Αποζημίωση από τροχαίο ατύχημα,

Αποζημίωση από τροχαίο ατύχημα, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, επιδίκαση ιδιαίτερης αποζημίωσης άρθρο 931 ΑΚ

Αριθμός 1018/2011 ΕΦΕΤΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Ανέστη Μηλιόπουλο, Πρόεδρο Εφετών, Καλλιρρόη Χειμαριού και Αντώνιο Τσαλαπόρτα, Εισηγητή, Εφέτες και τη Γραμματέα Νικολέττα Νέδα.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του την 31 Μαρτίου 2011 για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ:
Α’ ΕΦΕΣΗ [πιν. 64] ΤΩΝ ΚΑΛΟΥΝΤΩΝ – ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ:, για τους οποίους παραστάθηκε ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους Δημήτριος Τσαγκαλ ί δης [Α.Μ.Δ.Σ.Θ. 2176].

ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ [1]ΚΑΘ’ ΟΥ Η ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΔΙΚΗΣ – ΚΑΘ’ ΟΥ Η ΠΡΟΣΕΠΙΚΛΗΣΗ ΣΕ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΚΑΙ ΠΑΡΕΜΠΙΠΤΟΝΤΩΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ [, ο οποίος δεν παραστάθηκε και 2 ] ΑΝΑΚΟΙΝΩΝΟΥΣΑΣ ΤΗ ΔΙΚΗ – ΠΡΟΣΕΠΙΚΑΛΟΥΣΑΣ ΣΕ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΚΑΙ ΠΑΡΕΜΠΙΠΤΟΝΤΩΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ [ε’, στ’, ζ’ και η’ αγωγές] που εδρεύει στην Αθήνα, και το υποκατάστημα της στη Θεσσαλονίκη, και εκπροσωπείται νόμιμα, την οποία εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Εμμανουήλ Χαβάκης [Α.Μ.Δ.Σ.Θ. 637], [κατατέθηκε δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.].

Β’ ΕΦΕΣΗ [ π ι ν . 56]
ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ [α’, β’, γ’ και δ’ αγωγές] ΑΝΑΚΟΙΝΩΝΟΥΣΑΣ ΤΗ ΔΙΚΗ – ΠΡΟΣΕΠΙΚΑΛΟΥΣΑΣ ΣΕ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΚΑΙ ΠΑΡΕΜΠΙΠΤΟΝΤΩΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ [ε’, στ’, ζ’ και η’ αγωγές]: Της εταιρίας με την την οποία εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Εμμανουήλ Χαβάκης [Α.Μ.Δ.Σ.Θ. 637], [κατατέθηκε δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.].
ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ:

για τους οποίους παραστάθηκε ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους Δημήτριος Τσαγκαλίδης [Α.Μ.Δ.Σ.Θ. 2176].

Γ’ ΕΦΕΣΗ [πιν. 67] ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ [α’, β’, γ’ και δ’ αγωγές] – ΑΝΑΚΟΙΝΩΝΟΥΣΑΣ ΤΗ ΔΙΚΗ – ΠΡΟΣΕΠΙΚΑΛΟΥΣΑΣ ΣΕ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΚΑΙ ΠΑΡΕΜΠΙΠΤΟΝΤΩΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ [ε’, στ’, ζ’ και η’ αγωγές]: Της Ανώνυμης] και εκπροσωπείται νόμιμα, την οποία εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Εμμανουήλ Χαβάκης [Α.Μ.Δ.Σ.Θ. 637], [κατατέθηκε δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.].
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ [α’, β’, γ’ και δ’ αγωγές] – ΚΑΘ’ ΟΥ Η ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΔΙΚΗΣ – ΚΑΘ’ ΟΥ Η ΠΡΟΣΕΠΙΚΛΗΣΗ ΣΕ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΚΑΙ ΠΑΡΕΜΠΙΠΤΟΝΤΩΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ [ε’, στ’, ζ’ και η’ αγωγές]:, ο οποίος δεν παραστάθηκε.

Οι ενάγοντες με τις αγωγές τους κατά των εναγομένων [αριθ. έκθ. κατάθεσης 16059/2007, 16060/2007, 16061/2007 και 16062/2007] και η ανακοινώνουσα τη δίκη, προσεπι καλούσα σε παρέμβαση και παρεμπιπτόντως ενάγουσα με τις αγωγές της κατά του καθ’ ου η ανακοίνωση δίκης, καθ’ ου η προσεπίκληση σε παρέμβαση και παρεμπιπτόντως εναγομένου [αριθ. έκθ. κατάθεσης 31883/2007, 31884/2007, 31886/2007 και 31887/2007] προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, ζήτησαν ότι αναφέρουν σ’ αυτές.

Το Δικαστήριο με την οριστική του απόφαση 48177/2008 έκανε δεκτές κατά ένα μέρος τις με αριθμούς κατάθεσης 16059/2007, 16060/2007, 16061/2007 και 16062/2007 αγωγές και έκανε δεκτές τις με αριθμούς κατάθεσης 31883/2007, 31884/2007, 31886/2007 και 31887/2007 παρεμπίπτουσες αγωγές. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονέθηκαν α]ο ι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες με την έφεσή τους [αριθ. έκθ. κατάθεσης 1362/28-3-2008] και β]η εναγομένη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «.» και ήδη εκκαλούσα με την έφεσή της [αριθ. έκθ. κατάθεσης 2338/9-6-2008] για τις οποίες ορίσθηκε δικάσιμος η 20-11-2008 και μετά από αναβολές η 27-5-2010 κατά την οποία η συζήτησή τους ματαιώθηκε. Ήδη οι παραπάνω εφέσεις φέρονται προς περαιτέρω συζήτηση με τις από 7-6-2010 δύο κλήσεις των ιδίων εκκαλουντων [αριθ. έκθ. κατάθεσης 2317/15-6-2010 και 2044/7-6-2010 αντίστοιχα] προς το Δικαστήριο αυτό.

Επίσης κατά της ίδιας απόφασης [48177/2007] παραπονείται η εναγομένη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «.» και ήδη εκκαλούσα με την έφεσή της [αριθ. έκθ. κατάθεσης 2746/9-7-2010]. Για τις προαναφερόμενες υποθέσεις ορίστηκε η αναφερομένη στην αρχή της παρούσας δικάσιμος [312-3-2011], κατά την οποία και συνεκδικάσθηκαν.

Κατά τη συζήτηση των υποθέσεων και κατά την εκφώνησή τους από το σχετικό πινάκιο στη σειρά τους, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων που παραστάθηκαν στο ακροατήριο αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν, ενώ δεν παραστάθηκε ο εφεσίβλητος [α’ και εφέσεις].ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΙΣ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΕΣ ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τους ορισμούς και την έννοια του άρθρου 522 Κ.Πολ.Δ., το αντικείμενο της δευτεροβάθμιας δίκης προσδιορίζεται από την έφεση και τους πρόσθετους αυτής λόγους, κατά το οποίο καl μεταβιβάζεται η υπόθεση στο επιλαμβανόμενο της εφέσεως δικαστήριο Εξάλλου, η διάταξη του άρθρου 283 Κ.Πολ.Δ. παρέχει την δικονομική δυνατότητα στον εναγόμενο να ασκήσει αυτοτελή ή παρεμπίπτουσα αγωγή κατά του συνεναγομένου του, με διατυπούμενο δι’ αυτής αίτημα την καταδίκη του τελευταίου σε πληρωμή εις εκείνον ό,τι ήθελε υποχρεωθεί να καταβάλει στον ενάγοντα της κύριας αγωγής σε περίπτωση παραδοχής της (Κ.Πολ.Δ. 69 παρ.ΐδ), προϋπόθεση από την οποία εξαρτάται η γένεση της εν λόγω αξιώσεως αποζημιώσεως, με βάση τη συνδέουσα τους διαδίκους της παρεμπίπτουσας δίκης έννομη σχέση.

Οι δίκες, που δημιουργούνται παράλληλα με την άσκηση της κύριας και παρεμπίπτουσας αγωγής αντίστοιχα, είναι μεν συναφείς, πλην είναι διακριτές.

Επομένως, σε περίπτωση που θα γίνουν δεκτές εν μέρει η κύρια και η παρεμπίπτουσα αγωγή σε πρώτο βαθμό, και ασκήσεως στη συνέχεια εφέσεων κατά της πρωτοβάθμιας αποφάσεως από τον ενάγοντα και τον εναγόμενο της κύριας αγωγής δεν μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο και η παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημιώσεως.

Για να μεταβιβαστεί η υπόθεση στο Εφετείο και κατά το μέρος αυτό πρέπει να ασκήσει έφεση (επικουρική) και ο ενάγων της αγωγής αυτής (παρεμπιπτόντως ενάγων), ζητώντας την επανεξέτασή της σε περίπτωση που γίνει δεκτή η έφεση του κυρίως ενάγοντος, θα τελεί δηλαδή υπό την αίρεση της ευδοκίμησης της έφεσης του κυρίως ενάγοντος εκκαλούντος (βλ. Α.Π. 1037/2010 δημ. νόμος, Α.Π. 1353/2008 δημ. νόμος, Α.Π. 474/2000 ΝοΒ 2001, 870, Ελλ. Δ/νη 41. 1588, Α.Π. 1315/1993 Ελλ.Δ/νη 35. 1593, Α.Π. 94/1980 ΝοΒ 1980, Εφ.Θεσ. 2966/1994 δημ νόμος, ΕΦ.Λαρ. 55/2007 δημ νόμος Από τις διατάξεις των άρθρων 271 παρ. 1 και 524 παρ. 1 και 4εδ. α’ Κ.Πολ.Δ. (όπως αυτές ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με τα άρθρα 13 παρ. 1 και 16 παρ. 3 Ν. 2915/2001) και οι οποίες εφαρμόζονται και στην ειδική διαδικασία του άρθρου 681 Α Κ.Πολ.Δ., προκύπτει ότι αν ο εφεσίβλητος δεν εμφανισθεί κατά την συζήτηση της εφέσεως, το Εφετείο ερευνά με επιμέλεια τινός από τους διαδίκους επισπεύδεται η συζήτηση.

Αν αυτή επισπεύδεται από τον εκκαλούντα και το αποδεικνύει αυτός η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν παρών ο εφεσίβλητος. Στην προκειμένη περίπτωση ενώπιον του δικαστηρίου τούτου φέρονται προς συζήτηση με κλήση των εκκαλούντων μετά τη ματαίωση της συζήτησης τους κατά τη δικάσιμο της 27-5-2010 λόγω αναστολής των εργασιών των δικαστικών υπηρεσιών του Δικαστικού Μεγάρου Θεσσαλονίκης εξαιτίας της ενεργοποίησης εκρηκτικού μηχανισμού την 14-5-2010, η με αριθμ. καταθ. 1362/28-3-2008 έφεση και η με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 2338/9-6-2008 έφεση της ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία

Επίσης φέρεται προς συζήτηση στην ίδια δικάσιμο και η με αρίθμ κατ.2746/9-7-2010 επικουρική έφεση της ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία Ε, που στρέφονται κατά της με αριθμ. 48177 12007 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών για ζημιές από αυτοκίνητο, καθώς και από τη σύμβαση της ασφάλισής του (άρθρο 681Α Κ.Πολ.Δ.). Οι εν λόγω εφέσεις πρέπει να συνεκδικασθούν λόγω πρόδηλης συνάφειας τους, αλλά και διότι έτσι διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων αυτής, ( άρθρα 246 και 524 παρ. 1 του ΚΠολΔ) .

Κατά την εκφώνηση όμως των εφέσεων με τη σειρά τους από το οικείο πινάκιο δεν εμφανίσθηκε ο εφεσίβλητος τόσο με την έφεση των όσο και με την επικουρική έφεση, ο οποίος δικάσθηκε ερήμην και στον πρώτο βαθμό.

Όπως αποδεικνύεται από τη προσκομιζόμενη με αριθμ. 1557/5-7-2010 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Σερρών Δέσποινας Κυριαζή, καθώς και την με αριθμ 1119Γ |27-10-2010 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Σερρών Δημ Βαϊτση, ακριβή αντίγραφα της κλήσης προς συζήτηση της έφεσης των και της επικουρικής έφεσης της ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία με κλήσεις προς εμφάνιση κατά την παρούσα δικάσιμο επιδόθηκαν νομότυπα στον απολειπόμενο εφεσίβλητο.

