σύμβαση. Τα συμφέροντα, η διατάραξη της ισορροπίας των οποίων εις βάρος του καταναλωτή μπορεί να χαρακτηρίσουν έναν γενικό όρο άκυρο, ως καταχρηστικό, πρέπει να είναι ουσιώδη, η δε διατάραξη πρέπει να είναι ιδιαίτερα σημαντική, σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης. Προς τούτο λαμβάνονται υπόψη τα συμφέροντα των συμβαλλομένων στη συγκεκριμένη σύμβαση μερών και ερευνάται, ποιο είναι το συμφέρον του προμηθευτή για διατήρηση του όρου, ο οποίος ελέγχεται και ποιο είναι το συμφέρον του καταναλωτή για κατάργηση του.

Δηλαδή, ερευνάται ποιες συνέπειες θα έχει η διατήρηση ή η κατάργηση του όρου για κάθε πλευρά, πως θα μπορούσε κάθε μέρος να εμποδίσει την επέλευση του κινδύνου, τον οποίο θέλει να αποτρέψει ο συγκεκριμένος γενικός όρος και πως μπορεί, κάθε μέρος να προστατευθεί από τις συνέπειες της επελεύσεως του κινδύνου με δικές του ενέργειες. Οι Γ.Ο.Σ, τέλος, πρέπει, σύμφωνα με την αρχή της διαφάνειας, να παρουσιάζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή (Εφ.ΑΘ. 1558/2007 Ελλ.Δ/νη 48, 902).

Με την κρινόμενη ανακοπή και για τους λόγους που ειδικότερα αναφέρονται σ’ αυτήν, ο ανακόπτων ζητεί ν’ ακυρωθεί η με αριθ. …/2011 διαταγή πληρωμής του Ειρηνοδίκη Αθηνών, που εκδόθηκε με βάση την …. σύμβαση παροχής πίστωσης (προσωπικό ανοιχτό δάνειο), με την οποία (διαταγή πληρωμής) υποχρεώθηκε να καταβάλει στην καθής η ανακοπή το ποσό των 11.784,31 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων.

Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η ανακοπή έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα κατ’ άρθρ. 632 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., δηλαδή, εντός της νόμιμης προθεσμίας των 15 εργασίμων ημερών από την επίδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής στον ανακόπτοντα (άρθρ. 632 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), καθώς η μεν διαταγή πληρωμής επιδόθηκε σ’ αυτόν στις 13-7-2011, όπως τούτο προκύπτει από την σημείωση του δικαστικού επιμελητή στην διαταγή πληρωμής, η δε ανακοπή επιδόθηκε στην καθής στις 2-8-2011 (βλ. την με αριθ. …. 2-8-2011 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Γεωργίου Φιλιππουπολίτη).

Παραδεκτά δε και αρμόδια φέρεται για συζήτηση στο Δικαστήριο αυτό, που έχει εκδώσει τη διαταγή πληρωμής, το οποίο είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 632 παρ. 1 εδ. α’ Κ.Πολ.Δ. σε συνδ. με το άρθρο 583 του ίδιου κώδικα με την τακτική διαδικασία και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της, εφόσον έχουν καταβληθεί και τα νόμιμα τέλη της συζητήσεως.

Σύμφωνα με τη ρητή διάταξη του άρθρου 1 της 1969/8-8-1991 ΠΔΤΕ, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του Ν. 1266/1982 «απαγορεύεται η είσπραξη προμήθειας στα δάνεια, των οποίων το επιτόκιο ορίζεται ελεύθερα από τα πιστωτικά ιδρύματα». Στη ρύθμιση αυτή δεν εισάγει εξαίρεση η ΕΝΠΘ 524/1993, με την οποία προστέθηκε στο «παράρτημα» της πιο πάνω ΠΔΤΕ περίπτωση «Θ». Με αυτήν απλά διευκρινίζεται ότι από τα επιτρεπόμενα, με βάση την ανωτέρω 1969/1991 ΠΔΤΕ, έξοδα, τέλη, φόρους και προμήθειες κοινοπρακτικών δανείων (που μόνον κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η είσπραξη), αυτά πρέπει να περιλαμβάνονται στην ανάλυση του μηνιαίου λογαριασμού που αποστέλλουν οι πιστωτικοί φορείς στους κατόχους πιστωτικών καρτών και όχι ότι επιτρέπεται ελεύθερα η είσπραξη προμήθειας (ΑΠ 1219/2001 ΕΕμπ.Δ 2001, 529).

