ΜονΠρωτΘες/νικης 6139/2007
Αριθμός απόφασης 6139/2007 Αρ. καταθ. αγωγής 20705/8-5-2006
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Φωτεινή Μήτρακα, Πρωτοδίκη, που ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου του Πρωτοδικείου και από τη Γραμματέα Μαρίνα Τσι τσούλα.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του την 5η Οκτωβρίου 2006 για να δικάσει την αγωγή με αριθμό καταθέσεως 20705/8-5-2006 και με αντικείμενο “διαφορά κοινοχρήστων”, μεταξύ:
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: 1), κατοίκου Θεσσαλονίκης, που παραστάθηκαν ο 1ος μετά και η 2η δια του πληρεξουσίου τους δικηγόρου Δημητρίου Τσαγκαλίδη (AM 2176), ο οποίος κατέθεσε προτάσει ς.
ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ:, κατοίκου Θεσσαλονίκης, που παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου του δικηγόρου Χαράλαμπου Νάσλα (AM 385), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
ΚΑΤΑ τη συζήτηση της υποθέσεως σι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 1000, 1002, 1117 του ΑΚ και 1, 2 παρ. 1, 3 παρ. 1 και 2, 4 παρ.1, 5 παρ.1 εδ.α’ και 13 του ν.3741/1929 “περί ιδιοκτησίας κατ’ ορόφους”, ο οποίος διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ (άρθρο 54 ΕισΝΑΚ) προκύπτει ότι, επί οικοδομής υπαγομένης στη ρύθμιση του ως άνω νόμου, ο ιδιοκτήτης αυτοτελούς οριζόντιας ιδιοκτησίας έχει αποκλειστική κυριότητα επί της ιδιοκτησίας αυτού και αναγκαστική συγκυριότητα, που αποκτάται αυτοδικαίως, κατ’ ανάλογη μερίδα, στα μέρη του όλου ακινήτου, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται, κατά την ενδεικτική στις παραπάνω διατάξεις απαρίθμηση, το έδαφος, οι αυλές κλπ, καθώς και κάθε άλλο πράγμα, που χρησιμεύει στην κοινή των ιδιοκτητών χρήση.
Ο κύριος οριζόντιας ιδιοκτησίας έχει όλα τα εις τον κύριο ανήκοντα δικαιώματα, εφόσον η άσκηση αυτών δεν παραβλάπτει την χρήση των άλλων ιδιοκτητών ή δεν μειώνει την ασφάλεια αυτών ή του οικοδομήματος.
Οι εξουσίες όμως, αυτές, που έχει ο ιδιοκτήτης επί της ιδιοκτησίας του ή των κοινοχρήστων και κοινοκτήτων μερών της οικοδομής επιτρέπεται, με κοινή συμφωνία όλων των ιδιοκτητών οριζόντιων ιδιοκτησιών, που καταρτίζεται σύμβολαιογραφικώς και μεταγράφεται, να περιορισθούν ή επεκταθούν και γενικότερα να μεταβληθούν ή κανονισθούν διαφορετικά (ΑΠ 1841/1999 ΕλΔ 41.1031, ΑΠ 668/99 ΕλΔ 41.126, ΑΠ 329/1998 ΕλΔ 37.1602, ΑΠ 1699/1995 ΕλΔ 39.375).
Οι κατ’ αυτόν τον τρόπο δημιουργούμενοι περιορισμοί, σύμφωνα με το άρθρο 13 παρ.3 του ν.3741/1929, φέρουν χαρακτήρα δουλείας, υπό την έννοια και μόνον ότι, δεσμεύουν τους καθολικούς και ειδικούς διαδόχους των ιδιόκτητων και οριζόντιων ιδιοκτησιών, που τους συνομολόγησαν και αντιτάσσονται κατά τρίτων (ΑΠ 1841/1999, ΑΠ 668/1999, ΑΠ 329/1996, ΑΠ 1699/1995, ο.π.) δεν είναι όμως δουλείες, κατά την έννοια των άρθρων 1118 επ, 1142 επ και 1188 επ ΑΚ. Η ρύθμιση δε που εισάγεται με το ν.3741/1929, σε σχέση με την απόκτηση και την κατάργηση ιδιαίτερων δικαιωμάτων χρήσης στα κοινόκτητα και κοινόχρηστα μέρη της υπαγόμενης στη ρύθμισή του διαδικασίας, είναι ειδική και έχει υπαγορευθεί από την ιδιαιτερότητα του θεσμού της κατ’ ορόφους ιδιοκτησίας (ΑΠ 1841/1999, 668/1999, 329/1996 ο.π.).
