Εμπρησμός από αμέλεια

Δημοσιευμένη στα ΠΟΙΝΧΡ 1998.963

Εμπρησμός από αμέλεια, αναίρεση της απόφασης για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας διότι δεν διευκρινίζετο με αυτήν, εάν ο αναιρεσείων είχε τη δυνατότητα, εν όψει των προσωπικών του ιδιοτήτων, των γνώσεων και των ικανοτήτων του, λόγω του επαγγέλματός του να προβλέψει το επελθόν αξιόποινο αποτέλεσμα

Αριθ.1216/1997

Προεδρεύων ο Αντιπρόεδρος Π.Μαντζιάρας Εισηγητής ο Αρεοπαγίτης Ι.Κασσωτάκης Εισαγγελεύς Α.Ανδρεουλάκος

Δικηγόροι Δ.Τσαγκαλίδης, Γ.Βασιλακάκης

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ……….

Επειδή η ειδική και εμπεριστστωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως που απαιτείται από το άρ. 93 παρ. 3 του Συντάγματος και το άρ. 139 του ΚΠΔ, δεν υπάρχει, όταν, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, δεν περιέχονται σ` αυτήν με σαφήνεια και πληρότητα τα περαγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και στήριξαν την κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις με τις οποίες έχουν υπαχθεί τα περιστατικά αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη, η οποία εφαρμόστηκε.

Εξάλλου, κατά τις διατάξεις του άρ.266 ΠΚ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρ. 264 και 28 του αυτού Κώδικα, για τη θεμελίωση του εγκλήματος του από αμέλεια εμπρησμού, από τον οποίο μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα ή κίνδυνος σε άνθρωπο, πρέπει να συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις.

α) ο δράστης να μην κατέβαλε, κατ` αντικειμενική κρίση, την απαιτούμενη προσοχή, την οποία κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει, υπό τις ίδιες περιστάσεις, να καταβάλει, βάσει των νομικών κανόνων, των επικρατουσών συνθηκών και της κοινής πείρας και λογικής,

β) να είχε αυτός τη δυνατότητα ενόψει των προσωπικών ιδιοτήτων, των γνώσεων και των ικανοτήτων του, λόγω της υπηρεσίας ή του επαγγέλμστός του, να προβλέψει και ν` αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα,

γ) να υφίστσται αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ενέργειας ή της παραλείψεως του δράστη και του επελθόντος αποτελέσματος και

δ) από την προξενηθείσα πυρκαϊά να προκλήθηκε κοινός κίνδυνος σε αόριστο αριθμό ξένων πραγμάτων ή κίνδυνος σε απροσδιόριστο αριθμό ανθρώπων.

Στην προκείμενη περίπτωση, από την προσβαλλόμενη 1507/1997 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης προκύπτει ότι ο αναιρεσείων κηρύχτηκε, μ` αυτήν, ένοχος εμπρησμού από αμέλεια.

Στο σκεπτικό της αποφάσεως αυτής, σε συνδυασμό με το διστακτικό της, που αλληλοσυμπληρώνουν επιτρεπτώς την αιτιολογία της, εκτίθεται ότι από την εκτίμηση των παραδεκτώς προσδιοριζόμενων, κατά κατηγορίες, αποδει- κτικών μέσων, αποδείχτηκε ότι ο αναιρεσείων ήταν εκπρόσωπος της ομάρρυθμης εταιρίας υπό την επωνυμία “Ρ.Κ.Θ. Ο.Ε.”, που εκμεταλλευόταν, ως υπομισθώτρια, ισόγειο χώρο εμβαδού 715, 12 τ.μ. με υπόγειο και πατάρι εμβαδού 17 τ.μ., κείμενο στη Θεσσαλονίκη και στη διασταύρωση των οδών Π., Η. και Π. Υπό την ιδιότητά του αυτή κατάργησε το φρεάτιο πληρώσεως των υπόγειων δεξαμενών, το οποία βρισκόταν στην οδό Π., δηλαδή σε υπαίθριο χώρο, όπως προέβλεπαν τα κατασκευταστικά σχέδια. Μετά την κατάργηση τούτου η εκφόρτωση των υγρών καυσίμων γινόταν απευθείας στις δεξαμενές με αναγκαστική είσοδο των βυτιοφόρων στον εσωτερικό χώρο του πρατηρίου, παρά το γεγονός ότι, κατά παράβαση του άρ. 14 παρ. 2 π.δ. 1 124/81, υπήρχαν σ` αυτό σταθμευμένα άλλα αυτοκίνητα.

