Σύνοψη:
Εφ Θεσσαλ 1909/2003. Δημοσιευμένη στο νομικό περιοδικό ΕΕμπΔ 2005.50
Το δικαίωμα καταγγελίας για σπουδαίο λόγο δεν μπορεί να περιορισθεί ούτε με ρήτρα του καταστατικού για προηγούμενη διαιτητική επίλυση των διαφορών. Σπουδαίος λόγος.
Πρόεδρος: Β. Νικόπουλος Εισηγητής: Α. Αθηναίος
Δικηγόροι: Λ. Κυρίζογλου, Δ. Τσαγκαλίδης
Επειδή, κατ` αρ. 766 ΑΚ, εταιρία συσταθείσα για ορισμένο χρόνο λύεται πριν από την παρέλευση αυτού με καταγγελία, εάν υπάρχει σπουδαίος λόγος.
Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, που προκύπτει και από το συνδυασμό του ως άνω αρ. με το επόμενο 767, το οποίο προβλέπει για τη λύση της αόριστης διάρκειας εταιρίας με καταγγελία και τις διατάξεις των αρ. 777 επ., περί εκκαθάρισης, η λύση επέρχεται με την καταγγελία, ανεξαρτήτως ύπαρξης σπουδαίου λόγου, του ακαίρως καταγγείλαντος ευθυνόμενου μόνο σε αποζημίωση των λοιπών εταίρων, σε περίπτωση ανυπαρξίας τέτοιου λόγου. Κατά δε τη δεύτερη περίοδο του ως άνω αρ. 766 αντίθετη συμφωνία περιορίζουσα με προθεσμία ή με άλλο τρόπο το δικαίωμα αυτό της καταγγελίας είναι άκυρη (ΕφΘεσ 823/1981 Αρμ. 1981, 957, Καυκά, Ειδ. Ενοχ. Δίκ. έκδοση 5η, τόμος Β` κάτω από το αρ. 766, παρ. 4 σελ. 149-150 επομ. Ειδ. Ενοχ. Δίκ. έκδ. Β ” σελ. 503). […].
Η αγωγή, ως προς το σκέλος του αιτήματός της, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει τα αναφερόμενα σ` αυτή ποσά ως αποζημίωση, στον ενάγοντα, ενόψει του ότι η προλεχθείσα καταγγελία της ομόρρυθμης εταιρίας, που ήταν ορισμένου χρόνου, πριν από το συμβατικό χρόνο λήξης αυτής, έγινε χωρίς σπουδαίο λόγο, η έλλειψη του οποίου συνίσταται στο ότι ο εναγόμενος δεν προσέφυγε, πριν προβεί σ` αυτή (καταγγελία) στη διαιτησία, όπως προβλεπόταν από το ιδιωτικό συμφωνητικό σύστασης αυτής (εταιρίας), ήταν μη νόμιμη.
Και τούτο γιατί, δεν επιτρέπεται να συμφωνηθεί, περιορισμός του δικαιώματος της καταγγελίας με προθεσμία ή με άλλο τρόπο, και εάν συμφωνηθεί, αυτή η συμφωνία είναι άκυρη. Επομένως, εφόσον το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφασή του, απέρριψε, έστω και σιωπηρά το πιo πάνω αίτημα, δεν έσφαλε. Γι` αυτό και πρέπει να απορριφθεί ο σχετικός λόγος της έφεσης.
Επειδή, από το συνδυασμό των διατάξεων των αρ. 766 εδ α, 767 παρ. 2 ΑΚ, που εφαρμόζεται και επί ομορρύθμων εμπορικών εταιριών (αρ. 20 ΕμπΝ) και 338 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η ομόρρυθμη εμπορική εταιρία που έχει συσταθεί για ορισμένο χρόνο λύνεται με καταγγελία, πριν περάσει ο χρόνος αυτός, αν υπάρχει σπουδαίος λόγος και ότι ο εταίρος που κατήγγειλε την εταιρία άκαιρα, χωρίς σπουδαίο λόγο που να δικαιολογεί την άκαιρη καταγγελία, ενέχεται για τη ζημία που προκάλεσε η λύση στους άλλους εταίρους.