Ακόμη, όμως, κι αν δεν υπάρχει ειδική συμφωνία μεταξύ όλων των συνιδιοκτητών, αναφορικά με τον τρόπο χρήσεων των διηρημένων ιδιοκτησιών και των αδιαίρετων μερών της οικοδομής, καθένας από τους οροφοκτήτες δικαιούται σε απόλυτη χρήση της ανεξάρτητης ιδιοκτησίας του και των κοινών μερών της οικοδομής, υπό τον όρο να μην βλάπτει τα δικαιώματα των λοιπών συνιδιοκτητών, να μη μεταβάλει το συνήθη προορισμό των κοινών και να μην παραβλάπτει τη χρήση των άλλων ιδιοκτητών και την ασφάλεια αυτών και του οικοδομήματος.
Ο περιορισμός αυτός δεν αφορά απλά και μόνον βλάβη του δικαιώματος συγχρήσεως από τους λοιπούς συνιδιοκτήτες των κοινών μερών, δηλαδή δεν διασφαλίζει μόνον την ίση και όμοια χρήση των κοινών, αλλά απαιτεί η χρήση αυτή να γίνεται με τέτοιο τρόπο, ώστε να μη βλάπτεται οποιοδήποτε άλλο δικαίωμα των λοιπών συνιδιοκτητών, το οποίο απορρέει από το δεσμό της οροφοκτησίας (ΑΠ 599/1995 ΕλΔ 37.138, ΑΠ 1117/1986 Νοβ 1987/895, ΕφΑθ 2162/2001 ΕλΔ 42.1415).
Έτσι, στην απρόσκοπτη χρήση της χωριστής κυριότητας των οροφοκτητών περιλαμβάνεται και το δικαίωμα εμφάνισης του κτηρίου κατά τρόπο που δεν προσκρούει στην αισθητική και αρχιτεκτονική κατασκευή του, ώστε οποιαδήποτε προσθήκη στην οικοδομή που παραβλάπτει την εμφάνιση αυτή, ως γενομένη πέραν της αρχιτεκτονικής κατασκευής, παραβλάπτει τη χρήση της ιδιοκτησίας κάθε οροφοκτήτη και είναι ανεπ ι τρεπτη κατα τις προπαρατεθε ίσες διατάξεις (ΑΠ 1349/1990 ΕλΔ 33.325, ΑΠ 419/1985 Νοβ 34.189, ΕφΑθ 1072/2001 ΕλΔ 42.955, ΕφΑθ 3472/1994 ΕΔΠ 1995/51, ΕφΑθ 1978/1993 ΕΔΠ 1994/176, ΕφΑθ 6838/1991 ΕλΔ 34.1502).
Εξάλλου, η αξίωση, με την οποία επιδιώκεται η άρση περιορισμών, που έχουν τεθεί με τον κανονισμό πολυκατοικίας, αποκρούεται ως καταχρηστική, όταν συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις.
Ειδικότερα, κατά την ορθή έννοια του άρθρου 281 ΑΚ, και η γι’ αυτήν την άρση αξίωση από συνιδιοκτήτη απαγορεύεται ως καταχρηστική, όταν η άσκησή της υπερβαίνει προφανώς τα όρια, που επιβάλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος (ΑΠ 599/1995 ΕλΔ 37.347, ΑΠ 121/1993 Νοβ 42.384, ΑΠ 273/1990 ΕΔΠ 1991/149, ΕφΑθ 2281/1997 ΕλΔ 38.1918).