Λόγω της, έκτοτε, αναγκαστικής εισόδου και εκφορτώσεως των βυτιοφόρων στο χώρο αυτό, συσσωρεύονταν εκεί αναθυμιάσεις των καυσίμων, οι οποίες προκαλούσαν εκρηκτικό μείγμα με άμεσο κίνδυνο την πρόκληση πυρκαϊάς. Στις 27-3-1990, ο οδηγός του […] Δ.χ. βυτιοφόρου αυτοκινήτου Α.Μ., το οδήγησε μέσα στο πρατήριο, για να εκφορτώσει βενζίνη στις υπόγειες δεξαμενές. Για την εκφόρτωση αυτή τόσο ο αναιρεσείων, που ήταν παρών τότε, όσο και ο οδηγός του βυτιοφόρου από αμέλειά τους, που συνίστατο στην έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλαν από τις περιστάσεις και μπορούσαν να καταβάλουν, δεν φρόντισαν για την επιβαλλόμενη γείωση του βυτιοφόρου με τις υπόγειες δεξαμενές.

Εξαιτίας αυτής της αμελούς συμπεριφοράς του αναιρεσείοντος και του ως άνω οδηγού, σε συνδυασμό με την υπαίτια και παράνομη από μέρους του αναιρεσείοντος, ως εκπροσώπου της υπομισθώτριας εταιρίας, κατάργηση του φρεατίου δεξαμενών της οδού Π. και της πληρώσεως αυτών με εκ- φορτώσεις, οι οποίες γίνονταν απευθείας στο εσωτερικό του πρατηρίου και είχαν ως αποτέλεσμα τη συσσώρευση των εν λόγω αναθυμιάσεων, όταν ο οδηγός του βυτιοφόρου έκλεισε την τάπα στο στόμιο της παροχής με αριθμ. 4 και αμέσως μετά τη λήψη, ως δείγματος, ποσότητας 20 λίτρων βενζίνης, να δημιουργηθεί σπινθήρας εκφόρτισης στατικού ηλεκτρισμού από την τάπα προς το στόμιο της παροχής αυτής και λόγω της ελλείψεως γειώσεως του βυτιοφόρου με τη δεξαμενή, αλλά και τις συσωρρεύσεως των αναθυμιάσεων κατά τη λήψη του δείγματος βενζίνης, να σημειωθεί βραδεία απόσβεση του τόξου και να προκληθεί από το εκρηκτικό μείγμα πυρκαϊά στο πλαστικό δοχείο, που περιείχε το ως ανωτέρω δείγμα της βενζίνης και βρισκόταν κάτω από τον κρουνό υπό τον αριθμ. 4.

Η πυρκαϊά αυτή μεταδόθηκε στο βυτιοφόρο, στις υπόλοιπες εγκαταστάσεις του πρατηρίου, στα άλλα αυτοκίνητα που ήταν σταθμευμένα σ` αυτό και στη συνέχεια επεκτάθηκε στις εγκαταστάσεις της ΔΕΗ και του ΟΤΕ, σε αυτοκίνητα, τα οποία ήταν σταθμευμένα στην οδό Π. και τέλος σε παρακείμενες οικοδομές, με κίνδυνο να επεκταθεί σε ακόμη ευρύτερο κύκλο ξένων πραγμάτων και σε ανθρώπους.

