Αρχή φόρμας
ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΤΜΗΜΑ Ε’ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ
Σ υ ν ε δ ρ ί α σ ε δημόσια στο ακροατήριο του στις 9 Μαρτίου 2015 με Δικαστή την Χρυσούλα Ανδρεάδου Πρωτοδίκη Δ.Δ. και γραμματέα την Ανατολή Χαζαρίδου, δικαστικό υπάλληλο.
γ ι α να δικάσει την αγωγή με χρονολογία κατάθεσης 29-12-2006,
τ ω ν:….., οι οποίοι παραστάθηκαν δια της πληρεξουσίας τους δικηγόρου Χάϊδως Τσαγκαλίδου
κ α τ ά: του Ελληνικού Δημοσίου που εκπροσωπείται εν προκειμένων από τον Υπουργό Οικονομικών, για τον οποίο παραστάθηκε η δικαστική πληρεξούσιος του Ν.Σ.Κ. Χριστίνα Κουστούδα, βάσει της από 6-3-2015 δηλώσεως του άρθρου 133 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ.
Η κρίση του Δικαστηρίου είναι η εξής:
- Επειδή, με την κρινόμενη αγωγή, για την οποία δεν απαιτείται η καταβολή δικαστικού ενσήμου, οι ενάγοντες, επιδιώκουν παραδεκτώς να υποχρεωθεί το εναγόμενο, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινώς εκτελεστή, να καταβάλει με τον εκάστοτε νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επίδοση της αγωγής: στον …………………………………ως αποζημίωση, για τη μη καταβολή του Επιδόματος Αυξημένης Επιχειρησιακής Ετοιμότητας Μονάδων του άρθρου 31 παρ. 4 του ν. 2768/1999 (ΦΕΚ Α’ 273) για όλες ώρες νυκτερινής απασχόλησης κατά τις οποίες εργάσθηκαν κατά τα χρονικά διαστήματα τα οποία αναφέρουν αναλυτικά στην αγωγή τους.
- Επειδή, στο άρθρο 31 παρ. 4 του N. 2768/1999 ορίσθηκε ότι: «4. Στα μόνιμα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων, της Ελληνικής Αστυνομίας, του Πυροσβεστικού και του Λιμενικού Σώματος, παρέχονται από 1.1.2000 τα εξής επιδόματα κατά μήνα: α. …β. Επίδομα Αυξημένης Επιχειρησιακής Ετοιμότητας Μονάδων για τους Αξιωματικούς και Υπαξιωματικούς εν γένει που ορίζεται σε δέκα χιλιάδες (10.000) δραχμές από 1.1.2000 και σε είκοσι χιλιάδες (20.000) δραχμές από 1.7.2000. Οι όροι και οι προϋποθέσεις καταβολής των ανωτέρω επιδομάτων, καθώς και ο αριθμός των δικαιούχων αυτών καθορίζονται με κοινή απόφαση του καθ’ ύλην αρμόδιου Υπουργού και του Υπουργού Οικονομικών. Προκειμένου περί της ΕΛ.ΑΣ., του Π.Σ. και του Λ.Σ. το επίδομα αυξημένης επιχειρησιακής ετοιμότητας προσδιορίζεται σε ώρες νυχτερινής απασχόλησης. Από τη χορήγηση των ανωτέρω επιδομάτων εξαιρούνται οι τελούντες σε κατάσταση πολεμικής ή μόνιμης διαθεσιμότητας και οι έφεδροι και δόκιμοι έφεδροι Αξιωματικοί και Οπλίτες θητείας και βραχείας ανακατάταξης (μέχρι τριών ετών)…». Με το άρθρο 49 παρ. 6 του N. 2873/2000 ορίσθηκε ότι: «η αληθινή έννοια της διάταξης του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 4 του άρθρου 31 του ν. 2768/1999 είναι ότι η αμοιβή των ωρών νυχτερινής απασχόλησης του προσωπικού της Ελληνικής Αστυνομίας (ΕΛ.ΑΣ.), του Πυροσβεστικού Σώματος (Π.Σ.) και του Λιμενικού Σώματος (Λ.Σ.) για αυξημένη επιχειρησιακή ετοιμότητα, προσδιορίζεται σύμφωνα με τις εκδιδόμενες υπουργικές αποφάσεις και δεν εμπίπτει στον περιορισμό του ύψους του επιδόματος αυξημένης επιχειρησιακής ετοιμότητας», δηλ. διευκρινίσθηκε ότι το επίδομα των στελεχών των Σωμάτων Ασφαλείας δεν εμπίπτει στον περιορισμό που τίθεται με το πρώτο εδάφιο της περιπτ. β’ της παρ. 1 του N. 2768/1999 για τα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων, για τα οποία το εν λόγω επίδομα ορίζεται σε συγκεκριμένο ποσό. Κατ’ εξουσιοδότηση της πιο πάνω διάταξης του άρθρου 31 παρ. 4 περ. β’ του N. 2768/1999 εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 2/17122/0022/10-3-2000 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δημόσιας Τάξης (ΦΕΚ Β’ 362), με την οποία ορίσθηκε ότι (άρθρο 1): «1. Το Επίδομα Αυξημένης Επιχειρησιακής Ετοιμότητας που προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 31 παρ.4 εδάφ. β’ του Ν. 2768/1999 (Α1 273) καταβάλλεται στο προσωπικό του Λιμενικού Σώματος που εκτελεί νυκτερινή υπηρεσία, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 31 παρ.4 εδαφ. Β του ν. 2768/1999 (ΦΕΚ Α’ 273) καταβάλλεται στο προσωπικό του Λιμενικού Σώματος που εκτελεί νυκτερινή υπηρεσία 2. Ως νυκτερινή υπηρεσία θεωρείται εκείνη που εκτελείται από ώρα 22.00′ της προηγουμένης μέχρι 6.00 της επομένης 3. Στο προσωπικό του Λιμενικού Σώματος καταβάλλεται για κάθε ώρα νυκτερινής απασχόλησης το ποσό των εξακοσίων είκοσι πέντε (625) δραχμών. Οι ώρες νυκτερινής απασχόλησης δεν μπορούν να υπερβούν το συνολικό αριθμό του ενός εκατομμυρίου επτακοσίων χιλιάδων (1.700.000) ωρών κατ’ έτος . 4. Το ποσό καταβολής υπόκειται στις νόμιμες κρατήσεις και σε φόρο εισοδήματος. 