Σύμφωνα με το κεφάλαιο στ’ τέλος, της ΠΔΤΕ 2501/31-10-2002, που αντικατέστησε την ΠΔΤΕ 1969/1991, ορίστηκε, ότι δεν επιτρέπεται η είσπραξη οιασδήποτε προμήθειας στις πάσης φύσεως χορηγήσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η είσπραξη ί) προμήθειας οργάνωσης και διαχείρισης προκειμένου περί κοινοπρακτικών δανείων, β) προμήθειας αδρανείας επί των μη αναληφθέντων ποσών πιστώσεων, ανεξάρτητα από τη μορφή χορήγησής τους. Στην έννοια των πάσης φύσεως προμηθειών του παρόντος κεφαλαίου δεν εμπίπτουν οι αμοιβές για τις παρεχόμενες τυχόν ειδικές υπηρεσίες, εφάπαξ δαπάνες και τα έξοδα υπέρ τρίτων (π.χ. συμβολαιογραφικά έξοδα εκτίμησης και ελέγχου τίτλων ακινήτου, εγγραφής υποθήκης κ.λπ).

Ο ανακόπτων με τον τρίτο λόγο της ανακοπής του ισχυρίζεται ότι η καθής παρανόμως χρέωσε τον λογαριασμό του κατά τη διάρκεια λειτουργίας της σύμβασης κατά τα έτη 2005, 2006, 2007, 2008 και 2009 με το ποσό των 45,00 ευρών κατ’ έτος, που αφορούσε διαχειριστικά έξοδα, που κάλυπταν τη χρήση της χρεωστικής κάρτας, την έγγραφη ενημέρωση και την διαθεσιμότητα των κεφαλαίων προς ανάληψη, τα οποία αποτελούν προμήθεια, δεδομένου ότι στη σύμβαση δανείου το επιτόκιο ορίζεται ελεύθερα από την καθής και δεν μπορεί να χρεώνει τον λογαριασμό με προμήθεια.

Ότι τα ανωτέρω χρηματικά ποσά επιβάρυνσης, ενσωματώθηκαν στο αντίστοιχο οφειλόμενο κεφάλαιο, με αποτέλεσμα κεφάλαιο και έξοδα να εκτοκίζονται με υψηλό και καταχρηστικό συμβατικό επιτόκιο, που καθορίστηκε ελεύθερα από την καθής, με αποτέλεσμα την υπέρογκη επιβάρυνση του. Ότι ο σχετικός όρος της επίδικης σύμβασης είναι μη νόμιμος και άκυρος, ως αντίθετος στη διάταξη του άρθρου 1 της 1969/8-8-1991 ΠΔΤΕ, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του Ν. 1266/1982 και ότι η ύπαρξη αυτών των χρεώσεων συνεπάγεται την ακυρότητα της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής.

Από τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδείχτηκαν τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: Μεταξύ της καθής ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας και του ανακόπτοντος καταρτίστηκε η από …. και με αριθ. ……… σύμβαση παροχής πίστωσης (ανοιχτό προσωπικό δάνειο) δυνάμει της οποίας η καθής χορήγησε στον ανακόπτοντα δάνειο με τη μορφή ανακυκλούμενης πίστωσης μέχρι του ποσού των 7.000,00 ευρώ για την κάλυψη των προσωπικών του αναγκών.