Η αιτιολογία, όμως, αυτή της προσβαλλόμενης αποφάσεως δεν είναι πλήρης γιατί

α) δεν διευκρινίζεται σ` αυτήν (ούτε αναφέρονται σχετικά περιστατικά) αν ο αναιρεσείων είχε τη δυνατότητα, ενόψει των προσωπικών ιδιοτήτων, των γνώσεών του και των ικανοτήτων του, λόγω του επαγγέλματός του, να προβλέψει το επελθόν αξιόποινο αποτέλεσμα,

β) δεν αναφέρει τα περιστατικά από τα οποία προκύπτει η υποχρέωση του αναιρεσείοντος για τη γείωση του βυτιοφόρου με τη δεξαμενή, τα περι- στατικά δε αυτά έπρεπε ν` αναφέρει, δεδομένου ότι ενώ η υποχρέωση αυτή αρμόζει, από τη φύση της, μόνο στον καταδικασθέντα με άλλη απόφαση οδηγό του βυτιοφόρου, γίνεται δεκτό, κατά τα προεκτεθέντα, ότι η παράλειψη της γειώσεως αυτής αποτελεί αμελή συμπεριφορά και του αναιρεσείοντος,

γ) δεν προσδιορίζει σε τι συνίσταται (πώς γίνεται) η γείωση του βυτιοφόρου με τη δεξαμενή κι έτσι δεν μπορεί να κριθεί αν η γείωση αυτή ανάγεται στην καλή λειτουργία των εγκαταστάσεων του πρατηρίου, η οποία βαρύνει τον αναιρεσείοντα και

δ) δεν προσδιορίζει με σαφήνεια αν ο αναιρεσείων είχε αντιληφθεί και γνώριζε ότι το πλαστικό δοχείο με το δείγμα της βενζίνης βρισκόταν κάτω από τον κρουνό με αριθμ. 4 και ότι η εκεί ύπαρξή του εγκυμονούσε τον κίνδυνο πυρκαϊάς.

Τέλος ενώ στο σκεπτικό αναφέρεται ότι ο αναιρεσείων κατάργησε ένα φρεάτιο, στο διστακτικό προσδιορίζεται ότι αυτός κατάργησε δύο φρεάτια. Επομένως οι υπό το άρ. 510 παρ. 1 εδάφ. δ` του ΚΠΔ λόγοι της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως και του δικογράφου των προσθέτων, με τους οποίους προσβάλλεται η αιτίαση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι βάσιμοι και πρέπει να γίνουν δεκτοί, ν` αναιρεθεί η απόφαση αυτή και να παραπεμφθεί η υπόθεση, για νέα εκδίκαση, στο ίδιο Εφετείο, η συγκρότηση του οποίου από δικαστές άλλους, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως, είναι εφικτή (άρ. 519ΚΠΔ). ………… Αριθ.1216/1997

Προεδρεύων ο Αντιπρόεδρος Π.Μαντζιάρας Εισηγητής ο Αρεοπαγίτης Ι.Κασσωτάκης Εισαγγελεύς Α.Ανδρεουλάκος Δικηγόροι Δ.Τσαγκαλίδης, Γ.Βασιλακάκης ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ……….

Επειδή η ειδική και εμπεριστστωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως που απαιτείται από το άρ. 93 παρ. 3 του Συντάγματος και το άρ. 139 του ΚΠΔ, δεν υπάρχει, όταν, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, δεν περιέχονται σ` αυτήν με σαφήνεια και πληρότητα τα περαγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και στήριξαν την κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις με τις οποίες έχουν υπαχθεί τα περιστατικά αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη, η οποία εφαρμόστηκε.

Εξάλλου, κατά τις διατάξεις του άρ.266 ΠΚ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρ. 264 και 28 του αυτού Κώδικα, για τη θεμελίωση του εγκλήματος του από αμέλεια εμπρησμού, από τον οποίο μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα ή κίνδυνος σε άνθρωπο, πρέπει να συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις.

α) ο δράστης να μην κατέβαλε, κατ` αντικειμενική κρίση, την απαιτούμενη προσοχή, την οποία κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει, υπό τις ίδιες περιστάσεις, να καταβάλει, βάσει των νομικών κανόνων, των επικρατουσών συνθηκών και της κοινής πείρας και λογικής,

β) να είχε αυτός τη δυνατότητα ενόψει των προσωπικών ιδιοτήτων, των γνώσεων και των ικανοτήτων του, λόγω της υπηρεσίας ή του επαγγέλμστός του, να προβλέψει και ν` αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα,

γ) να υφίστσται αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ενέργειας ή της παραλείψεως του δράστη και του επελθόντος αποτελέσματος και

δ) από την προξενηθείσα πυρκαϊά να προκλήθηκε κοινός κίνδυνος σε αόριστο αριθμό ξένων πραγμάτων ή κίνδυνος σε απροσδιόριστο αριθμό ανθρώπων.

