Η παράλειψη των προστηθέντων από την Τράπεζα οργάνων να ελέγξουν την αίτηση για έκδοση πιστωτικής κάρτας με συνέπεια να εκδοθεί πιστωτική κάρτα από τρίτο πρόσωπο, χωρίς εντολή του φερόμενου ως αιτούντα, είναι αντίθετη με τη καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη και θεμελιώνει δικαίωμα αποζημίωσης.
Επιδίκαση χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης.
Εφ.Θες 427/2011
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Κωνσταντίνο Βαμβακίδη, Πρόεδρο Εφετών, Ανδρονίκη Τυραννίδου και Θεανώ Γιατροπούλου, Εισηγήτρια, Εφέτες και τη Γραμματέα Άννα Αρναούτη.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του στις ……………… 2009 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ:
……………………………….., κατοίκου Νεάπολης Θεσσαλονίκης, για τον οποίο παραστάθηκε ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Δημήτριος Τσαγκαλίδης (Α.Μ.Δ.Σ.Θ. 2176)
ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) ……………………………….., κατοίκου Πολίχνης Θεσσαλονίκης, η οποία δεν παραστάθηκε και 2) Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «……………….Α.Ε.», που εδρεύει στη Ν. Ιωνία Αθηνών και εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποία παραστάθηκε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Αχιλλέας Πηλείδης (Α.Μ.Δ.Σ.Θ. 1002).
Ο ενάγων με την αγωγή του κατά των εναγομένων προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης ζήτησε ό, τ ι αναφέρει σ’ αυτή. Το Δικαστήριο αυτό με την οριστική του απόφαση, απέρριψε την αγωγή.
Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την έφεσή του η οποία προσδιορίσθηκε να συζητηθεί την 2.2.2007 και μετά από αναβολή την 4.4.2008, κατά την οποία δικάσιμο ματαιώθηκε και επαναφέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου με κλήση του καλούντος-εκκαλούντος.
Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως και κατά την εκφώνησή της από το σχετικό πινάκιο στη σειρά της, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της δεύτερης καθ’ ης η κλήση – εφεσιβλήτου, που παραστάθηκε στο ακροατήριο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε. Αντίθετα, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του καλούντος – εκκαλούντος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο αλλά κατέθεσε μονομερή δήλωση που έγινε σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ. 2 του
Κ.Πολ.Δ. όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 του Ν. 1649/1986 και προκατέθεσε προτάσεις.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νόμιμα φέρεται με κλήση για να συζητηθεί η παρούσα υπόθεση μετά την ματαίωση της συζήτησή της κατά τη δικάσιμο της 4.4.2008.
Από την υπ’ αριθμόν …../2008 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης Δημητρίου Γκοτζίά, που προσκομίζει και επικαλείται ο εκκαλών, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της κλήσης με την οποία επαναφέρεται προς συζήτηση η προκειμένη υπόθεση, με πράξη ορισμού δικασίμου για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης και κλήση για συζήτηση κάτω από αυτή επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην πρώτη εφεσίβλητη, η οποία κατά την ως άνω δικάσιμο δεν εμφανίστηκε ούτε εκπροσωπήθηκε νόμιμα κατά την εκφώνηση και συζήτηση της υπόθεσης από τη σειρά του πινακίου.
Πρέπει, επομένως, να δίκασθεί ερήμην και να προχωρήσει η συζήτηση της υπόθεσης σαν να ήταν και αυτή παρούσα (άρθρο 524 Κ.Πολ.Δ.).
Η κρινόμενη υπ’ αριθμό κατάθεσης ……/19.12.2005 έφεση κατά της υπ’ αριθμόν ……/2005 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, ασκήθηκε σύμφωνα με τους νόμιμους τύπους και εμπροθέσμως. Επομένως πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν, κατά την ίδια διαδικασία (άρθρο 533 Κ.Πολ.Δ.) .