Επομένως θα προχωρήσει η συζήτηση αυτών σαν να ήταν και εκείνος παρών. Περαιτέρω οι εν λόγω εφέσεις έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 495 παρ. 1 και 2, 496, 498, 511, 513 παρ. 1 β, 518 παρ. 1,2 και 591 παρ. 1 Κ.Πολ.Δικ.), αφού από τα έγγραφα που προσκομίζονται δεν προκύπτει η παρέλευση της προθεσμίας άσκησης τους ή άλλος λόγος απαράδεκτου. Συνεπώς είναι παραδεκτές (άρθρ. 19, 511, 513, 516 παρ. 1, 517, 520 παρ. 1, 532 και 591 παρ. 1 Κ.Πολ.Δικ.) και πρέπει κατά την ίδια διαδικασία να εξεταστούν οι λόγοι τους, αν είναι παραδεκτοί και βάσιμοι (άρθρ. 533 Κ.Πολ.Δικ).

Στο σημείο τούτο πρέπει να αναφερθεί ότι παραδεκτά στο δευτεροβάθμιο τούτο Δικαστήριο, εισάγονται προς συζήτηση ol προαναφερόμενες προσεπικλήσεις και οι ενωμένες με αυτές παρεμπίπτουσες αγωγές, καθόσον η προσεπlκαλέσασα – εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία άσκησε έφεση που τελεί υπό την αίρεση της ευδοκίμησης των εφέσεωντων κυρίως εναγόντων -εκκαλούντων Ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου που εξέδωσε την εκκαλουμένη απόφαση ήχθησαν προς εκδίκαση η με αριθμ καταθ. 16059/2-4-2007 κύρια αγωγή του, η με αριθμ. καταθ. 16060|2-4-2007 κύρια αγωγή η με αριθμ/ κατ. 16061/2-4-2007 κύρια αγωγή της, η με αριθμ κατ.16062/2007 κύρια αγωγή των Μαρία έχει ήδη ενηλικιωθεί και συνεχίζει η ίδια τη συζήτηση της έφεσης, καθώς και ol με αριθμ κατ. 31883/2007, 31884/2007, 31886/2007 και 31887/2007 ανακοινώσεις δίκης, προσεπικλήσεις – παρεμπίπτουσες αγωγές της ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «Ol κύριες και οι παρεμπίπτουσες αγωγές είχαν ως ιστορική βάση το αυτό αδικοπρακτικό περιστατικό, ήτοι αυτοκινητικό ατύχημα που έλαβε χώρα στις 8-10-2006 και ώρα 16,00 στο Ιο χιλιόμετρο της επαρχιακής οδού, αποτέλεσμα του οποίου ήταν οι υλικές ζημιές του με Ζητούσαν δε οι ενάγοντες όσα ειδικότερα αναφέρονταν στις κύριες αγωγές τους.

Η εναγόμενη με τις κύριες αγωγές ασφαλιστική εταιρία με τις παρεμπίπτουσες αγωγές της ζητούσε, για τους ειδικότερους λόγους και αιτίες που αναφέρονται σ’ αυτές, -σε περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι αποκλειστικά υπαίτιος ή συνυπαίτίος του ενδίκου ατυχήματος που ενεπλάκη είναι ο οδηγός και ασφαλισμένος της – να γίνει δεκτό ότι αυτή απαλλάσσεται της ευθύνης της κατ’ άρθρο 25 παρ. 8 της υπ’ αριθ. Κ4/585/5-4-1978 AYE, διότι ο οδηγός, και ήδη εφεσίβλητος με την επικουρική έφεση της, του ασφαλισμένου σ’ αυτή αυτοκινήτου, κατά την ημεροχρονολογία και ώρα του ατυχήματος, τελούσε υπό την επήρεια οινοπνεύματος, κατά την έννοια και τις προϋποθέσεις του άρθρου 42 ΚΟΚ, και να υποχρεωθεί να της καταβάλει, τα αιτούμενα με τις άνω κυρίες αγωγές των εναγόντων ποσά, ως εξ αναγωγής υπόχρεος,.

Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αφού συνεκδίκασε τις κύριες και τις παρεπόμενες αγωγές, με την εκκαλουμένη υπ’ αριθ. 48177/2007 οριστική απόφαση του έκρινε ότι αποκλειστικά υπαίτιος του ενδίκου ατυχήματος ήταν, δέχτηκε εν μέρει τις αγωγές των κυρίως εναγόντων, και αναγνώρισε ότι ο παρεμπιπτόντως εναγόμενος είναι υποχρεωμένος να καταβάλλει στην παρεμπιπτόντως ενάγουσα ασφαλιστική εταιρία, τα ποσά που υποχρεώθηκε αυτή και αναγνωρίστηκε η υποχρέωσή της να καταβάλλει στους κυρίως ενάγοντες.

Κατά της αποφάσεως αυτής, ο^ διάδικοι άσκησαν τις υπό κρίση συνεκδικαζόμενες εφέσεις τους, με τις οποίες και με τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτές λόγους, αναγόμενους σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου καl κακή εκτίμηση των αποδείξεων ζητούν,

Α) οι εκκαλούντες -ενάγοντες των κύριων αγωγών, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης ως προς τα κεφάλαια της, που αναφέρονται στους λόγους έφεσης τους, με σκοπό να γίνουν εν όλω δεκτές οι αγωγές τους ως κατ’ ουσία βάσιμες αναφορικά με τα εκκαλούμενα κεφάλαια της απόφασης.

Β) η εκκαλούσα – εναγόμενη με τις κύριες αγωγές ασφαλιστική εταιρία, ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης άλλως, τη μεταρρύθμισή της, με σκοπό να απορριφθούν ως κατ’ ουσία αβάσιμες στο σύνολο τους ol κύριες αγωγές, άλλως να γίνει δεκτές για μικρότερα ποσά από τα επιδικασθέντα.

Επίσης η εκκαλούσα – εναγόμενη με τις κύριες αγωγές ασφαλιστική εταιρία, ζητεί με την επικουρική έφεση της, σε περίπτωση που γίνει δεκτή η έφεση των κυρίως εναγόντων και υποχρεωθεί να καταβάλλει α’ αυτούς επί πλέον ποσά από αυτά που επιδικάσθηκαν με την εκκαλουμένη απόφαση, να αναγνωρισθεί ότι ο παρεμπιπτόντως εναγόμενος είναι υποχρεωμένος να της καταβάλλε ι, τα ποσά που υποχρεώθηκε αυτή και αναγνωρίστηκε η υποχρέωσή της να καταβάλλει στους κυρίως ενάγοντες.

Το άρθρο 932 Α.Κ. ορίζει ότι “σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνέίας του, ή στερήθηκε την ελευθερία του.

Σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου η χρηματική αυτή ικανοποίηση μπορεί να επιδικασθεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης”. Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι, σε περίπτωση προσβολής της υγείας προσώπου, φορέας της σχετικής αξιώσεως για χρηματική ικανοποίηση είναι εκείνος που υπέστη άμεσα την ηθική βλάβη δηλαδή ο παθών, κατά του οποίου στρέφεται η αδικοπραξία.

Τρίτα πρόσωπα, που ανήκουν συνήθως στο άμεσο οικογενειακό περιβάλλον του θύματος της αδικοπραξίας, έστω και αν αυτά υφίστανται ψυχικό πόνο από την αδικοπραξία, που στρέφεται κατά του οικείου τους, κατά κανόνα θεωρούνται τρίτοι και δεν καθίστανται και αυτά φορείς της σχετικής αξιώσεως για χρηματική ικανοποίηση (Α.Π. 648/2002 Ελ.Δνη 2002.1616, ΕΦ.ΔΩΔ. 203/2009 δημ νόμος, Εφ.Δωδ. 303/2006, Εφ.ΑΘ. 9617/2000 Ελ.Δνη 2001.946, Εφ.Πατρ. 930/2000 Αρχ.Ν. 2001.640).

Επίσης σύμφωνα με ίο άρθρο 928 εδ. β’ Α.Κ., αξίωση αποζημίωσης παρέχεται και σε εκείνον ο οποίος είχε κατά νόμο δικαίωμα να απαιτεί από το θύμα την παροχή υπηρεσιών.

Τέτοιο δικαίωμα έχουν:

α) ο σύζυγος κατά τη διάρκεια του γάμου από τον άλλο σύζυγο (άρθρο 1389 Α.Κ.) και

β) oι γονείς από τα τέκνα τους, εφόσον αποτελούν μέλος του οίκου των γονέων τους και ανατρέφονται ή διατρέφονται από αυτούς (άρθρο 1508 Α.Κ.), όχι όμως τα τέκνα από τους γονείς τους (Α.Π. 1230/1989 ΕΕΝ 1990, 491, Α.Π. 922/1981 Επ.Συγκ.Δ. 1983, 27, Εφ.ΑΘ. 9740/1986 Ελλ.Δνη 29. 916, Εφ.Θεσ. 233/1990 Αρμ. 44. 441, Κρητικός, ό.π., αρ. 519) καθόσον ο Αστικός Κώδικας και μετά την τροποποίησή του με τον Νόμο 1329/1983 δεν καθιερώνει υποχρέωση των γονέων για παροχή υπηρεσιών προς τα τέκνα τους, ούτε συνάγεται δε το αντίθετο από την διάταξη του άρθρου 1507 Α.Κ., η οποία περιέχει, όχι νομική υποχρέωση αλλά φυσικό και ηθικό παράγγελμα (Ε.Α. 8200/1984 Αρμ. 39.215).

Από την διάταξη του άρθρου 929 Α.Κ., ορίζεται, ότι “σε περίπτωση βλάβης του σώματος ή της υγείας προσώπου η αποζημίωση περιλαμβάνει, εκτός από τα νοσήλια και τη ζημία που έχει επέλθει, οτιδήποτε ο παθών θα στερείται στο μέλλον ή θα ξοδεύει επιπλέον εξαιτίας της αύξησης των δαπανών του”. Περαιτέρω, στο άρθρο 298 ΑΚ διαλαμβάνεται, ότι: “η αποζημίωση περιλαμβάνει την μείωση της υπάρχουσας περιουσίας του δανειστή (θετική ζημία) καθώς και το διαφυγόν κέρδος.

Τέτοιο κέρδος λογίζεται εκείνο που προσδοκά κανείς με πιθανότητα σύμφωνα με την συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί”.

Η αποζημίωση αυτή δεν ταυτίζεται και’ ανάγκην• με το ποσοστό της αναπηρίας του η το είδος, την έκταση και τη σοβαρότητα της παραμόρφωσής του, αλλά είναι αντίστοιχη με την απωλεσθείσα ικανότητα για κτήση εισοδημάτων, η οποία αποδεικνύεται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, αφού είναι δυνατόν να υπάρχει μεγάλη αναπηρία με μικρή επίπτωση στην ικανότητα κτήσης εισοδημάτων και αντίστροφα (Α.Π. 1503/2000 δημ. νόμος).

Από τις προαναφερόμενες διατάξεις συνάγεται, ότι, σε περίπτωση παράνομης και υπαίτιας βλάβης του σώματος ή της υγείας προσώπου, η αποζημίωση, εκτός από τη θετική ζημία, δηλαδή τη μείωση της περιουσίας, περιλαμβάνει και την αποθετική τοιαύτη (διαφυγόν κέρδος). Την έννοια του διαφυγόντος κέρδους, η οποία αποτελεί έννοια νομική και όρο εφαρμογής του άρθρου 298 Α. Κ., παρέχει η διάταξη αυτή κατά την οποία “(ως τοιούτο) λογίζεται το κέρδος εκείνο, που προσδοκά κανείς με πιθανότητα, σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις, και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί” (Α.Π. 1155/2007 δημ. νόμος).

Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει, ότι το διαφυγόν κέρδος αποτελεί ζημία, η οποία θα επέλθει στο μέλλον και κατ” ανάγκη συνδέεται με την υποθετική εξέλιξη των πραγμάτων. Δεν εμφανίζει την βεβαιότητα της θετικής ζημίας.

Για την απόδειξή της, που είναι δύσκολη για τον ζημιωθέντα συγκριτικά με τη θετική ζημία, ο νόμος αρκείται σε απλή π ι θανολόγηση.