5. Με τη λήξη κάθε μήνα υποβάλλονται καταστάσεις των δικαιούχων στο ΥΕΝ/Δ. Ο. Υ. -2 (Διαχείριση) με τα απαραίτητα στοιχεία υπογεγραμμένες από τους Προϊσταμένους των Υπηρεσιών ή τους νομίμους αναπληρωτές τους. Ακολούθως, με το άρθρο 1 της υπ’ αριθμ. 2/16080/0022/2003 κοινής απόφασης των ίδιων Υπουργών (ΦΕΚ Β’723) ορίσθηκαν τα εξής: «1. Το επίδομα αυξημένης επιχειρησιακής ετοιμότητας μονάδων που προβλέπεται από τα διατάξεις του άρθρου 31 παρ. 4 εδάφιο β του ν. 2768/1999 (ΦΕΚ 273 Α), όπως συμπληρώθηκε με τις διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου 49 του ν. 2873/2000 (ΦΕΚ 285 Α), καταβάλλεται στο προσωπικό του Λιμενικού Σώματος που εκτελεί νυχτερινή υπηρεσία. 2. Ως νυχτερινή υπηρεσία θεωρείται εκείνη που εκτελείται από ώρα 22:00 της προηγούμενης μέχρι 6:00 της επόμενης. 3. Στο προσωπικό του Λιμενικού Σώματος καταβάλλεται για κάθε ώρα νυχτερινής απασχόλησης και μέχρι 48 ώρες το μήνα κατ’ ανώτατο όριο, το ποσόν των δύο ευρώ και ενενήντα τριών λεπτών (2,93 ευρώ) από 1.7.2003». Η διάταξη αυτή διατηρήθηκε σε ισχύ δυνάμει του άρθρου 51 παρ. 8 περ. β’ του Ν. 3205/2003 και μετά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού (01.01.2004) και εξακολούθησε να εφαρμόζεται έως την 01.09.2007, οπότε τέθηκε σε ισχύ η νέα υπ’ αριθμ. 8002/32/122-α/06.09.2007 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Δημόσιας Τάξης (ΦΕΚ Β/1803/07.09.2007), που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση της πιο πάνω διάταξης του άρθρου 51 παρ. 8 περ. β’ του N. 3205/2003 και προέβλεψε, μεταξύ άλλων, νέο ανώτατο όριο υπολογισμού του συγκεκριμένου επιδόματος τις 64 ώρες μηνιαίως ανά αστυνομικό, λιμενικό κλπ., αυξανομένου και του συνολικού αριθμού ωρών νυχτερινής απασχόλησης κατ’ έτος.
- Επειδή, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 31 παρ. 4 περ. β΄ του ν. 2768/1999, επιτρέπεται να θεσπισθεί, με την προβλεπόμενη από την εν λόγω εξουσιοδοτική διάταξη υπουργική απόφαση, μεταξύ άλλων, ανώτατο όριο δυναμένων να αποζημιωθούν ωρών νυκτερινής απασχόλησης ανά μήνα του πυροσβεστικού προσωπικού. Τούτο, προκύπτει ιδίως από το γεγονός ότι, αναφερόμενη η εξουσιοδοτική διάταξη στον «αριθμό των δικαιούχων» του επιδόματος, παρέχει την εξουσία στον κανονιστικό νομοθέτη να περιορίσει τον κύκλο των δικαιούχων του επιδόματος αυτού, με βάση αντικειμενικά κριτήρια, όπως είναι οι καλυπτόμενες με την χορήγηση επιδόματος ώρες νυκτερινής απασχολήσεως. Αν ο νομοθέτης επιθυμούσε την χορήγηση του επιδόματος για όλη την εκάστοτε πραγματοποιούμενη νυκτερινή απασχόληση, δεν θα παρείχε εξουσιοδότηση για την δυνατότητα περιορισμού του κύκλου των δικαιούχων. Η ρύθμιση δε αυτή δεν αντίκειται σε οποιαδήποτε διάταξη του Συντάγματος ή συνταγματική αρχή, δεδομένου ότι η εισαγωγή, κατά την, καταρχήν, αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του κανονιστικού νομοθέτη, ενός ανωτάτου ορίου πρόσθετων μηνιαίων απολαβών, για νυκτερινή απασχόληση των υπηρετούντων στο λιμενικό σώμα, γίνεται με αντικειμενικά κριτήρια και, πάντως, με συνεκτίμηση του γεγονότος ότι οι Διοικητές των Λιμενικών Αρχών μπορούν, σε κάθε περίπτωση, να διαμορφώνουν τα μηνιαία προγράμματα νυκτερινής εργασίας, αναλόγως της δυνάμεως σε προσωπικό κάθε Μονάδας, ώστε να τηρείται το θεσπιζόμενο από τον νομοθέτη όριο αριθμού ωρών εργασίας κατά την νύκτα, που μπορούν να αποζημιωθούν. Άλλωστε, η θέσπιση μισθολογικών ρυθμίσεων, και μάλιστα με την μορφή των επιδομάτων, χωρίς ταυτόχρονη πρόβλεψη συγκεκριμένων ανωτάτων ορίων οικονομικής επιβαρύνσεως του κρατικού προϋπολογισμού, θα καθιστούσε, κατά παράβαση του Συντάγματος (άρθρα 79 παρ. 2 και 80 παρ. 1), επισφαλή την πρόβλεψη του ύψους της σχετικής δαπάνης και, κατά συνεκδοχή, την εκτέλεση του προϋπολογισμού, αλλά και την ομαλή λειτουργία της οικείας δημόσιας υπηρεσίας, δεδομένου ότι θα μπορούσε να επιφέρει εκ των υστέρων ανατροπή του προγραμματισμού των δαπανών για την λειτουργία της υπηρεσίας και την μισθοδοσία της συγκεκριμένης κατηγορίας προσωπικού. Το γεγονός δε ότι, συγκυριακώς, ενδέχεται ορισμένοι υπάλληλοι να υπερβαίνουν το εν λόγω όριο, δεν αρκεί για να καταστήσει την επίμαχη διάταξη αντίθετη προς την αρχή της ισότητας, δεδομένου ότι, πάντως, το βασικό κριτήριο είναι αντικειμενικό, ανταποκρίνεται δε στην ανάγκη καταρτίσεως προγραμμάτων υπηρεσιών, που να προβλέπουν την παροχή πλήρους και πραγματικής νυκτερινής εργασίας εκ μέρους του λιμενικού προσωπικού. Είναι δε διαφορετικό το ζήτημα, και κρίνεται με βάση άλλες διατάξεις, εάν και μέχρι ποίου ορίου μπορεί, επιτρεπτώς, να υποχρεωθεί το λιμενικό προσωπικό να απασχοληθεί κατά την νύκτα πέραν του εν λόγω ορίου (ΣτΕ 3867/2014).
