Ιατρική Αμέλεια.Αποζημίωση ηθικής βλάβης και εξόδων δεύτερης χειρουργικής επέμβασης.

Ιατρική Αμέλεια. Αποζημίωση για έξοδα νέας χειρουργικής επέμβασης. Ηθική βλάβη

Αριθμός απόφασης 12834 /2015
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ελισάβετ Μελά, Πρωτοδίκη, που ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου, και από τη Γραμματέα Ελένη Κουρτίδου.

Μον.Πρωτ.Θες/νικης 12834/2015

Αριθμός απόφασης 12834 /2015
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ελισάβετ Μελά, Πρωτοδίκη, που ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου, και από τη Γραμματέα Ελένη Κουρτίδου.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια, στο ακροατήριό του, στις 11-05-2015, για να δικάσει τις αγωγές με αριθμούς κατάθεσης …/2014 και …/2013 και με αντικείμενο ενοχικό, μεταξύ:

Α) ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ : …, κατοίκου Θεσσαλονίκης, ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου του ….,
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ : …., κατοίκου Καλαμαριάς Θεσσαλονίκης, η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου της Δημητρίου Τσαγκαλίδη (Α.Μ. Δ.Σ.Θ. 2176).

Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 28-01-2014 με αριθμό κατάθεσης …./04-02-2014 αγωγή του, η οποία αρχικά προσδιορίστηκε για να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 29ης_10-2014, κατά την οποία, όμως, αναβλήθηκε για τη δημόσια συνεδρίαση αυτού του Δικαστηρίου που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης και εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο.

Β) ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ : …., κατοίκου Καλαμαριάς Θεσσαλονίκης, η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου της Δημητρίου Τσαγκαλίδη (Α.Μ. Δ.Σ.Θ. 2176) και
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ : 1) …., κατοίκου Θεσσαλονίκης, 2) Ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «….», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, 01 οποίοι παραστάθηκαν ο μεν πρώτος μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου του …, συμπαριστάμενης της , η δε δεύτερη διά των πληρεξούσιων δικηγόρων ….

Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 02-10-2013 με αριθμό κατάθεσης …./04-10-2013 αγωγή της, η οποία αρχικά προσδιορίστηκε για να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της …., κατά την οποία, όμως, αναβλήθηκε για τη δημόσια συνεδρίαση αυτού του Δικαστηρίου που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης και εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο.

ΚΑΤΑ τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν αφενός να συνεκφωνηθούν και να συνεκδικαστούν οι ανωτέρω υποθέσεις, αφετέρου, δε, να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 57 § 1 ΑΚ, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του, έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον, κατά δε την § 3 του ίδιου άρθρου, αξίωση αποζημίωσης σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες δεν αποκλείεται. Εξάλλου προσβολή της προσωπικότητας κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης υπάρχει σε κάθε περίπτωση μειωτικής επέμβασης στη σφαίρα αυτής από τρίτο, δηλαδή σε οποιοδήποτε από τα αγαθά που συνθέτουν την προσωπικότητα του άλλου, που συνιστούν συντελεστές, προσδιοριστικά στοιχεία της ταυτότητας του ανθρώπου με την οποία διαταράσσεται η κατάσταση σε μια ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής ή ψυχικής πνευματικής και κοινωνικής προσωπικότητας του βλαπτόμενοu κατά το χρονικό σημείο της προσβολής.

Η προσβολή είναι παράνομη όταν η επέμβαση στην προσωπικότητα του άλλου δεν είναι επιτρεπτή από το δίκαιο ή γίνεται σε ενάσκηση δικαιώματος, το οποίο όμως είναι από άποψη έννομης τάξης, μικρότερης σπουδαιότητας, είτε ασκείται καταχρηστικά. Ενόψει της σύγκρουσης των προστατευομένων αγαθών προς τα προστατευόμενα αγαθά της προσωπικότητας των άλλων ή προς το συμφέρον της ολότητας, θα πρέπει να αξιολογούνται και να σταθμίζονται στη συγκεκριμένη περίπτωση τα συγκρινόμενα έννομα αγαθά και συμφέροντα για την διακρίβωση της ύπαρξης προσβολής του δικαιώματος επί της προσωπικότητας και ο παράνομος χαρακτήρας της.

Για την προστασία της προσωπικότητας δεν απαιτείται η ύπαρξη πταίσματος (δόλου ή αμέλειας) αυτού που προσβάλει. Απαιτείται, όμως, για την αξίωση αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, αφού το άρθρ. 57 § 2 παραπέμπει στις διατάξεις περί αδικοπραξιών (914 επ. ΑΚ). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 362 § 1 ΠΚ, όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλο γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του τιμωρείται κ.λπ., ενώ κατ’ άρθρ. 363 § 1 ΠΚ, αν στη περίπτωση του 362, το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές τιμωρείται κ.λπ.

Ως γεγονός κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, θεωρείται κάθε πράξη και παράλειψη και γενικότερα κάθε συγκεκριμένο συμβάν του εξωτερικού κόσμου, παρελθόν ή παρόν, που υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό απόδειξης, αλλά και κάθε συμπεριφορά ή συγκεκριμένη σχέση, αναφερόμενη στο παρελθόν ή το παρόν που υποπίπτει στις αισθήσεις, αντικείμενη στην ηθική και την ευπρέπεια, η οποία ανακοινούμενη σε τρίτον μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου.

Ως γεγονός νοείται και η έκφραση γνώμης ή αξιολογικής κρίσης, καθώς και ο χαρακτηρισμός, όταν με την έκφραση συνδέεται και σχετίζεται το γεγονός, ώστε με την σύνδεση και τη σχέση τους, με αυτό ουσιαστικά να προσδιορίζουν την έκταση της ποσοτικής και ποιοτικής βαρύτητάς του. Το τελευταίο αυτό δεν συμβαίνει, όταν οι χαρακτηρισμοί εκφράζονται αυτοτελώς και ασχέτως με τέτοιο «γεγονός». Απλές μόνο κρίσεις ή γνώμες που εκφράζει κάποιος χωρίς να αναφέρει συγκεκριμένα γεγονότα δεν αρκούν προς ύπαρξη δυσφήμησης.

Το γεγονός σύμφωνα με την έννοια των παραπάνω διατάξεων πρέπει να είναι πρόσφορο, για να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του άλλου. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 367 § 1 περ. α-δ’ ΠΚ, που έχει εφαρμογή -για την ενότητα της έννομης τάξης- και στο ιδιωτικό δίκαιο συνάγεται ότι το άδικο των προβλεπόμενων στα άρθρα 361 επ. του ίδιου Κώδικα πράξεων αίρεται, μεταξύ άλλων περιπτώσεων που προβλέπονται στο άρθρο αυτό, όταν πρόκειται για εκδηλώσεις που γίνονται προς εκτέλεση νόμιμων καθηκόντων, την άσκηση νόμιμης εξουσίας ή τη διαφύλαξη (προστασία) δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον ή σε ανάλογες περιπτώσεις, υπό την απαραίτητη πάντως προϋπόθεση ότι η εκδήλωση αυτή, στην συγκεκριμένη περίπτωση, αποτελεί το επιβαλλόμενο, κατ’ αντικειμενική κρίση, αναγκαίο μέτρο για την εκτέλεση του καθήκοντος ή τη διαφύλαξη του δικαιώματος ή την ικανοποίηση του δικαιολογημένου ενδιαφέροντος, χωρίς τη χρήση του οποίου δεν θα ήταν δυνατή η πραγματοποίηση τους με άλλο τρόπο και ότι από τον τρόπο της εκδήλωσης ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέστηκε δεν προκύπτει σκοπός εξύβρισης.

Επομένως, αιρουμένου του άδικου χαρακτήρα των προαναφερθεισών πράξεων (με την επιφύλαξη του άρθρου 367 § 2 ΠΚ), αποκλείεται και το στοιχείο του παρανόμου της επιζήμιας συμπεριφοράς ως όρου της αντίστοιχης αδικοπραξίας του αστικού δικαίου.

Έτσι, η προβολή περίπτωσης του άρθρου 367 § 1 αποτελεί αυτοτελή ισχυρισμό καταλυτικό της αγωγής του προσβληθέντος προσώπου (ένσταση) λόγω άρσης του παρανόμου της προσβολής.