Τέλος, στα πλαίσια του Κανονισμού Πολυκατοικίας, με τον οποίο ρυθμίζονται οι σχέσεις μεταξύ των συνιδιοκτητών, η αθέτηση αυτή καθ’ εαυτή του κανονισμού δεν συνιστά αδικοπραξία, υπό την έννοια του άρθρου 914 επ ΑΚ. Και ναι μεν η αθέτηση του κανονισμού αποτελεί παράνομη πράξη, οι έννομες συνέπειές της όμως ρυθμίζονται, όχι από τις διατάξεις περί αδικοπραξιών, αλλά από τις τοιούτες του Ν.3741/1929, καθώς και τις διατάξεις για τη μη εκπλήρωση της Συμβάσεως (άρθρα 335 επ. ΑΚ).
Μόνο δε στην περίπτωση που το ίδιο συμβάν συνιστά το “πραγματικό” ποσό της αθετήσεως του κανονισμού, όσο και της αδικοπραξίας, τότε η υπαίτιος ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη με την οποία παραβιάζεται ο κανονισμός της πολυκατοικίας, μπορεί, πέραν από τις αξιώσεις που απορρέουν από τον κανονισμό, να επιστηρίζει και αξιώσεις από αδικοπραξία, μεταξύ των οποίων και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, κατ’ άρθρ. 932 ΑΚ (βλ. σχετ. Γεωργιάδης-Σταθόπουλος ΑΚ τ.Δ’, 64.681, ΟΜΠ 967/1973 Νοβ 22.205, ΕφΠειρ 124/1980 Νοβ 28.862) . Συνίσταται δε η ηθική βλάβη και στην περίπτωση αυτή, στη μη αποτιμητή σε χρήμα ζημία που υφίσταται το πρόσωπο από την προσβολή σε προστατευόμενα από το νόμο έννομα αγαθά του.
Κατά κανόνα, η ηθική βλάβη προκαλείται από την προσβολή μη περιουσιακών αγαθών (ζωή, σωματική ακεραιότητα, ελευθερία, τιμή), δεν αποκλείεται όμως να προκαλείται και από την προσβολή περιουσιακών αγαθών, όπως π.χ. η κυριότητα ή συγκυριότητα (ΟΜΠ 444/1964 Νοβ 12.1075, ΑΠ 335/1965 Νοβ 14.228, Γεωργιάδης – Σταθόπουλος ΑΚ IV σελ.814, Κρητικός, Αποζημίωση Εκδ.1998, αρ.931 σελ.325). Ουσιαστική προϋπόθεση για την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης είναι η απόδειξη ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση το ενδιαφερόμενο πρόσωπο υπέστη πράγματι τέτοια, η οποία μπορεί να προέρχεται και από την καταστροφή ή φθορά πράγματος (Γεωργιάδης – Σταθόπουλος ο.π. σελ.816, Κρητικός, ο. π. αρ.936, ΕφΑΘ 658/1975 Νοβ 23.508).
Για τον καθορισμό του ύψους της ηθικής βλάβης το δικαστήριο κρίνει το επιδικαστέο ποσό τΓ1ζ χρη,ματ ικής ικανοποίησης κατά τις αρχές της εύλογης αποζημίωσης (άρθρο 932 παρ.1 ΑΚ) , λαμβάνοντας ως κριτήρια για τον καθορισμό αυτό, μεταξύ άλλων, το είδος της προσβολής, την έκταση της βλάβης, τις συνθήκες τελέσεως της αδικοπραξίας, την βαρύτητα του πταίσματος και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος (ΕφΑΘ 1933/2003 ΕΔΠΟΛ 2003.53, Νοβ 2003.1041).
Στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινόμενη αγωγή, οι ενάγοντες εκθέτουν ότι με το υπ’ αριθμ. 5321/1998 συμβόλαιο διανομής προ πάσης ανέγερσης και σύστασης οροφοκτησίας της άλλοτε συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης, Μαρίας Χατζησιαφαρίκα-Μάγκου που νόμιμα μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του οικείου Υποθηκοφυλακείου Θεσσαλονίκης, οι ίδιοι και ο εναγόμενος τυγχάνουν ιδιοκτήτες ομόρων διαμερισμάτων του 7ου ορόφου της κειμένης επί της οδού Αριστοτέλους αρ.21 κειμένης οικοδομής η οποία έχει υπαχθεί νομίμως στις διατάξεις του ν.3741/1929 και των άρθρων 1002 και 1117 του ΑΚ και επί της οποίας υφίσταται κανονισμός νομίμως μεταγραφείς που ρυθμίζει τις σχέσεις των συνιδιοκτητών της.
Επικαλούμενοι δε την λεπτομερώς εκτιθέμενη, κατά είδος, έκταση και ειδικότερο αποτέλεσμα, αντισυμβατική του ανωτέρω υφιστάμενου Κανονισμού συμπεριφορά του εναγομένου, επιζητούν να υποχρεωθεί ο τελευταίος να απομακρύνει την επί του διαχωριστικού των εξωστών τους κατασκευή από μεταλλικές δοκούς, η οποία έγινε παράνομα, διότι αλλοιώνει την εξωτερική εμφάνιση της οικοδομής και σε περίπτωση αρνήσεώς του να επιτραπεί στους ενάγοντες να αφαιρέσουν την κατασκευή αυτή με δαπάνες του εναγομένου, αναγκαστικά συμμορφούμενος με έμμεση εκτέλεση στο περιεχόμενο της αποκαταστατικής των πραγμάτων αποφάσεως που θα εκδοθεί, με απειλή προσωπικής κράτησης και χρηματικής απειλής για κάθε παράβαση διάταξης της παρούσας, να υποχρεωθεί να τους καταβάλεΐ:
α) το ποσό των 500 ευρώ ως αποκατάσταση δαπάνης μαρμάρινου περβαζιού,
β) το ποσό των 5.000 ευρώ στον καθένα εξ αυτών ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που υπέστησαν από την ως άνω ενέργεια του εναγομένου όπως ειδικότερα εκτίθεται στην αγωγή, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινώς εκτελεστή και τέλος να καταδικασθεί ο εναγόμενος στα δικαστικά τους έξοδα.
Με βάση την προεκτιθέμενη αγωγική ιστορική θέση και ειδικότερα τα με πληρότητα και σαφήνεια συγκροτούντα αυτή πραγματικά περιστατικά τα οποία οπωσδήποτε θεμελιώνουν το υποβαλλόμενο αίτημα, η αγωγή παραδεκτά εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρ. 17 παρ.2, 29 παρ.1 ΚΠολΔ) κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 647 επ. ΚΠολΔ και βρίσκει νομοθετική εκδήλωση στις διαλαμβανόμενες στη μείζονα σκέψη διατάξεις καθώς και σε εκείνες των άρθρων 907, 908, 945 παρ. 1, 946 παρ. 1 και 176 του ΚΠολΔ.
Κατ’ ακολουθίαν, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, εφόσον για το επιτρεπτώς σωρευόμενο αίτημα έχει καταβληθεί το ανάλογο δικαστικό ένσημο (βλ. τα υπ’ αριθμ. 219041 και 259231 αγωγόσημα με τα επικολληθέντα υπέρ ΤΝ ένσημα).
Από τις ένορκες στο ακροατήριο καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά, εκτιμώμενες ανάλογα με την αξιοπιστία και τη γνώση των πραγμάτων που ο καθένας τους εμφανίζει, την υπ’ αρ. 1280/9-6- 2006 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Κωνσταντίνος Καλογιάννη, η οποία λήφθηκε μετά από νομότυπη προφορική κλήτευση των εναγόντων, η οποία έγινε στο ακροατήριο του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης κατά τη δικάσιμο της 7-6-2006 (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), από τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι χρήσιμα και για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΚΠολΔ 336 παρ.3), μεταξύ των οποίων και φωτογραφικές αναπαραστάσεις, σύγχρονες σε κάθε περίπτωση των αποδεικτέων κρίσιμων γεγονότων και από την εν γένει διαδικασία, ως εκ της επιβαλλόμενης εν μέρει ελεύθερης απόδειξης (ΚΠολΔ 650), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Επί της αναφερόμενης την αγωγή πολυκατοικίας κείμενης στην Θεσσαλονίκη και επί της οδού, έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία με το υπ’ αριθμ. 5321/14-4-19 98 συμβόλαιο διανομής προ πάσης ανεγέρσεως και σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Μαρίας Χατζησιαφαρίκα-Μάγκου, που νόμιμα μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Θεσσαλονίκης στον τόμο 1948 υπ’ αύξοντα αριθμό 489, τόσο ως διανομή όσο και ως σύσταση οροφοκτησίας (βλ. την από 2-6-06 βεβαίωση της Δ/ντριας του Υποθηκοφυλακείου Θεσσαλονίκης, Φανής Ζιάνου).