- Επειδή, στο άρθρο 46 του ν. 2935/2001 (ΦΕΚ Α’ 162) που επιγράφεται «Ειδικές διατάξεις», ορίζεται ότι: «1. Με Κανονισμούς, που εκδίδονται με προεδρικό διάταγμα, ρυθμίζονται τα θέματα εσωτερικής – εξωτερικής υπηρεσίας και ωραρίου εργασίας προσωπικού, καθώς και λειτουργίας των κεντρικών και περιφερειακών υπηρεσιών του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας και των υπαγομένων σ` αυτές επιχειρησιακών μέσων». Κατ’ εξουσιοδότηση του ανωτέρω άρθρου, εκδόθηκε το πδ. 68/2003 «Κανονισμός ωραρίου εργασίας Προσωπικού Λιμενικού Σώματος» (ΦΕΚ Α’ 71), το οποίο στο άρθρο 1, που επιγράφεται «Σκοπός Κανονισμού», ορίζει ότι: «Σκοπός του Κανονισμού είναι ο καθορισμός του ωραρίου εργασίας του προσωπικού του Λ.Σ., της Κεντρικής Υπηρεσίας και των Περιφερειακών Υπηρεσιών του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας (YEΝ) και των υπαγομένων σ αυτές επιχειρησιακών μέσων» και στο άρθρο 2, που επιγράφεται «Ορισμοί», ορίζει ότι: «1. Υπηρεσίας πέραν του πενθημέρου: Είναι εκείνη που η ώρα έναρξης ή λήξης της περιλαμβάνεται ημερολογιακά στο Σάββατο ή στην Κυριακή. 2. Υπηρεσία κατά την ημέρα αργίας: Είναι εκείνη που η ώρα έναρξης ή λήξης της περιλαμβάνεται ημερολογιακά στην ημέρα της αργίας. 3. Νυκτερινή Υπηρεσία: Είναι κάθε υπηρεσία που εκτελείται μεταξύ της 22.00 νυκτερινής ώρας και της 6.00 πρωινής ώρας. Η νυκτερινή αλλαγή (βάρδια) θεωρείται εργασία της ημέρας λήξης αυτής. 4. Επιφυλακή: Είναι η κατάσταση του προσωπικού που βρίσκεται σε ετοιμότητα στην Υπηρεσία του, για την άμεση ανάληψη υπηρεσίας εάν παραστεί ανάγκη. Ο χρόνος επιφυλακής είναι χρόνος εργασίας. 5. Η ημερήσια ανάπαυση (ρεπό): Είναι η απουσία που αρχίζει από την 6.00 ώρα της επόμενης ημέρας από την ημέρα λήξης της υπηρεσίας του προσωπικού και διαρκεί τουλάχιστον 24 ώρες…», τέλος στο άρθρο 3 που επιγράφεται «Ωράριο εργασίας» ορίζει ότι: «1. Ωράριο εργασίας του προσωπικού του Λ.Σ. ανεξάρτητα από βαθμό, θέση και υπηρεσία που υπηρετεί, κατά την πενθήμερη εβδομάδα εργασίας, είναι το ακόλουθο: Α. Για την Κεντρική Υπηρεσία και τις Περιφερειακές Υπηρεσίες του ΥΕΝ το ωράριο που εφαρμόζεται, κάθε φορά, για τις Δημόσιες Υπηρεσίες. Το ωράριο αυτό κατανέμεται είτε σε πρωινή είτε σε απογευματινή αλλαγή, αναλόγως με τις ανάγκες της κάθε Υπηρεσίας, μέσα στα προβλεπόμενα όρια εργασίας κάθε ημέρα. Εξαιρετικά και για περιορισμένο αριθμό υπηρεσιών το προαναφερθέν ωράριο δύναται να κατανέμεται και σε νυκτερινή εργασία, στα πλαίσια κάλυψης τακτικών υπηρεσιών φυλακών Αξιωματικού Επιφυλακής, Αξιωματικού Γενικών Καθηκόντων, Αξιωματικού Ασφάλειας Ναυσιπλοιας, Βοηθού Αξιωματικού Ασφάλειας Ναυσιπλοιας, Αξιωματικού Φυλακής, Βοηθού Αξιωματικού Φυλακής, Υπαξιωματικού Φυλακής ή εκτάκτων περιστατικών, λαμβανομένου υπόψη ότι σε κάθε περίπτωση ο συνολικός υποχρεωτικός εβδομαδιαίος χρόνος εργασίας δεν θα υπερβαίνει τις προβλεπόμενες για τις Δημόσιες Υπηρεσίες ώρες, υπό την επιφύλαξη των οριζομένων στο άρθρο 5. Β. Kατ’ εξαίρεση των παραπάνω το ωράριο εργασίας του πιο κάτω προσωπικό Λ.Σ. ορίζεται το ακόλουθο: α) Τριάντα δύο ώρες (32) οι σκοποί λιμενικών καταστημάτων της Κεντρικής και των Περιφερειακών Υπηρεσιών ΥΕΝ, σκοποί λιμένος, οδηγοί και μόνιμα πληρώματα εν γένει περιπολικών οχημάτων και μοτοσικλετών, διαβιβαστές, τηλεφωνητές, χειριστές τηλεφωνικών κέντρων, ραδιοτηλεφωνικών και ραδιοτηλεγραφικών κέντρων, τηλετύπων, το προσωπικό που εκτελεί περιπολίες, ελέγχους, συνοδείες και γενικά κάθε άλλη συναφή υπηρεσία που αφορά την αποστολή του Λ.Σ. β) Τριάντα ώρες (30) τα πληρώματα των περιπολικών σκαφών, όταν εκτελούν πλόες, και εναερίων μέσων και το προσωπικό της Μονάδος Υποβρυχίων Αποστολών (Μ.Υ.Α.) και των Κλιμακίων Ειδικών Αποστολών (Κ.Ε.Α.), όταν επιχειρούν: Διαφορετικά εφαρμόζεται το ωράριο του εδαφίου (Α) του παρόντος άρθρου. 2. Οι ώρες εργασίας κατανέμονται συνεχόμενες στις πέντε εργάσιμες ημέρες. Ο προϊστάμενος κάθε Υπηρεσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου, τις υφιστάμενες υπηρεσιακές ανάγκες και τις δυνατότητες της υπηρεσίας του, καθορίζει τα συστήματα εργασίας. Στις Υπηρεσίες που εφαρμόζονται συστήματα εργασίας εναλλασσόμενων αλλαγών, η τήρηση του προβλεπόμενου χρόνου εργασίας σε εβδομαδιαία βάση, μπορεί να ρυθμίζεται, κατά περίπτωση, με τη χορήγηση στο προσωπικό μόνο των δικαιούμενων ημερήσιων αναπαύσεων, κάθε φορά που ολοκληρώνονται οι αλλαγές του συστήματος εργασίας. 3. Για το προσωπικό του Λ.Σ., που υπηρετεί σε Υπηρεσίες πέρα των αναφερομένων στη παραγρ. 1 του παρόντος, εφαρμόζεται το εκάστοτε ισχύον ωράριο της Υπηρεσίας που υπηρετεί».
