Το εξωϊδρυματικό επίδομα του άρθρου 42

Αριθμός 2020/2007

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Α΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 7 Μαΐου 2007, με την εξής σύνθεση: Γ. Ανεμογιάννης, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Α΄ Τμήματος, Δ. Σκαλτσούνης, Σπ. Μαρκάτης, Σύμβουλοι, Κων. Κονιδιτσιώτου, Στ. Κτιστάκη, Πάρεδροι. Γραμματέας η Μ. Ιωαννίδου.

Για να δικάσει την από 19 Απριλίου 2006 αίτηση: της ….. ………….. ………, κατοίκου .. …….. …………. (οδός …… αριθ. ..), η οποία παρέστη με το δικηγόρο Δημ. Τσαγκαλίδη (Α.Μ. 2176 Δ.Σ. Θεσσαλονίκης), που τον διόρισε με πληρεξούσιο, κατά του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων – Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών» (Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ.), που εδρεύει στην Αθήνα (οδός Αγ. Κωνσταντίνου αριθ. 8), το οποίο παρέστη με τον Αντ. Παπαγεωργίου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

Με την αίτηση αυτή η αναιρεσείουσα επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθ. 216/2006 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της Εισηγήτριας, Παρέδρου, Στ. Κτιστάκη.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο της αναιρεσείουσας, ο οποίος δήλωσε στο ακροατήριο ότι παραιτείται των α΄ και β΄ λόγων αναιρέσεως και κατά τα λοιπά αναφέρθηκε στην εισήγηση και τον αντιπρόσωπο του αναιρεσίβλητου Ιδρύματος, ο οποίος ζήτησε την απόρριψη της υπό κρίση αιτήσεως.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

Σκέφθηκε κατά το Νόμο

1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (2028548-50/2006 ειδικά γραμμάτια παραβόλου).

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της 100/2005 εν μέρει οριστικής αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης και της 216/2006 αποφάσεως του ίδιου Δικαστηρίου, με την οποία έγινε δεκτή έφεση του αναιρεσίβλητου Ιδρύματος και εξαφανίστηκε η 1460/2003 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης.

Περαιτέρω, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την 216/2006 απόφαση έκανε δεκτή προσφυγή του ίδιου Ιδρύματος και ακύρωσε την 78/συν. 10/19.1.2001 απόφαση της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής του Περιφερειακού Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α. Θεσσαλονίκης. Με την τελευταία απόφαση είχε γίνει δεκτή ένσταση της αναιρεσείουσας κατά της 23774/2000 αποφάσεως του Διευθυντή του πιο πάνω Υποκαταστήματος και περαιτέρω αναγνωρίστηκε το δικαίωμά της να λάβει το εξωϊδρυματικό επίδομα του άρθρου 42 παρ. 1 του ν. 1140/1981 για το χρονικό διάστημα από 1.12.2000 έως 30.11.2002. Με την πρωτόδικη απόφαση είχε απορριφθεί ως απαράδεκτη η προσφυγή του αναιρεσείοντος Ιδρύματος.

3. Επειδή, η αναιρεσείουσα παραιτήθηκε, με δήλωση στο ακροατήριο του πληρεξούσιου δικηγόρου της, από τους υπό στοιχεία α΄ και β΄ αναγραφόμενους στο δικόγραφο της κρινόμενης αιτήσεως λόγους αναιρέσεως, με τους οποίους προβάλλεται

1) ότι η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 20 του ν. 3144/2003, με την οποία παρέχεται η δυνατότητα υπογραφής των δικογράφων του Ι.Κ.Α. από πρόσωπα που δεν είναι δικαστικοί πληρεξούσιοι και η οποία καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς υποθέσεις, αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1, 20 παρ. 1 και 26 του Συντάγματος, καθώς και στο άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και

2) ότι το δικάσαν Εφετείο έπρεπε να απορρίψει αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτη την προσφυγή που άσκησε ο Διευθυντής του Περιφερειακού Υποκαταστήματος του Ι.Κ.Α. Θεσσαλονίκης, χωρίς να έχει ανατεθεί σ’αυτόν, με απόφαση του Διευθυντή του Διοικητή του Ι.Κ.Α. δημοσιευμένη στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, η εκπροσώπηση του Ιδρύματος.