Έτσι, η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 298 εδ. β’ Α.Κ. έχει ουσιαστικό μεν χαρακτήρα, εφόσον καθορίζει τα στοιχεία της αξιώσεως αποζημιώσεως, και δικονομικό χαρακτήρα, εφόσον επιτρέπει στον δικαστή να αρκεσθεί σε απλή π ι θανολόγηση (Α. Π. 1306/2003 δημ. νόμος).

Εν όψει αυτών, στην περίπτωση που από την εκτίμηση των αποδείξεων προκύψει κατά την κρίση του Δικαστηρίου ότι η ζημία του ενάγοντος που εμφανιζόταν κατά την αγωγή ως πιθανή κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων, είναι απλά ενδεχόμενη, στην περίπτωση αυτή η αγωγή απορρίπτεται ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη ως προς το στοιχείο της πιθανότητας του διαφυγόντος κέρδους με την έννοια που προαναφέρθηκε, η απόρριψη δε αυτή έχει την έννοια ότι η αγωγή ασκήθηκε πρόωρα, χωρίς εντεύθεν να δημιουργείται ως προς τούτο δεδικασμένο, γιατί δεν πρόκειται για τομή οριστική της διαφοράς επί της ουσίας (Α.Π. 2076/2006 δημ. νόμος).

Τα παραπάνω που αφορούν το διαφυγόν κέρδος ισχύουν και για τη μέλλουσα θετική ζημία δηλαδή εκείνη τη ζημία της οποίας η μεν γενεσιουργός αιτία βρίσκεται στο παρελθόν, ενώ η εκδήλωση και η έκτασή της με μεγάλη πιθανότητα, βάσει και των συνεπειών που έχουν ήδη γεννηθεί και προέρχονται από το ζημιογόνο γεγονός αναμένεται ότι θα επέλθουν στο μέλλον.

Για την αποκατάσταση της μέλλουσας θετικής ζημίας δεν απαιτείται να διαπιστωθεί κατά τρόπον βέβαιο ότι αυτή θα επέλθει, αλλά αρκεί η πιθανολόγηση του γεγονότος αυτού βάσει αντικειμενικών κριτηρίων και της κοινής πείρας των πραγμάτων.

Η αποκατάσταση της μέλλουσας θετικής ζημίας μπορεί να αξιωθεί εκ των προτέρων εφόσον ήδη θεωρείται ότι υπάρχει η περιουσιακή ζημία στο μέτρο το οποίο είναι εφικτός ο προσδιορισμός της, καθόσον η εκ των προτέρων χορήγηση της αποζημίωσης αυτής διευκολύνει το σκοπό για τον οποίο παρέχεται (Εφ.ΑΘ. 9921/1999 Ελ.Δικ. 43/1437).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 5 του ν.δ. 4104/1965, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 18 παρ. 1 του ν. 4476/1965, σε συνδυασμό με το άρθρο 18 του ν. 1654/1986 προκύπτει, ότι σε περίπτωση αναπηρίας ή θανάτωσης ασφαλισμένου στο ΙΚΑ, η αξίωση αποζημίωσης του ασφαλισμένου, που απορρέει από το άρθρο 929 Α.Κ., κατά του υποχρέου, μεταβιβάζεται στο ΙΚΑ από την ημέρα που γεννήθηκε η σχετική αξίωση.

Για να λειτουργήσει το σύστημα της αυτοδίκαιης μεταβίβασης στο ΙΚΑ της αξίωσης αποζημίωσης του παθόντα κατά του ζημιώσαντος τρίτου, πρέπει να συντρέχει, ποιοτική και ποσοτική αντιστοιχία μεταξύ των παροχών του ΙΚΑ προς τον ασφαλισμένο και των αξιώσεων αποζημίωσης του παθόντος κατά του υποχρέου τρίτου.

Η αντιστοιχία αυτή συντρέχει, όταν αμφότερες οι παροχές είναι ομοειδείς και υπηρετούν τον ίδιο σκοπό. Τούτο συμβαίνει, όταν οι παροχές αυτές τελούν μεταξύ τους υπό χρονική και ποιοτική άποψη, σε μία εσωτερική συνάφεια.

Εφόσον συντρέξουν οι προϋποθέσεις αυτές, επέρχεται η μεταβίβαση της απαίτησης το ΙΚΑ. Εν προκειμένω δεν εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 930 παρ. 3 Α.Κ., στην οποία στηρίζεται η σωρευτική απόληψη της σύνταξης και της αποζημίωσης κατά το άρθρο 928 Α.Κ., που ισχύει για τους λοιπούς, πλην του ΙΚΑ ασφαλιστικούς οργανισμούς. Σκοπός της παραπάνω νομοθετικής ρύθμισης είναι κυρίως, η παρεμπόδιση μιας διπλής, ουσιαστικά αποζημίωσης του θύματος, της αδικοπραξίας ή σε περίπτωση θανάτου του των δικαιούχων διατροφής.

Εφόσον, συνεπώς, συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής των παραπάνω νόμων, περιορίζεται αντίστοιχα, η εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 930 παρ. 3 Α.Κ. αναφορικά με το δικαίωμα του ζημιωθέντα να απαιτήσει, αθροιστικά, την αποζημίωση από τον υπόχρεο και την ασφαλιστική παροχή από το ΙΚΑ, (Α.Π. 803/2004 δημ. Νόμος) .

Στην περίπτωση που ο παθών αξιώνει αποζημίωση για μέλλουσα αποθετική ζημία, συνεπεία ολικής ισόβιας ανικανότητας για εργασία, ως χρονικό ορίζοντα εκείνον του πιθανού ορίου ηλικίας μέχρι του οποίου θα επιβίωνε βιολογικά, κατά την έννοια του διαφυγόντος κέρδους που προαναφέρθηκε, το δε ΙΚΑ από την πλευρά του προσδιόρισε και καταβάλει σύνταξη αναπηρίας στον παθόντα για πολύ μικρότερο χρονικό διάστημα, και με την έννοια της προσωρινότητας, στην περίπτωση αυτή, σ’ εφαρμογή και των προαναφερθέντων για την αυτοδίκαιη μεταβίβαση της αντίστοιχης αξίωσης στο ΙΚΑ, η αντίστοιχη αξίωση του παθόντος για διαφυγόντα εισοδήματα για το χρονικό διάστημα μετά την λήξη του χρόνου που εξικνείται η προσωρινά συγχρόνως σ’ αυτόν καταβαλλόμενη αναπηρική σύνταξη, εμφανίζεται να αντιστοιχεί και να καλύπτει ζημία απλά ενδεχόμενη, με την έννοια που προαναφέρθηκε, και όχι πιθανή, γιατί το ύψος της τελικά εξαρτάται από την πλήρωση ή όχι της αίρεσης υπό την οποία τελεί η αντίστοιχη αυτοδίκαιη υποκατάσταση ή όχι του ΙΚΑ σε μέρος της, στην περίπτωση που θα συνεχίσει να καταβάλλεται και στο μέλλον η προσωρινή σύνταξη, τέτοιο δε ενδεχόμενο, που δεν καθιστά πλέον πρόωρη την αγωγή, θεωρείται, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων, η οριστικοποίηση της παρεχόμενης στον παθόντα αναπηρικής σύνταξης από το ΙΚΑ (Α.Π. 601/2010 δημ. Νόμος).

Ήδη το άρθρο 47 παρ 6 του ν. 3518/2006 που ισχύει από την αρχή του έτους 2007 (ΦΕΚ Α 272/21-12-2007) ορίζει ότι Οι διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 10 τουΣελίδα 10η/1018/2011 ν.δ. 4104/1960 (ΦΕΚ 147 Α’) όπως αντικαταστάθηκαν με την παράγραφο 1 του άρθρου 18 του ν. 4476/1965 (ΦΕΚ 103 A’) kol συμπληρώθηκαν με το άρθρο 18 του ν. 1654/1986, καθώς και οι διατάξεις του β.δ. 226/23.2/21.3.1973 (ΦΕΚ 66 Α’) έχουν ανάλογη εφαρμογή και στους ασφαλιστικούς οργανισμούς ελευθέρων επαγγελματιών, ανεξάρτητααπασχολουμένων, καθώς και στον Ο.Γ.Α.

Συνεπώς και ως προς τους εν λόγω ασφαλιστικούς οργανισμούς ΤΕΒΕ ήδη ΟΑΕΕ και ΟΓΑ ισχύει ο αποκλεισμός του ως άνω δικαιώματος του παθόντος για σωρευτική απόληψη της αποζημίωσης και σ’ αυτούς τους οργανισμούς μεταβιβάζεται αυτοδικαίως η αξίωση του ασφαλισμένου τους, παθόντος (ή άλλως δικαιούχου) από τότε που γεννιέται στην έκταση που ο δικαιούχος δικαιούται να απαιτήσει από τους ασφαλιστικούς οργανισμούς παροχές σε είδος ή σε χρήμα Ακόμη κατά τη διάταξη του άρθρου 931 Α.Κ. “η αναπηρία ή η παραμόρφωση, που προξενήθηκε στον παθόντα, λαμβάνεται υπόψη κατά την επιδίκαση της αποζημίωσης, αν επιδρά στο μέλλον του”.

Ως αναπηρία θεωρείται κάποια έλλειψη της σωματικής, νοητικής ή ψυχικής ακεραιότητας του προσώπου”, ενώ ως παραμόρφωση, νοείται κάθε ουσιώδης αλλοίωση της εξωτερικής εμφανίσεως του προσώπου, η οποία καθορίζεται όχι αναγκαίως κατά τις απόψεις της ιατρικής, αλλά κατά τις αντιλήψεις της ζωής. Περαιτέρω, ως μέλλον νοείται η επαγγελματική, οικονομική και κοινωνική εξέλιξη του προσώπου.

Δεν απαιτείται βεβαιότητα δυσμενούς επιρροής της αναπηρίας ή παραμορφώσεως στο μέλλον του προσώπου.

Αρκεί κα l απλή δυνατότητα κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων. Στον επαγγελματικό-οlκονομlκό τομέα η αναπηρία ή παραμόρφωση του ανθρώπου, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας αποτελεί αρνητικό στοιχείο στα πλαίσια του ανταγωνισμού και της οικονομικής εξελίξεως και προαγωγής του. Οι δυσμενείς συνέπειες είναι περισσότερο έντονες σε περιόδους οικονομικών δυσχερειών και στενότητας στην αγορά εργασίας. Οι βαρυνόμενοι με αναπηρία ή παραμόρφωση μειονεκτούν και κινδυνεύουν να βρεθούν εκτός εργασίας έναντι των υγιών συναδέλφων τους.

Η Α.Κ. 931 προβλέπει επιδίκαση από το δικαστήριο χρηματικής παροχής στον παθόντα αναπηρία ή παραμόρφωση, εφόσον συνεπεία αυτών επηρεάζεται το μέλλον του. Η χρηματική αυτή παροχή δεν αποτελεί αποζημίωση, εφόσον η τελευταία εννοιολογικώς συνδέεται με την επίκληση και απόδειξη ζημίας περιουσιακής, δηλαδή διαφοράς μεταξύ της περιουσιακής καταστάσεως μετά το ζημιογόνο γεγονός και εκείνης που θα υπήρχε χωρίς αυτό.

Εξάλλου, η συνέπεια της αναπηρίας ή παραμορφώσεως ανικανότητα προς εργασία, εφόσον προκαλεί στον παθόντα περιουσιακή ζημία αποτελεί βάση αξιώσεως προς αποζημίωση, που στηρίζεται στην Α. Κ. 929 (αξίωση διαφυγόντων εισοδημάτων). Όμως, η αναπηρία ή παραμόρφωση ως τοιαύτη δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη πρόκληση στον παθόντα περιουσιακής ζημίας.

Προέχον και κρίσιμο είναι το γεγονός της αναπηρίας ή παραμορφώσεως ως βλάβης του σώματος ή της υγείας του προσώπου, ως ενός αυτοτελούς έννομου αγαθού, που απολαύει και συνταγματικής προστασίας, σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 6 του άρθρου 21 του Συντάγματος, όχι μόνο στις σχέσεις των πολιτών προς το Κράτος, αλλά και στις μεταξύ τους σχέσεις, χωρίς αναγκαίως η προστασία αυτή να συνδέεται με αδυναμία πορισμού οικονομικών ωφελημάτων ή πλεονεκτημάτων.