Όμως, παραμένει η ποινική ευθύνη των κατά νόμο υπευθύνων, άρα και η υποχρέωση τους προς αποζημίωση κατά το αστικό δίκαιο, όταν συντρέχει μια από τις περιπτώσεις του άρθρου 367 § 2 ΠΚ, δηλαδή όταν οι επίμαχες κρίσεις περιέχουν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης των άρθρων 362-363 ΠΚ ή όταν από τον τρόπο εκδήλωσης, ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη, προκύπτει σκοπός εξύβρισης, δηλαδή πρόθεση που κατευθύνεται ειδικώς σε προσβολή της τιμής άλλου, με αμφισβήτηση της ηθικής ή κοινωνικής αξίας του προσώπου του ή με ονειδισμό, καταφρόνηση ή περιφρόνηση αυτού.

Ειδικός σκοπός εξύβρισης κατά την πιο πάνω έννοια συντρέχει, όταν ο τρόπος εκδήλωσης της προσβλητικής συμπεριφοράς δεν ήταν αντικειμενικά αναγκαίος για την απόδοση της σκέψης εκείνου που φέρεται ότι ενεργεί από δικαιολογημένο ενδιαφέρον, αλλά χρησιμοποιήθηκε για να προσβάλει την τιμή του άλλου (βλ. σχετικά ΕΑ 7451 / 2006 ΔΕΕ 2007 σελ. 578, ΕφΔωδ 146/2006 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», ΕΑ 4351/2002 ΕλλΔνη 2003 σελ. 200, ΕΑ 1688/1998 ΕλλΔνη 1998 σελ. 667, ΑΠ 1147/1998 ΝοΒ 1999 σελ. 112).

Στην προκειμένη περίπτωση, με την αγωγή του ο ενάγων, με την υπό στοιχείο Α αγωγή του, εκθέτει ότι είναι ιατρός- χειρουργός, υποστράτηγος ε.α. του Υγειονομικού Σώματος του Ελληνικού Στρατού και πρώην διευθυντής του 424 ΓΣΝΕ.

Ότι τον Μάιο του 2010 η εναγομένη απευθύνθηκε σε αυτόν διότι είχε επανειλημμένη αιμορραγία κατά την αφόδευση, ότι ο ενάγων την εξέτασε και διαπίστωσε την ύπαρξη αιμορροϊδων και της πρότεινε την χειρουργική αντιμετώπισή τους.

Ότι η εγχείριση έλαβε χώρα στην κλινική «….» την 1η-06-2010 και ήταν επιτυχής, ενώ κατά τη διάρκειά της, διαπίστωσε ότι μία δερματική περιοχή του πρωκτού έφερε μελαγχρωματικές κηλίδες και ότι από ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ασθενή, αφήρεσε αυτή την πτυχή και την έστειλε για βιοψία, η οποία δεν έδειξε στοιχεία κακοήθειας.

Ότι ο ενάγων παρακολούθησε την μετεγχειρητική πορεία της εναγομένης, καθώς η τελευταία τον επισκέπτονταν μία φορά την εβδομάδα, ώσπου την 5η-08-2010 η εναγομένη προσήλθε στο ιατρείο του παραπονούμενη για συνεχιζόμενη αιμορραγία κατά την κένωση και για κάποια αιμορροίδα, όπως την αποκαλούσε εκείνη, την οποία ψηλαφούσε.

Ότι ο ενάγων την εξέτασε (δακτυλικά) και της κατέδειξε ότι δεν υπήρχε αιμορραγία και της εξήγησε ότι εάν υπάρχουν σταγόνες αίματος κατά την κένωση, αυτές προέρχονται από το ράμμα ή τα ράμματα που πέφτουν και αφήνουν μια μικρή πληγή και ότι αυτό που αποκαλούσε εκείνη αιμορροίδα ήταν ένας μικρός δερματικός κρημνός που αφέθηκε από τον ενάγοντα εξαιτίας της αφαίρεσης των μελαγχρωματικών κηλίδων, ενώ της επανέλαβε ότι μετά την πλήρη επούλωσή της, θα της το αφαιρούσε με τοπική αναισθησία, χωρίς οικονομική επιβάρυνσή της. Ότι για τη συντομότερη επούλωση της πρότεινε τη χρησιμοποίηση μιας ειδικής αλοιφής.

Ότι την βη-08-2010 τον ενημέρωσε εκ νέου ότι αιμορραγούσε και ότι την 9η-08-2010 είχε προγραμματίσει την εξέτασή της από γαστρεντερολόγο. Ότι της ζήτησε να τον ενημερώσει για το αποτέλεσμα της εξέτασης, αλλά ότι η εναγομένη δεν ήρθε ξανά σε επαφή μαζί του μέχρι τέλος Αυγούστου 201 Ο, όταν του απηύθυνε συστημένες επιστολές με εκβιαστικό και δυσφημιστικό περιεχόμενο σε βάρος του, ενώ με την από 28-09-201

Ο εξώδικη δήλωσή της του ζητούσε την καταβολή του ποσού των 2.905 ευρώ. Ότι ο ενάγων αρνήθηκε και αντέκρουσε τα επιχειρήματά της. Ότι την …. του επιδόθηκε η με αριθμό κατάθεσης … /2011 αγωγή της εναγομένης, το περιεχόμενο της οποίας ήταν ψευδές και συκοφαντικό για τον ενάγοντα, με αποτέλεσμα ο ενάγων να αναγκαστεί να υποβάλει την 05-07-2011 έγκλησή του σε βάρος της για το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης.

Ότι η εναγομένη υπέβαλε την από 15-09-2011 έγκλησή της σε βάρος του για το αδίκημα της απάτης, με αποτέλεσμα ο ενάγων να ασκήσει σε βάρος της την με αριθμό κατάθεσης …./2013 αγωγή του, με την οποία διεκδικεί το ποσό των 10.000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από την προσβλητική συμπεριφορά της εναγομένης.

Ότι η εναγομένη την 10η -10-2013 του επέδωσε την υπό στοιχείο Β αγωγή της, με την οποία παραιτήθηκε από την με αριθμό κατάθεσης …/2011 αγωγή της και με την οποία ζητεί όσα αναφέρονται κατωτέρω (υπό στοιχείο Β αγωγή). Ότι η εναγομένη με την υπό στοιχείο Β αγωγής της ισχυρίζεται ψευδή και συκοφαντικά γεγονότα σε βάρος του, τα οποία έγιναν γνωστά σε τρίτους και θίγουν την προσωπικότητά του, όπως αναλυτικά εκθέτει στην αγωγή του.

Με βάση αυτό το ιστορικό, ο ενάγων, ζητεί να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει το ποσό των 50.000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που έχει υποστεί από την αδικοπρακτική της συμπεριφορά, ποσό το οποίο ζητεί μειωμένο κατά το ποσό των 40 ευρώ, το οποίο προτίθεται να διεκδικήσει από την εναγομένη ενώπιον των αρμόδιων ποινικών δικαστηρίων, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικάστεί στα δικαστικά του έξοδα.

Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η αγωγή εισάγεται αρμόδια (άρθρα 14 και 22 ΚΠολΔ) και παραδεκτά σε αυτό. το Δικαστήριο για να συζητηθεί σύμφωνα με τις διατάξεις της τακτικής διαδικασίας (άρθρα 233 επ. ΚΠολΔ) και είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 299, 914 επ., 932, 346 ΑΚ, 176 επ., 907 και 908 ΚΠολΔ.

Επομένως, δεδομένου ότι έχει καταβληθεί το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες προσαυξήσεις υπέρ Τ.Ν. /ΕΤΑΑ και ΕΤΑΑ (Τομέας Υγείας Δικηγόρων) [βλ. το με αριθμό …/29-10-2014 διπλότυπο είσπραξης της Α’ΔΟΥ Θεσσαλονίκης, τη με αριθμό …/29-10-2014 απόδειξη είσπραξης της ΕΤΕ υπέρ ΕΤΑΑ Τομέας Υγείας Δικηγόρων Θεσσαλονίκης και το με αριθμό 2370417/29-10-2014 γραμμάτιο είσπραξης της ΕΤΕ υπέρ ΕΤΑΑ – ΤΑΝ], η αγωγή πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω στην ουσία της.

Η εναγόμενη απαντώντας παραδεκτά στην αγωγή κατ’ άρθρο 261 ΚΠολΔ, την αρνήθηκε με τις προτάσεις της στο σύνολό της και ζήτησε, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου των προτάσεών της και όσων προφορικά εξέθεσε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της, την αναβολή της συζήτησης της υπόθεσης κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της κρινόμενης υπό στοιχείο Β αγωγής της, β) κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της με αριθμό κατάθεσης …/2013 αγωγής του ενάγοντος σε βάρος της, με όμοιο περιεχόμενο, η οποία δικάστηκε την 14η-11-2014 και γ) κατ’ άρθρο 250 ΚΠολΔ, μέχρι την περάτωση της ποινικής δίκης σε βάρος του ενάγοντος για το αδίκημα της ιατρικής αμέλειας, για το οποίο δικάζεται την 17η-06-2015.