Στο συμβόλαιο αυτό περιέχεται και ο Κανονισμός των σχέσεων μεταξύ των συνιδιοκτητών της πολυκατοικίας ο οποίος έχει νόμιμα μεταγραφεί (βλ. την ίδια ως άνω βεβαίωση).
Η παραπάνω πράξη τροποποιήθηκε με τις υπ’ αριθμ. 5503/1999 και 5 733/1-10-1999 πράξεις των συμβολαιογράφων Θεσσαλονίκης, Μ. Χατζησιαφαρίκα και Μαίρης συζ. Γ. Αθανασιάδου, αντίστοιχα, που μεταγράφηκαν νόμιμα.
Οι διάδικοι όπως εκατέρωθεν συνομολογείται, προκύπτει όμως και από τα προσκομιζόμενα έγγραφα, είναι κύριοι αυτοτελών οριζοντίων ιδιοκτησιών (διαμερισμάτων) της ανωτέρω πολυκατοικίας.
Ειδικότερα: Δυνάμει του υπ’ αρ. 6074/24-1-2000 συμβολαίου πώλησης της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης, Μαίρης συζ. Γ. Αθανασιάδου που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Θεσσαλονίκης, οι ενάγοντες είναι συγκύριοι κατά ποσοστό Vi εξ αδιαιρέτου έκαστος ενός διαμερίσματος του 7ου ορόφου της ανωτέρω πολυκατοικίας με το χαρακτηριστικό στοιχείο Δ 2 και συγκεκριμένα το ευρισκόμενο δεξιά για τον προσβλέποντα την οικοδομή από την οδό Αριστοτέλους, εμβαδού μικτού 148,76 τ.μ. και καθαρού 121,88 τ.μ. επί του οποίου αναλογεί ποσοστό συγκυριότητας εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου και των λοιπών κοινοκτήτων και κοινοχρήστων χώρων, μερών και εγκαταστάσεων της οικοδομής 52,74 τοις χιλίοις, ενώ ο εναγόμενος είναι κύριος ενός διαμερίσματος του ιδίου ορόφου της ως άνω οικοδομής με αριθμό ΔΙ και συγκεκριμένα το ευρισκόμενο αριστερά για τον προσβλέποντα αυτήν (οικοδομή) από την οδό Αριστοτέλους, εμβαδού μικτού 200,36 τ.μ. και καθαρού 164,16 τ.μ. επί του οποίου αναλογεί ποσοστό συγκυριότητας εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου 72,94 τοις χιλίοις, περιήλθε δε σ’ αυτόν δυνάμει του υπ’ αρ. 9584/28-12-2000 συμβολαίου πώλησης της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Σοφίας Ιορδανίδου, που νόμιμα μεταγράφηκε.
Οι ανωτέρω ιδιοκτήτες με τους τίτλους κτήσης των ιδιοκτησιών τους προσχώρησαν ρητά στις διατάξεις και τους όρους της προαναφερόμενης πράξης σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας και κανονισμού πολυκατοικίας με την οποία έχει υπαχθεί η πολυκατοικία αυτή στο καθεστώς της οροφοκτησίας όπως αυτή τροποποιήθηκε.