Μετά την παραίτηση της αναιρεσείουσας από τους πιο πάνω λόγους αναιρέσεως, δεν προσβάλλονται πλέον με την κρινόμενη αίτηση οι οριστικές διατάξεις που περιέχονται στην 100/2005 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης. Συνεπώς, παραδεκτώς προσβάλλεται μόνο η 216/2006 απόφαση του ίδιου δικαστηρίου, στην οποία ενσωματώθηκε η προηγούμενη απόφαση κατά το μέρος που δεν περιέχει οριστικές διατάξεις.

4. Επειδή, στην παρ. 1 του άρθρ. 42 του ν. 1140/1981 (Α΄ 68), όπως το πρώτο εδάφιο αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 16 του ν. 2042/1992 (Α΄ 75) ορίζεται ότι: «Ασφαλισμένοι φορέων κοινωνικής ασφάλισης, αρμοδιότητας Υπουργείου Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, κρινόμενοι από Ειδική Επιτροπή, ως πάσχοντες εκ τετραπληγίας – παραπληγίας με ποσοστό ιατρικής αναπηρίας 67% και άνω δικαιούνται μηνιαίου εξωϊδρυματικού επιδόματος…

Το ύψος του ως άνω επιδόματος, αι κατηγορίαι δικαιούχων, αι προϋποθέσεις και η διαδικασία χορηγήσεως και αναστολής καταβολής τούτου, ως και πάσα άλλη αναγκαία λεπτομέρεια ρυθμίζονται δι’ αποφάσεων του Υπουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών, μετά γνώμην του Διοικητικού Συμβουλίου εκάστου φορέως κυρίας ασφαλίσεως».

Με βάση την εξουσιοδότηση της παρ. 1 του άρθρ. 42 του ν. 1140/1981, όπως ίσχυε πριν αντικατασταθεί με την παρ. 1 του άρθρου 16 του ν. 2042/1992, εκδόθηκε η Φ.7/οικ. 909/3-14.7.1981 απόφαση του Υπουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών (414 Β΄), με την οποία προβλέφθηκε ότι ειδική επιτροπή, αρμόδια για την εξέταση των πασχόντων από τετραπληγία και παραπληγία, είναι η Πρωτοβάθμια Υγειονομική Επιτροπή του Ι.Κ.Α., εφόσον όμως μετέχει σ’ αυτήν ιατρός του αναιρεσίβλητου Ιδρύματος με την ειδικότητα του ορθοπεδικού ή νευρολόγου.

Περαιτέρω, με την ίδια υπουργική απόφαση ορίσθηκε ότι κατά των γνωματεύσεων των Ειδικών Υγειονομικών Επιτροπών επιτρέπεται στον ασφαλισμένο και σε οποιοδήποτε αρμόδιο ασφαλιστικό όργανο προσφυγή, κατά τις διατάξεις του άρθρου 35 του Κανονισμού Ασφαλιστικής Αρμοδιότητος του Ι.Κ.Α. (απόφαση Υπουργού Εργασίας 57440/13.1/7.2.1938, 33 Β΄), ήτοι ενώπιον της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής.

5. Επειδή, κατά την έννοια των πιο πάνω διατάξεων, το εξωϊδρυματικό επίδομα που προβλέπεται στην παρ. 1 του άρθρ. 42 του ν. 1140/1981 δικαιούνται όχι μόνον όσοι πάσχουν από τις ρητά αναφερόμενες στη διάταξη αυτή παθήσεις της τετραπληγίας και παραπληγίας, αλλά, για την ταυτότητα του λόγου, και όσοι πάσχουν από ασθένειες οι οποίες, κατά την κρίση της αρμόδιας υγειονομικής επιτροπής, επιφέρουν την ίδια, όπως οι δύο αυτές παθήσεις, μορφή αναπηρίας (ΣτΕ 1030/2005, 291, 1311/2004, 1802/2001, 2649/1996).

Περαιτέρω από τις διατάξεις των παρ. 1 του άρθρ. 6, 4 του άρθρ. 14 και των άρθρων 29 και 34 του Κανονισμού Ασφαλιστικής Αρμοδιότητος του Ι.Κ.Α. συνάγεται ότι οι γνωματεύσεις των Υγειονομικών Επιτροπών του Ι.Κ.Α., αν είναι αιτιολογημένες, δεσμεύουν για τα ιατρικής φύσεως ζητήματα, τα οποία ανήκουν στην αποκλειστική αρμοδιότητά τους, τόσο τα ασφαλιστικά όργανα του Ι.Κ.Α., όσο και τα επιλαμβανόμενα, κατόπιν ασκήσεως προσφυγής, διοικητικά δικαστήρια.