- Επειδή, από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι επιτρέπεται η εργασία του προσωπικού του Λιμενικού Σώματος με σύστημα εναλλασσόμενων αλλαγών, καθώς και η νυκτερινή εργασία, η οποία, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 31 παρ. 4 περ. β΄ του ν. 2768/1999, αμείβεται με τη χορήγηση επιδόματος αυξημένης επιχειρησιακής ετοιμότητας, το οποίο προσδιορίζεται σε ώρες νυχτερινής απασχόλησης. Σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 της υπ’ αριθμ. 2/16080/0022/2003 ΚΥΑ, η αμοιβή αυτή ορίζεται στο ποσόν των δύο ευρώ και ενενήντα τριών λεπτών (2,93 ευρώ), με ανώτατο όριο 48 ώρες το μήνα. Ενόψει των ανωτέρω, μέλος του προσωπικού του Λιμενικού Σώματος που διαταχθεί να παράσχει νυχτερινή εργασία για περισσότερες από 48 ώρες ανά μήνα, θεμελιώνει αξίωση αποζημίωσης με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού η οποία ισούται με το ποσό του Επιδόματος Επιχειρησιακής Ετοιμότητας που αντιστοιχεί στις επιπλέον ώρες νυχτερινής απασχόλησης και θα καταβάλλονταν σε άλλον υπάλληλο, ο οποίος δεν θα είχε συμπληρώσει το ανωτέρω όριο των 48 ωρών.
- Επειδή, περαιτέρω, στο άρθρο 90 παρ. 3 του ν. 2362/1995 (Α΄ 247) περί Δημοσίου Λογιστικού ορίζεται ότι: «Η απαίτηση οποιουδήποτε των επί σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου, πολιτικών ή στρατιωτικών, κατ’ αυτού, που αφορά σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαβές αυτών ή αποζημιώσεις, έστω και αν βασίζεται σε παρανομία των οργάνων του Δημοσίου ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις παραγράφεται μετά διετία από της γενέσεώς της». Εξάλλου, στο άρθρο 91 του προαναφερόμενου νόμου ορίζεται ότι «Επιφυλασσομένης κάθε άλλης ειδικής διατάξεως του παρόντος, η παραγραφή οποιασδήποτε απαιτήσεως κατά του Δημοσίου αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτής». Όπως κρίθηκε με την 32/2008 απόφαση του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται, ότι με την πρώτη από αυτές (άρθρ. 90 παρ. 3 του ν. 2362/1995) ρυθμίζεται ειδικώς το θέμα του χρόνου της παραγραφής των αξιώσεων των επί σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου, πολιτικών ή στρατιωτικών, κατ’ αυτού, που αφορούν σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαβές αυτών ή αποζημιώσεις, έστω και αν βασίζονται σε παρανομία των οργάνων του Δημοσίου ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, ορίζεται δε ως χρονικό σημείο ενάρξεως της παραγραφής αυτής η γένεση της κάθε αντίστοιχης αξιώσεως. Η διάταξη αυτή είναι ειδική σε σχέση με τη διάταξη του άρθρου 91 εδαφ. α΄ του ανωτέρω νόμου, με την οποία ρυθμίζεται γενικώς το θέμα της ενάρξεως του χρόνου παραγραφής οποιασδήποτε αξιώσεως κατά του Δημοσίου από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτής, όπως τούτο συνάγεται από τη ρητή επιφύλαξη ως προς την ισχύ άλλων ειδικών διατάξεων που περιέχεται στην ως άνω διάταξη του άρθρου 91 εδαφ. α΄, τέτοια δε ειδική διάταξη κατά τα προαναφερθέντα είναι η διάταξη του άρθρου 90 παρ. 3, η οποία ως ειδική κατισχύει της γενικής διάταξης του άρθρου 91 εδαφ. α΄. Συνεπώς, κατά τις παραπάνω διατάξεις, ως χρονικό σημείο ενάρξεως της παραγραφής των αξιώσεων των επί σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου, πολιτικών ή στρατιωτικών, κατ’ αυτού, που αφορούν σε αποδοχές ή άλλες πάσης φύσεως απολαβές αυτών ή αποζημιώσεις, έστω και αν βασίζονται σε παρανομία των οργάνων του Δημοσίου ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, ορίζεται η γένεση της κάθε αξιώσεως και όχι το τέλος του οικονομικού έτους εντός του οποίου γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική της επιδίωξη. Εξάλλου, με τις ΑΕΔ 1/2012 και 2/2012 κρίθηκε ότι είναι συνταγματική η διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 90 του ν. 2362/1995, (Α΄ 247) αλλά και του άρθρου 91 παρ. 3 του Ν.Δ/τος 321/1969, βάσει της οποίας θεσπίζεται σε βάρος των υπαλλήλων του Δημοσίου ειδικώς βραχυπρόθεσμη διετής παραγραφή, ενώ κατά την παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου προβλέπεται πενταετής παραγραφή για όλες τις λοιπές απαιτήσεις κατά του Δημοσίου.