`Ετσι αν ο εταίρος, ενάγει τον άλλον που κατήγγειλε την εταιρία, ζητώντας αποζημίωση για την πρόωρη λύση της εταιρίας, χωρίς σπουδαίο λόγο, ο εναγόμενος, που κατήγγειλε την εταιρία για να απαλλαγεί από την υποχρέωση προς αποζημίωση, οφείλει να επικαλεσθεί και να αποδείξει την ύπαρξη συγκεκριμένου σπουδαίου λόγου, καθόσον αυτός άσκησε την καταγγελία ένεκα ορισμένου λόγου, τον οποίο αυτός γνωρίζει και ο οποίος αποτελεί γι` αυτόν θετικό γεγονός, ενώ ο ενάγων δεν μπορεί να γνωρίζει αυτόν, δεν μπορεί δε να υποχρεωθεί να αποδείξει ανυπαρξία τέτοιου λόγου, αφού πρόκειται για αρνητικό γεγονός (ΑΠ 536/2002, ΕλλΔ 43, 1663).
Εξ άλλου, σπουδαίο λόγο συνιστά οποιοδήποτε περιστατικό που ανάγεται στο πρόσωπο ή όχι του καταγγέλοντος, το οποίο σύμφωνα με την αρχή της καλής πίστης, και τα συναλλακτικά ήθη καθιστά στην συγκεκριμένη περίπτωση επαχθή την εξακολούθηση της εταιρίας έως το χρόνο λήξης της διάρκειάς της, για τον καταγγέλοντα εταίρο.
Τέτοια περιστατικά είναι η κακή πορεία των εταιρικών υποθέσεων και η έλλειψη κερδών (βλ. σχετ. Καυκάς, Ειδ. Ενοχ. Δίκαιο, τόμος Β`, έκδοση 5η υπό το αρ. 766, σελ. 148) η αθέτηση των εταιρικών υποχρεώσεων, η κακή διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων, οι διαρκείς διαφωνίες και διενέξεις, το μίσος μεταξύ των εταίρων, η έλλειψη συνεργασίας και κατανόησης που καθιστούν αδύνατη τη μεταξύ τους συνεργασία και τη συνέχιση της εταιρίας (ΑΠ 580/1984 ΝοΒ 1985, 433, ΑΠ 977/1996, ΝοΒ 1987, 1224, ΕφΑθ 8176/ 1981 ΕΕμπΔ 1982,223, ΕφΠατρ 559/1997 ΑρχΝ 14,485).
Στην προκειμένη περίπτωση, […] αποδείχθηκαν τα εξής: Με το από 17.7.2000 ιδιωτικό συμφωνητικό, το οποίο δημοσιεύθηκε νόμιμα, στα οικεία βιβλία εταιριών του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, συστήθηκε, μεταξύ των διαδίκων, ομόρρυθμη εμπορική εταιρία με την επωνυμία “Μ.Π. – ΟΕ” και τον διακριτικό τίτλο «Α.», με έδρα τον Δήμο Αγίου Παύλου Θεσσαλονίκης και με αντικείμενο τις αλουμινοκατασκευές και την τοποθέτηση τζαμιών.
Η διάρκεια της ως άνω εταιρίας ορίσθηκε διετής, με χρόνο έναρξης την 17.7.2000 και λήξης την 17.7.2002, η εταιρική συμμετοχή στα κέρδη και τις ζημίες αυτής καθώς και στο προϊόν της εκκαθάρισης κατά 50% για καθένα, ως διαχειριστής δε αυτής, συμφωνήθηκε ότι θα είναι ο εναγόμενος. Επίσης με το πιο πάνω ιδιωτικό συμφωνητικό (εταιρικό) καθορίσθηκε ότι η εισφορά σε χρήμα κάθε εταίρου, θα ανερχόταν στο ποσό του 1.000.000 δρχ., καθώς επίσης (καθορίσθηκε) ότι κάθε εταίρος θα προσφέρει και προσωπική εργασία για την επίτευξη του εταιρικού σκοπού (βλ. σχετ. προσκομιζόμενο, ύστερα από επίκληση, από 17.7.2000 ιδιωτικό συμφωνητικό).