Αιτιολογημένες είναι οι γνωματεύσεις των υγειονομικών επιτροπών του Ι.Κ.Α., που εκδίδονται επί αιτήματος για χορήγηση του πιο πάνω επιδόματος, όταν περιέχουν ειδική κρίση ότι η πάθηση που διαπιστώθηκε, αν αυτή είναι διαφορετική από τις παθήσεις που ορίζονται στη παρ. 1 του άρθρου 42 του ν. 1140/1981, επιφέρει την ίδια με τις οριζόμενες στην πιο πάνω διάταξη παθήσεις μορφή αναπηρίας, διότι στις περιπτώσεις αυτές η κρίση για την επερχόμενη από τη διαπιστωθείσα πάθηση μορφή αναπηρίας ανήκει, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, στην αποκλειστική αρμοδιότητα των υγειονομικών επιτροπών του Ι.Κ.Α. (ΣτΕ 1030/2005, 1802/2001, 2949/2000, 2649/1996, πρβ. 714, 1311/2004 κ.ά.).

6. Επειδή από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτουν τα εξής:

Η αναιρεσείουσα, που γεννήθηκε το 1970, ασφαλίσθηκε στο αναιρεσίβλητο Ίδρυμα ως βοηθός λογίστρια και έλαβε από το Ίδρυμα αυτό εξωϊδρυματικό επίδομα για το χρονικό διάστημα από 4.11.1998 έως 30.11.2000. Με την από 16.8.2000 αίτησή της ζήτησε από το αναιρεσίβλητο Ίδρυμα να παρατείνει τη χορήγηση του πιο πάνω επιδόματος.

Η αρμόδια Α.Υ.Ε. με την 6798/13.9.2000 γνωμάτευσή της διαπίστωσε ότι η αναιρεσείουσα, κατά το χρονικό διάστημα από 1.12.2000 έως 30.11.2002, παρουσίαζε «Συγγενή ραιβά ισχία με πολλαπλές διορθωτικές επεμβάσεις» και προσδιόρισε την ανατομοφυσιολογική βλάβη της σε 80%, που κατά 60% οφειλόταν σε επιδείνωση ορθοπεδικής πάθησης, αλλά έκρινε ότι η πάθηση αυτή δεν ενέπιπτε στις διατάξεις του άρθρου 42 του ν. 1140/1981. Η Β.Υ.Ε., στην οποία προσέφυγε η αναιρεσείουσα, με την 1417//26.9.2000 γνωμάτευσή της επικύρωσε τη γνωμάτευση της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής. Κατόπιν αυτού, ο Διευθυντής του Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α. Θεσσαλονίκης με την 23774/2000 απόφασή του απέρριψε την αίτηση της αναιρεσείουσας.

Ένσταση κατά της αποφάσεως αυτής έγινε δεκτή με την 78/συν. 10/19.1.2001 απόφαση της ΤΔΕ του ίδιου Υποκαταστήματος. Κατά της τελευταίας αυτής αποφάσεως το αναιρεσίβλητο Ίδρυμα προσέφυγε στο πρωτόδικο δικαστήριο, το οποίο απέρριψε την προσφυγή, γιατί το δικόγραφο της προσφυγής του Ι.Κ.Α. δεν υπογραφόταν από δικηγόρο.

Κατά της πρωτόδικης αποφάσεως το αναιρεσίβλητο Ίδρυμα άσκησε έφεση.

Το διοικητικό εφετείο με την 100/2005 εν μέρει οριστική απόφασή του έκρινε κατ’αρχάς ότι έσφαλε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που είχε απορρίψει την προσφυγή του Ι.Κ.Α. για τυπικό λόγο και, αφού έκανε δεκτή την έφεση, ανέβαλε την οριστική κρίση του επί της προσφυγής που είχε ασκήσει το ήδη αναιρεσίβλητο Ίδρυμα αναπέμποντας την υπόθεση με την ίδια απόφαση στη Δευτεροβάθμια Υγειονομική Επιτροπή του Ι.Κ.Α., προκειμένου αυτή να αποφανθεί αιτιολογημένα εάν κατά το χρονικό διάστημα από 1.12.2000 έως 30.11.2002 οι παθήσεις της αναιρεσείουσας επέφεραν κατ’αποτέλεσμα την ίδια μορφή αναπηρίας με τις παθήσεις της τετραπληγίας ή της παραπληγίας.