- Επειδή, με την κρινόμενη αγωγή, όπως αναπτύσσεται με το παραδεκτώς κατατεθέν υπόμνημα, οι ενάγοντες, οι οποίοι κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα υπηρετούσαν στο Λιμενικό Σώμα και ειδικότερα στο Λιμενικό Σταθμό Δάφνης Αγίου Όρους και στο Λιμενικό Φυλάκιο Βατοπαιδίου Αγίου Όρους, ισχυρίζονται ότι βάσει σχετικών διαταγών της υπηρεσίας τους (Ε 3147.12/5/90/4-8-1990 ΥΕΝ/ΔΠΛΣ Α’-ΔΛΑ/Ε και 2313.8α/01/01/19.11.2001 ΥΕΝ/ΔΕΜΕ/ Α’-ΛΠΛΣ/Α’), με τις οποίες εκπονήθηκαν τα μέτρα που αφορούν στην επιτήρηση και αστυνόμευση του Αγίου Όρους, όπως και στη λειτουργία των Λιμενικών Αρχών που εδρεύουν εντός αυτού, πραγματοποίησαν νυχτερινή απασχόληση πέραν του ορίου των 48 ωρών ανά μήνα που ορίζεται στο άρθρο 1 παρ. 1 της υπ’ αριθμ. 2/16080/0022/2003 ΚΥΑ, με αποτέλεσμα, για ώρες νυχτερινής απασχόλησης πλέον των 48 ωρών ανά μήνα να μην τους χορηγηθεί το Επίδομα Επιχειρησιακής Ετοιμότητας Μονάδων. Ειδικότερα, ο πρώτος εξ αυτών σχυρίζεται ότι πραγματοποίησε τις κάτωθι ώρες νυκτερινής απασχόλησης:
…………………..
Για την ανωτέρω νυχτερινή απασχόληση ισχυρίζονται ότι τους καταβλήθηκε Επίδομα Επιχειρησιακής Ετοιμότητας Μονάδων μόνο για 48 ώρες για κάθε μήνα, ακόμα και στις περιπτώσεις εκείνες που η νυχτερινή τους απασχόληση υπερέβαινε αυτές τις ώρες. Επίσης, ισχυρίζονται ότι προκειμένου να καταβληθεί σε αυτούς η διαφορά Επιδόματος Επιχειρησιακής Ετοιμότητας Μονάδων για τις ώρες νυκτερινής απασχόλησης που εργάσθηκαν πέραν των 48 ωρών ανά μήνα, υπέβαλλαν όλοι στις αρμόδιες Δ.Ο.Υ. /Υ.Ε.Ν. αιτήσεις οι οποίες όμως απορρίφθηκαν. Ισχυρίζονται δε ότι η διάταξη της ανωτέρω ΚΥΑ, με την οποία τίθεται ανώτατο όριο 48 ωρών μηνιαίως για τη χορήγηση του Επιδόματος Επιχειρησιακής Ετοιμότητας Μονάδων κείται εκτός της νομοθετικής εξουσιοδότησης που παρασχέθηκε με το άρθρο 31 παρ. 4 του ν. 2768/1999, σε κάθε δε περίπτωση, σύμφωνα πάντα με τους ισχυρισμούς τους, η διάταξη αυτή έρχεται σε αντίθεση με το άρθρο 22 του Συντάγματος (προστασία της εργασίας) καθότι συνεπάγεται δυσμενή μεταβολή των συνθηκών εργασίας τους, με αποτέλεσμα να θεμελιώνεται αξίωση αποζημίωσης έναντι του Ελληνικού Δημοσίου κατ’ άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ. Περαιτέρω, ισχυρίζονται επικουρικώς, ότι το Ελληνικό Δημόσιο κατέστη πλουσιότερο σε βάρος τους, καθόσον δεν απασχόλησε άλλους εργαζόμενους οι οποίοι θα δικαιούνταν το εν λόγω επίδομα, υποχρεώνοντας τους ενάγοντες να εργασθούν δίχως αμοιβή. Ενόψει των ανωτέρω, με την κρινόμενη αγωγή τους ζητούν να υποχρεωθεί το εναγόμενο, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινώς εκτελεστή, να καταβάλει με το νόμιμο τόκο υπερημερίας στον …………… ευρώ, ως αποζημίωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 31 παρ. 4 του ν. 2768/1999 (ΦΕΚ Α’ 273) για τη μη καταβολή του Επιδόματος Αυξημένης Επιχειρησιακής Ετοιμότητας Μονάδων για όλες τις ανωτέρω ώρες νυκτερινής απασχόλησης πλέον των 48 ωρών ανά μήνα, για τις οποίες δεν καταβλήθηκε σε αυτούς το εν λόγω επίδομα. Προς απόδειξη των ισχυρισμών τους προσάγουν και επικαλούνται: 1. ο πρώτος από αυτούς, , την υπ’ αριθμόν πρωτ. 1322.2/46/2006 αρνητική απάντηση του Υπουργείου ΕμπΝαυτ, Δ.Ο.Υ. Τμήμα Β’-Διαχείριση, με θέμα «Καταβολή επιδόματος Αυξημένης Επιχειρησιακής Ετοιμότητας Μονάδων» και την υπ’ αριθμόν πρωτ. 1129.1/67/2006 βεβαίωση του Λιμενάρχη του Λ.Σ. Δάφνης Α.Ο., από την οποία προκύπτουν οι ώρες νυχτερινής του απασχόλησης κατά το διάστημα από 01.03.2006- 31.05.2006, 2. δεύτερος από αυτούς, , την υπ’ αριθμόν πρωτ. 1322.2/40/2006 αρνητική απάντηση του Υπουργείου ΕμπΝαυτ, Δ.Ο.Υ. Τμήμα Β’-Διαχείριση, με θέμα «Καταβολή επιδόματος Αυξημένης Επιχειρησιακής Ετοιμότητας Μονάδων» και την υπ’ αριθμόν πρωτ. 1129.1/13/2006 βεβαίωση του Λιμενάρχη του Λ.Σ. Δάφνης Α.Ο, από την οποία προκύπτουν οι ώρες νυχτερινής του απασχόλησης κατά το διάστημα από
Επίσης, προσκομίζουν και επικαλούνται την υπ’ αριθμόν 12704/11-01-2007 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητού Πρωτοδικείου Αθηνών Γεωργίου Φιλιππουπολίτη, από την οποία προκύπτει ότι η επίδοση της κρινόμενης αγωγής στο εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο.