Οτι η παραπάνω εταιρία άρχισε να λειτουργεί αμέσως μετά τη σύστασή της και να αναλαμβάνει διάφορες εργασίες σχετικά με το αντικείμενό της. Στις 17.1.2001 ο ενάγων επέδωσε στον εναγόμενο την ταυτόχρονη εξώδικη πρόσκληση – διαμαρτυρία, με την οποία (προσκομίζεται, ύστερα από επίκληση) διαμαρτυρήθηκε προς αυτόν ισχυριζόμενος ότι εγκατέλειψε την εταιρία τους, μερικές ημέρες πριν από την επίδοση της πιο πάνω εξώδικης πρόσκλησης και ότι δεν προσφέρει προσωπική εργασία σαν εταίρος, αλλά και ως διαχειριστής αυτής με αποτέλεσμα να μην είναι σε θέση η ως άνω εταιρία τους να ανταποκριθεί στις ανειλημμένες υποχρεώσεις της και τον καλούσε να επιστρέψει αμέσως στις εταιρικές του υποχρεώσεις.
Οτι ο εναγόμενος, απαντώντας στην προεκτεθείσα εξώδικη πρόσκληση που του επέδωσε ο ενάγων, απηύθυνε προς εκείνο την από 23.1.2001 εξώδικη δήλωση – καταγγελία, που του επιδόθηκε την ίδια ημέρα (βλ σχετ. προσκομιζόμενες, ύστερα από επίκληση πιο πάνω εξώδικη δήλωση – καταγγελία και υπ` αριθμ. */23.1.2001 έκθεσης επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, Σ.Κ.), και με την οποία κατήγγειλε την εταιρία τους για τους αναφερόμενους σ` αυτή λόγους, τους οποίους θεωρούσε ως σπουδαίους, ήταν δε οι λόγοι αυτοί οι εξής: […].
Οτι, από τους παραπάνω φερόμενους, κατά τον εναγόμενο, ως σπουδαίους λόγους καταγγελίας της μεταξύ τους συσταθείσας εταιρίας ορισμένου χρόνου και πριν από τη λήξη αυτού, δεν αποδείχθηκε η βασιμότητα του τελευταίου (υπό στοιχείο 4), καθόσον από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, πριν από τη σύσταση της εταιρίας τους, είχε υποσχεθεί ότι θα εισφέρει κατά χρήση σ` αυτό το φορτηγό αυτοκίνητο του πατέρα του γεγονός το οποίο δεν κατατέθηκε από τους μάρτυρες του εναγομένου.
Άλλωστε δεν ήταν δυνατόν να υποσχεθεί ο ενάγων κάτι τέτοιο, αφού το φορτηγό αυτό δεν ανήκε κατά κυριότητα σ` αυτόν, αλλά στον πατέρα του, όπως ομολογεί και ο εναγόμενος και συνεπώς θα εξαρτόνταν από τη βούληση αυτού, εάν θα δινόταν ή όχι αυτό, προκειμένου να εισφερθεί κατά χρήση στην ως άνω εταιρία.
Περαιτέρω όμως και αναφορικά με τους λοιπούς λόγους που, κατά τους ισχυρισμούς του εναγομένου συνιστούν την έννοια του σπουδαίου λόγου, για την καταγγελία αζημίως γι` αυτόν, της ορισμένου χρόνου εταιρίας τους, και πριν από τη λήξη αυτού, πρέπει να λεχθούν τα εξής:
Η προαναφερθείσα ομόρρυθμη εταιρία των διαδίκων, όπως προεκτέθηκε ήδη, αμέσως μετά τη σύσταση της άρχισε να εκτελεί διάφορες εργασίες, πλην δεν ήταν τόσο πολλές και σημαντικές, κατά δε τη διάρκεια της εξάμηνης περίπου λειτουργίας της, δεν αποδείχθηκε ότι υπήρξε η πορεία της επικερδής για τους διαδίκους συνεταίρους, ούτε ότι αυτή είχε αποκτήσει σχετικά μεγάλο κύκλο πελατών, που θα της εξασφάλιζε οικονομική βιωσιμότητα.