Έτσι, ορθότερη κρίνεται η ερμηνεία της Α.Κ. 931, που την καθιστά εφαρμόσιμη, σύμφωνα με την οποία προβλέπεται από τη διάταξη η επιδίκαση στον παθόντα αναπηρία ή παραμόρφωση ενός εύλογου χρηματικού ποσού ακριβώς λόγω της αναπηρίας ή παραμορφώσεως, χωρίς σύνδεση με συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία, η οποία άλλωστε και δεν δύναται να προσδιοριστεί. Το ποσό του επι δlκαζόμενου κατά την ΑΚ 931 εύλογου χρηματικού ποσού εξευρίσκεται κατν αρχήν με βάση το είδος και τις συνέπειες της αναπηρίας ή παραμορφώσεως αφενός και την ηλικία του παθόντος αφετέρου.

Είναι πρόδηλο, ότι η κατά την Α.Κ. 931 αξίωση είναι διαφορετική:

α) από την Α.Κ. 929 αξίωση για διαφυγόντα εισοδήματα του παθόντος, που κατ΄’ ανάγκη συνδέεται με επίκληση και απόδειξη συγκεκριμένης περιουσιακής ζημίας, λόγω της ανικανότητας του παθόντος προς εργασία, και

β) από την κατν άρθρο 932 χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Είναι αυτονόητο ότι όλες ol παραπάνω αξιώσεις δύνανται να ασκηθούν είτε σωρευτικώς, είτε μεμονωμένος, αφού πρόκειται για αυτοτελείς αξιώσεις και η θεμελίωση κάθε μιας από αυτές δεν προϋποθέτει αναγκαίως την ύπαρξη μιας των λοιπών (Α.Π. 774/2007, Α.Π. 765/2007, Α.Π. 514/2007, Α.Π. 154/2007 δημ. Νόμος).

Τέλος, με το άρθρο 25 παρ. 1 εδ. τέταρτο του Συντάγματος, όπως αυτό ισχύει μετά τη συνταγματική ι-.αθεώρηση του έτους 2001, τίθεται ο κανόνας ζ~ . οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν να επιβληθούν στα ατομικά δικαιώματα “πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού, και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας”.

Κατά την αρχή αυτή, η οποία ως γενική αρχή του δικαίου ίσχυε και προ της ρητής αποτυπώσεώς της στο Σύνταγμα κατά την προαναφερθείσα αναθεώρησή του, οι νομίμως επιβαλλόμενοι περιορισμοί των ατομικών δικαιωμάτων πρέπει να πληρούν τα ακόλουθα τρία κριτήρια, πρέπει δηλαδή να είναι

α) κατάλληλοι, ήτοι πρόσφοροι για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου σκοπού,

β) αναγκαίοι, ήτοι να συνιστούν μέτρο το οποίο, σε σχέση με άλλα δυνάμενα να ληφθούν μέτρα, επάγεται τον ελάχιστο δυνατό περιορισμό για τον ιδιώτη ή το κοινό, κα l τέλος γ) εν στενή εννοία αναλογικοί, να τελούν δηλαδή σε εύλογη σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, ώστε η αναμενόμενη ωφέλεια να μην υπολείπεται της βλάβης που προκαλούν. (Ολ. Α.Π. 43/2005).

Η αρχή της αναλογικότητας, ως κανόνας δικαίου που θέτει όρια στον περιοριστικό του ατομικού δικαιώματος νόμο, απευθύνεται κατΝ αρχήν στο νομοθέτη. Στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου, ήτοι στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών, επίκληση της αρχής της αναλογικότητας μπορεί να γίνει αν ο κοινός νομοθέτης είτε έχει παραβιάσει την αρχή αυτή, θεσπίζοντας με νόμο υπέρμετρους περιορισμούς ατομικών δικαιωμάτων, οπότε ο δικαστής μπορεί, ελέγχοντας τη συνταγματικότητα του νόμου, να μην εφαρμόσει αυτόν (άρθρο 93 παρ. 4 του Συντάγματος), είτε έχει παραλείψει να ασκήσει τις συνταγματικές του υποχρεώσεις, καταλείποντας κενό, οπότε η αρχή της αναλογικότητας καλείται επικουρικώς σε εφαρμογή.

Στο πεδίο των αδικοπρακτlκών σχέσεων (άρθρο 914 επ Α.Κ.), και ειδικότερα στο ζήτημα του μέτρου της επιδικαστέας χρηματικής αποζημίωσης ο νόμος προβλέπει στο άρθρο 931 Α.Κ., όπως και στη διάταξη του άρθρου 932 Α.Κ. για τη χρηματική ικανοποίηση ότι το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική αποζημίωση ανάλογη με τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως όπως αναλυτικά προαναφέρθηκαν. Με τη διάταξη αυτή ο κοινός νομοθέτης έλαβε υπόψη του την αρχή της αναλογικότητας, εξειδικεύοντάς την στο ζήτημα του προσδιορισμού του ύψους της εύλογης χρηματικής αποζημίωσης.

Επομένως, σύμφωνα με τα ανωτέρω, δεν υπάρχει έδαφος άμεσης εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 25 παρ. 1 εδάφιο τέταρτο του Συντάγματος, η ευθεία δε επίκλησή της κατά τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής αυτής αποζημίωσης στερείται σημασίας, αφού δεν θα οδηγούσε σε διαφορετικά, σε σχέση με τον κατ” εφαρμογή του άρθρου 931 ΑΚ προσδιορισμό αυτής, αποτελέσματα (Ολ ΑΠ 6/2009) ΑΠ 12312010 δημ. ίστοσελίδα Νόμος ΑΕΔ 2512010 δημ. ίστοσελίδα Νόμος).

Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο της κρινόμενης κύριας έφεσης της ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία., η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο επιδίκασε στις ανήλικες θυγατέρες της τραυματισθείσας στο ένδικο ατύχημα, το ποσό των 600 ευρώ στην κάθε μία, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστησαν εξαιτίας του τραυματισμού της μητέρας τους κα l με τον τέταρτο λόγο της ίδιας έφεσης της ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο επιδίκασε στις εν λόγω ανήλικες το ποσό των 2700 ευρώ στην κάθε μία ως αποζημίωση λόγω στέρησης των υπηρεσιών που θα τους πρόσφερε η τραυματισθείσα μητέρα τους για χρονικό διάστημα έξη μηνών από τον τραυματισμό της.

Επί των λόγων αυτών της εφέσεως πρέπει να ειπωθούν τα εξής: Όπως αναφέρθηκε στις σχετικές με τις εν λόγω αγωγικές αξιώσεις μείζονες σκέψεις, τρίτα πρόσωπα, που ανήκουν συνήθως στο άμεσο οικογενειακό περιβάλλον του θύματος της αδικοπραξίας, όπως είναι εν προκειμένω τα τέκνα της τραυματισθείσας, έστω και αν αυτά υφίστανται ψυχικό πόνο από την αδικοπραξία, που στρέφεται κατά του οικείου τους, κατά κανόνα θεωρούνται τρίτοι και δεν καθίστανται και αυτά φορείς της σχετικής αξιώσεως για χρηματική ικανοποίηση και συνεπώς δεν δικαιούνται τέτοια αποζημίωση και το σχετικό αίτημα είναι μη νόμιμο.

Επίσης στα τέκνα της τραυματισθείσας σύμφωνα με τη σχετική μείζονα σκέψη, δεν παρέχεται αξίωση αποζημίωσης για στέρηση παροχής υπηρεσιών από την τραυματισθείσα, εφόσον κατά νόμο δεν έχουν τέτοιο δικαίωμα, επειδή ο Α.Κ. δεν καθιερώνει υποχρέωση των γονέων για παροχή υπηρεσιών προς τα τέκνα του, και το σχετικό αίτημα είναι μη νόμιμο.

Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφαση έκρινε ως νόμιμα τα σχετικά αιτήματα και επιδίκασε από τις αιτίες αυτές ποσά στις θυγατέρες της τραυματισθείσας ,έσφαλε και δεν εκτίμησε ορθά τις αποδείξεις και συνεπώς οι συγκεκριμένοι λόγοι της κύριας έφεσης της ασφαλιστικής εταιρίας πρέπει να γίνουν δεκτοί ως κατ’ ουσία βάσιμοι. Στη συνέχεια πρέπει, αφού εξαφανισθεί η εκκαλουμένη ως προς αυτές τις διατάξεις της, να κρατηθεί η υπόθεση στο δικαστήριο τούτο (αρθρ. 535 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.) να δικαστεί η αγωγή των θυγατέρων της τραυματισθείσας στο σύνολο της, καθόσον δεν περιέχει άλλο αίτημα πέραν των προαναφερόμενων και να απορριφθεί ως μη νόμιμη.

Τα δικαστικά έξοδα της εκκαλούσας ασφαλιστικής εταιρίας και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των θυγατέρων της τραυματισθείσας λόγω της ήττας τους, ενώ δεν θα επιβληθούν δικαστικά έξοδα υπέρ του εναγομένου που δικάσθηκε ερήμην στον πρώτο και στον δεύτερο βαθμό και δεν υποβλήθηκε σε τέτοια έξοδα

Περαιτέρω πρέπει να αναφερθούν τα εξής: Στην προκειμένη περίπτωση το Πρωτοβάθμιο δικαστήριο (Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης) δυνάμει της 48177|2007 οριστικής αποφάσεώς του, δέχθηκε, χωρίς να διατυπώνεται οποιοδήποτε παράπονο γ l α τις παραδοχές του αυτές, ότι ο εναγόμενος, ήταν αποκλειστικά υπαίτιος του ένδικου αυτοκινητικού ατυχήματος, που συνέβη την 8-10-2006 στο Ιο χιλιόμετρο της επαρχιακής οδού. Επίσης δέχθηκε ότι ο προαναφερόμενος υπαίτιος οδηγός οδηγούσε το ζημιογόνο όχημα κατά την επέλευση του ενδίκου ατυχήματος υπό την επήρεια οινοπνεύματος και επειδή η εν λόγω περίπτωση είχε ρητώς εξαιρεθεί εκ μέρους της ασφαλιστικής κάλυψης με σχετ lko όρο του συναφθέντος μεταξύ της ασφαλιστικής εταιρίας και των κυρίων του αυτοκινήτου ασφαλιστηρίου συμβολαίου έκανε δεκτές τις παρεμπίπτουσες αγωγές της ασφαλιστικής εταιρίας.

Όπως ήδη αναφέρθηκε η προσβαλλόμενη – κατά τα λοιπά – αυτή απόφαση δεν εκκαλείται κατά το κεφάλαιο που αφορά την υπαιτιότητα του οδηγού του ζημιογόνου οχήματος και συνακόλουθα, η υπόθεση δεν μεταβιβάζεται κατά το ίδιο μέρος στο παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο (αρθρ. 522 Κ.Πολ.Δ.).