Κατά τις διατάξεις του άρθρου 914 Κ.Πολ.Δ. για τη γέννηση ευθύνης από αδικοπραξία προς αποζημίωση πρέπει να υπάρχει α) παράνομη και υπαίτια ανθρώπινη συμπεριφορά, β) επέλευση ζημίας και γ) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της επιζήμιας συμπεριφοράς του ενός και της ζημίας του άλλου.
Ως ζημία θεωρείται η διαφορά μεταξύ της περιουσιακής κατάστασης του προσώπου που διαμόρφωσε η ζημιογόνος πράξη και εκείνης που θα υπήρχε χωρίς αυτή, ενώ δικαιούχος της αποζημίωσης από αδικοπραξία είναι εκείνος που ζημιώθηκε αμέσως από αυτή (Β. Βαθρακοκοίλη άρθρο 914 σ. 873).
Εξάλλου κατά τις διατάξεις του άρθρου 8 Ν. 2251/1994 ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε ζημία, που προκάλεσε υπαιτίως κατά την παροχή των υπηρεσιών.
Ο ζημιωθείς υποχρεούται να αποδείξει τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας ενώ ο παρέχων τις υπηρεσίες φέρει το βάρος της απόδειξης της έλλειψης υπαιτιότητας.
Προϋποθέσεις για τη θεμελίωση ευθύνης σε βάρος που παρέχοντος υπηρεσίες είναι
α) η παροχή ανεξάρτητων υπηρεσιών στα πλαίσια άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας,
β) η υπαιτιότητα του παρέχοντος υπηρεσίες κατά την παροχή της υπηρεσίας,
γ) το παράνομο της συμπεριφοράς του παρέχοντος υπηρεσίες, που θεμελιώνεται όταν η συμπεριφορά αυτή δεν ανταποκρίνεται στην ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια,
δ) ζημία με βάση το γενικό δίκαιο της αποζημίωσης και ε) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ παροχής της υπηρεσίας και ζημίας (Α.Π. 581/2001 Ελ.Δνη 2002, 422).
Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 9β Ν. 2251/1994 η χρηματική ικανοποίηση έχει πρωτίστως αποκαταστατικό χαρακτήρα και αποσκοπεί στην αποκατάσταση της ισορροπίας του πλέγματος εκείνου των σύγχρονων κοινωνικών και ηθικών αξιών που διαπράχθηκε από την παράνομη ενέργεια, του παραβαίνοντος το νόμο και την επαναφορά στην προηγούμενη κατάσταση (Εφ.Αθ. 2319/1999 ΔΕΕ 1999, 1175).
Κατά δε την διάταξη 932 Α.Κ. αναγνωρίζεται λόγω αδικοπραξίας εκτός από την περιουσιακή ζημία και ηθική βλάβη, η οποία είναι ανορθωτέα με χρηματική ικανοποίηση.
Έτσι με τη διάταξη αυτή παρέχεται αυτοτελής σε σχέση με την αποζημίωση για περιουσιακή ζημία αξίωση, για μη περιουσιακή ζημία, που επιδικάζεται κατά την εύλογη κρίση του Δικαστηρίου όταν συντρέχει το πραγματικό μιας αδικοπραξίας ή οι προϋποθέσεις θεμελίωσης αντικειμενικής ευθύνης από το νόμο και η, από τη προσβολή, πρόκληση ηθικής βλάβης, η οποία είναι η ανεπίδεκτη χρηματικής αποτίμησης ζημία που υφίσταται από την προσβολή το πρόσωπο σε έννομα αγαθά που προστατεύονται από το νόμο και αναφέρονται στην ηθική, πνευματική, σωματική συγκρότησή του (Β. Βαθρακοκοίλη άρθρο 932 σ. 1070).
Με την υπ’ αριθμό καταθέσεως …../2005 αγωγή ο ενάγων εξέθεσε ότι κατά μήνα Φεβρουάριο 2003 εξουσιοδοτημένοι υπάλληλοι της δεύτερης εναγόμενης ειδοποίησαν αυτόν τηλεφωνικώς ότι οφείλει σ’ αυτή το ποσό των (4.326,49) ευρώ, λόγω χρήσης από αυτόν της εκδοθείσας από την προαναφερόμενη πιστωτικής κάρτας.