Σύμφωνα με τον παραπάνω κανονισμό, κοινόκτητοι και κοινόχρηστοι χώροι θεωρούνται οι εξώτοιχοι και μεσότοιχοι, είτε είναι εξωτερικοί είτε χωρίζουν τις διάφορες οριζόντιες ιδιοκτησίες μεταξύ τους, οι διακοσμήσεις των προσόψεων, τα στηθαία με τα κιγκλιδώματά τους, ο χώρος των ηλεκτρικών γνωμόνων, η κύρια είσοδος, το χωλ της κυρίας εισόδου, το κλιμακοστάσιο με τα πλατύσκαλα κ.α., ενώ στα παραπάνω κοινά μέρη καμία μετατροπή, αφαίρεση ή προσθήκη επιτρέπεται, παρά μόνο μετά από ομόφωνη απόφαση των συνιδιοκτητών, ειδικότερα δε, απαγορεύεται αυστηρά η μετατροπή της πρόσοψης του κτιρίου και γενικά των αρχιτεκτονικών του στοιχείων.
Κατά το άρθρο 1° από το κεφάλαιο ΧΡΕΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗ του κανονισμού, ο κύριος κάθε αυτοτελούς και διηρημένης ιδιοκτησίας έχει απόλυτο δικαίωμα κυριότητας, μεταβίβασης, υποθήκευσης, κληροδότησης, απαλλοτρίωσης, εκμετάλλευσης και χρήσης της ιδίας αυτού διηρημένης ιδιοκτησίας με τον όρο να μην θίγονται και παρενοχλούνται τα συνολικά και ίδια δικαιώματα των λοιπών συνιδιοκτητών και να μην τίθεται σε κίνδυνο η ασφάλεια, σταθερότητα, ευπρέπεια και υγιεινή του κτιρίου και των ο’ αυτό οικούντων, μπορεί δε να χρησιμοποιήσει την ιδιοκτησία του όπως θέλει, είτε ο ίδιος είτε ως εκμισθωτής ή παραχωρώντας καθ’ οιονδήποτε τρόπο τΐ\ ΧΡήσΓ1 τΓ1ζ/ ενώ σύμφωνα με το άρθρο 5° εδ.δ’ του ιδίου κεφαλαίου, απαγορεύεται το άνοιγμα οπών στους εξωτερικούς τοίχους των προσόψεων, η αλλαγή χρώματος των γενικών εξωτερικών τοίχων κάθε διαμερίσματος, όπως επίσης του εξωτερικού χρωματισμού των παραθύρων, θυρών εισόδου, καθώς και των εξωτερικών διακοσμήσεων και γενικά της εξωτερικής εμφάνισης των κοινοχρήστων χώρων, εκτός των προσόψεων των ισογείων καταστημάτων.
Αποδεικνύεται περαιτέρω ότι ο εναγόμενος, ιδιοκτήτης του παραπάνω διαμερίσματος, την 16- 4-2006 ημέρα Κυριακή, χωρίς καμία ενημέρωση του διαχειριστή της ως άνω πολυκατοικίας ή άλλου συνιδιοκτήτη, προέβη στην κατασκευή σταθερού διαχωριστικού πετάσματος αποτελούμενο από ανοξείδωτο σκελετό και αδιαφανή υαλοστάσια εμβαδού 2,50 Χ 2,30 = 5,75 τ.μ. χρώματος γαλαζοπράσινου, στον εξώστη του 7ου ορόφου, στηρίζοντας τις μεταλλικές κατασκευές επί του διαχωριστικού των εξωστών των διαδίκων τοιχίου, με τα αρχιτεκτονικά και κατασκευαστικά σχέδια είναι κενό, για την καλύτερη αισθητική της οικοδομής και κυρίως θέα προς τη θάλασσα από το διαμέρισμα των εναγόντων και την Άνω Πόλη από το διαμέρισμα του εναγομένου.