Συγκεκριμένα κατά το ρηθέν χρονικό διάστημα λειτουργίας της εκδόθηκαν, ύστερα από εκτέλεση εργασιών λουμινοκατασκευών, μόνο εννέα τιμολόγια. [..]. Περαιτέρω, από το επικαλούμενο και νομίμως προσκομιζόμενο βιβλίο εσόδων και εξόδων για τα έτη 2000 και 2001, προκύπτει ότι η πιο πάνω εταιρία είχε κατά μεν το 2000 και από 17.7.2000 έως 31.12.2000 έξοδα ανερχόμενα στο ποσό των 5.123110 δρχ. έσοδα δε ανερχόμενα στο ποσό των 3510.000 δρχ. που αποτελούνταν από δρχ. 2.310.000 από αμοιβές για διάφορες εργασίες και από δρχ. 1.200.000 από επιδότηση του ΟΑΕΔ, απ` αυτή δε την αναλογία προκύπτει ότι τα έξοδα υπερέβαιναν κατά πολύ τα έσοδά της κατά το πιο πάνω χρονικό διάστημα (17.7.2000 έως 31.12.2000).
Κατά δε το έτος 2001 και ως προς το χρονικό διάστημα από 1.1.2001 έως 23.1.2001, τα μεν έξοδα της εταιρίας ανέρχονταν σε δρχ. 46.719 ενώ δεν αναγράφονται καθόλου έσοδα. Ακόμη ο ενάγων ισχυρίζεται πράγμα που δεν αρνείται και ο εναγόμενος, ότι η εταιρία τους είχε υποβάλει προσφορές για την κατασκευή των αλουμινίων της νεόκτιστης οικίας του Κ.Π. στα Λαγυνά, ύψους 5.330.000 δρχ. για την κατασκευή επίσης των αλουμινίων (μπαλκονόπορτες και παράθυρα) της Ε.Ζ., αντί αμοιβής εκ δρχ. 1.300.000, για τις ίδιες εργασίες στην οικία του Α.Ν. έναντι αμοιβής 1.200.000 δρχ. και για την κατασκευή αλουμινίων και υαλοπινάκων στο κτίριο της Αστυνομικής Διεύθυνσης Κιλκίς, έναντι αμοιβής εκ δρχ. 9.800.000.
Πλην όμως από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχθηκε ότι η εταιρία των διαδίκων, θα αναλάμβανε να εκτελέσει κάποια από τα έργα που αντιστοιχούσαν στις πιο πάνω προσφορές.
Επίσης, από τα ίδια αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι ο χώρος που είχε μισθώσει η εταιρία, προκειμένου να εγκαταστήσει την έδρα και το κατάστημά της δεν πληρούσε όπως ήδη προαναφέρθηκε τις προϋποθέσεις από πλευράς προστασίας του περιβάλλοντος, γι` αυτό και τελικά η σχετική αίτηση που είχε υποβάλει αυτή στην αρμοδία προς τούτο Διεύθυνση Προστασίας Περιβάλλοντος της Ν.Α. Θεσσαλονίκης, για έγκριση της εγκατάστασής της, στον πιο πάνω χώρο, απορρίφθηκε με την προσκομιζόμενη, ύστερα από επίκληση, υπ` αριθμ. */*/1311.2000 απόφασή της, με συνέπεια, να μην είναι δυνατή πλέον η έκδοση της σχετικής άδειας λειτουργίας του καταστήματος, η δε παρά την έλλειψη της οποίας (αδείας λειτουργίας) εξακολούθηση της ζωής της εταιρίας και της δραστηριότητάς της, στο χώρο αυτό, εγκυμονεί κινδύνους εμπλοκής του εναγομένου, με την ιδιότητα του διαχειριστή της – νομίμου εκπροσώπου της, σε ποινικές δίκες.
Και ναι μεν κατ` αρχήν δεν μπορεί να συσχετισθεί η έλλειψη δυνατότητας έκδοσης άδειας λειτουργίας του καταστήματος της εταιρίας τους, στον πιο πάνω χώρο, με τη βιωσιμότητα και την ανάπτυξη αυτής. Πλην όμως λόγω οικονομικών δυσχερειών της εταιρίας των διαδίκων, δεν ήταν αυτή σε θέση να αλλάξει επαγγελματική εγκατάσταση, αφού όφειλε τα μισθώματα, στον κύριο του χώρου που είχε μισθωθεί για την εγκατάσταση του καταστήματός της, που ήταν ο πατέρας του εναγομένου, ο οποίος για το λόγο αυτό εξαναγκάσθηκε να ασκήσει και σχετική αγωγή (βλ. προσκομιζόμενη ύστερα από επίκληση, επικυρωμένο αντίγραφο αυτής), την οποία ματαίωσε, με την ελπίδα ότι θα πληρωθεί, πλην όμως κάτι τέτοιο δεν έγινε.