Σε εκτέλεση της αποφάσεως αυτής προσκομίστηκε η 181/2005 γνωμάτευση της Β.Υ.Ε. του πιο πάνω Υποκαταστήματος, σύμφωνα με την οποία η πιο πάνω ασφαλισμένη «είναι ανάπηρη με ποσοστό 80%, ήτοι 50% προϋπάρχουσα και 60% επιδείνωση. Για το χρονικό διάστημα από 1.12.2000 έως 30.11.2002, ως πάσχουσα από συγγενή ραιβά ισχία με πολλαπλές διορθωτικές επεμβάσεις.

Η πάθηση δεν εμπίπτει στις διατάξεις του άρθρου 42 παρ. 1 του ν. 1140/1981, καθώς η πάθηση είναι ορθοπεδική και όχι νευρολογική, πλην όμως επιφέρει την ίδια μορφή αναπηρίας με την παραπάρεση για το εν λόγω χρονικό διάστημα».

Με τα δεδομένα αυτά, το διοικητικό εφετείο, με την παραδεκτώς προσβαλλόμενη απόφασή του, αφού έκρινε επαρκώς αιτιολογημένη την πιο πάνω γνωμάτευση της υγειονομικής επιτροπής και επομένως δεσμευτική για το δικαστήριο, δέχτηκε ότι από τη γνωμάτευση αυτή προέκυπτε ότι η αναιρεσείουσα δεν έπασχε από τετραπληγία ή παραπληγία, η δε πάθησή της δεν επέφερε την ίδια μορφή αναπηρίας με τις παθήσεις αυτές, που αναφέρονται ρητά στο νόμο, αλλά με την παραπάρεση.

Με τα δεδομένα αυτά, το διοικητικό εφετείο έκρινε ότι δεν συνέτρεχαν στο πρόσωπο της αναιρεσείουσας οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση του επίμαχου επιδόματος.

7. Επειδή, η πιο πάνω κρίση της παραδεκτώς προσβαλλόμενης αποφάσεως δεν είναι νομίμως αιτιολογημένη. Τούτο δε, διότι η Δευτεροβάθμια Υγειονομική Επιτροπή γνωμοδότησε ότι η πάθηση της αναιρεσείουσας, κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα, επέφερε την ίδια μορφή αναπηρίας με την παραπάρεση, χωρίς να περιλάβει στη γνωμάτευσή της, όπως αυτή περιγράφεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, κρίση περί του αν η παραπάρεση επιφέρει την ίδια μορφή αναπηρίας με την τετραπληγία ή παραπληγία.

Συνεπώς, η γνωμάτευση αυτή δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη, η δε προσβαλλόμενη απόφαση που στηρίχθηκε στη γνωμάτευση αυτή, την οποία θεώρησε επαρκώς αιτιολογημένη και συνεπώς δεσμευτική, είναι πλημμελώς αιτιολογημένη (πρβ. ΣτΕ 714/2004, 3619/1992).

Για το λόγο δε αυτόν, που βασίμως προβάλλεται, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή και να αναιρεθεί η παραδεκτώς προσβαλλόμενη 216/2006 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, η υπόθεση δε, που χρειάζεται διευκρίνιση ως προς το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί στο ίδιο δικαστήριο για νέα κρίση.

Διά ταύτα

Δέχεται την κρινόμενη αίτηση.

Αναιρεί την 216/2006 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, στο οποίο παραπέμπει την υπόθεση, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο αιτιολογικό.

Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου, και

Επιβάλλει στο αναιρεσίβλητο Ίδρυμα τη δικαστική δαπάνη της αναιρεσείουσας, η οποία ανέρχεται στο ποσό των εννιακοσίων είκοσι (920) ευρώ.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 18 Ιουνίου 2007

Ο Προεδρεύων Σύμβουλος Η Γραμματέας Γ. Ανεμογιάννης Μ. Ιωαννίδου

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 17ης Ιουλίου 2007. Ο Πρόεδρος του Α` Τμήματος Η Γραμματέας του Α` Τμήματος Γ. Ανεμογιάννης Ε. Κουμεντέρη ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ

Εντέλλεται προς κάθε δικαστικό επιμελητή να εκτελέσει όταν του το ζητήσουν την παραπάνω απόφαση, τους Εισαγγελείς να ενεργήσουν κατά την αρμοδιότητά τους και τους Διοικητές και τα άλλα όργανα της Δημόσιας Δυνάμεως να βοηθήσουν όταν τους ζητηθεί.

Η εντολή πιστοποιείται με τη σύνταξη και την υπογραφή του παρόντος.

Αθήνα,

Ο Πρόεδρος του Α` Τμήματος Η Γραμματέας του Α` Τμήματος Π.Β.

GreekEnglish