Η άνω κατασκευή του εναγομένου η οποία τροποποιεί την αρχιτεκτονική μελέτη ρητώς απαγορεύεται από τις προπαρετεθείσες διατάξεις του Κανονισμού της πολυκατοικίας οι οποίες απαγορεύουν απολύτως κάθε προσθήκη ή μεταβολή των εξωτερικών τμημάτων των διαμερισμάτων εφόσον είναι ορατή, αλλοιώνει εμφανέστατα την αισθητική και αρχιτεκτονική ομοιομορφία της πολυκατοικίας, ώστε να χάνεται η καλαισθησία της, λαμβανομένου υπ’ όψιν και του ότι με το υπ’ αρ. 734/28-11- 1983 ΦΕΚ Δ’, η περιοχή όπου βρίσκεται, έχει χαρακτηριστεί διατηρητέα.
Όπως προκύπτει δε από την από 17-5-2006 έκθεση αυτοψίας αυθαιρέτου, την οποία δι ενήργησαν οι υπάλληλοι του τμήματος ελέγχου κατασκευών της Δ/νσης Πολεοδομίας Θεσσαλονίκης, Δανάη Βυζοβίτη και Νεκτάριος Οικονόμου, επεβλήθη στον εναγόμενο πρόστιμο ανέγερσης ύψους 670,80 ευρώ και διατήρησης 335,40 ευρώ λόγω αυθαίρετης κατασκευής.
Ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι η άσκηση του δικαιώματος για την αφαίρεση του διαχωριστικού είναι καταχρηστική και πρέπει να απαγορευθεί κατά το άρθρο 281 ΑΚ και να απορριφθεί η αγωγή ως προς αυτό διότι
α) σε όλα τα οικοδομικά τετράγωνα πλησίον της επίδικης οικοδομής οι εξώστες των όμορων διαμερισμάτων έχουν στο κοινό όριό τους ικανού ύψους διαχωριστικά τοιχία και
β) ο σκοπός για τον οποίο οι ενάγοντες θέλουν να παραμείνει μόνον ένα μικρό διαχωριστικό τοιχίο ως κοινό όριο των δύο εξωστών συνίσταται στην παραβίαση του οικιακού του ασύλου, που με αδιάκριτες ενέργειές τους παραβιάζουν.
Εκ των παραπάνω, όσον αφορά το υπό στοιχ.
α) και αληθές υποτιθέμενο, δεν συνιστά την επικαλούμενη κατάχρηση, κατά την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ, όσον αφορά δε το υπό στοιχ.
β) κατά την διατύπωση αυτού τυγχάνει απαράδεκτο και απορριπτέο, εφόσον για το ορισμένο του ουδόλως θεμελιώνεται επί συγκεκριμένων περιστατικών και επομένως η σχετική ένσταση πρέπει να απορριφθεί.
Πέραν όμως του ότι η ως άνω ενέργεια του εναγομένου, κατά τα προεκτεθέντα, συνιστά κατάφωρη παραβίαση των προπαρατεθεισών όρων του Κανονισμού της πολυκατοικίας, παραβλάπτει τα δικαιώματα των λοιπών συνιδιοκτητών της πολυκατοικίας, αφού αλλοιώνεται η εν γένει αισθητική και αρχιτεκτονική εμφάνιση της πολυκατοικίας.
Περαιτέρω, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στην αρχή της παρούσας σκέψης, εφόσον η προαναφερόμενη ενέργεια του εναγόμενου παραβλάπτει τα δικαιώματα των εναγόντων-συνιδιοκτητών, ανεξάρτητα από την αθέτηση του Κανονισμού της πολυκατοικίας εκ μέρους του εναγομένου, συνεπεία των παραπάνω ενεργειών του, οι τελευταίες συνιστούν και παράνομες πράξεις, ως αντικείμενες στις προπαρατεθείσες διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 3 παρ. 1 και 2, 5 παρ. 1 εδ.α’ του ν.3741/1929 και των άρθρων 1002 και 1117 του ΑΚ.