Και ναι μεν, όπως ισχυρίζεται ο ενάγων και προκύπτει από το προαναφερθέν βιβλίο εσόδων – εξόδων της εταιρίας, τα μισθώματα φαίνεται ότι έχουν καταβληθεί πλην όμως αυτό δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, καθόσον και σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του εναγομένου, που δεν αμφισβητήθηκαν από τον ενάγοντα, η καταχώρηση στην οικεία στήλη των εξόδων της σχετικής δαπάνης για τα μισθώματα, έγινε καθαρά για λόγους φορολογικούς και όχι γιατί στην πραγματικότητα καταβλήθηκε η σχετική δαπάνη.
Τέλος η εταιρία τους δεν είχε πραγματοποιήσει συνδέσεις με τη ΔΕΗ, λαμβάνοντας ρεύμα από γειτονική παροχή, το οποίο και πλήρωνε στον καταναλωτή αυτής και τον ΟΤΕ χρησιμοποιώντας τη σύνδεση του τελευταίου συνδρομητή. Ότι από όλα τα προαναφερθέντα, τα οποία αποδεικνύονται εκτός από τα προλεχθέντα αποδεικτικά μέσα και από τις καταθέσεις των μαρτύρων του εναγομένου, και ιδίως απ` αυτή του πρώτου, ο οποίος επιβεβαιώνει για το γεγονός ότι η εταιρία των διαδίκων, δεν είχε πολλές δουλειές, ο δε δεύτερος ποιο ήταν το ποσοστό κέρδους σε εργασίες, σαν αυτές που πραγματοποιούσε αυτή (πιο πάνω εταιρία), συνάγεται κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ότι πράγματι η εταιρία των διαδίκων δεν ήταν βιώσιμη, και ότι συνεπώς ο λόγος αυτός της καταγγελίας θεωρείται ότι ήταν σπουδαίος, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην παραπάνω νομική σκέψη, με συνέπεια να μην απαιτείται η εξακολούθηση της λειτουργίας αυτής, μέχρι τη λήξη της κατά τους κανόνες της καλής πίστης και των χρηστών συναλλακτικών ηθών ενόψει του ότι αυτή ήταν οικονομικά ασύμφορη.
Ακόμη από το ίδιο αποδεικτικό υλικό αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος ήδη από 3.1.2001 έπασχε από υποτροπιάζουσα έσω επικονδυλίτιδα δεξιού αγκώνα για την αντιμετώπιση της οποίας συστήθηκε φαρμακευτική αγωγή, αναρρωτική άδεια ενός (1) μηνός και φυσικοθεραπεία 15 ημερών, τις οποίες πραγματοποίησε αυτός στο φυσικοθεραπευτήριο του Κ.Ε., καθημερινά από 3.1.2001 […]. Από τα παραπάνω εκτεθέντα, σε συνδυασμό με όσα κατέθεσε ο πρώτος μάρτυρας του εναγομένου, γεγονός που επιβεβαιώθηκε και από το μάρτυρα του ενάγοντος, αυτός (εναγόμενος) έπασχε από την πιο πάνω ασθένεια στο δεξί του χέρι, εξέλιξη η οποία όμως δεν επέτρεπε σ` αυτόν να εργάζεται στις αλουμινοκατασκευές. Παρά όμως το πρόβλημα αυτό της υγείας του ο εναγόμενος, εξακολούθησε να προσέρχεται στο κατάστημα και να επιμελείται των εταιρικών υποθέσεων, όπως τούτο προκύπτει από τις πιο κάτω ενέργειες.