Όσον αφορά δε το μέρος που η υπόθεση μεταβιβάζεται, μέσα στα όρια που καθορίζουν οι κρινόμενες εφέσεις και οι λόγοι που τις αποτελούν, από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, οι οποίοι εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και οι οποίες καταθέσεις περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του Δικαστηρίου αυτού, τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, εκτιμώμενα είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εφόσον επιτρέπεται η εμμάρτυρη απόδειξη (άρθρα 269 παρ.1, 270 παρ. 2, 393, 394, 395 και 591 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.) ανεξαρτήτως αν αυτά (έγγραφα) πληρούν τους όρους του νόμου (Α.Π.363/2001 Ελλ.Δνη 43.118, Α.Π. 320/1999 Ελλ.Δνη 40.1310, Α.Π. 1021/1998 Ελλ.Δνη 39.1553, βλ. καl Αθ. Κρητικού, Αποζημίωση από αυτοκινητικά ατυχήματα, έκδοση “, 2008, παρ. 35, αρ. 160, σελ. 885-886, Π.Αρβανιτάκη στην Ερμηνεία Κ.Πολ.Δ. Κεραμέως/Κονδύλη/Νίκα, Π (2000), άρθρο 681 Ά\ αρ. 12, σελ. 1302 -1303, όπου και περαιτέρω παραπομπές σε νομολογία και βιβλιογραφία) μερικών μάλιστα των οποίων (εγγράφων) γίνεται ειδικότερη μνεία κατωτέρω χωρίς να παραγνωρίζεται η αποδεικτική δύναμη των λοιπών (βλ. και Εφ.Πειρ. 418/2000 Πειρ. Νομολ. 2000.323, Εφ. Θεσσαλονίκης 507/1999 Αρμ. 2002. 248, πρβλ. Ολομ. Α.Π. 848/1981 ΝοΒ 30.441), χωρίς το Δικαστήριο να υποχρεούται να ακολουθήσει ορισμένους κανόνες ως προς την αποδεικτική ισχύ τους (πρβλ. και Εφ.Δαρ. 539/2000 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2000.55, Εφ.ΑΘ. 266/1998 Ελλ.Δνη 39.623), των φωτογραφιών του συγκρουσθέντος οχήματος του ενάγοντα που προσκομίζει αυτός, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητείται (άρθρα 444 αρ. 3, 448 παρ. 2 και 457 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ.), και οι οποίες θεωρούνται ιδιωτικά έγγραφα (Α.Π. 378/1997 ΕλλΔνη 1997.94, Εφ.ΑΘ. 8330/1987 Δ 1989.302), και από όσα ρητώς ή εμμέσως συνομολογούνται από τους διαδίκους με τις έγγραφες προτάσεις τους [άρθρο 261, 352 του Κ.Πολ.Δικ.], σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής τα οποία το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη αυτεπαγγέλτως [άρθρο 336 παρ. 4 του Κ.Πολ.Δικ.], αποδείχθηκαν κατά τη κρίση του Δικαστηρίου τούτου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά αναφορικά με τα κεφάλαια της εκκαλουμένης που προσβάλλονται με τις εφέσεις.

Το υπ’ αριθμ. κυκλοφορίας ΕΒΖ — 7462 Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας του ενάγοντος, λόγω της σφοδρότητας της σύγκρουσης υπέστη σοβαρές και εκτεταμένες υλικές ζημίες.

Η αποκατάσταση των ζημιών αυτών θα απαιτούσε σημαντικές δαπάνες, το ύψος των οποίων, με συνυπολογισμό και της μείωσης της εμπορικής αξίας του οχήματος, θα υπερέβαινε σημαντικά το κόστος για την απόκτηση ενός άλλου ισάξιου με αυτό οχήματος. Αλλά και αν ακόμη επισκευαζόταν, δεν θα επανερχόταν στην κατάσταση που βρισκόταν πριν από τη σύγκρουση από άποψη λειτουργίας και ασφαλούς κίνησης στο οδόστρωμα.

Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι το προαναφερόμενο αυτοκίνητο ήταν εργοστασίου VOLVO κα l κυκλοφόρησε για πρώτη φορά την 3-1- 2002.

Η κατά τον χρόνο του ατυχήματος αγοραστική αξία του ανέρχονταν σε 16.800 ευρώ, ενώ γlα την πλήρη αποκατάσταση των προκληθεισών σ’ αυτό υλικών ζημιών απαιτείται να δαπανηθεί το ποσό των 15.989, 80 ευρώ. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η επισκευή του εν λόγω αυτοκινήτου είναι προδήλως οικονομικά ασύμφορη, αλλά καl τεχνικά επισφαλής και, επομένως, τούτο έχει καταστραφεί ολοσχερώς (βλ. την από 23-2- 2007 προσκομιζόμενη από τον ενάγοντα τεχνική έκθεση του πραγματογνώμονα)

Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η αξία των διασωθέντων υλικών ανέρχεται στο ποσό των 1.500 ευρώ.

Επομένως πρέπει, αφού αφαιρεθεί η αξία των διασωθέντων υλικών, όπως αναφέρει και ο συγκεκριμένος ενάγων στην αγωγή του, να του επιδικαστεί από τη αιτία αυτή το ποσό των 15.300 ευρώ. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση επιδίκασε στον ενάγοντα από την αιτία αυτή μεγαλύτερο ποσό έσφαλε και δεν εκτίμησε ορθά τις αποδείξεις και συνεπώς ο συγκεκριμένος δεύτερος λόγος της έφεσης της εκκαλούσας ασφαλιστικής εταιρίας πρέπει να γίνει δεκτός ως κατ’ ουσία βάσιμος .

Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση επιδίκασε στον ενάγοντα ποσό 1750 ευρώ για απώλεια εισοδημάτων από την εργασία του λόγω του τραυματισμού του καθώς και ποσό 1000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που υπέστη από το ένδικο ατύχημα κατά των οποίων όμως διατάξεων δεν προτείνεται λόγος έφεσης και ως εκ τούτου δεν θα ερευνηθούν εν προκειμένω.

Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι κατά την ένδικη σύγκρουση τραυματίστηκε ο ενάγων, ο οποίος υπέστη κάταγμα κερκίδος (ΔΕ) πιθανό κάταγμα σκαφοειδούς (καρπού) και ρήξη μακρού εκτείνοντα (ΔΕ) αντίχειρα) του τοποθετήθηκε γύψος (βλ. περιληπτικό αντίγραφο νοσηλείας του Γ.Ν. Σερρών με ημερομηνία 9-10- 2006). Στις 4-12-2006 εισήχθη στο Ιπποκράτειο Γ.Ν. Θεσσαλονίκης, όπου υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση με τενοντομετάθεση. Στο νοσοκομεία παρέμεινε για νοσηλεία μέχρι 8-12- 2006, οπότε και εξήλθε. Στις 20-12-2006 μετέβη στο Νοσοκομείο για επανεξέταση και αφαίρεση ραμμάτων (βλ. τα από 4-12-06 εισιτήριο, 8-12-06 εξιτήριο, την από 8-12-2006 ιατρική γνωμάτευση και τις από 10-1-2007, 25-4-2007 και 8-12-2006 ιατρικές γνωματεύσεις του Ιπποκράτειου Γ. Ν. Θεσσαλονίκης).

Ο συγκεκριμένος ενάγων είναι αγρότης κατά κύριο επάγγελμα και καλλιεργούσε καπνά σε αγρούς συνολικής έκτασης 20 περίπου στρεμμάτων. Λόγω του τραυματισμού του στο ατύχημα κατά τη χρονική περίοδο από τον Οκτώβριο 2006 μέχρι τον Μάϊο 2007 δεν μπορούσε να απασχοληθεί στις αγροτικές εργασίες , όπου εργαζόταν πριν τραυματισθεί και ειδικότερα τον Οκτώβριο στο βρέξιμο των καπνών ,τον Νοέμβριο στο όργωμα των αγρών, τον Δεκέμβριο στο σήκωμα των φυτών, τον Φεβρουάριο στο σκέπασμα των καπνών με κοπριά και τοποθέτηση σωλήνων, τον Μάρτιο στο πότισμα των φυτών και ξεβοτάνισμα, τον Απρίλιο στο τ σάπισμα και πότισμα, τον Μάιο στο φύτεμα των φυτών καπνού στους αγρούς, στο τσάπισμα και ξεβοτάνισμα και για τις εργασίες αυτές υποχρεώθηκε να προσλάβει άλλα άτομα στα οποία κατέβαλλε ως αμοιβή τους κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα συνολικά το ποσό των 4550 ευρώ . ,ήτοι τον Οκτώβριο 2006, έπρεπε να βρέξει τον καπνό που είχε συλλέξει στις αποθήκες του, εργασία που διαρκεί, μαζί με τα γυρίσματα, 13 ημέρες.

Για την εργασία αυτή κατέβαλε στον τον οποίο απασχόλησε 13 ημέρες, 650,00 ευρώ, προς 50,00 ευρώ την ημέρα. Τον Νοέμβριο 2006 ο όργωσε τους αγρούς του, συνολικής έκτασης 20 στρεμμάτων, στους οποίους επρόκειτο να καλλιεργήσει καπνά την καλλιεργητική περίοδο 2007, και ως αμοιβή για το όργωμα του κατέβαλε το ποσό των 750, 00 ευρώ

Τον Δεκέμβριο 2006 απασχόλησε τον δύο ημέρες για τα φυτά του καπνού (σήκωμα φυτών) και του κατέβαλε 100,00 ευρώ, προς 50,00 ευρώ την ημέρα. Τον Φεβρουάριο 2007 απασχόλησε τον για πέντε ημέρες για το λεγόμενο «διόρθωμα» των φυτών.

Η εργασία αυτή συνίσταται στο σκέπασμα των φυτών με κοπριά, και στη τοποθέτηση σωλήνων. Για την εργασία αυτή του κατέβαλε 250,00 ευρώ, προς 50,00 ευρώ την ημέρα. Τον Μάρτιο 2007 απασχόλησε καθημερινά τον στο πότισμα των φυτών και ως αμοιβή του κατέβαλε το ποσό των 600, 00 ευρώ συνολικά. Τον Απρίλιο 2007 απασχόλησε δύο άτομα στο τσάπισμα και ξεβοτάνισμα των φυτών, γlα δέκα ημέρες, προς 30 ευρώ την ημέρα το κάθε άτομο, και κατέβαλε συνολικά 600,00 ευρώ και άλλο άτομο στο πότισμα, εργασία για την οποία κατέβαλε άλλα 400,00 ευρώ, δηλαδή συνολικά 1.000,00 ευρώ.

Τον Μάιο 2007 απασχόλησε ένα άτομο για 20 ημέρες στο φύτεμα των φυτών λειτουργεί κάθε χρόνο από το Μάϊο μέχρι και τον Σεπτέμβριο γιατί τους μήνες αυτούς η σύζυγος του απασχολείται στα κτήματα μ ε τη συλλογή και την καλλιέργεια των καπνών .Η σύζυγος του όμως στην δική της αγωγή αναφέρει ότι τους μήνες Μάιο έως και Σεπτέμβριο υπολειτουργούσε το κατάστημα της λόγω της απασχόλησης της και στην καλλιέργεια και στη συλλογή του καπνού και μάλιστα δηλώνει ότι είχε εισοδήματα και κατ’ αυτό το χρονικό διάστημα από το κατάστημα, μειωμένα όμως λόγω της υπολε ιτουργίας του .

Επομένως με βάση τα προαναφερόμενα και αφού ο ενάγων ισχυρίζεται ότι η εργασία στη συλλογή του καπνού πραγματοποιείται καθημερινά από τις 5.00 πμ μέχρι τις 12,30 μμ και από τις 1600 μμ μέχρι την 21,30 μμ με μικρή μόνο διακοπή από 12,30 μμ μέχρι 5,00 μμ για ξεκούραση, είναι αδύνατο η σύζυγος του να απασχολεί το ταυτόχρονα και στη συλλογή του καπνού με πλήρες ωράριο, όπως αναφέρει ο ίδιος στην αγωγή του, και να λειτουργεί και το παντοπωλείο.

Εξάλλου και αν ακόμη ήθελε γίνει δεκτό ότι αυτή απασχολούνταν μεν στη συλλογή του καπνού, αλλά λειτουργούσε και το παντοπωλείο της, δεν αποδείχθηκε πόσες ώρες εργαζόταν καθημερινά σε καθεμία από αυτές τις εργασίες, ούτως ώστε να προσδιορισθεί και το ποσό που απώλεσε και υποχρεώθηκε ο ενάγων να καταβάλλε ι σε τρίτους από τη στέρηση των εν λόγω υπηρεσιών της κατά το χρονικό διάστημα από Μάιο μέχρι και Σεπτέμβριο του 2007, και συνεπώς πρέπει να απορριφθεί ω ς αβάσιμο κατ’ ουσία το εν λόγω αγωγίκό αίτημα.

Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφαση αν και με διαφορετική αιτιολογία απέρριψε το εν λόγω αγωγικό αίτημα ως αβάσιμο κατ’ ουσία δεν έσφαλε, και γι’ αυτό αφού αντικασταθεί η απορριπτική αιτιολογία με την παρούσα, πρέπει ο συγκεκριμένος λόγος έφεσης να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ’ ουσία.