1. Κατά την έννοια του άρθρου 24 του Α. Ν. 1565/1939 «περί κώδικας ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος», που διατηρήθηκε σε ισχύ κατά το άρθρο 47 ΕισΝΑΚ, ο ιατρός οφείλει να παρέχει με ζήλο, ευσυνειδησία και αφοσίωση την ιατρική του συνδρομή, σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης και της κτηθείσας πείρας τηρώντας τις ισχύουσες διατάξεις για την διαφύλαξη των ασθενών και την προστασία των υγιών.

Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 298, 299, 330 εδ. βΊ 914 και 932 ΑΚ συνάγεται ότι η αδικοπρακτική ευθύνη ιατρού προς αποζημίωση, ή και προς ικανοποίηση ηθικής βλάβης θεμελιώνεται και εάν ο ιατρός ενεργήσει από αμέλεια, η οποία υπάρχει στις περιπτώσεις εκείνες, που το ανεπιθύμητο αποτέλεσμα οφείλεται σε παράβαση των θεμελιωδών αναγνωρισμένων κανόνων της ιατρικής επιστήμης και η ενέργεια του δεν ήταν σύμφωνη με το αντικειμενικώς επιβαλλόμενο καθήκον επιμέλειας.

Δηλαδή πρέπει να μην καταβλήθηκε από τον ιατρό η επιβαλλόμενη κατά αντικειμενική κρίση προσοχή και επιμέλεια, την οποία κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος θα μπορούσε και όφειλε να καταβάλλει κάτω από τις ίδιες πραγματικές περιστάσεις, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνθήκες που επικρατούν στις συναλλαγές και την κοινή κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων πείρα και λογική και συγχρόνως να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ιατρικής πράξης ή παράλειψης και του επιβλαβούς αποτελέσματος, ενώ ουδεμία ευθύνη φέρει ο ιατρός αν ενήργησε κατά τους πιο πάνω κανόνες (lege artis) και ειδικότερα, όπως θα ενεργούσε κάτω από τις ίδιες συνθήκες και περιστάσεις και με τα στη διάθεση του μέσα, κάθε συνετός και επιμελής ιατρός.

Οι πιο πάνω έννοιες της υπαιτιότητας και της αιτιώδους συνάφειας είναι αόριστες νομικές έννοιες, και γι’ αυτό η από το δικαστήριο της ουσίας κρίση περί της συνδρομής ή μη αυτών με την έννοια που προαναφέρθηκε, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, ο οποίος κρίνει το εάν τα κυριαρχικώς διαπιστωθέντα από το δικαστήριο της ουσίας πραγματικά περιστατικά επιτρέπουν το συμπέρασμα, ότι ορισμένο γεγονός μπορεί αντικειμενικά, σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας να θεμελιώσει ή όχι υπαιτιότητα (δόλο ή αμέλεια) και να θεωρηθεί ή όχι πρόσφορη αιτία του ζημιογόνου (περιουσιακού ή ηθικού) αποτελέσματος που επήλθε (βλ. σχετικά μεταξύ άλλων ΑΠ 633/2014 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ» ).

11.Από τις ίδιες παραπάνω διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330 εδ. βΊ 914 και 932 ΑΚ συνάγεται ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση και ικανοποίηση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας ή και ηθικής βλάβης και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας.

Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου ο οποίος απονέμει δικαίωμα η προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας.

Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης.

Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιικής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας υποχρέωσης λήψης ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων.

Αμέλεια, ως μορφή υπαιτιότητας, υπάρχει όταν, εξαιτίας της παράλειψης του δράστη να καταβάλει την επιμέλεια που αν κατέβαλλε, με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς εκπροσώπου του κύκλου δραστηριότητάς του, θα ήταν δυνατή η αποτροπή του ζημιογόνου αποτελέσματος, αυτός (δράστης) είτε δεν προέβλεψε την επέλευση του εν λόγω αποτελέσματος, είτε προέβλεψε μεν το ενδεχόμενο επέλευσης του, ήλπιζε, όμως, ότι α το αποφύγει.

Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά, του δράστη ήταν, συμφωνά με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει τη ζημία και την επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Η συνδρομή των πιο πάνω προϋποθέσεων θεμελιώνει και την αδικοπρακτική ευθύνη του ιατρού για ζημία που προκαλείται από αυτόν κατά την παροχή των ιατρικών υπηρεσιών του.

Την ευθύνη αυτή, ως προς ορισμένα ειδικά θέματα, καλύπτει η ρυθμιστική εμβέλεια του άρθρου 8 του Ν. 2251/1994 για την «προστασία των καταναλωτών», το οποίο ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι «ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε ζημiα που προκάλεσε υπαιτίως κατά την παροχή των υπηρεσιών>> (παρ. 1), ότι «ως παρέχων υπηρεσίες θεωρείται όποιος παρέχει κατά τρόπο ανεξάρτητο υπηρεσία στο πλαίσιο της άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας» (παρ. 2 εδ. Β’), ότι «ο ζημιωθείς υποχρεούται να αποδείξει τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας» (παρ. 3), ότι «ο παρέχων τις υπηρεσίες φέρει το βάρος της απόδειξης της έλλειψης υπαιτιότητας» (παρ. 4 εδ. α’), ότι «για την εκτίμηση της έλλειψης υπαιτιότητας λαμβάνονται υπόψη η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και το σύνολο των ειδικών συνθηκών και ιδιαίτερα:

α) η φύση και το αντικείμενο της υπηρεσίας, ιδίως σε σχέση με τον βαθμό επικινδυνότητάς της,

β) η εξωτερική μορφή της υπηρεσίας,

γ) ο χρόνος παροχής της υπηρεσίας,

δ) η ελευθερία δράσης που αφήνεται στον ζημιωθέντα στο πλαίσιο της υπηρεσίας,

ε) το αν ο ζημιωθείς ανήκει σε κατηγορία μειονεκτούντων ή ευπρόσβλητων προσώπων και στ) το αν η παρεχόμενη υπηρεσία αποτελεί εθελοντική προσφορά του παρέχοντος» (παρ 4 εδ. β) και ότι « μόνη η ύπαρξη ή δυνατότητα τελειότερης υπηρεσίας κατά τον χρόνο παροχής της υπηρεσίας ή μεταγενέστερα δεν συνιστά υπαιτιότητα» (παρ. 5).

Από τις διατάξεις αυτού του άρθρου συνάγεται ότι στο πεδίο εφαρμογής του εμπίπτουν, και οι ιατρικές υπηρεσίες, διότι ο παρέχων αυτές ιατρός ενεργεί κατά τρόπο ανεξάρτητο, δεν υπόκειται δηλαδή σε συγκεκριμένες υποδείξεις ή οδηγίες του αποδέκτη των υπηρεσιών (ασθενούς), αλλά έχει την πρωτοβουλία και την ευχέρεια να προσδιορίζει τον τρόπο παροχής των υπηρεσιών του. Για τη θεμελίωση της ιατρικής ευθύνης απαιτείται παράνομη και υπαίτια πρόκληση ζημίας.

Οι προϋποθέσεις αυτές (παρανομία και υπαιτιότητα) συντρέχουν ταυτοχρόνως, με βάση τη θεώρηση της αμέλειας ως μορφής πταίσματος και ως μορφής παρανομίας («διπλή λειτουργία της αμέλειας»).

Έτσι, αν, στο πλαίσιο μιας ιατρικής πράξης, παραβιαστούν οι κανόνες και αρχές της ιατρικής επιστήμης και εμπειρίας ή και οι απορρέουσες από το γενικό καθήκον πρόνοιας και ασφάλειας υποχρεώσεις επιμέλειας του μέσου συνετού ιατρού της ειδικότητας του ζημιώσαντος, τότε η συμπεριφορά αυτή είναι παράνομη και, συγχρόνως, υπαίτια.