Ειδικότερα ο εναγόμενος κατέβαλε:
1) στις 15.12.2001 στην εταιρία “Γ” για την εξόφληση τριών συναλλαγματικών λήξης αντίστοιχα 1.1.2001, 1.2.2001 και 1.3.2001 συνολικά δρχ. 430.000,
2) στις 15.1.2001 δρχ. 48.878 στην εταιρία “Ρ. και ΣΙΑ ΕΕ”, προς εξόφληση αντίστοιχης οφειλής της εταιρίας τους,
3) στις 15.1.2001 δρχ. 117.143, στον Ε.Κ., για εξόφληση οφειλής της εταιρίας τους,
4) στις 15.1.2001 δρχ. 63.500 για εξόφληση λογαριασμού στον ΜΜ. και
5) στις 16.1.2001 δρχ. 12.000, για εξόφληση λογαριασμού ΔΕΗ.
Ότι, μολονότι, όπως προεκτέθηκε ο εναγόμενος, αρχές του έτους 2001 εμφάνισε το πρόβλημα που αναφέρθηκε στο δεξιό χέρι του, εξ αιτίας του οποίου δεν μπορούσε μεν να προσφέρει προσωπική εργασία ως τεχνίτης, πλην όμως προσερχόταν στο εταιρικό κατάστημα, κάποιες ώρες επιμελούμενος των εταιρικών υποθέσεων, ως διαχειριστής της εταιρίας τους, ο ενάγων αμφισβήτησε έντονα την προεκτεθείσα κατάσταση της υγείας του, κατά τέτοιο χρόνο ώστε να του απευθύνει την ήδη αναφερθείσα εξώδικη δήλωση – πρόσκληση, από την οποία συνάγεται αυτή η αμφισβήτηση.
Το γεγονός δε αυτό, το οποίο οδήγησε σε διαταραχή τις σχέσεις τους, ως συνεταίρων και δημιούργησε έλλειψη διάθεσης προς συνεργασία, η οποία είχε σαν αποτέλεσμα να απαιτήσει μετά παρέλευση μερικών ημερών (έξι) ο εναγόμενος, απευθύνοντας προς τον ενάγοντα την ήδη εκτεθείσα εξώδικη δήλωσή του – καταγγελία, με την οποία κατήγγειλε την εταιρία τους.
Ο τελευταίος δε (ενάγων), ανταπαντώντας στην πιο πάνω εξώδικη -δήλωση καταγγελία του εναγομένου, απηύθυνε προς αυτόν και νέα εξώδικη πρόσκληση – δήλωση η οποία κοινοποιήθηκε σ` αυτόν στις 31.1.2001 (βλ. σχετ. από 30.1. 2001 εξώδικη δήλωση και υπ` αριθμ. */31.1.2001 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, Δ.Χ. που προσκομίζονται, ύστερα από επίκληση, με την οποία και όπως συνάγεται από το περιεχόμενό της, μεταξύ των άλλων αμφισβήτησε εκ νέου το πρόβλημα υγείας του εναγομένου αναφορικά με το δεξί χέρι του).
Από όλα τα παραπάνω συνάγεται ότι ήδη είχε επέλθει μεγάλη διαταραχή στις σχέσεις των διαδίκων, ως συνεταίρων, η οποία επιτάθηκε, και μετά την καταγγελία της εταιρίας, με συνακόλουθο αποτέλεσμα, την έλλειψη πλέον αμοιβαίας εμπιστοσύνης στις μεταξύ τους σχέσεις και την ως εκ τούτου αδυναμία να εξακολουθούν να συνεργάζονται για την επίτευξη του εταιρικού σκοπού.
Με βάση δε τις διαπιστώσεις αυτές και ο λόγος αυτός της καταγγελίας της εταιρίας των διαδίκων πριν από το συμβατικό χρόνο λήξης της ήταν σπουδαίος, με την έννοια που προαναφέρθηκε στην πιο πάνω νομική σκέψη, με συνέπεια να μην υποχρεούται ο εναγόμενος να καταβάλει αποζημίωση στον ενάγοντα, εξ αιτίας της πιο πάνω καταγγελίας της εταιρίας τους.
Εφόσον δε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του δέχθηκε τα ίδια και ακολούθως απέρριψε την αγωγή, ως κατ` ουσίαν αβάσιμη, δεν έσφαλε. Γι` αυτό και πρέπει να απορριφθεί και ο λόγος αυτός της έφεσης, ως κατ` ουσίαν αβάσιμος […], καθώς και αυτή (έφεση) στο σύνολό της.