Ότι μετά από έρευνα που πραγματοποίησε, διαπίστωσε ότι η εν λόγω πιστωτική κάρτα είχε εκδοθεί κατόπιν αιτήσεως από την πρώτη εναγόμενη εν διαστάσει σύζυγο του με τη συνέργεια των προστηθέντων υπαλλήλων της εταιρίας ……. που προστήθηκε από την δεύτερη εναγομένη, προκειμένου η τελευταία να επεκτείνει τις συναλλαγές της με την κατάρτιση νέων συμβάσεων έκδοσης πιστωτικών καρτών, οι οποίοι από βαρειά αμέλεια αποδέχθηκαν την ως άνω αίτηση χωρίς να ελέγξουν αν η παραπάνω εναγομένη ενεργούσε νόμιμα ως αντιπρόσωπος του και κατάρτισε για λογαριασμό του την ως άνω σύμβαση, θέτοντας το όνομά του στη θέση του αιτούντος την κάρτα, ενώ στη συνέχεια η πρώτη εναγόμενη παρέλαβε αυτή και τη χρησιμοποίησε εν αγνοία του.
Ότι εξαιτίας της ως άνω παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς των εναγομένων εκτός της περιουσιακής ζημίας υπέστη και ηθική βλάβη. Ζήτησε δε να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να καταβάλουν σ’ αυτόν, ευθυνόμενες εις ολόκληρον, το συνολικό ποσό των (34.326,49) ευρώ για τις παραπάνω αιτίες με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.
Επικουρικά ζήτησε να αναγνωριστεί η ακυρότητα της εν λόγω σύμβασης.
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση απέρριψε ως μη νόμιμη την αγωγή ως προς το αιτούμενο κονδύλιο της αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας και στη συνέχεια ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν την αγωγή.
Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται με την κρινόμενη έφεση ο ενάγων για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί, για τους λόγους που αναφέρονται στο εφετήριο, την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή.
Από το περιεχόμενο του δικογράφου της ένδικης αγωγής προκύπτει ότι ο ενάγων δεν επικαλείται την ύπαρξη ζημίας του κατά το ποσό των (4.326,49)ευρώ με την καταβολή αυτού στην δεύτερη εναγομένη, ώστε να υπήρξε ισόποση μείωση της περιουσίας του κατά το παραπάνω ποσό, ούτε ότι η ως άνω εναγομένη έχει επισπεύσει εναντίον του οποιαδήποτε διαδικασία για την είσπραξή του.
Επομένως, το ως άνω κονδύλιο της αγωγής είναι μη νόμιμο καl απορριπτέο.
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε τα ίδια, ορθά ερμήνευσε το νόμο και ο περί του αντιθέτου τρίτος λόγος της έφεσης είναι αβάσιμος.
Από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος που εξετάστηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με την επιμέλεια του ενάγοντος, η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά του ως άνω Δικαστηρίου που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι και από όλα, γενικώς, τα προσκομιζόμενα με επίκληση έγγραφα αποδείχθηκαν τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά:
Την 19.7.2002 η συνεργάτης της εταιρίας ……., η οποία προστήθηκε από την δεύτερη εναγομένη στην υπηρεσία της, προκειμένου να επεκτείνει τις συναλλαγές της με την κατάρτιση συμβάσεων προς έκδοση σε νέους πελάτες πιστωτικών καρτών, υπέβαλε προς την δεύτερη εναγομένη την από 16.7.2002 αίτηση για χορήγηση πιστωτικής κάρτας «……………» στην οποία περιλαμβάνονται τα στοιχεία του ενάγοντος και στη θέση της υπογραφής του αιτούντος περιλαμβάνεται ολογράφως το ονοματεπώνυμο του.