Ενόψει δε της καθιερούμενης, συναφώς, νόθου αντικειμενικής ευθύνης, με την έννοια της αντιστροφής του βάρους απόδειξης τόσο ως προς την υπαιτιότητα όσο και ως προς την παρανομία, ο ζημιωθείς φέρει το βάρος να αποδείξει την παροχή των υπηρεσιών, τη. ζημία του και τον αιτιώδη σύνδεσμο της ζημίας με την παροχή των υπηρεσιών, ενώ ο παρέχων τις υπηρεσίες ιατρός, προκειμένου να απαλλαγεί από την ευθύνη, πρέπει να αποδείξει είτε την ανυπαρξία παράνομης και υπαίτιας πράξης του, είτε την έλλειψη αιτιώδους συνδέσμου της ζημίας με την παράνομη και υπαίτια πράξη του.

Η ρύθμιση αυτή για τα αποδεικτέα θέματα και την κατανομή του σχετικού βάρους απόδειξης ισχύει και στην περίπτωση της εις ολόκληρον ευθύνης περισσότερων ιατρών για την ίδια ζημία, όπως προκύπτει από τις πιο πάνω διατάξεις του άρθρου 8 του Ν. 2251/1994 και από την αναλογικώς, κατά την § 6 του ίδιου άρθρου, εφαρμοζόμενη και στην ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες, διάταξη του άρθρου 6 § 1Ο του νόμου αυτού, σε συνδυασμό με τις, επfσης αναλογικώς εφαρμοζόμενες, διατάξεις των άρθρων 481 επομ., 926 και 927 ΑΚ (βλ. σχετικά ΑΠ 427/2015, ΑΠ 974/2014 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»).

111.Εξάλλου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 5 του Ν. 2619/1998 σχετικά με τη σύμβαση για τα ανθρώπινα δικαιώματα, επέμβαση σε θέματα υγείας μπορεί να υπάρξει μόνον εφόσον το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δώσει την ελεύθερη συναίνεσή του, κατόπιν σχετικής εκ των προτέρων ενημέρωσής του ως προς το σκοπό και τη φύση της επέμβασης, καθώς και ως προς τα επακόλουθα και τους κινδύνους που αυτή συνεπάγεται, μπορεί δε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο να ανακαλέσει ελεύθερα και οποτεδήποτε τη συναίνεσή του.

Έτσι, πέραν των παραπάνω υποχρεώσεων του ιατρού προς αποφυγή αμιγώς ιατρογενών σφαλμάτων, κατά την άσκηση οποιασδήποτε φύσης ιατρικής πράξης, υφίσταται υποχρέωσή του να ενημερώνει τον ασθενή ως προς το είδος, τους κινδύνους και τις πιθανότητες αποτυχίας της θεραπείας, που επιλέγει, κι αυτό, προκειμένου ο ασθενής, ενημερωμένος πλέον, να καταλήξει σε έγκυρη συναίνεση ως προς τη διενέργεια της ιατρικής πράξης.

Κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, η ενημέρωση το ασθενούς από τον ιατρό σχετικά με τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα των θεραπευτικών μεθόδων και πρακτικών και τους πιθανούς κινδύνους επιπλοκών, συνιστά δικαίωμα αυτού και αντίστοιχη υποχρέωση του ιατρού, ώστε να μπορεί να λαμβάνει ελεύθερα τις αποφάσεις του για την υποβολή του στις μεθόδους και πρακτικές αυτές ή όχι.

Παραβίαση, δε, του δικαιώματος αυτού και της αντίστοιχης υποχρέωσης του ιατρού, συνιστά νόμιμο λόγο ευθύνης προς αποζημίωση του ασθενούς, σε περίπτωση επέλευσης βλάβης στη σωματική και ψυχική υγεία του ασθενούς από επιπλοκές, σχετιζόμενες με την εφαρμογή των πιο πάνω θεραπευτικών και ιατρικών μεθόδων και πρακτικών, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 330, 652 και 914 του ΑΚ.

‘Άλλωστε, προκειμένου να στοιχειοθετηθεί κατά τις πιο πάνω διατάξεις ευθύνη του ιατρού και υποχρέωσή του γι’ αποζημίωση, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η ύπαρξη πρόσφορου αντικειμενικού αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της φερομένης ως παράνομης συμπεριφοράς του ιατρού και της ζημίας που έχει προκληθεί ή και της βλάβης, περιουσιακής ή ηθικής, την οποία ο ασθενής επικαλείται.

Ο εν λόγω αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει, όταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, η φερομένη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη ή υλική ενέργεια, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων, ήταν ικανή και πρόσφορη να επιφέρει το ζημιογόνο γεγονός.

Τέτοιος, δε, αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει στην ερευνόμενη περίπτωση, όταν ο ιατρός παραλείπει να ενημερώσει τον ασθενή σχετικά με τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα των θεραπευτικών μεθόδων και πρακτικών και τους πιθανούς κινδύνους επιπλοκών της ιατρικής πράξης που πρόκειται να επιχειρήσει στον ασθενή, έστω κι αν υπάρχει γι’ αυτό συναίνεση του τελευταίου, αφού η συναίνεση αυτή δεν είναι έγκυρη, ελλείψει της απαιτούμενης ενημέρωσης, με ενδεχόμενο η έλλειψη της ενημέρωσης αυτής να μην αποτρέψει τον ασθενή από την επέμβαση που πρόκειται να υποβληθεί, υποβαλλόμενος δε στην τελευταία, να υποστεί βλάβη του σώματος και της υγείας του, με αντίστοιχη περιουσιακή και ηθική ζημία συνεπεία τούτου (βλ. σχετικά ΑΠ 687/2013 ΕΕμπΔ 2014 σελ. 45).

IV. Κατά το άρθρο 1 § 1 του Ν. 2496/1997 «Ασφαλιστική σύμβαση, τροποποιήσεις της νομοθεσίας για την ιδιωτική ασφάλιση …. », με την ασφαλιστική σύμβαση η ασφαλιστική επιχείρηση (ασφαλιστής) αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλει, έναντι ασφαλίστρου, στον συμβαλλόμενο της (λήπτη της ασφάλισης) ή σε τρίτον, παροχή (ασφάλισμα) σε χρήμα ή, εφόσον υπάρχει ειδική συμφωνία, άλλη παροχή σε είδος, όταν επέλθει το περιστατικό από το οποίο συμφωνήθηκε να εξαρτάται η υποχρέωση του (ασφαλιστική περίπτωση), κατά δε τη διάταξη του άρθρου 25 του ίδιου νόμου, η ασφάλιση αστικής ευθύνης περιλαμβάνει τις δαπάνες, που προέρχονται άμεσα από την απόκρουση και ικανοποίηση αξιώσεων τρίτων κατά του λήπτη της ασφάλισης, που γεννήθηκαν από πράξεις ή παραλήψεις του για τις οποίες είχε συμφωνηθεί ασφαλιστική κάλυψη, και, τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 26 1§ του αυτού νόμου, όταν η ασφάλιση αστικής ευθύνης είναι κατά νόμο υποχρεωτική, ο τρίτος έχει ευθεία αξίωση και πέρα από τα ασφαλιστικό ποσό, μέχρι το όριο για το οποίο η ασφάλιση είναι υποχρεωτική.

Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι επί προαιρετικής ασφάλισης, ο ζημιωθείς τρίτος δεν έχει ευθεία αξίωση έναντι του ασφαλιστή παρά μόνο κατά του λήπτη της ασφάλισης από τις υπαίτιες πράξεις ή παραλείψεις του οποίου γεννήθηκαν οι αξιώσεις του. Ο τρίτος μπορεί να στραφεί κατά του ασφαλιστή μόνο πλαγιαστικά.

Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 72 ΚΠολΔ κατά την οποία «οι δανειστές έχουν δικαίωμα να ζητήσουν δικαστική προστασία ασκώντας τα δικαιώματα του οφειλέτου τους, εφόσον εκείνος δεν τα ασκεί εκτός αν συνδέονται στενά με το πρόσωπό του» συνάγεται, ότι, προϋπόθεση για την άσκηση πλαγιαστικής αγωγής είναι ο ενάγων να είναι δανειστής του φορέα του ασκούμενου υπέρ αυτού δικαιώματος, να έχει δηλαδή συγκεκριμένη απαίτηση κατ’ αυτού, ο δε τελευταίος (οφειλέτης) να έχει κατά του τρίτου (εναγομένου δια της πλαγιαστικής αγωγής) κάποιο δικαίωμα, το δικαίωμα να έχει περιουσιακή αξία και να μην είναι προσωποπαγές και η αδράνεια του οφειλέτη, συνιστάμενη στην παράλειψη (αμέλεια και αδιαφορία) αυτού να προβεί στην καταδίωξη του δικού του οφειλέτη, η οποία και δικαιολογεί το έννομο συμφέρον του ενάγοντος δανειστή προς άσκηση της αγωγής του οφειλέτη του κατά του τρίτου (βλ. σχετικά ΑΠ 106/2014 ΕΦΑΔ 2014 σελ. 295).

Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό στοιχείο Β αγωγή της, η ενάγουσα εκθέτει ότι ο πρώτος εναγόμενος είναι ιατρός-χειρούργος υποστράτηγος ε.α. του Υγειονομικού Σώματος του Ελληνικού Στρατού και πρώην διευθυντής του 424 ΓΣΝΕ.

Ότι την 20 η Μαίου 2010 η εναγομένη επισκέφτηκε τον εναγόμενο, διότι είχε επανειλημμένη αιμορραγία κατά την αφόδευση και συνοδούς οξείς πόνους, ότι ο εναγόμενος την εξέτασε και της είπε ότι διαπίστωσε την ύπαρξη αιμορροίδων και της πρότεινε την χειρουργική αντιμετώπισή τους. Ότι η εγχείριση έλαβε χώρα στην κλινική «…» την 1η-06-2010 , κατά τη διάρκεια της οποίας αφαιρέθηκαν τρεις αιμορροίδες και μία δερματική πτυχή.

Ότι μετά την εγχείριση η ενάγουσα συνέχιζε να αιμορραγεί κατά την αφόδευση και να πονά. Ότι επισκεπτόταν τον εναγόμενο μία φορά την εβδομάδα και του ανέφερε την ανωτέρω συμπτωματολογία, αλλά ο εναγόμενος την καθησύχαζε.

Ότι ο εναγόμενος δεν είχε θεραπεύσει πλήρως το πρόβλημα της ενάγουσας, καθώς δεν είχε αφαιρέσει μία αιμορροiδα και δεν είχε θεραπεύσει μία ραγάδα πρωκτικού δακτυλίου, τις οποίες είχε διαγνώσει, αλλά δεν θέλησε να τις χειρουργήσει, προκειμένου να οδηγήσει εκ νέου στο χειρουργείο την ενάγουσα και να αποκομίσει σε βάρος της περιουσιακό όφελος.

Ότι η ενάγουσα εκ νέου τον επισκέφτηκε την 28η-06-2010 και αυτός της συνέστησε την χρήση ειδικής αλοιφής. Ότι επισκέφτηκε εκ νέου τον εναγόμενο την 5η-08-2010 με τα ίδια συμπτώματα και έλαβε τις ίδιες οδηγίες, ενώ και την επομένη υπήρξε τηλεφωνική τους επικοινωνία, καθώς η ενάγουσα ένιωθε χειρότερα, αλλά και πάλι ο εναγόμενος έδωσε τις ίδιες οδηγίες.

Ότι την …. η ενάγουσα αναγκάστηκε να αναζητήσει άλλον ιατρό, καθώς ο εναγόμενος δεν βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη, διότι η κατάστασή της είχε χειροτερεύσει, ο οποίος την εξέτασε την ίδια ημέρα και διαπίστωσε ότι έπρεπε να υποβληθεί σε δεύτερο χειρουργείο, καθώς διέγνωσε την ύπαρξη αιμορροιδας και παροξυσμό οξείας ραγάδας πρωκτού.

Ότι την 1Οη-08-20 1Ο υπεβλήθη σε χειρουργική επέμβαση, κατά την οποία αφενός αφαιρέθηκαν δύο τεμάχια ινοεπιθηλιακού πολύποδα πρωκτού στο σημείο ώρα 6 σε γυναικολογική θέση, τα οποία εστάλησαν για βιοψία, η οποία δεν έδειξε κακοήθεια, αφετέρου διενεργήθηκε σφιγκτηρεκτομή στο σημείο 3η ώρα. Ότι μετά τη δεύτερη επέμβαση η ενάγουσα ανάρρωσε πλήρως και μέχρι σήμερα δεν αντιμετωπίζει κανένα πρόβλημα.

Ότι ο εναγόμενος προξένησε παράνομα και με πρόθεση σωματική και ψυχική ταλαιπωρία στην ενάγουσα παραλείποντας να αφαιρέσει την τέταρτη αιμορροίδα και να θεραπεύσει τη ραγάδα, τις οποίες είχε διαγνώσει χωρίς, όμως, να ενημερώσει σχετικά την ενάγουσα, προκειμένου να οδηγήσει την τελευταία σε δεύτερο χειρουργείο ώστε να εισπράξει και δεύτερη αμοιβή.

Ότι, σε κάθε περίπτωση, ο εναγόμενος παρέλειψε να συμβουλεύσει ορθά την ενάγουσα μετεγχειρητικά, μολονότι αμέσως διέγνωσε ότι τα μετεγχειρητικά της προβλήματα οφείλονταν στον παροξυσμό οξείας ραγάδας πρωκτού.

Ότι, επικουρικά, ο εναγόμενος από αμέλεια, μολονότι ήταν υποχρεωμένος από το επάγγελμά του να καταβάλει ιδιαίτερη επιμέλεια και προσοχή, δεν διέγνωσε, ως όφειλε, την ύπαρξη αιμορροιδας και οξείας ραγάδας πρωκτού, και ασκώντας ιατρικές πράξεις παρέλειψε να παράσχει την κατάλληλη θεραπεία στην ενάγουσα προκαλώντας της σωματική κάκωση και βλάβη της υγείας της, αφού αναγκάστηκε να υποβληθεί σε δεύτερη εγχείρηση.

Ακόμη, ότι από αμέλεια και έλλειψη προσοχής την οποία όφειλε και μπορούσε να καταβάλει, ο εναγόμενος δεν διέγνωσε έστω μετεγχειρητικά την αιτία της κατάστασης της ασθενούς προκειμένου να της προτείνει την κατάλληλη αντιμετώπιση, μολονότι γνώριζε ότι η εμφάνιση οξείας δευτεροπαθούς ραγάδας του πρωκτού είναι συνήθης επιπλοκή της χειρουργικής επέμβασης στην οποία είχε υποβάλει την ενάγουσα και ότι η άκαιρη αντιμετώπισή της μπορεί να προκαλέσει παροξυσμό και μετεξέλιξή της σε χρόνια ραγάδα.

Ότι εξαιτίας της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του εναγομένου η ενάγουσα αναγκάστηκε να δαπανήσει για ιατρικά έξοδα (δεύτερη επέμβαση), ιατρικές εξετάσεις, νοσήλεια, αμοιβές ιατρών κ.λπ., το συνολικό ποσό των 1.856,29 ευρώ, όπως αναλυτικά εκθέτει στην αγωγή της, ενώ υπέστη και ηθική βλάβη. Ότι η δεύτερη εναγομένη έχει αναλάβει την ασφαλιστική κάλυψη του εναγομένου για τυχόν ζημίες που ο τελευταίος προκαλέσει σε τρίτους.

Με βάση το παραπάνω ιστορικό, η ενάγουσα ζητεί να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι εις ολόκληρον ο καθένας να της καταβάλουν το ποσό των 1.856,29 ευρώ, για την περιουσιακή ζημία που έχει υποστεί από την αδικοπρακτική συμπεριφορά του πρώτου εναγομένου, και το ποσό των 30.000,00 ευρώ, για την ηθική βλάβη που έχει υποστεί από την ανωτέρω συμπεριφορά, το οποίο ζητεί μειωμένο κατά το ποσό των 45 ευρώ, ποσό το οποίο προτίθεται να διεκδικήσει από τον πρώτο εναγόμενο ενώπιον των αρμόδιων ποινικών δικαστηρίων, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της με αριθμό …/20-04-2011 αγωγής της, με όμοιο περιεχόμενο με την παρούσα (εξώδικη όχληση), από την οποία παραιτείται με το δικόγραφο της κρινόμενης αγωγής, και μέχρι την πλήρη εξόφληση, διαφορετικά από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστούν 01 εναγόμενοι στα δικαστικά της έξοδα.

Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η αγωγή εισάγεται αρμόδια (άρθρα 14, 22, 25 § 2 και 37 § 1 ΚΠολΔ) και παραδεκτά σε αυτό το Δικαστήριο για να συζητηθεί σύμφωνα με τις διατάξεις τηςτακτικής διαδικασίας (άρθρα 233 επ. ΚΠολΔ).