Ο εναγόμενος δε μολονότι γνώριζε το παράνομο και ανεπίτρεπτο των άνω ενεργειών του, εν τούτοις παραβιάζοντας τις δυσμενείς συνέπειες που θα είχε αυτό για τους ενάγοντες, προέβη από πρόθεση στην παραπάνω ενέργεια, με αποτέλεσμα να βλάψει, κατά τα ανωτέρω, τους ενάγοντες συνιδιοκτήτες, σε τρόπο ώστε, πέραν από την αθέτηση εκ μέρους του του κανονισμού της πολυκατοικίας, συνεπεία της ιδίας ως άνω πράξεως, να υφίσταται και αδικοπραξία (άρθρο 914 ΑΚ) εις βάρος των εναγόντων συνιδιοκτητών της πολυκατοικίας και να δικαιούνται οι τελευταίοι να αξιώσουν, πέραν των αξιώσεων που απορρέουν από τον κανονισμό της πολυκατοικίας και αξιώσεις από αδικοπραξία, μεταξύ των οποίων και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (άρθρο 932 ΑΚ).
Όπως δε προκύπτει από τα προανεφερόμενα αποδεικτικά στοιχεία η παραπάνω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγομένου, προκάλεσε στους ενάγοντες συνιδιοκτήτες, έντονη δυσαρέσκεια, αγανάκτηση, θλίψη και στενοχώρια. Τούτο δε διότι, αλλοιώθηκε εμφανέστατα η ομοιομορφία και η αρχιτεκτονική αισθητική της πολυκατοικίας, εξαιτίας της παραπάνω κατασκευής, με επακόλουθο τη μείωση της εμπορικής αξίας του διαμερίσματος των εναγόντων η οποία είναι ιδιαίτερα μεγάλη.
Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι οι ενάγοντες υπέστησαν ηθική βλάβη. Λαμβάνοντας δε υπόψη τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, που περιγράφονται πιο πάνω, το είδος και την έκταση της προσβολής που υπέστησαν οι άνω ενάγοντες, τη βαρύτητα του πταίσματος του εναγομένου και την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων μερών, το Δικαστήριο κρίνει, ότι πρέπει να επιδικασθεί σε καθένα ενάγοντα, ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση, λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη, το ποσό των 1.000 ευρώ.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν, απορριπτομένου του κονδυλίου περί δαπάνης αποκατάστασης μαρμάρινου περβαζιού ως αναπόδεικτου, και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να προβεί σε αποκαταστατικές της κατασκευής του ενέργειες, σύμφωνα με τα όσα ειδικότερα και ως προς το επιτρεπόμενο μέσο αναπληρωματικής αναγκαστικής εκτέλεσης, στο διατακτικό εκτίθενται. Η απόφαση πρέπει να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή προκειμένου να αποκατασταθεί το ταχύτερο δυνατόν η ομαλή, με συνείδηση δικαίου εξέλιξη των σχέσεων των συνιδιοκτητών.
Η δικαστική δαπάνη των εναγόντων πρέπει να επιβληθεί σε βάρος του εναγομένου (άρθρ. 176 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή εν μέρει.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον εναγόμενο
Α) να καθαιρέσει από τον εξώστη του 7ου ορόφου της κειμένης επί της οδού στην Θεσσαλονίκη οικοδομής, την κατασκευή σταθερού διαχωριστικού πετάσματος αποτελούμενο από ανοξείδωτο σκελετό και αδιαφανή υαλοστάσια εμβαδού 2,50 Χ 2,30 = 5,75 τ.μ.,
Β) Να επιτραπεί στους ενάγοντες η εκτέλεση της ανωτέρω πράξης, με δαπάνες του εναγομένου, σε περίπτωση που ο τελευταίος δεν εκπληρώσει αυτήν.
Γ) Να απειληθεί σε βάρος του εναγομένου χρηματική ποινή 2 00 ευρώ και προσωπική κράτηση, διάρκειας ενός μηνός, για κάθε μελλοντική παράβαση της απόφασης,
Δ) Να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει σε καθένα των εναγόντων το ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη επίδοσης της αγωγής.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ την παρούσα προσωρινώς εκτελεστή.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον εναγόμενο στα δικαστικά έξοδα των εναγόντων τα οποία ορίζει σε τριακόσια πενήντα (350) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριο του, στη Θεσσαλονίκη, στις 15 Φεβρουαρίου 2007.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