Στην προκείμενη περίπτωση, από την προσβαλλόμενη 1507/1997 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης προκύπτει ότι ο αναιρεσείων κηρύχτηκε, μ` αυτήν, ένοχος εμπρησμού από αμέλεια.

Στο σκεπτικό της αποφάσεως αυτής, σε συνδυασμό με το διστακτικό της, που αλληλοσυμπληρώνουν επιτρεπτώς την αιτιολογία της, εκτίθεται ότι από την εκτίμηση των παραδεκτώς προσδιοριζόμενων, κατά κατηγορίες, αποδει- κτικών μέσων, αποδείχτηκε ότι ο αναιρεσείων ήταν εκπρόσωπος της ομάρρυθμης εταιρίας υπό την επωνυμία “Ρ.Κ.Θ. Ο.Ε.”, που εκμεταλλευόταν, ως υπομισθώτρια, ισόγειο χώρο εμβαδού 715, 12 τ.μ. με υπόγειο και πατάρι εμβαδού 17 τ.μ., κείμενο στη Θεσσαλονίκη και στη διασταύρωση των οδών Π., Η. και Π.

Υπό την ιδιότητά του αυτή κατάργησε το φρεάτιο πληρώσεως των υπόγειων δεξαμενών, το οποία βρισκόταν στην οδό Π., δηλαδή σε υπαίθριο χώρο, όπως προέβλεπαν τα κατασκευταστικά σχέδια.

Μετά την κατάργηση τούτου η εκφόρτωση των υγρών καυσίμων γινόταν απευθείας στις δεξαμενές με αναγκαστική είσοδο των βυτιοφόρων στον εσωτερικό χώρο του πρατηρίου, παρά το γεγονός ότι, κατά παράβαση του άρ. 14 παρ. 2 π.δ. 1 124/81, υπήρχαν σ` αυτό σταθμευμένα άλλα αυτοκίνητα. Λόγω της, έκτοτε, αναγκαστικής εισόδου και εκφορτώσεως των βυτιοφόρων στο χώρο αυτό, συσσωρεύονταν εκεί αναθυμιάσεις των καυσίμων, οι οποίες προκαλούσαν εκρηκτικό μείγμα με άμεσο κίνδυνο την πρόκληση πυρκαϊάς. Στις 27-3-1990, ο οδηγός του […] Δ.χ. βυτιοφόρου αυτοκινήτου Α.Μ., το οδήγησε μέσα στο πρατήριο, για να εκφορτώσει βενζίνη στις υπόγειες δεξαμενές.

Για την εκφόρτωση αυτή τόσο ο αναιρεσείων, που ήταν παρών τότε, όσο και ο οδηγός του βυτιοφόρου από αμέλειά τους, που συνίστατο στην έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλαν από τις περιστάσεις και μπορούσαν να καταβάλουν, δεν φρόντισαν για την επιβαλλόμενη γείωση του βυτιοφόρου με τις υπόγειες δεξαμενές.

Εξαιτίας αυτής της αμελούς συμπεριφοράς του αναιρεσείοντος και του ως άνω οδηγού, σε συνδυασμό με την υπαίτια και παράνομη από μέρους του αναιρεσείοντος, ως εκπροσώπου της υπομισθώτριας εταιρίας, κατάργηση του φρεατίου δεξαμενών της οδού Π. και της πληρώσεως αυτών με εκ- φορτώσεις, οι οποίες γίνονταν απευθείας στο εσωτερικό του πρατηρίου και είχαν ως αποτέλεσμα τη συσσώρευση των εν λόγω αναθυμιάσεων, όταν ο οδηγός του βυτιοφόρου έκλεισε την τάπα στο στόμιο της παροχής με αριθμ. 4 και αμέσως μετά τη λήψη, ως δείγματος, ποσότητας 20 λίτρων βενζίνης, να δημιουργηθεί σπινθήρας εκφόρτισης στατικού ηλεκτρισμού από την τάπα προς το στόμιο της παροχής αυτής και λόγω της ελλείψεως γειώσεως του βυτιοφόρου με τη δεξαμενή, αλλά και τις συσωρρεύσεως των αναθυμιάσεων κατά τη λήψη του δείγματος βενζίνης, να σημειωθεί βραδεία απόσβεση του τόξου και να προκληθεί από το εκρηκτικό μείγμα πυρκαϊά στο πλαστικό δοχείο, που περιείχε το ως ανωτέρω δείγμα της βενζίνης και βρισκόταν κάτω από τον κρουνό υπό τον αριθμ. 4.