Όμως, δεν εισάγεται παραδεκτά κατά το μέρος της που αφορά τη δεύτερη εναγόμενη, καθώς, σύμφωνα και με τις παραπάνω νομικές σκέψεις υπό στοιχείο ΙV, η ενάγουσα δεν νομιμοποιείται ενεργητικά να στρέφεται κατ’ αυτής (άρθρο 68 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι η ασφαλιστική κάλυψη που έχει αναλάβει η δεύτερη να προσφέρει στον πρώτο εναγόμενο είναι προαιρετική και όχι υποχρεωτική εκ του νόμου, με αποτέλεσμα η ενάγουσα ως τρίτη να μην μπορεί να στραφεί ευθέως σε βάρος της, αλλά μόνον πλαγιαστικά. περίπτωση, η οποία, όμως, δεν συντρέχει στην κρινόμενη περίπτωση, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στο ιστορικό της αγωγής.

Κατά συνέπεια, η αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη ως προς τη δεύτερη εναγόμενη και πρέπει ακόμη να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της δεύτερης εναγομένης σε βάρος της ενάγουσας λόγω της ήττας της, σύμφωνα με τα άρθρα 176 και 191 § 2 ΚΠολΔ, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της απόφασης.

Περαιτέρω, η αγωγή είναι ορισμένη, απορριπτόμενου του αντίθετου ισχυρισμού του πρώτου εναγομένου, καθώς η εκτιθέμενη στο ιστορικό υπαιτιότητα του εναγομένου αναπτύσσεται επαρκώς στο δικόγραφο της αγωγής και δεν δημιουργείται η οποιαδήποτε αοριστία με την επικουρική σώρευση δόλιας και αμελούς συμπεριφοράς του εναγομένου, και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 297, 299, 330, 340, 345, 346, 914 επ., 932 ΑΚ, 24 του Α.Ν. 1565/1939 «περί κώδικος ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος» (που διατηρήθηκε σε ισχύ κατά το άρθρο 47 ΕισΝΑΚ), 8 του Ν. 2251/1994 για την «προστασία των καταναλωτών,,, άρθρου 5 του Ν. 2619/1998, 176 επ., 907 και 908 ΚΠολΔ. Επομένως, δεδομένου ότι έχει καταβληθεί το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες προσαυξήσεις υπέρ Τ.Ν. /ΕΤΑΑ και ΕΤΜ (Τομέας Υγείας Δικηγόρων) [βλ. το με αριθμό …./14-05-2015 διπλότυπο είσπραξης της Α’ ΔΟΥ Θεσσαλονίκης, τη με αριθμό …/14-05-2015 απόδειξη είσπραξης της ΕΤΕ υπέρ ΕΤΜ Τομέας Υγείας Δικηγόρων Θεσσαλονίκης και το με αριθμό …/14-05-2015 γραμμάτιο είσπραξης της ΕΤΕ υπέρ ΕΤΜ -ΤΑΝ], η αγωγή πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω στην ουσία της. Πρέπει, δε, οι υπό στοιχείο Α και Β αγωγές να συνεκδικαστούν κατ’ άρθρο 246 ΚΠολΔ, λόγω συνάφειας και για την οικονομία της δίκης.

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα απόδειξης (της υπό στοιχείο Α αγωγής) και την χωρίς όρκο κατάθεση της ενάγουσας της υπό στοιχείο Β αγωγής και εναγομένης της υπό στοιχείο Α αγωγής (διάδικος) που εξετάστηκε στο ακροατήριο αυτού του Δικαστηρίου και καταχωρίστηκε στα ταυτάριθμα με την απόφαση απομαγνητοφωνημένα πρακτικά (άρθρο 256 §§ 1 και 3 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το Π.Δ. 326/ 2001) της δημόσιας συνεδρίασής του, όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που νόμιμα και εμπρόθεσμα προσκόμισαν και επικαλέστηκαν οι διάδικοι, άλλα από τα οποία λαμβάνονται υπόψη για άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων και η με αριθμό …./27-06-2012 ένορκη κατάθεση ενώπιον της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης …., η οποία δόθηκε στα πλαίσια άλλης δίκης (στα πλαίσια απόδειξης της υποβληθείσας έγκλησης από τον ενάγοντα της υπό στοιχείο Α αγωγής σε βάρος της εναγομένης), και από όσα ομολογούν οι διάδικοι (άρθρα 261 και 352 ΚΠολΔ), όπως αυτά αναφέρονται αναλυτικά στο αιτιολογικό της απόφασης, αποδείχθηκαν πλήρως τα εξής πραγματικά περιστατικά:

Σημειώνεται, δε, ότι το παρόν δικαστήριο έχει ενώπιον του επαρκές αποδεικτικό υλικό χωρίς να απαιτείται η αναβολή της συζήτησης των συνεκδικαζόμενων υποθέσεων προκειμένου να ολοκληρωθεί η εκκρεμής ποινική διαδικασία σε βάρος του εναγομένου της υπό στοιχείο Β αγωγής, απορριπτόμενου του σχετικού αιτήματος. Επίσης, πρέπει να απορριφθεί και το σχετικό αίτημα αναβολής της συζήτησης των συνεκδικαζόμενων υποθέσεων κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ, καθώς κρίνεται ότι δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων.

Περαιτέρω, ο ενάγων της υπό στοιχείο Α αγωγής και εναγόμενος της υπό στοιχείο Β αγωγής είναι ιατρός- χειρουργός, υποστράτηγος ε.α. του Υγειονομικού Σώματος του Ελληνικού Στρατού και πρώην διευθυντής του 424 ΓΣΝΕ. Η ενάγουσα της υπό στοιχείο Β αγωγής γνώριζε και είχε εμπιστοσύνη στον εναγόμενο ιατρό, καθώς σ παρελθόν είχε αποταθεί σε αυτόν ως ασθενής και αυτός την είχε θεραπεύσει με επιτυχία.

Έτσι, όταν την άνοιξη του 2010 αντιμετώπισε σχετικό με την ειδικότητα του εναγομένου πρόβλημα υγείας αποτάθηκε εκ νέου σε αυτόν.

Την 20 η-05-2010 τον επισκέφτηκε στο ιατρείο του παραποvούμεvη για αιμορραγία κατά την αφόδευση με συνοδούς πόνους στην περιοχή του πρωκτικού δακτυλίου. Μετά την επισκόπηση της από 7-06-2007 ορθοσιγμοειδοσκόπησης του …., γαστρεντερολόγου, σύμφωνα με την οποία ο ανωτέρω διαπίστωνε την επίταση του αιμορροϊδικού δακτυλίου και την ύπαρξη ραγάδας του πρωκτικού δακτυλίου και της από 17-05-201 Ο κολονοσκόπησης του …., γαστρεντερολόγου, ο οποίος δεν διαπίστωσε καμία βλεvνογοvική βλάβη του παχέως εντέρου, και την κλινική (δακτυλική) εξέταση της ασθενούς στην οποία προέβη άμεσα, ο εναγόμενος διαπίστωσε ότι η ενάγουσα έπασχε από αιμορροειδοπάθεια και της πρότεινε να χειρουργηθεί άμεσα.

Την 1η-06-2010 η ενάγουσα εισήχθη στην κλινική «….ς» και υπεβλήθη σε χειρουργική επέμβαση υπό γενική αναισθησία αφαίρεσης αιμορροϊδικών όζων. Κατά τη διάρκεια της εγχείρησης αφαιρέθηκαν τρεις αιμορροίδες και μία δερματική πτυχή, η οποία φάνηκε ύποπτη στον εναγόμενο λόγω των μελαγχρωματικώv κηλίδων που έφερε και η οποία στάλθηκε για βιοψία, η οποία δεν έδειξε καμία κακοήθεια (βλ. σχετικά την από 03-06-2010 ιστολογική έκθεση του …., διευθυντή παθολογοανατομικού κυτταρολογικού εργαστηρίου 424 Γ.Σ.Ν.Ε.).

Την 3η-06-2010 η ενάγουσα εξήλθε από την κλινική και ο εναγόμενος ιατρός ανέλαβε να παρακολουθεί και την μετεγχειρητική της πορεία. Στα πλαίσια της ανωτέρω παρακολούθησης, η ενάγουσα επισκεπτόταν τον εναγόμενο ιατρό στο ιατρείο του μία φορά την εβδομάδα και κάθε φορά η ασθενής παραπονούνταν για το γεγονός ότι τα συμπτώματα που είχε προεγχειρητικά συνεχίζονταν και μετεγχειρητικά χωρίς να έχουν βελτιωθεί.