Στην ως άνω υπάλληλο εμφανίστηκε με φωτοαντίγραφα της ταυτότητας του ενάγοντος η πρώην σύζυγος του, πρώτη εναγομένη, η οποία ισχυρίστηκε ότι ενεργεί ως αντιπρόσωπος του ενάγοντος κι έθεσε στη θέση του αιτούντος ολογράφως το ονοματεπώνυμο του ενάγοντος «…………….», χωρίς εντολή από αυτόν και χωρίς γνώση αυτού.
Με βάση την ως άνω αίτηση οι προστηθέντες υπάλληλοι της δεύτερης εναγομένης, αφού παρέλαβαν την εν λόγω αίτηση που διαβιβάστηκε σ’ αυτούς από την προστηθείσα εταιρία ………….., χωρίς να πραγματοποιήσουν οποιοδήποτε έλεγχο, εξέδωσαν στο όνομα του ενάγοντος πιστωτική κάρτα «………….» με αριθμό λογαριασμού ………………
Την εν λόγω κάρτα παρέλαβε η πρώτη εναγόμενη, αφού αυτή απεστάλη από την δεύτερη εναγόμενη, ταχυδρομικώς, στην δηλωθείσα από την ίδια διεύθυνση και συγκεκριμένα στην οδό ………….αριθμός …………. στην Πολίχνη Θεσσαλονίκης.
Στη συνέχεια στην ίδια διεύθυνση απεστάλη αργότερα, επιστολή της δεύτερης εναγόμενης με την οποία γνωστοποιούνταν ο προσωπικός αριθμός χρήσης της εν λόγω κάρτας (PIN). Την εν λόγω πιστωτική κάρτα χρησιμοποίησε η πρώτη εναγόμενη για την αγορά αγαθών και ανάληψη μετρητών, χωρίς γνώση κι έγκριση από τον ενάγοντα.
Κατά μήνα Φεβρουάριο του έτους 2004 ενημερώθηκε τηλεφωνικά από τους αρμόδιους υπαλλήλους της δεύτερης εναγόμενης ότι οφείλει το συνολικό ποσό των (4.326,49) ευρώ, προερχόμενο από αγορές και ανάληψη μετρητών που φέρεται να πραγματοποίησε με τη χρήση της παραπάνω πιστωτικής κάρτας, στους οποίους δήλωσε την άγνοιά του για τη σύναψη της εν λόγω σύμβασης.
Την 25.2.2004 ο ενάγων απέστειλε στην δεύτερη εναγόμενη γραπτή αίτησή του με την οποία ζητούσε την αποστολή από αυτή φωτοαντιγράφων της υποβληθείσας αίτησης έκδοσης πιστωτικής κάρτας, τη σχετική σύμβαση και τις αποδείξεις αγορών και ανάληψης χρημάτων, τα οποία η δεύτερη εναγόμενη του απέστειλε την 16.3.2004.
Στη συνέχεια λόγω της ως άνω οφειλής ο ενάγων καταγράφηκε, με την επιμέλεια της δεύτερης εναγόμενης, στους καταλόγους της ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Α. Ε. ως δύστροπος οφειλέτης.
Από τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι η επίδικη πιστωτική κάρτα εκδόθηκε από την δεύτερη εναγόμενη λόγω παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς της πρώτης εναγόμενη, η οποία, ως εν διαστάσει σύζυγος του ενάγοντος, διαμένοντας , λόγω οικονομικών δυσκολιών, σύμφωνα με την κατάθεση της εξετασθείσας μάρτυρος στην ίδια με αυτόν οικία, είχε πρόσβαση στα προσωπικά του αντικείμενα.
Με αυτόν τον τρόπο παρέλαβε φωτοτυπία της ταυτότητας του και απόδειξη της ΔΕΗ όπου αναγράφεται το ΑΦΜ αυτού, το οποία προσκόμισε στην συνεργάτιδα της προστηθείσας από την δεύτερη εναγομένη εταιρίας ……………., η οποία απέστειλε στη δεύτερη εναγόμενη την υποβληθείσα αίτηση χωρίς να ελέγξει την ύπαρξη ή μη εντολής από τον ενάγοντα προς την πρώτη εναγόμενη, όπως είχε υποχρέωση σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, η οποία έθεσε το όνομά του ο’ αυτή.