Η πυρκαϊά αυτή μεταδόθηκε στο βυτιοφόρο, στις υπόλοιπες εγκαταστάσεις του πρατηρίου, στα άλλα αυτοκίνητα που ήταν σταθμευμένα σ` αυτό και στη συνέχεια επεκτάθηκε στις εγκαταστάσεις της ΔΕΗ και του ΟΤΕ, σε αυτοκίνητα, τα οποία ήταν σταθμευμένα στην οδό Π. και τέλος σε παρακείμενες οικοδομές, με κίνδυνο να επεκταθεί σε ακόμη ευρύτερο κύκλο ξένων πραγμάτων και σε ανθρώπους.

Η αιτιολογία, όμως, αυτή της προσβαλλόμενης αποφάσεως δεν είναι πλήρης γιατί

α) δεν διευκρινίζεται σ` αυτήν (ούτε αναφέρονται σχετικά περιστατικά) αν ο αναιρεσείων είχε τη δυνατότητα, ενόψει των προσωπικών ιδιοτήτων, των γνώσεών του και των ικανοτήτων του, λόγω του επαγγέλματός του, να προβλέψει το επελθόν αξιόποινο αποτέλεσμα,

β) δεν αναφέρει τα περιστατικά από τα οποία προκύπτει η υποχρέωση του αναιρεσείοντος για τη γείωση του βυτιοφόρου με τη δεξαμενή, τα περι- στατικά δε αυτά έπρεπε ν` αναφέρει, δεδομένου ότι ενώ η υποχρέωση αυτή αρμόζει, από τη φύση της, μόνο στον καταδικασθέντα με άλλη απόφαση οδηγό του βυτιοφόρου, γίνεται δεκτό, κατά τα προεκτεθέντα, ότι η παράλειψη της γειώσεως αυτής αποτελεί αμελή συμπεριφορά και του αναιρεσείοντος,

γ) δεν προσδιορίζει σε τι συνίσταται (πώς γίνεται) η γείωση του βυτιοφόρου με τη δεξαμενή κι έτσι δεν μπορεί να κριθεί αν η γείωση αυτή ανάγεται στην καλή λειτουργία των εγκαταστάσεων του πρατηρίου, η οποία βαρύνει τον αναιρεσείοντα και

δ) δεν προσδιορίζει με σαφήνεια αν ο αναιρεσείων είχε αντιληφθεί και γνώριζε ότι το πλαστικό δοχείο με το δείγμα της βενζίνης βρισκόταν κάτω από τον κρουνό με αριθμ. 4 και ότι η εκεί ύπαρξή του εγκυμονούσε τον κίνδυνο πυρκαϊάς.

Τέλος ενώ στο σκεπτικό αναφέρεται ότι ο αναιρεσείων κατάργησε ένα φρεάτιο, στο διστακτικό προσδιορίζεται ότι αυτός κατάργησε δύο φρεάτια.

Επομένως οι υπό το άρ. 510 παρ. 1 εδάφ. δ` του ΚΠΔ λόγοι της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως και του δικογράφου των προσθέτων, με τους οποίους προσβάλλεται η αιτίαση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι βάσιμοι και πρέπει να γίνουν δεκτοί, ν` αναιρεθεί η απόφαση αυτή και να παραπεμφθεί η υπόθεση, για νέα εκδίκαση, στο ίδιο Εφετείο, η συγκρότηση του οποίου από δικαστές άλλους, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως, είναι εφικτή (άρ. 519ΚΠΔ).

GreekEnglish