Περαιτέρω όσον αφορά το αίτημα για αναγνώριση της υποχρέωσης των ενάγοντων να καταβάλλουν στον ενάγοντα από την προαναφερόμενη αιτία το ποσό των 142.800 ευρώ κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 2008 μέχρι και το έτος 2024 πρέπει να αναφερθούν τα εξής. Το εν λόγω αγωγικό αίτημα αφορά μέλλουσα θετική ζημία του ενάγοντα συνεπεία του τραυματισμού της συζύγου του στο ένδικο ατύχημα και εμφανίζεται να αντιστοιχεί και να καλύπτει ζημίες απλά ενδεχόμενες, με την έννοια που αναφέρθηκε στη σχετική μείζονα σκέψη, γιατί το ύψος τους τελικά εξαρτάται από την πλήρωση ή όχι της αίρεσης της μη αποκατάστασης της υγείας της συζύγου του και της μη συνέχισης της λειτουργίας από αυτήν του παντοπωλείου της, οπότε σε περίπτωση πλήρους αποκατάστασης της υγείας της θα μπορούσε να απασχοληθεί αποκλειστικά με τη συλλογή του καπνού.

Επομένως η ένδικη αγωγή κατά το μέρος που αφορά αποζημίωση για μελλοντική θετική ζημία του ενάγοντα πρέπει να απορριφθεί ως ασκηθείσα προώρως, χωρίς εντεύθεν να δημιουργείται προς τούτο δεδικασμένο, γιατί δεν πρόκειται για οριστική τομή της διαφοράς επί της ουσίας. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση απέρριψε το εν λόγω αίτημα ως προώρως ασκηθέν δεν έσφαλε και γι’ αυτό το λόγο ο συγκεκριμένος λόγος έφεσης του ενάγοντα αυτού πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ’ ουσία.

Ακόμη αποδείχθηκε ότι ο ενάγων το χρονικό διάστημα από Οκτώβριο του 2006 μέχρι και Μάρτιο του 2007 που οι εργασίες στα κτήματα του ήταν περιορισμένες, αν δεν τραυματιζόταν στο ένδικο ατύχημα θα απασχολούνταν και ως βαφέας, όπως απασχολούνταν κατά τους μήνες αυτούς και το προηγούμενο χρονικό διάστημα για χρονικό διάστημα τουλάχιστον 30 ημερών και από την εργασία του θα εισέπραττε με βεβαιότητα και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων αν δεν τραυματίζονταν ως ημερομίσθιο το ποσό των 70 ευρώ ημερησίως και συνολικά το ποσό των 2100 ευρώ ( 70 ευρώ επί 30 ημέρες)

Τα ίδια δεχόμενο το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αναφορικά με το συγκεκριμένο αγωγικό κονδύλιο, ορθά ερμήνευσε το νόμο και σωστά εκτίμησε τις αποδείξεις και συνεπώς όσα αντίθετα υποστηρίζονται με τον τρίτο λόγο της έφεσης της ασφαλιστικής εταιρίας απορριπτέα κρίνονται ως αβάσιμα

Επίσης αποδείχθηκε ότι ο εν λόγω ενάγων εκτός από τις προαναφερόμενες σωματικές βλάβες, συνεπεία του ενδίκου ατυχήματος υπέστη βαρειάς μορφής βραδυκινητική κατάθλιψη και σημαντική διαταραχή των νοητικών του λειτουργιών (βλ προσκομιζόμενες από 21-12- 2006, 3-7-2007, 9-10-2008, 12-8-2009 και 1-3- 2011 βεβαιώσεις του Ψυχιατρικού τμήματος του νοσοκομείου Κατερίνης) και επίσης δυσχέρεια βάδισης και διαλείπουσα χωλότητα ( βλ σχετική γνωμάτευση του νοσοκομείου Κατερίνης )και με την υπ’ αριθμ 338/2009 απόφαση της πρωτοβάθμιας υγειονομικής επιτροπής κρίθηκε ανίκανος προς εργασία σ ε ποσοστό 67%.

Συνεπώς, ο ενάγων από το ατύχημα και τον τραυματισμό του υπέστη ηθική βλάβη και δικαιούται να αξιώσει χρηματική ικανοποίηση.

Το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη τις πιο πάνω συνθήκες του ατυχήματος, την ηλικία του παθόντος 47 ετών κατά το χρόνο του ατυχήματος), το είδος, την ένταση και την έκταση της σωματικής κακώσεώς του, τη διάρκεια της νοσηλείας του, την εξέλιξη της υγείας του, τον πόνο που δοκίμασε, τις ως άνω συνέπειες της σωματικής, αλλά και ψυχικής, υγείας του, το βαθμό του πταίσματος (αποκλειστικού υπαιτίου) του οδηγού του ζημιογόνου οχήματος, την κοινωνική και οικονομική κατάσταση (μέτρια, χωρίς ιδιαίτερα εισοδήματα ή περιουσία, αφού δεν γίνεται άλλη επίκληση επ αυτού) των διαδίκων μερών, πλην της ασφαλιστικής εταιρίας, της οποίας η ευθύνη είναι εγγυητική, και τις εν γένει περιστάσεις, όπως εκτιμούνται με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής (Α.Π. 433/2008, Α.Π. 195/2008 ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 132/2006 Αρμ. 2006-757), κρίνει ότι πρέπει να επιδικαστεί στον ενάγοντα, το ποσό των 8000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση του για την ηθική βλάβη που υπέστη.

Το ποσό αυτό είναι εύλογο (αρθρ 932 του Α.Κ.), δηλαδή ανάλογο με τις ως άνω συγκεκριμένες περιστάσεις της ένδικης περίπτωσης, αλλά και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας (αρθρ 25 παρ.1 του Συντάγματος και 2,9 παρ.2 και 10 παρ.2 της ΕΣΔΑ) , όπως η αρχή αυτή, χωρίς να έχει άμεση εφαρμογή στην ένδικη περίπτωση, εξειδικεύεται με την πιο πάνω διάταξη του άρθρου 932 του Α.Κ. γ La τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποιήσεως (ολ.Α.Π. β/2009 Αρμ. 2009-1162).

Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφαση επιδίκασε στον ενάγοντα μικρότερο από το προαναφερόμενο ποσό ως αποζημίωση λόγω ηθικής βλάβης, έσφαλε και δεν εκτίμησε ορθά τις αποδείξεις και συνεπώς πρέπει αφού γίνει δεκτός ο σχετικός λόγος της έφεσης του ενάγοντα να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση ως προς αυτή τη διάταξη της και να ορισθούν όσα αναφέρονται παραπάνω. Όσον αφορά τους λόγους της έφεσης της ενάγουσας πρέπει να αναφερθούν τα εξής.

Η συγκεκριμένη ενάγουσα κατά το ένδικο ατύχημα υπέστη κάταγμα του 02 σπονδύλου και της εγκάρσιας απόφυσης του 01 σπονδύλου, βαριά παραπάρεση των κάτω άκρων, υποτονία και υπαισθησία. Αρχικά μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο στο Νοσοκομείο Σερρών, όπου νοσηλεύθηκε μέχρι 09.10.2006 και στη συνέχεια με ασθενοφόρο στο ΙΠΠΟΚΡΑΤΕΙΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, όπου νοσηλεύθηκε μέχρι την 30-10- 2006 και υποβλήθηκε σε σειρά εξετάσεων (αιματολογικές, βιοχημικές εξετάσεις, πλήρη έλεγχο εγκεφάλου, θώρακος, κοιλίας, πλήρη απεικονιστικό έλεγχο με μαγνητικό τομογραφία σπονδυλικής στήλης), χειρουργική επέμβαση (χειρουργική κυφοπλαστική 02, σπονδυλοδεσία Θ12 – 03 με άγκιστρα και ράβδους που θα φέρει εφ όρου ζωής) και εξήλθε στις 30-10-2006 με οδηγίες:

1) Κινησιοθεραπεία για οκτώ (8) τουλάχιστον μήνες σε καθημερινή βάση, κινητοποίηση με εφαρμογή θωρακοσφυϊκού κηδεμόνος για τουλάχιστον έξη (6) μήνες, διαλείποντες καθετηριασμούς κύστεος μέχρις ότου αποκατασταθεί η ούρηση, φαρμακευτική αγωγή, λήψη βελτιωμένης διατροφής και αποφυγή κάθε είδους εργασίας για τουλάχιστον δώδεκα (12) μήνες (βλ. προσκομιζόμενες σχετικές ιατρικές γνωματεύσεις), κρίθηκε δε ανίκανη προς εργασία σε ποσοστό 67% με την υπ’ αριθμ. 9/18-4-2007 απόφαση του ΟΑΕΕ και της χορηγήθηκε σύνταξη αναπηρίας με την υπ’ αριθμ. 3448/2007 απόφαση του ΟΑΕΕ που παρατάθηκε με την υπ’ αριθμ. 3408/2008 απόφαση του ΟΑΕΕ την υπ’ αριθμ. 2189/2010 απόφαση του ΟΑΕΕ και την υπ’ αριθμ. 2736/2010 απόφαση του ΟΑΕΕ.

Η εν λόγω ενάγουσα μετά την έξοδο της από το νοσοκομείο, δεν ήταν σε θέση να αυτοεξυπηρετείται και λόγω της κατάστασης της υγείας του είχε ανάγκη αποκλειστικής νοσοκόμας τουλάχιστον επί 8ωρο. Την αποκλειστική αυτή νοσοκόμα υποκατέστησαν αρχικά στενά συγγενικά της πρόσωπα, όπως η μητέρα της η κουνιάδα της κλπ και στη συνέχεια υποχρεώθηκε να προσλάβει αποκλειστική νοσοκόμα.

Τα εν λόγω πρόσωπα βρισκόταν καθημερινά και τουλάχιστον για 8 ώρες ημερησίως κοντά της παρέχοντας την κάθε δυνατή φροντίδα και περιποίηση.

Η δαπάνη για απασχόληση αποκλειστικής νοσοκόμας ανερχόταν και ανέρχεται σε 40,00 ΕΥΡΩ ημερησίως και σε 1200 ευρώ μηνιαία. Επομένως, δικαιούται για το χρονικό διάστημα από 30-1-2008 μέχρι 30-4-2008 δηλ γ l α χρονικό διάστημα 18 μηνών από την αιτία αυτή ως αποζημίωση της συνολικά το ποσό των 21600 ευρώ.

Το παραπάνω ποσό δικαιούται η ενάγουσα, καθόσον αποδείχθηκε ότι απασχολήθηκαν μεν στενοί συγγενείς της με την αποκλειστική φροντίδα της για κάποιο χρονικό διάστημα , αν δεν κάλυπταν όμως αυτοί τις εν λόγω υπηρεσίες, χωρίς σχετικό αντάλλαγμα, θα ήταν υποχρεωμένη να τις εμπιστευθεί επ’ αμοιβή σε τρίτο ξένο πρόσωπο, όπως τις εμπιστεύθηκε στη συνέχεια κα l ως εκ τούτου δικαιούται να απαιτήσει από τους υπόχρεους, ως αποζημίωση τουλάχιστον το ποσό που θα ήταν υποχρεωμένη να καταβάλει σε τρίτο που για τον σκοπό αυτό θα προσλάμβανε, έστω και αν στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν κατέβαλλε κανένα τέτοιο ποσό στους συγγενείς της, οι οποίοι με υπερένταση ενίοτε των προσπαθειών τους και σε βάρος άλλων απασχολήσεών τους ασχολήθηκαν με αυτήν (Α.Π. 371/2001 Ελ.Δικ. 44,419).

Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφαση επιδίκασε στην ενάγουσα μικρότερο από το προαναφερόμενο ποσό ως αποζημίωση της από την αιτία αυτή, έσφαλε και δεν εκτίμησε ορθά τις αποδείξεις και συνεπώς πρέπει αφού γίνει δεκτός ο σχετικός λόγος της έφεσης της ενάγουσας να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση ως προς αυτή τη διάταξη της και να ορισθούν όσα αναφέρονται παραπάνω. Ακόμη αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα μετά την έξοδο της από το νοσοκομείο παρέμεινε κλινήρης στο σπίτι της για έξη μήνες και κατ’ αυτό το χρονικό διάστημα κατανάλωνε 10 πάνες ημερησίως η αξία των οποίων ανέρχεται σε 9,5 ευρώ καθώς επίσης χρησιμοποιούσε ειδικά σαμπουάν για την καθαριότητα του σώματος και διάφορες αλοιφές για εντριβές για την ανακούφιση των μυών από την συνεχή κατάκλιση και ότι για την αγορά των εν λόγω ειδών δαπανούσε συνολικά το ποσό των 353,00 ευρώ μηνιαία και συνολικά δαπάνησε το ποσό των 2118,00 ευρώ ( δμήνες επί 353 ,00) το οποίο και δικαιούται ως αποζημίωση της.

Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφαση επιδίκασε στην ενάγουσα μικρότερο από το προαναφερόμενο ποσό ως αποζημίωση της από την αιτία αυτή, έσφαλε και δεν εκτίμησε ορθά τις αποδείξεις και συνεπώς πρέπει αφού γίνει δεκτός ο σχετικός λόγος της έφεσης της ενάγουσας να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση ως προς αυτή τη διάταξη της και να ορισθούν όσα αναφέρονται παραπάνω.

Επίσης αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα πριν το ατύχημα διατηρούσε από το έτος 1998 ένα παντοπωλείο στην το οποίο λειτουργούσε κανονικά μέχρι την ημέρα του ατυχήματος και από την εργασία της αυτή αποκέρδαινε ετησίως εισόδημα ανερχόμενο σε 5.300, 00 ευρώ και κατά μέσο όρο 440, 00 ευρώ μηναία Εξαιτίας του τραυματισμού της κατέστη ανίκανος προς εργασία (βλ προαναφερόμενες αποφάσεις).

Συνεπώς λόγω της ανικανότητας προς εργασία απώλεσε κατά το χρονικό διάστημα από 8- 10-2006 μέχρι 31-4-2008 το ποσό των 8360,00 ευρώ (ήτοι 440,00 ευρώ επί 19 μήνες) και θα απώλεσε ι μετά βάσιμου πιθανότητος και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων κατά το χρονικό διάστημα από1-5-2008 μέχρι 30-4-2012 το ποσό των 21120 ευρώ (ήτοι 440,00 ευρώ επί 48 μήνες).

Μετά τον τραυματισμό της διέκοψε την λειτουργία του και υπέβαλε αίτηση για συνταξιοδότηση λόγω αναπηρίας η οποία, όπως αναφέρθηκε παραπάνω εγκρίθηκε και χορηγήθηκε στην ενάγουσα σύνταξη ανερχόμενη σε 385,31 ευρώ από 1-9-2007 μέχρι 1-5-2008, σε 375,44 από 1-5-2008 μέχρι 30-4- 2009, σε 382,96 από 1-5-2009 μέχρι 30-4-2010 και σε 382, 96 από 1-5-2010 έως 30-4-2012 και συνολικά η ενάγουσα εισέπραξε από τον ΟΑΕΕ ως σύνταξη αναπηρίας για το χρονικό διάστημα από 8-10-2006 μέχρι 31-4-2008 το ποσό των 3082,48 ευρώ ήτοι 385, 31 ευρώ επί 8 μήνες και για το χρονικό διάστημα από 1-5-2008 μέχρι 30-4-2012 συνολικά θα εισπράξει 18376,44 ευρώ (ήτοι 375, 44 ευρώ επί 12 μήνες = 4505,28 και 385,31 ευρώ επί 36 μήνες + 13871, 16 ευρώ)

Όπως ήδη αναφέρθηκε παραπάνω από 1-1-2007 με την ισχύ του άρθρου 47 παρ.6 του ν 3518/2006 ισχύει ο αποκλεισμός του δικαιώματος του παθόντος για σωρευτική απόληψη της αποζημίωσης από τον ΟΑΕΕ και από τον υπόχρεο προς αποζημίωση του και στον ΟΑΕΕ (ΤΕΒΕ) μεταβιβάζεται αυτοδικαίως η αξίωση του ασφαλισμένου του, παθόντος (ή άλλως δικαιούχου) από τότε που γεννιέται στην έκταση που ο δικαιούχος δικαιούται να απαιτήσει από τους ασφαλιστικούς οργανισμούς παροχές σε είδος ή σε χρήμα.

Επομένως από το συνολικό ποσό των 8.360,00 ευρώ που δικαιούται η ενάγουσα από την προαναφερόμενη αιτία κατά το χρονικό διάστημα από 8-10-2006 μέχρι 31-4-2008 θα πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό των 3.082, 48 ευρώ που έλαβε από τον ΟΑΕΕ κατ’ αυτό το χρονικό διάστημα και συνεπώς το οφειλόμενο ποσό από την αιτία αυτή ανέρχεται σε 5.577,52 ευρώ, για δε το χρονικό διάστημα από 1-5-2008 μέχρι 30-4-2012 έλαβε ή θα λάβει από τον ΟΑΕΕ ποσό ανερχόμενο σε 18.376, 44 ευρώ και αφού αφαιρεθεί από το συνολικό ποσό των 21.120 ευρώ που δικαιούται για το εν λόγω χρονικό διάστημα πρέπει να αναγνωριστεί ότι της οφείλεται από τη αιτία αυτή για το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα ποσό ανερχόμενο σε 2.743,56 ευρώ.

Όσον αφορά τα αιτούμενα από τη συγκεκριμένη αιτία αγωγικά κονδύλια που αφορούν το χρονικό διάστημα από 1-5-2012 μέχρι 31-10-2028 πρέπει να αναφερθεί ότι οι αξιώσεις της αυτές αφορούν μελλοντικό διαφυγόν κέρδος της συνεπεία του τραυματισμού της στο ένδικο ατύχημα και εμφανίζονται να αντιστοιχούν και να καλύπτουν ζημίες απλά ενδεχόμενες, με την έννοια που προαναφέρθηκε, και όχι πιθανές, γιατί το ύψος τους τελικά εξαρτάται από την πλήρωση ή όχι της αίρεσης υπό την οποία τελεί η αντίστοιχη αυτοδίκαιη υποκατάσταση ή όχι του ΟΑΕΕ ( ΤΕΒΕ) σε μέρος τους, στην περίπτωση που το ΤΕΒΕ θα συνεχίζει στο μέλλον να καταβάλει αναπηρική σύνταξη στην ενάγουσα και θα υποκατασταθεί στο μέρος αυτών των απαιτήσεων κατά τα καταβληθέντα ποσά.

Επομένως η ένδικη αγωγή κατά το μέρος της που αφορά αποζημίωση για το προαναφερόμενο μελλοντικό διαφυγόν κέρδος της ενάγουσας πρέπει να απορριφθεί ως ασκηθείσα προώρως, χωρίς εντεύθεν να δημιουργείται ως προς τούτο δεδικασμένο, γιατί δεν πρόκειται για οριστική τομή της διαφοράς επί της ουσίας

Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφαση έκανε δεκτό εν μέρει το συγκεκριμένο αγωγικό αίτημα και επιδίκασε στην ενάγουσα από τη αιτία αυτή το ποσό 3520, 00 ευρώ, έσφαλε και δεν εκτίμησε ορθά τις αποδείξεις και συνεπώς πρέπει αφού γίνει δεκτός ο σχετικός λόγος της έφεσης της ενάγουσας να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση ως προς αυτή τη διάταξη της και να ορισθούν όσα αναφέρονται παραπάνω. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι πολυτραυματίας.

Υποβλήθηκε σε πολλαπλές χειρουργικές επεμβάσεις, υποβάλλεται σε συνεχείς ιατρικές εξετάσεις, φυσικοθεραπείες, νευρολογικούς ελέγχους και σε διαρκή ψυχολογική και νευρολογική υποστήριξη. Ο τραυματισμός του στο ένδικο ατύχημα είχε ως συνέπεια την ορθοπαιδίκή και νευρολογική αδυναμία και την ισόβια αναπηρία της και τη χορήγηση σ’ αυτήν σύνταξης αναπηρίας, όπως ειδικότερα αναφέρεται παραπάνω.

Επίσης παρουσιάζει συμπτώματα και σημεία αντιδραστικής κατάθλιψης και βρίσκεται σε συνεχή αγωγή. Συνεπώς, με βάση τα ως άνω, η ενάγουσα από το ατύχημα και τον τραυματισμό της υπέστη ηθική βλάβη και δικαιούται να αξιώσει χρηματική ικανοποίηση.

Το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη τις πιο πάνω συνθήκες του ατυχήματος, την ηλικία της παθούσας, το είδος, την ένταση και την έκταση της σωματικής κακώσεώς της, τη διάρκεια της νοσηλείας της, την εξέλιξη της υγείας της, τον πόνο που δοκίμασε, τις ως άνω συνέπειες της σωματικής, αλλά και ψυχικής, υγείας της, με τη δια βίου προαναφερόμενη μονιμότητα των βλαβών της υγείας της, το βαθμό του πταίσματος (αποκλειστικού υπαιτίου) του εναγόμενου οδηγού του ζημιογόνου οχήματος, την κοινωνική και οικονομική κατάσταση (μετρία, χωρίς ιδιαίτερα εισοδήματα ή περιουσία, αφού δεν γίνεται άλλη επίκληση επ’ αυτού) των διαδίκων μερών, πλην της ασφαλιστικής εταιρίας, της οποίας η ευθύνη είναι εγγυητική, και τις εν γένει περιστάσεις, όπως εκτιμούνται με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής (Α.Π. 433/2008, Α.Π. 195/2008 ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 132/2006 Αρμ. 2006-757), κρίνει ότl πρέπει να επιδικαστεί στην ενάγοντα, το ποσό των 15.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση της για την ηθική βλάβη που υπέστη.

Το ποσό αυτό είναι εύλογο (αρθρ. 932 του Α.Κ.), δηλαδή ανάλογο με τις ως άνω συγκεκριμένες περιστάσεις της ένδικης περίπτωσης, αλλά και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας (αρθρ 25 παρ.1 του Συντάγματος και 2,9 παρ.2 και 10 παρ.2 της ΕΣΔΑ) , όπως η αρχή αυτή, χωρίς να έχει άμεση εφαρμογή στην ένδικη περίπτωση, εξειδικεύεται με την πιο πάνω διάταξη του άρθρου 932 του Α.Κ. για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποιήσεως (ολ.Α.Π. 6/2009 Αρμ. 2009-1162).

Επίσης κατά τα αναφερόμενα εκτενέστερα παραπάνω, ο ως άνω σοβαρός τραυματισμός της ενάγουσας είχε, παρά τη μακρά νοσηλεία της και τη θεραπευτική αγωγή της, ως έντονα δυσμενείς επιπτώσεις αυτήν, τη μόνιμη (για ολόκληρη τη ζωή της) και μη αναστρέψιμη βλάβη της υγείας της (αδυναμία να βαδίσει ως φυσιολογικός άνθρωπος, ;αδυναμία να εργασθεί σε βαριές και καμπτικές εργασίες και να προσφέρει υπηρεσίες προς την οικογένεια της) και ως εκ τούτου δεν μπορεί να συνεχίσει την εργασία της στο παντοπωλείο που διατηρούσε ή να βοηθήσει το σύζυγο της στις αγροτικές εργασίες του, είναι δε απολύτως βέβαιον, ότι με το πέρασμα των ετών η ισόβια αυτή αναπηρία της θα συντελεί αποφασιστικά, είτε στην κόπωσή της, είτε στην εν γένει αδυναμία της να αποδίδει ανάλογα με κάποιον απόλυτα υγιή συνάδελφο της και επίσης είναι εμφανές ότι αυτή θα αποτελεί μόνιμο, ουσιωδέστατο και ανεπανόρθωτο ανασταλτικό παράγοντα στην φυσιολογική της επαγγελματική εξέλιξη.

Επίσης η ενάγουσα χρήζει συστηματικής παρακολούθησης από νευρολόγο, ορθοπαιδικό, συστηματικής φυσιοθεραπείας, ενώ παράλληλα θα αναγκαστεί να υποστεί μελλοντικά νέες επεμβάσεις αφαίρεσης των υλικών, που της έχουν τοποθετηθεί και σειρά άλλων κλινικών και παρακλινικών εξετάσεων.

Ακόμη είναι πολύ πιθανό να έχει μόνιμο άλγος σε όλο της το σώμα, να την συνοδεύουν μετατραυματικές ψυχολογικές επιπτώσεις. Με βάση τα παραπάνω είναι βέβαιο oil η πιο πάνω μη αναστρέψιμη βλάβη της υγείας της θα επηρεάσει το οικονομικό της μέλλον, αφού θα αναγκασθεί να αποφύγει την προηγούμενη εργασία της που απαιτεί επίπονη δραστηριότητα.