Ο ανακόπτων στη συνέχεια ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλει το εκάστοτε προκύπτον οφειλόμενο υπόλοιπο με ελάχιστες καταβολές που δεν μπορούσαν αν υπολείπονται ενός εκ των προτέρων καθορισμένου ποσού – ποσοστού της οφειλής του που αναγραφόταν κάθε φορά στον αντίστοιχο μηνιαίο λογαριασμό έντοκα, με επιτόκιο που καθορίστηκε ελεύθερα από την καθής κατά την σύναψη της σύμβασης. Την 1-11-2010 η καθής προχώρησε στην καταγγελία της σύμβασης αυτής, με χρεωστικό υπόλοιπο 11.784,31 ευρώ και με την με ημερομηνία αυτή εξώδικη πρόσκληση κάλεσε αυτόν να της καταβάλει το χρεωστικό αυτό υπόλοιπο, το οποίο ο ανακόπτων δεν κατέβαλε και η καθής ζήτησε και πέτυχε την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής.

Σύμφωνα με τον όρο 2.4β που διέπει την ανωτέρω σύμβαση και τον οποίο αποδέχτηκε ο ανακόπτων κατά την υπογραφή της σύμβασης, ορίστηκε ότι: «Τα διαχειριστικά έξοδα σε ετήσια βάση ανέρχονται σε 45,00 ευρώ ετησίως και καλύπτουν τη χρήση της χρεωστικής κάρτας, την έγγραφη ενημέρωση, τη διαθεσιμότητα των κεφαλαίων προς ανάληψη από τον κάτοχο του λογαριασμού πίστωσης. Το ποσό που αφορά στα διαχειριστικά έξοδα θα χρεώνεται στο λογαριασμό της πιστώσεως μόνον εφόσον γίνει χρήση της από τον οφειλέτη μέχρι και το οριστικό κλείσιμο της πίστωσης. Το ποσό αυτό δικαιούται η Τράπεζα να αναπροσαρμόζει σε περίπτωση αύξησης του κόστους εξυπηρέτησης και λειτουργικής υποστήριξης του δανείου ». Με σχετική σημείωση στους λογαριασμούς της … και …. που απέστειλε η καθής στον ανακόπτοντα τον πληροφόρησε ότι τον χρέωσε, όπως προκύπτει και από την σχετική καρτέλα κίνησης του λογαριασμού με το ποσό των 45,00 ευρώ κατ’ έτος με την αιτιολογία «απελευθέρωση ανοικτό συνδρομή» και συνεπώς ο ανακόπτων χρεώθηκε με το συνολικό ποσό των 225,00 ευρώ πλέον τόκων.

Η παραπάνω επιβάρυνση του ανακόπτοντος, ανεξαρτήτως της ονομασίας που χρησιμοποίησε η καθής για τον χαρακτηρισμό της, η οποία (επιβάρυνση) δεν δικαιολογείται από το είδος και την φύση των παρεχομένων υπηρεσιών, αποτελεί προμήθεια, συντρεχουσών όλων των προϋποθέσεων για τον χαρακτηρισμό της ως τέτοιας, δεδομένου ότι το ύψος της έχει προκαθοριστεί μονομερώς από την τράπεζα, χρεώνεται εφάπαξ στους κατ’ έτος λογαριασμούς του ανακόπτοντος και είναι ανεξάρτητη από το επιτόκιο και τα άλλα έξοδα που του επιβάλλονται (για τα χαρακτηριστικά της προμήθειας βλ. ΕφΑΘ. 5253/2003 ΧρΙΔ 2004, 134) και δεν εντάσσεται στα διαχειριστικά έξοδα.

Ως προμήθεια δε απαγορεύεται ρητά από τη διάταξη του άρθρου 1 της 1969/8-8- 1991 ΠΔΤΕ, η δε καθής επιχειρεί με αυτήν να μετακυλίσει στον καταναλωτή έξοδα και λειτουργικά κόστη, τα οποία έχει ήδη συνυπολογίσει και λάβει υπόψη της κατά τη σύναψη της σύμβασης μεταξύ τους και τον καθορισμό του κυμαινόμενου συμφωνηθέντος επιτοκίου. Σε κάθε όμως περίπτωση η έγγραφη ενημέρωση και η διαθεσιμότητα των κεφαλαίων προς ανάληψη αποτελεί υποχρέωση της καθής έναντι του καταναλωτικού κοινού, το οποίο επιβαρύνεται σε κάθε περίπτωση με την καταβολή τόκων για κάθε συναλλαγή.