- Επειδή, το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, με το από 12-3-2015 παραδεκτώς κατατεθέν υπόμνημά του, ισχυρίζεται ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 23 του πδ 210/1993 η νυχτερινή απασχόληση του προσωπικού του Λιμενικού Σώματος δεν αποτελεί υπερωριακή ή άλλης μορφής πρόσθετη εργασία, αλλά εργασία εντός του υποχρεωτικού ωραρίου των 37,5 ωρών εβδομαδιαίως, η οποία παρέχεται κατά την νυχτερινή βάρδια. Επίσης, ισχυρίζεται ότι το ένδικο επίδομα δεν αποτελεί αποζημίωση για υπερωριακή ή άλλη πρόσθετη εργασία, αλλά επίδομα που χορηγήθηκε στους υπαλλήλους του Λιμενικού Σώματος και των λοιπών Σωμάτων Ασφαλείας λόγω της απασχόλησής τους ορισμένες ημέρες ανά μήνα, στα πλαίσια του νόμιμου (υποχρεωτικού) ωραρίου τους, κατά τη νυχτερινή βάρδια. Σύμφωνα δε με τους ισχυρισμούς του, με τη ρύθμιση αυτή επιδιώχθηκε να ανταμειφθούν οι λιμενικοί υπάλληλοι συνολικά για την υποχρέωσή τους να εργάζονται κατά τις νυχτερινές ώρες και να βρίσκονται σε αυξημένη ετοιμότητα κατ’ αυτές, η οποία υποχρέωση δεν εξαντλείται σε συγκεκριμένο αριθμό ωρών, αλλά αφορά το σύνολο των ωρών νυχτερινής εργασίας. Ενόψει των ανωτέρω, το εναγόμενο ισχυρίζεται ότι η επίμαχη διάταξη της ΚΥΑ κείται εντός του πλαισίου της παρασχεθείσας νομοθετικής εξουσιοδότησης και δεν παραβιάζεται καμία διάταξη του Συντάγματος, κατ’ ενάσκηση της σχετικής διακριτής ευχέρειας του νομοθέτη, να αποφασίζει για τη χορήγηση επιδομάτων και λοιπών παροχών και να καθορίζει το ύψος τους, κατ’ εκτίμηση των δημοσιονομικών δυνατοτήτων του κράτους. Επίσης, ισχυρίζεται ότι η κρινόμενη αγωγή, ως προς την επικουρική της βάση, είναι απορριπτέα, δεδομένου ότι για την συγκεκριμένη έννομη σχέση μπορούσε από την αρχή να ασκηθεί κύρια αγωγή (ευθεία αγωγή ή αγωγή αποζημίωσης) που παρέχει ισοδύναμη δικαστική προστασία και όχι όπως στην προκείμενη περίπτωση όπου προβλέπεται μεν κύρια αγωγή, αυτή όμως είναι αβάσιμη. Τέλος, ισχυρίζεται ότι οι αξιώσεις των εναγόντων που γεννήθηκαν πριν την 29-12-2004 έχουν υποπέσει στη διετή παραγραφή του άρθρου 90 παρ. 3 του ν. 2362/1995.
- Επειδή, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη τα όσα έγιναν δεκτά στη μείζονα σκέψη της παρούσας (σκέψη …..) κρίνει ότι η διάταξη του άρθρο 1 παρ. 1 της υπ’ αριθμ. 2/16080/0022/2003 Κ.Υ.Α. βρίσκεται εντός των πλαισίων της εξουσιοδότησης που παρασχέθηκε με το άρθρο 31 παρ. 4 του N. 2768/1999, η δε ρύθμιση που εισάγεται με την ανωτέρω διάταξη της Κ.Υ.Α. δεν αντίκειται σε οποιαδήποτε διάταξη του Συντάγματος ή συνταγματική αρχή. Περαιτέρω, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη τα όσα έγιναν δεκτά στη μείζονα σκέψη της παρούσας (σκέψη…..) κρίνει ότι οι ενάγοντες, που νομίμως διατάχθηκαν να παράσχουν νυχτερινή εργασία για περισσότερες από 48 ώρες ανά μήνα, θεμελιώνουν αξίωση αποζημίωσης με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού η οποία ισούται με το ποσό του Επιδόματος Επιχειρησιακής Ετοιμότητας που αντιστοιχεί στις επιπλέον ώρες νυχτερινής απασχόλησης και θα καταβάλλονταν σε άλλον υπάλληλο, ο οποίος δεν θα είχε συμπληρώσει το ανωτέρω όριο των 48 ωρών, κατ’ αποδοχή της επικουρικής βάσης της κρινόμενης αγωγής. Ο δε ισχυρισμός του εναγόμενου ότι η εν λόγω επικουρική βάση της αγωγής είναι απορριπτέα, δεδομένου ότι για τη συγκεκριμένη έννομη σχέση προβλέπεται ένδικο βοήθημα που παρέχει ισοδύναμη προστασία (ευθεία αγωγή και αγωγή αποζημίωσης), είναι απορριπτέος, δεδομένου ότι οι ενάγοντες δεν εδύνατο να ασκήσουν ούτε ευθεία αγωγή, μη υπάρχουσας διάταξης νόμου που να παρέχει σε αυτούς το ένδικο επίδομα για νυχτερινή απασχόληση πέραν των 48 ωρών μηνιαίως, ούτε αγωγή αποζημίωσης, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις του πδ 68/2003 περί καθορισμού του ωραρίου εργασίας τους νομίμως διατάχθηκαν να παράσχουν νυχτερινή εργασία. Ενόψει των ανωτέρω, οι ενάγοντες δικαιούνται να λάβουν το ποσό που αντιστοιχεί στο Επίδομα Επιχειρησιακής Ετοιμότητας Μονάδων για τις ώρες νυχτερινής απασχόλησης πέραν των 48 ωρών μηνιαίως, το οποίο δεν τους καταβλήθηκε, κατ’ αποδοχή της επικουρικής βάσης της αγωγής. Σύμφωνα όμως με όσα έγιναν δεκτά