Την 28 η-06-2010 κατά την εβδομαδιαία επίσκεψη της ασθενούς (4η) στο ιατρείο του, ο εναγόμενος της πρότεινε να χρησιμοποιήσει την ειδική κρέμα « …», προκειμένου να βοηθηθεί η επούλωση και αποθεραπεία της ασθενούς, καθώς η τελευταία συνέχιζε να παραπονείται για τα ίδια συμπτώματα (αιμορραγίας και πόνου κατά την αφόδευση).

Η επόμενη επίσκεψη στο ιατρείο του εναγομένου καθορίστηκε την 12 η-07-2010, η οποία, όμως, δεν έλαβε χώρα, και τις επόμενες ημέρες σε τηλεφωνική τους επικοινωνία ο εναγόμενος της συνέστησε να κάνει υπομονή και να συνεχίσει την χρήση της κρέμας.

Την 5η-08-201Ο η ασθενής εκ νέου επισκέφτηκε τον ιατρό και πάλι με τα ίδια συμπτώματα και ο εναγόμενος και πάλι της συνέστησε να κάνει υπομονή και να συνεχίσει την χρήση της κρέμας.

Κατά τις ανωτέρω επισκέψεις της ασθενούς, ο εναγόμενος ιατρός δεν προέβη καμία φορά σε κλινική της εξέταση, απορριπτόμενου του αντίθετου ισχυρισμού του ότι την 5η-08-2010 την εξέτασε δακτυλικά και δεν παρουσίαζε αιμορραγία, ισχυρισμός ο οποίος καταρρίπτεται από την περαιτέρω άμεση εξέλιξη της υγείας της ασθενούς.

Την επομένη ημέρα η ασθενής ενάγουσα τηλεφώνησε στον εναγόμενο παραπονούμενη για τα συμπτώματα που βίωνε, αλλά ο ιατρός και πάλι της έδωσε τις ίδιες οδηγίες, ενώ την ενημέρωσε ότι βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη για το επόμενο χρονικό διάστημα λόγω διακοπών. Την 8η-06-2010 η ενάγουσα αναγκάστηκε να αναζητήσει άλλον ιατρό της ίδιας ειδικότητας, καθώς η κατάστασή της είχε χειροτερεύσει. Έτσι, εξετάστηκε την ίδια ημέρα από τον …., χειρουργό, ο οποίος διαπίστωσε ότι έπρεπε να υποβληθεί σε δεύτερη χειρουργική επέμβαση, καθώς διέγνωσε παροξυσμό οξείας ραγάδας πρωκτού.

Την 10η- 08-2010 υπεβλήθη στην ίδια κλινική σε νέα χειρουργική επέμβαση, κατά την οποία αφενός αφαιρέθηκαν δύο τεμάχια ινοεπιθηλιακού πολύποδα πρωκτού στο σημείο ώρα 6 σε γυναικολογική θέση, τα οποία εστάλησαν για βιοψία, η οποία δεν έδειξε κακοήθεια (βλ. την από 11-08-2010 ιστολογική εξέταση του…., καθηγητού ανατομικής), αφετέρου διενεργήθηκε σφιγκτηρεκτομή στο σημείο 3η ώρα.

Μετά τη δεύτερη χειρουργική επέμβαση η ενάγουσα ανάρρωσε πλήρως και μέχρι σήμερα δεν αντιμετωπίζει κανένα πρόβλημα.

Συνεπώς, αποδείχθηκε ότι η εγχείρηση στην οποία υπεβλήθη η ενάγουσα από τον εναγόμενο έγινε μεν de lege artis, όμως, η ενάγουσα εμφάνισε μετεγχειρητικά παροξυσμό οξείας ραγάδας δακτυλίου πρωκτού λόγω της προγενέστερης επέμβασης στην περιοχή (βλ. σχετικά και την 07-05- 2015 ιατροδικαστική γνωμάτευση του …., ειδικού ιατροδικαστή ως προς το ότι δευτεροπαθείς ραγάδες μπορεί να προκληθούν έπειτα από προηγηθείσα χειρουργική επέμβαση στην περιοχή του πρωκτού).

Ο εναγόμενος ιατρός, όμως, παρά το γεγονός ότι για χρονικό διάστημα δύο μηνών η ενάγουσα ασθενής παραπονούνταν για τα ίδια συμπτώματα και γνωρίζοντας ότι ο παροξυσμός οξείας ραγάδας δακτυλίου πρωκτού αποτελούσε συνήθη επιπλοκή της χειρουργικής επέμβασης την οποία είχε διενεργήσει παρέλειψε να προβεί στις ενδεδειγμένες ιατρικές εξετάσεις με τις οποίες θα διαπιστωνόταν η ύπαρξή της και παρέλειψε, ακολούθως, να προτείνει στην ασθενή ενάγουσα τις κατάλληλες θεραπευτικές μεθόδους προκειμένου να θεραπευτεί συντηρητικά χωρίς να απαιτηθεί η νέα χειρουργική επέμβαση, την οποία τελικά η ασθενής δεν απέφυγε.

Ειδικότερα, ο εναγόμενος ιατρός υποτίμησε τα συγκεκριμένα συμπτώματα κακής μετεγχειρητικής πορείας της ασθενούς του και δεν προέβη σε κλινική (δακτυλική) εξέτασή της προκειμένου να διαπιστώσει εάν πρόκειται για ραγάδα ή για τα συνήθη μετεγχειρητικά συμπτώματα.

Έτσι, για δύο μήνες η ασθενής έμεινε αβοήθητη και χειροτέρευσε η κατάστασή της, με αποτέλεσμα να χρειαστεί δεύτερη χειρουργική επέμβαση, την οποία θα μπορούσε να είχε αποφύγει εάν ο εναγόμενος ιατρός εγκαίρως είχε διαπιστώσει το μετεγχειρητικό πρόβλημα της ασθενούς και το είχε αντιμετωπίσει κατάλληλα, δηλαδή της είχε συστήσει ηπακτικά ή καθαρτικά, δίαιτα πλούσια σε φυτικές ίνες, τοπικά αναισθητικά, γλυκοκορτικοειδή και ζεστά λουτρά, ή ακόμη χρήση νιφεδιπίνης ή αλοιφής νοτρογλυκερίνης ή ενέσιμη χορήγηση τοξίνης αλλαντίασης τύπου Α (βλ. σχετικά την αναφερόμενη ιατροδικαστική γνωμάτευση).

Έτσι, η ενάγουσα, αφού δεν αντιμετωπίστηκε εγκαίρως συντηρητικά το πρόβλημά της, οδηγήθηκε για δεύτερη φορά στο χειρουργείο σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα και αναγκάστηκε να επωμιστεί τα σχετικά έξοδα.

Ειδικότερα, κατέβαλε το ποσό των 600,00 ευρώ ως αμοιβή στον …, ειδικό χειρούργο (βλ. τη με αριθμό …/10-08-2010 απόδειξη παροχής υπηρεσιών), το ποσό των 350,00 ευρώ ως αμοιβή στον …., αναισθησιολόγο (βλ. σχετικά τη με αριθμό 3675/10-08-2010 απόδειξη παροχής υπηρεσιών), το ποσό των 140,00 ευρώ ως αμοιβή στον …., ο οποίος διατηρεί ιστοπαθολογικό & κυτταρολογικό εργαστήριο για τη διενέργεια ιστολογικής εξέτασης (βλ. σχετικά τη με αριθμό …./17-08-2010 απόδειξη παροχής υπηρεσιών), το ποσό των 50,00 ευρώ στον ….., ειδικό χειρούργο για την παρακολούθηση της μετεγχειρητικής της πορείας (βλ. τη με αριθμό …./19-08-2010 απόδειξη παροχής υπηρεσιών), το ποσό των 50,00 ευρώ για χειρουργική εξέταση και το ποσό των 666,29 ευρώ για νοσήλεια στην ….Ανώνυμη Εταιρία παροχής ιατρικών υπηρεσιών (βλ. σχετικά τις με αριθμούς …/08-08- 2010, …./11-08-2010 και …./12-08-2010 αποδείξεις παροχής υπηρεσιών και είσπραξης). Συνολικά, δηλαδή η ενάγουσα ζημιώθηκε εξαιτίας των παραλείψεων του εναγομένου κατά το ποσό των 1.856,29 ευρώ.