Συνεπώς, με τον τρόπο αυτό χρέωσε παράνομα τους λογαριασμούς του ανακόπτοντος με τα πιο πάνω αναφερόμενα ποσά προμήθειας ύψους 45,00 ευρώ κατ’ έτος για τη χρήση της χρεωστικής κάρτας, την έγγραφη ενημέρωση και την διαθεσιμότητα των κεφαλαίων προς ανάληψη, στα οποία υπολόγισε και τόκους ανατοκισθέντες, τα ποσά των οποίων ο ανακόπτων είναι αδύνατον να υπολογίσει και επί πλέον, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, η είσπραξη προμήθειας από την αυτονόητη παρεπόμενη υποχρέωση της τράπεζας προς ενημέρωση του καταναλωτή σχετικά με την κίνηση του λογαριασμού του, ή τη χρήση της χρεωστικής κάρτας, της οποίας το επιτόκιο καθορίζεται ελεύθερα από τα απαγορεύεται, τέτοιος δε ελεύθερος ορισμός του επιτοκίου έγινε στην προκειμένη περίπτωση από την καθής.

Έτσι με βάση τα παραπάνω η ανακοπτόμενη διαταγή επιδίκασε στην καθής απαίτηση, που δεν γεννήθηκε ποτέ, δηλαδή τα χρηματικά ποσά από την παραπάνω προμήθεια και τον ανατοκισμό αυτών, το ύψος των οποίων δεν μπορεί να προσδιοριστεί από τις εγγραφές της καθής στα αποσπάσματα της καρτέλας δανείου με βάση τα οποία εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, καθώς δεν προκύπτει, ούτε το επιτόκιο υπολογισμού των συμβατικών τόκων, που υπολογίστηκαν και προσαύξησαν την προμήθεια, με αποτέλεσμα να καθίσταται η απαίτηση ανεκκαθάριστη.

Επομένως, ο όρος 2.4β είναι άκυρος κατ’ άρθρο 174 και 178 ΑΚ, ως ευθέως αντικείμενος στην ΠΔΤΕ 2501/2002 (κεφ. Γ παρ. 2 περ. β’) και ως εκ τούτου η είσπραξη των άνω ποσών βάσει αυτού είναι παράνομη και για το λόγο αυτό πρέπει, αφού γίνει δεκτός ως νόμιμος ο ως άνω τρίτος λόγος της ανακοπής, να γίνει δεκτός και ως ουσιαστικά βάσιμος, χωρίς να εξεταστούν οι υπόλοιποι λόγοι της ανακοπής, αφού κατατείνουν στο ίδιο αποτέλεσμα και να ακυρωθεί η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής.

Πρέπει, συνεπώς, να γίνει δεκτή η κρινόμενη ανακοπή ως βάσιμη και να ακυρωθεί η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, να επιβληθούν δε τα δικαστικά έξοδα του ανακόπτοντος εις βάρος της καθής λόγω της ήττας της (άρθρ. 176 Κ.Πολ.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ την ανακοπή.

ΑΚΥΡΩΝΕΙ την με αριθ. …./2011 διαταγή πληρωμής του Ειρηνοδίκη Αθηνών.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ εις βάρος της καθής η ανακοπή τα δικαστικά έξοδα του ανακόπτοντος, τα οποία ορίζει σε 200,00 ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στο ακροατήριο του σε δημόσια και έκτακτη συνεδρίαση.
Αθήνα 16-01-2015.

Η ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Πολυξένη Κάρλου Δέσποινα Μέντη

GreekEnglish