στη μείζονα σκέψη της παρούσας (σκέψη….) οι αξιώσεις τους που γεννήθηκαν δύο έτη πριν από την κατάθεση της κρινόμενης αγωγής έχουν υποπέσει σε παραγραφή. Δεδομένου δε ότι το Επίδομα Επιχειρησιακής Ετοιμότητας Μονάδων είναι καταβλητέο και άρα απαιτητό τον επόμενο μήνα από εκείνον κατά τον οποίο παρασχέθηκε νυχτερινή εργασία, και δεδομένου ότι η κρινόμενη αγωγή ασκήθηκε στις 29-12-2006, οι αξιώσεις των εναγόντων που ανάγονται σε χρονικό διάστημα πριν από τον Νοέμβριο του έτους 2004 έχουν υποπέσει στη διετή παραγραφή του άρθρου 90 παρ. 3 του ν. 2362/1995.10. Επειδή, εν όψει των ανωτέρω, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να απορριφθεί για τον ……………., δεδομένου ότι οι αξιώσεις του έχουν όλες υποπέσει σε παραγραφή, πρέπει να γίνει δεκτή για τον πρώτο, τρίτο, έβδομο, ενδέκατο, δωδέκατο, δέκατο τρίτο και δέκατο τέταρτο ενάγοντα και εν μέρει δεκτή για τους λοιπούς ενάγοντες, των οποίων οι αξιώσεις τους που αφορούν χρονικό διάστημα πριν από τον Νοέμβριο του έτους 2004 έχουν υποπέσει σε παραγραφή και να υποχρεωθεί το εναγόμενο να καταβάλει: στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 234,4 ευρώ για 80 ώρες νυχτερινής απασχόλησης πέραν των 48 ωρών για το χρονικό διάστημα από τον Μάρτιο 2006 έως Μάιο 2006, (244 ώρες νυχτερινής απασχόλησης – 144 ώρες νυχτερινής απασχόλησης εντός των 48 ωρών Χ 2,93 ευρώ), στον δεύτερο ενάγοντα το ποσό των 1.031,36 ευρώ για 352 ώρες νυχτερινής απασχόλησης πέραν των 48 ωρών για το χρονικό διάστημα από Νοέμβριο 2004 έως Νοέμβριο 2005 (976 ώρες νυχτερινής απασχόλησης – 624 ώρες νυχτερινής απασχόλησης εντός των 48 ωρών Χ 2,93 ευρώ), στον τρίτο ενάγοντα το ποσό των 210,96 ευρώ για 72 ώρες νυχτερινής απασχόλησης πέραν των 48 ωρών για το χρονικό διάστημα από Δεκέμβριο 2005 έως Απρίλιο 2006 (304 ώρες νυχτερινής απασχόλησης – 232 ώρες νυχτερινής απασχόλησης εντός των 48 ωρών Χ 2,93 ευρώ), στον τέταρτο ενάγοντα το ποσό των 726,64 ευρώ για 248 ώρες νυχτερινής απασχόλησης πέραν των 48 ωρών για το χρονικό διάστημα από Νοέμβριο 2004 έως Νοέμβριο 2005 (848 ώρες νυχτερινής απασχόλησης – 620 ώρες νυχτερινής απασχόλησης εντός των 48 ωρών Χ 2,93 ευρώ), στον πέμπτο ενάγοντα το ποσό των 914,16 ευρώ για 312 ώρες νυχτερινής απασχόλησης πέραν των 48 ωρών για το χρονικό διάστημα από Νοέμβριο 2004 έως Νοέμβριο 2005 (920 ώρες νυχτερινής απασχόλησης – 608 ώρες νυχτερινής απασχόλησης εντός των 48 ωρών Χ 2,93 ευρώ), στον έκτο ενάγοντα το ποσό των 1.758 ευρώ για 600 ώρες νυχτερινής απασχόλησης πέραν των 48 ωρών για το χρονικό διάστημα από Νοέμβριο 2004 έως Μάιο 2006 (1512 ώρες νυχτερινής απασχόλησης – 912 ώρες νυχτερινής απασχόλησης εντός των 48 ωρών Χ 2,93 ευρώ), στον έβδομο ενάγοντα το ποσό των 234,4 ευρώ για 80 ώρες νυχτερινής απασχόλησης πέραν των 48 ωρών για το χρονικό διάστημα από Ιανουάριο 2006 έως Απρίλιο 2006 (256 ώρες νυχτερινής απασχόλησης – 176 ώρες νυχτερινής απασχόλησης εντός των 48 ωρών Χ 2,93 ευρώ), στον όγδοο ενάγοντα το ποσό των 1.359,52 ευρώ για 464 ώρες νυχτερινής απασχόλησης πέραν των 48 ωρών για το χρονικό διάστημα από Νοέμβριο 2004 έως Νοέμβριο 2005 (1088 ώρες νυχτερινής απασχόλησης – 624 ώρες νυχτερινής απασχόλησης εντός των 48 ωρών Χ 2,93 ευρώ), στον ένατο ενάγοντα το ποσό των 1.265,76 ευρώ για 432 ώρες νυχτερινής απασχόλησης πέραν των 48 ωρών για το χρονικό διάστημα από Νοέμβριο 2004 έως Νοέμβριο 2005 (1.048 ώρες νυχτερινής απασχόλησης – 616 ώρες νυχτερινής απασχόλησης εντός των 48 ωρών Χ 2,93 ευρώ), στον δέκατο ενάγοντα το ποσό των 1.218,88 ευρώ για 416 ώρες νυχτερινής απασχόλησης πέραν των 48 ωρών για το χρονικό διάστημα από Νοέμβριο 2004 έως Νοέμβριο 2005 (1040 ώρες νυχτερινής απασχόλησης – 624 ώρες νυχτερινής απασχόλησης εντός των 48 ωρών Χ 2,93 ευρώ), στον ενδέκατο ενάγοντα το ποσό των 281,28 ευρώ για 96 ώρες νυχτερινής απασχόλησης πέραν των 48 ωρών για το χρονικό διάστημα από Αύγουστο 2005 έως Νοέμβριο 2005 (256 ώρες νυχτερινής απασχόλησης – 160 ώρες νυχτερινής απασχόλησης εντός των 48 ωρών Χ 2,93 ευρώ), στον δωδέκατο ενάγοντα το ποσό των 421,92 ευρώ για 144 ώρες νυχτερινής απασχόλησης πέραν των 48 ωρών για το χρονικό διάστημα από