Επηρεάζει όμως και το κοινωνικό της μέλλον, αφού δεν είναι πλέον σε θέση να απολαμβάνει, στο βαθμό που θα ήθελε, δραστηριότητες της καθημερινής ζωής (βάδισμα, κολύμπι, οδήγηση κ.λ.π). Αλλά και η κοινωνική της ζωή επηρεάζεται άμεσα, αφού η ως άνω κατάσταση της υγείας της η οποία είναι εμφανής και στους τρίτους (στον κοινωνικό ή και επαγγελματικό, στη συνέχεια, περίγυρο της), δημιουργεί σ’ αυτήν σωματικά και ψυχολογικά προβλήματα και περιορίζει τις κοινωνικές της συναναστροφές.

Όπως είναι φυσικό, ol συνέπειες αυτές δεν μπορούν να καλυφθούν εντελώς με τις παροχές των άρθρων 929 και 932 του Α.Κ. Το Δικαστήριο τούτο, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις πιο πάνω συντρέχουσες περιπτώσεις (ηλικία, φύλο της ενάγουσας, είδος και έκταση της αναπηρίας της, επιπτώσεις αυτής, κοινωνική και οικονομική κατάστασή της κ.λ.π), κρίνει ότι για την παραπάνω αιτία πρέπει να της επιδικασθεί ως πρόσθετη αποζημίωση του άρθρου 931 Α.Κ.) το ποσό των 20.000 ευρώ, για την κάλυψη της αντίστοιχης μελλοντικής περιουσιακής ζημίας της .

Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφαση επιδίκασε στην ενάγουσα μικρότερα από τα προαναφερόμενα ποσά ως αποζημίωση λόγω ηθικής βλάβης και ως αποζημίωση του άρθρου 931 Α.Κ., έσφαλε και δεν εκτίμησε ορθά τις αποδείξεις και συνεπώς πρέπει αφού γίνουν δεκτοί οι σχετικοί λόγοι της έφεσης της ενάγουσας να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση ως προς αυτές τις διατάξεις της και να ορισθούν όσα αναφέρονται παραπάνω.

Τέλος όσον αφορά την επικουρική έφεση της ασφαλιστικής εταιρίας πρέπει να αναφερθούν τα εξής. Σύμφωνα με όσα αναφέρονται παραπάνω αφού έγιναν δεκτοί ορισμένοι λόγοι των εφέσεων και η εναγομένη και νυν εφεσίβλητος ασφαλιστική εταιρία υποχρεώθηκε να καταβάλλει στους ενάγοντες διαφορετικά και περισσότερα ποσά από όσα υποχρεώθηκε να τους καταβάλλει με την εκκαλουμένη απόφαση, πρέπει να γίνει δεκτή και η επικουρική έφεση. Ειδικότερα πρέπει να αναφερθούν ως προς αυτήν τα εξής:

Στην προκειμένη περίπτωση, αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος υπαίτιος οδηγός οδηγούσε το ασφαλισμένο ως άνω αυτοκίνητο, κατά τον κρίσιμο χρόνο του ατυχήματος, ενώ βρισκόταν υπό τη επίδραση οινοπνεύματος, αφού διαπιστώθηκε νόμιμα, ότι το αίμα του περιείχε αλκοόλη σε ποσοστό 1,23 ο/οο δηλαδή μεγαλύτερη από το επιτρεπόμενο όριο των 0,50 ο/οο πέραν του οποίου υφίσταται πλήρης απόδειξη ότι το άτομο δεν θεωρείται ικανό για την οδήγηση οποιουδήποτε οχήματος.

Η συνομολόγηση δε του όρου περί αποκλεισμού της ευθύνης της ασφαλιστικής εταιρίας σε περίπτωση οδηγήσεως του ασφαλισθέντος αυτοκινήτου υπό την επήρεια οινοπνεύματος και η οποία παρέχει στον ασφαλιστή δικαίωμα αναγωγής κατά του ασφαλισμένου του, έγινε νόμιμα με την ενσωμάτωση του όρου αυτού στη σύμβαση ασφαλίσεως, που καταρτίσθηκε μεταξύ της ασφαλιστικής εταιρίας και του ασφαλισμένου παρεμπιπτόντως εναγομένου (βλ. το υπ’ αριθμόν 1193860317 ασφαλιστήριο συμβόλαιο της ασφαλιστικής εταιρίας» και τους συνημμένους έντυπους γενικούς όρους, στο άρθρο 25 αριθμ. 8 των οποίων, που αποτελεί αντιγραφή του αντιστοίχου όρου της υπ’ αριθμόν Κ4/585/1978 υπουργικής αποφάσεως)οριζεται ότι «αποκλείονται της ασφαλίσεως ζημία προξενούμεναl καθ’ ον χρόνον ο οδηγός του αυτοκινήτου οχήματος ετέλει υπό την επίδρασιν οινοπνεύματος ή τοξικών ουσιών, Κατά την έννοια και προϋποθέσεις του άρθρου 42 του ΚΟΚ»).

Ο παρεμπιπτόντως εναγόμενος, αν και παρέλαβε το ασφαλιστήριο συμβόλαιο με τους συνημμένους σ’ αυτό όρους, ουδέποτε, από το χρόνο ενάρξεως της ασφαλιστικής καλύψεως μέχρι το χρόνο του ατυχήματος, εναντιώθηκε στους όρους της ασφαλιστικής συμβάσεως, γεγονός που αποδεικνύει ότι τους αποδέχθηκε όλους και κατέστησαν αυτοί συμβατικοί όροι.

Ο εναγόμενος, επομένως, κατά τον κρίσιμο χρόνο του ατυχήματος, τελούσε σε γνώση του σχετικού όρου της υπ’ αριθμόν Κ4/585/1978 αποφάσεως και συνακόλουθα του αποκλεισμού της ασφαλιστικής καλύψεως σε περίπτωση που οδηγούσε το ασφαλισμένο αυτοκίνητο υπό την επήρεια οινοπνεύματος.

Κατόπιν τούτων, πρέπει σι παρεμπίπτουσες αγωγές να γίνουν δεκτές ως βάσιμες από ουσιαστική άποψη και να αναγνωρισθεί ότι υποχρεούται ο παρεμπιπτόντως εναγόμενος να καταβάλει στην παρεμπιπτόντως ενάγουσα ασφαλιστική εταιρία κάθε χρηματικό ποσό που θα υποχρεωθεί η τελευταία να καταβάλει στους κυρίως ενάγοντες των κύριων αγωγών για τις επιδικαζόμενες σ’ αυτούς με την παρούσα απόφαση απαιτήσεις τους, πλέον τόκων και δικαστικών εξόδων, με το νόμιμο τόκο από το χρόνο της καταβολής στους κυρίως ενάγοντες μέχρι την εξόφληση.

Με βάση τα προαναφερόμενα ,πρέπει αφού γίνουν δεκτοί οι αναφερόμενοι παραπάνω λόγοι της έφεσης της ασφαλιστικής εταιρίας και οι λόγοι της έφεσης των και αφού απορριφθούν στο σύνολο τους οι λόγοι της έφεσης των τέκνων των παραπάνω, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση ως προς τις όλες τις διατάξεις της και κατά τις μη ανατρεπόμενες εισέτι, και τούτο χάριν της ενότητας της εκτέλεσης (Α.Π. 748/1984 Ελ.Δ/νη 26.642), εκτός από τις διατάξεις της που αφορούν την ενάγουσα.

Στη συνέχεια αφού κρατηθεί η υπόθεση κατά το άρθρο 535 Κ.Πολ.Δ., από το Δικαστήριο αυτό, να δικασθούν οι κύριες και ol παρεμπίπτουσες αγωγές να απορριφθεί στο σύνολο της η αγωγή των τέκνων για λογαριασμό των οποίων άσκησαν τη αγωγή ol γονείς τους και εκ των οποίων η έχει ήδη ενηλικιωθεί και συνεχίζει η ίδια τη συζήτηση της έφεσης, να γίνουν δεκτές κατά ένα μέρος ως βάσLμες κατ’ ουσία οι λοιπές αγωγές και εLδικότεpα να γίνουν δεκτά τα εξής.

Να υποχρεωθούν ol εναγόμενοι με την αγωγή του να καταβάλουν ο ε ολόκληρο ο καθένας από αυτούς στον εν λόγω ενάγοντα το ποσό των 18.050 ευρώ (1.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση, 1.750 ευρώ ως διαφυγόντα κέρδη και 15.300 ευρώ ως αποζημίωση λόγω ολικής καταστροφής του οχήματος του), επίσης να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι με την αγωγή του να καταβάλλουν σε ολόκληρο ο καθένα ς από αυτούς στον ενάγοντα το ποσό των 14.450 ευρώ, ήτοι ποσό 4.450 ευρώ ως θετική του ζημία, ποσό 2.100 ευρώ ως διαφυγόντα κέρδη και ποσό 8.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης επίσης να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι με την αγωγή της να καταβάλλουν σε ολόκληρο ο καθένας από αυτούς στην ενάγουσα το ποσό των 2.400 ευρώ που της επιδικάσθηκε για βελτιωμένη τροφή, το ποσό των 400 ευρώ που της επιδικάσθηκε για αγορά ορθοπεδικού στρώματος ως προς τα οποία δεν προβάλλεται λόγος έφεσης το ποσό των 21600 ευρώ ως αποζημίωση για πρόσληψη τρίτου ατόμου προς εξυπηρέτηση της, το ποσό των 2.118 ευρώ για αγορά υλικών, το ποσό των 5.777,52 ευρώ για απώλεια εισοδήματος, 1.800 ευρώ για καταβολή ασφαλίστρων στον ΟΑΕΕ, το ποσό των 15.000 ευρώ ως χρηματική της ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, το ποσό των 20.000 ευρώ ως αποζημίωση της κατ’ άρθρο 931 Α.Κ. και συνολικά το ποσό των 69.095,52 ευρώ και επίσης να αναγνωρισθεί ότι της οφείλουν το ποσό των 2.743,56 ευρώ για απώλεια εισοδήματος.

Τέλος πρέπει να γίνουν δεκτές οι παρεμπίπτουσες αγωγές ως βάσιμες από ουσιαστική άποψη και να αναγνωρισθεί ότι υποχρεούται ο παρεμπιπτόντως εναγόμενος να καταβάλει στην παρεμπιπτόντως ενάγουσα ασφαλιστική εταιρία κάθε χρηματικό ποσό που θα υποχρεωθεί η τελευταία να καταβάλει στους κυρίως ενάγοντες των κύριων αγωγών για τις επιδικαζόμενες σ’ αυτούς με την παρούσα απόφαση απαιτήσεις τους, πλέον τόκων και δικαστικών εξόδων, με το νόμιμο τόκο από το χρόνο της καταβολής στους κυρίως ενάγοντες μέχρι την εξόφληση.

Γενομένων δεκτών κατά ένα μέρος των προαναφερόμενων εφέσεων των εναγόντων και εν μέρει των εφέσεων (κυρίας και επικουρικής) της εναγομένης ασφαλιστικής εταιρίας και γενομένων δεκτών κατά ένα μέρος ως βασίμων κατ’ ουσίας των προαναφερομένων αγωγών και απορριπτόμενης της μιας από αυτές και γενομένων δεκτών των παρεμπίπτουσών αγωγών, λόγω της μερικής νίκης και ήττας των διαδίκων το δικαστήριο κατανέμει τα έξοδα και των δυο βαθμών δικαιοδοσίας ανάλογα με την έκταση της νίκης και της ήττας του καθενός και επιβάλλει μέρος αυτών στους εναγόμενους και στους ενάγοντες (άρθρα 178, 183 Κ.Πολ.Δ.) σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

Τέλος πρέπει να ορισθεί παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση που ο ερημοδικαζόμενος εφεσίβλητος ασκήσει ανακοπή ερημοδικίας (άρθρα 501,502 και 505 Κ.Πολ.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ

ΟΡΙΖΕΙ για την περίπτωση ασκήσεως από τον ερημοδικασθέντα ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας, παράβολο ερημοδικίας, το οποίο καθορίζει στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 9 Μαΐου 2011 και δημοσιεύθηκε στις 30 Μαΐου 2011 σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

GreekEnglish