Αντίθετα, όμως, δεν αποδείχθηκε από κανένα αποδεικτικό μέσο ούτε ότι ο εναγόμενος ιατρός είχε αρχικά διαγνώσει ότι η ασθενής του έφερε μία τέταρτη αιμορροίδα και μία ενεργή ραγάδα πρωκτικού δακτυλίου, ούτε ότι ενήργησε με πρόθεση παραλείποντας αφενός να αφαιρέσει την τέταρτη ραγάδα, αφετέρου να θεραπεύσει χειρουργικά τη ραγάδα, προκειμένου να οδηγήσει εκ νέου στο χειρουργείο την ενάγουσα και να αποκομίσει σε βάρος της περιουσιακό όφελος.

Συνακόλουθα, λαμβάνοντας υπόψη το βαθμό της αμέλειας που επέδειξε ο εναγόμενος, το μέγεθος της υλικής ζημίας της ενάγουσας και την οικονομική κατάσταση των μερών, η ενάγουσα υπέστη ηθική βλάβη από την αδικοπρακτική συμπεριφορά του εναγομένου και για το λόγο αυτό πρέπει να της επιδικαστεί το ποσό των τεσσάρων (4.000,00) ευρώ ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάστασή της.

Ακολούθως, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα της υπό στοιχείο Β αγωγής και εναγομένη της υπό στοιχείο Α αγωγής αναγκάστηκε να προσφύγει στη δικαιοσύνη για να μπορέσει να δικαιωθεί, δεδομένου ότι οι προσπάθειες της για εξωδικαστική συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς της με τον εναγόμενο της υπό στοιχείο Β αγωγής και ενάγοντα της υπό στοιχείο Α αγωγής δεν ευοδώθηκαν.

Στο πλαίσιο της προσφυγής της στη δικαιοσύνη, η ενάγουσα άσκησε αρχικά την με αριθμό κατάθεσης …./2011 αγωγή της, από την οποία παραιτήθηκε με την κρινόμενη ως άνω αγωγή και στις οποίες διέλαβε τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, όπως, όμως, τα βίωνε η ίδια. Ειδικότερα, ισχυρίστηκε για τον ενάγοντα ενώπιον τρίτων (δικηγόροι, δικαστικοί επιμελητές, δικαστικοί υπάλληλοι, κ.λπ.) ότι

α) ενώ διέγνωσε την ύπαρξη 4ης αιμορροϊδας και ραγάδας πρωκτικού δακτυλίου, δεν προχώρησε στην χειρουργική αφαίρεση της πρώτης και στη χειρουργική επέμβαση της δεύτερης, προκειμένου να οδηγήσει την εναγομένη στο χειρουργείο για 2η φορά και να αποκομίσει κέρδος σε βάρος της περιουσίας της,

β) επικουρικά, ότι επέδειξε αμέλεια και δεν διέγνωσε την ύπαρξη 4ης αιμορροίδας και ραγάδας πρωκτικού δακτυλίου ούτε βέβαια και θεράπευσε χειρουργικά τα ανωτέρω προβλήματα. Τα ανωτέρω αποτελούν γεγονότα και είναι ικανά να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του ενάγοντος, αφού τον παρουσιάζουν αφενός ως αδίστακτο ιατρό, ο οποίος στο βωμό του κέρδους θυσιάζει την υγεία των ασθενών του αφετέρου ως αμελή ιατρό, ο οποίος δεν επιδεικνύει την προσοχή που οφείλει εξαιτίας της ειδικότητάς του, θέτοντας σε κίνδυνο την υγεία των ασθενών του.

Ο μεν υπό στοιχείο α ισχυρισμός, αποδείχθηκε ότι δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια, ενώ ο δεύτερος αποδείχθηκε ότι ανταποκρίνεται μεν στην αλήθεια, αλλά με διαφορετικά πραγματικά περιστατικά να στοιχειοθετούν την αμέλεια του ενάγοντος.

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η εναγομένη, όταν ασκούσε την κρινόμενη αγωγή, πίστευε ως αληθή όσα ισχυρίστηκε, γνωρίζοντας, όμως, ότι όσα ισχυρίστηκε μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του ενάγοντος, παρά το γεγονός ότι δεν ήταν αυτός ο σκοπός της, αλλά η δικαίωσή της. Συνεπώς, αποδείχθηκε ότι δεν στοιχειοθετείται για μεν τον υπό στοιχείο α ισχυρισμό υποκειμενικά, για, δε, τον υπό στοιχείο β ισχυρισμό αντικειμενικά και υποκειμενικά, το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο ενάγων.

Όμως, πληρούται τόσο η αντικειμενική όσο και η υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος της απλής δυσφήμησης σε βάρος του ενάγοντος, δεδομένου ότι η εναγομένη δεν πρότεινε την ένσταση του δικαιολογημένου ενδιαφέροντος του άρθρου 367 §§ 1γ και 2 ΠΚ. Συνεπώς, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων προσβλήθηκε στην τιμή και την υπόληψή του και λαμβάνοντας υπόψη την ένταση του δόλου της εναγομένης, το μέγεθος της προσβολής που υπέστη ο ενάγων και την οικονομική κατάσταση των μερών, πρέπει να επιδικαστεί υπέρ του ενάγοντος το ποσό των δύο χιλιάδων (2.000,00) ευρώ ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την αδικοπρακτική συμπεριφορά της εναγομένης. Επομένως, πρέπει να γίνουν μερικά δεκτές και οι δύο αγωγές.

Πρέπει, δε, να υποχρεωθεί

α) η εναγομένη της υπό στοιχείο Α αγωγής να καταβάλει στον ενάγοντα της υπό στοιχείο Α αγωγής το ποσό των δύο χιλιάδων (2.000,00) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση και

β) ο εναγόμενος της υπό στοιχείο Β αγωγής να καταβάλει στην ενάγουσα της υπό στοιχείο Β αγωγής το ποσό των πέντε χιλιάδων οκτακοσίων πενήντα έξι ευρώ και είκοσι εννέα λεπτών (5.856,29 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της με αριθμό κατάθεσης …./2011 αγωγής της ενάγουσας (βλ. σχετικά ΟλΑΠ 13/1994 ΕλλΔνη 1994 σελ. 1259 και ΑΠ 1126/2010 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜQΣ»), δηλαδή από την 5η-04-2011 (όπως ομολογεί με το δικόγραφο της κρινόμενης αγωγής του ο εναγόμενος) και μέχρι την πλήρη εξόφληση, όπως ορίζεται στο διατακτικό της απόφασης. Πρέπει, δε, να απορριφθεί το παρεπόμενο αίτημα της κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, καθώς, δεδομένου και του ύψους των επιδικασθέντων κονδυλίων, η περαιτέρω καθυστέρηση στην εκτέλεση δεν μπορεί να επιφέρει σημαντική ζημία στους διαδίκους.

Τέλος, πρέπει να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος της υπό στοιχείο Α αγωγής σε βάρος της εναγομένης και μέρος των δικαpτικών εξόδων της ενάγουσας της υπό στοιχείο Β αγωγής σε βάρος του εναγόμενου λόγω της μερικής ήττας τους (άρθρα 178 και 191 § 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της απόφασης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ τις Α) από 28-01-2014 με αριθμό κατάθεσης …/04- 02-2014 και Β) από 02-10-2013 με αριθμό κατάθεσης …./04-10-2013 αγωγές, αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε απορριπτέο. ΔΕΧΕΤΑΙ μερικά την υπό στοιχείο Α αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη της υπό στοιχείο Α αγωγής να καταβάλει στον ενάγοντα της υπό στοιχείο Α αγωγής το ποσό των δύο χιλιάδων (2.000,00) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εναγόμενης της υπό στοιχείο Α αγωγής μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος της υπό στοιχείο Α αγωγής, το οποίο ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300,00) ευρώ.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την υπό στοιχείο Β αγωγή ως προς τη δεύτερη εναγομένη.

ΔΕΧΕΤΑΙ μερικά την υπό στοιχείο Β αγωγή ως προς τον πρώτο εναγόμενο.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον εναγόμενο της υπό στοιχείο Β αγωγής να καταβάλει στην ενάγουσα της υπό στοιχείο Β αγωγής το ποσό των πέντε χιλιάδων οκτακοσίων πενήντα έξι ευρώ και είκοσι εννέα λεπτών (5.856,29 ευρώ), μετ νόμιμο τόκο από την 8 η-04-2011 και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της ενάγουσας της υπό στοιχείο Β αγωγής τα δικαστικά έξοδα της δεύτερης εναγομένης της υπό στοιχείο Β αγωγής, τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400,00) ευρώ.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εναγομένου της υπό στοιχείο Β αγωγής μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας της υπό στοιχείο Β αγωγής, το οποίο ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων πενήντα (550,00) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στη Θεσσαλονίκη, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

GreekEnglish