Δεκέμβριο 2005 έως Απρίλιο 2006 (384 ώρες νυχτερινής απασχόλησης – 240 ώρες νυχτερινής απασχόλησης εντός των 48 ωρών Χ 2,93 ευρώ), στον δέκατο τρίτο ενάγοντα το ποσό των 386,76 ευρώ για 132 ώρες νυχτερινής απασχόλησης πέραν των 48 ωρών για το χρονικό διάστημα από Αύγουστο 2005 έως Νοέμβριο 2005 (324 ώρες νυχτερινής απασχόλησης – 192 ώρες νυχτερινής απασχόλησης εντός των 48 ωρών Χ 2,93 ευρώ), στον δέκατο τέταρτο ενάγοντα το ποσό των 187,52 ευρώ για 64 ώρες νυχτερινής απασχόλησης πέραν των 48 ωρών για το χρονικό διάστημα από Φεβρουάριο 2006 έως Απρίλιο 2006 (176 ώρες νυχτερινής απασχόλησης – 112 ώρες νυχτερινής απασχόλησης εντός των 48 ωρών Χ 2,93 ευρώ), στον δέκατο πέμπτο ενάγοντα το ποσό των 1.048,94 ευρώ για 358 ώρες νυχτερινής απασχόλησης πέραν των 48 ωρών για το χρονικό διάστημα από Νοέμβριο 2004 έως Νοέμβριο 2005 (974 ώρες νυχτερινής απασχόλησης – 616 ώρες νυχτερινής απασχόλησης εντός των 48 ωρών Χ 2,93 ευρώ), στον δέκατο έκτο ενάγοντα το ποσό των 93,76 ευρώ για 32 ώρες νυχτερινής απασχόλησης πέραν των 48 ωρών για το Νοέμβριο 2004 (80 ώρες νυχτερινής απασχόλησης – 48 ώρες νυχτερινής απασχόλησης εντός των 48 ωρών Χ 2,93 ευρώ) στον δέκατο έβδομος ενάγοντα το ποσό των 1.218,88 ευρώ για 416 ώρες νυχτερινής απασχόλησης πέραν των 48 ωρών για το χρονικό διάστημα από Νοέμβριο 2004 έως Νοέμβριο 2005 (1.016 ώρες νυχτερινής απασχόλησης – 600 ώρες νυχτερινής απασχόλησης εντός των 48 ωρών Χ 2,93 ευρώ), στον δέκατο ένατο ενάγοντα το ποσό των 726,64 ευρώ για 248 ώρες νυχτερινής απασχόλησης πέραν των 48 ωρών για το χρονικό διάστημα από Νοέμβριο 2004 έως Σεπτέμβριο 2005 (744 ώρες νυχτερινής απασχόλησης – 496 ώρες νυχτερινής απασχόλησης εντός των 48 ωρών Χ 2,93 ευρώ). Τα ανωτέρω ποσά το εναγόμενο υποχρεούται να καταβάλει νομιμοτόκως, από την επίδοση της αγωγής ήτοι από 11-1-2007 (βλ. την 12704/11-01-2007 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητού Πρωτοδικείου Αθηνών Γεωργίου Φιλιππουπολίτη), με επιτόκιο 6% (βλ. ΑΕΔ 25/2012) και όχι με το ισχύον επιτόκιο υπερημερίας, όπως ζητούν οι ενάγοντες. Περαιτέρω το αίτημα των εναγόντων να κηρυχθεί η παρούσα προσωρινά εκτελεστή απορρίπτεται, διότι έγινε επίκληση εξαιρετικών λόγων ούτε οι ενάγοντες ισχυρίσθηκαν, πολλώ δε μάλλο απέδειξαν για ποιους λόγους η επιβράδυνση της εκτέλεσης θα επιφέρει ανεπανόρθωτη βλάβη αυτούς (άρθρο 80 του Κ.Δ.Δ.). Τέλος, το δικαστήριο, εκτιμώντας τις περιστάσεις, κρίνει ότι πρέπει να απαλλάξει τους ηττηθέντες διάδικους από τη δικαστική δαπάνη των νικησάντων διαδίκων, ενώ τα δικαστικά έξοδα να συμψηφισθούν μεταξύ των λοιπών διαδίκων, λόγω της εν μέρει νίκης και εν μέρει ήττας τους (άρθρο 275 του Κ.Δ.Δ.)
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Δέχεται την αγωγή για τους πρώτο, τρίτο, έβδομο, ενδέκατο, δωδέκατο, δέκατο τρίτο και δέκατο τέταρτο ενάγοντες και δέχεται εν μέρει την αγωγή για τους λοιπούς ενάγοντες.
Υποχρεώνει το εναγόμενο να καταβάλλει: στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 234,4 ευρώ, στον δεύτερο ενάγοντα το ποσό των 1.031,36 ευρώ, στον τρίτο ενάγοντα το ποσό των 210,96, στον τέταρτο ενάγοντα το ποσό 726,64 των ευρώ, στον πέμπτο ενάγοντα το ποσό των 914,16 ευρώ, στον έκτο ενάγοντα το ποσό των 1.758 ευρώ, στον έβδομο ενάγοντα το ποσό των 234,4 ευρώ, στον όγδοο ενάγοντα το ποσό των 1.359,52 ευρώ, στον ένατο ενάγοντα το ποσό των 1.265,76 ευρώ, στον δέκατο ενάγοντα το ποσό των 1.218,88 ευρώ, στον ενδέκατο ενάγοντα το ποσό των 281,28 ευρώ, στον δωδέκατο ενάγοντα το ποσό των 421,92 ευρώ, στον δέκατο τρίτο ενάγοντα το ποσό των 386,76 ευρώ, στον δέκατο τέταρτο ενάγοντα το ποσό των 187,52 ευρώ, στον δέκατο πέμπτο ενάγοντα το ποσό των 1.048,94 ευρώ, στον δέκατο έκτο ενάγοντα το ποσό των 93,76 ευρώ, στον δέκατο έβδομο ενάγοντα το ποσό των 1.218,88 ευρώ και στον δέκατο ένατο ενάγοντα το ποσό των 726,64 ευρώ, νομιμοτόκως, από την επίδοση της αγωγής (11-1-2007) και έως την πλήρη εξόφληση.
Απαλλάσσει τους ηττηθέντες διαδίκους από τη δικαστική δαπάνη των νικησάντων διαδίκων.
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα των λοιπών διαδίκων λόγω μερικής νίκης και μερικής ήττας αυτών.