Αλλά και οι αρμόδιοι υπάλληλοι της δεύτερης εναγόμενης που παρέλαβαν την εν λόγω αίτηση, εξέδωσαν την αιτούμενη μ’ αυτή πιστωτική κάρτα χωρίς να προβούν σε κανένα έλεγχο, ο οποίος ήταν ευχερής με απλή τηλεφωνική επικοινωνία με τον φερόμενο ως αιτούντα την έκδοση της κάρτας, ενάγοντα, πράγμα το οποίο έπραξαν προκειμένου να ενημερώσουν αυτόν για την δημιουργηθείσα από την χρήση της κάρτας οφειλή.
Η παραπάνω συμπεριφορά των προστηθέντων οργάνων της δεύτερης εναγόμενης είναι αντίθετη με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη και έθεσε σε κίνδυνο την ασφάλεια των συναλλαγών, σε βάρος του ενάγοντος, ο οποίος από την προαναφερόμενη συμπεριφορά των εναγομένων υπέστη ηθική βλάβη, αφού καταγραφόμενος στους καταλόγους της ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Α.Ε. φέρεται ως αφερέγγυος στις συναλλαγές του, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται προβλήματα στις σχέσεις του με πιστωτικούς οργανισμούς.
Για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την υπαίτια συμπεριφορά των εναγομένων πρέπει αυτοί να υποχρεωθούν να καταβάλουν σ’ αυτόν, ως χρηματική ικανοποίηση, το ποσό των (5.000) ευρώ, που κρίνεται εύλογο, αφού ληφθούν υπόψη οι συνθήκες κάτω από τις οποίες τελέστηκε η αδικοπραξία, το είδος της προσβολής και η κοινωνική θέση και η οικονομική κατάσταση των διαδίκων φυσικών προσώπων.
Μετά από αυτά, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε ότι δεν αποδείχθηκα/όλα τα παραπάνω και απέρριψε την αγωγή στο σύνολο της ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων σε βάρος του ενάγοντος, κατά τους βάσιμους περί τούτου λόγους (1ος και 2ος) της κρινόμενης έφεσης, η οποία πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν.
Να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση και αφού κρατηθεί στο Δικαστήριο αυτό η υπόθεση και δικασθεί, πρέπει να γίνει δεκτή εν μέρει η κρινόμενη υπ’ αριθμό καταθέσεως 24706/2004 αγωγή, ως βάσιμη κατ’ ουσίαν κατά ένα μέρος, κατά την κύρια βάση της.
Να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον, να καταβάλουν στον ενάγοντα, για την παραπάνω αιτία, το ποσό των (5.000) ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.
Να καταδικαστούν οι εναγόμενοι σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 178, 183 Κ.Πολ.Δ.), όπως ορίζεται στο διατακτικό και τέλος, να οριστεί το νόμιμο παράβολο για περίπτωση άσκησης εκ μέρους της ερημοδικαζομένης πρώτης εφεσίβλητης του ενδίκου μέσου της αιτιολογημένης ανακοπής ερημοδικίας κατά της απόφασης αυτής (άρθρα 501, 505 Κ.Πολ.Δ.), όπως ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της α’ εφεσίβλητης, αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.
ΟΡΙΖΕΙ παράβολο για την περίπτωση άσκησης από την πρώτη εφεσίβλητη αιτιολογημένης ανακοπής ερημοδικίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των διακοσίων ενενήντα (290) ευρώ.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’ αριθμό ………../2005 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης.
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και
ΔΙΚΑΖΕΙ επί της υπ’ αριθμ. Καταθέσεως ……./2004 αγωγής.
ΔΕΧΕΤΑΙ αυτή κατά ένα μέρος.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τους εναγομένους να καταβάλουν στον ενάγοντα, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον ο καθένας, το ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους εναγομένους σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε, στη Θεσσαλονίκη, στις ……………. και δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριο του, στις …………….. 2011.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