ΠΑΡΑΝΟΜΗ Η ΑΝΑΔΡΟΜΙΚΗ ΠΑΡΑΚΡΑΤΗΣΗ ΑΠΟΔΟΧΩΝ ΛΙΜΕΝΙΚΩΝ -ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ

Aριθμός απόφασης A1902/2018

 

ΤΟ  ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ  ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΤΜΗΜΑ ΙΑ΄ MONOMEΛΕΣ

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 14 Δεκεμβρίου 2017, με δικαστή την Άλκηστη Σιάρκου, Πρωτοδίκη Δ.Δ.,

και γραμματέα την Κυριακή Κωνσταντινίδου, δικαστική υπάλληλο,

γ ι α να δικάσει την αγωγή με χρονολογία κατάθεσης 5-3-2015,

 

Των

οι οποίοι παραστάθηκαν με την πληρεξούσια δικηγόρο Χάιδω Τσαγκαλίδου.

κατά του Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομικών, για τον οποίο παραστάθηκε με δήλωση ο Δικαστικός Πληρεξούσιος του Ν.Σ.Κ. Νικόλαος Πρίτσινας.

 

Κατά τη συζήτηση οι διάδικοι που εμφανίστηκαν και παραστάθηκαν ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν όσα αναφέρονται στα πρακτικά.

Η κρίση του είναι η εξής :

 

1.Επειδή, με την υπό κρίση αγωγή, οι ενάγοντες, στελέχη του Λιμενικού Σώματος, ζητούν να υποχρεωθεί το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο να καταβάλει στον πρώτο το ποσό των ευρώ, στο δεύτερο το ποσό των ευρώ και στον τρίτο το ποσό των ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής τους σε αυτό και μέχρι την εξόφληση και με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, ως αποζημίωση, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, για την αποκατάσταση της ζημίας που, όπως ισχυρίζονται, υπέστησαν από την παράνομη συμπεριφορά των οργάνων του εναγομένου, συνιστάμενη στην καταβολή σε αυτούς μειωμένων αποδοχών (βάσει των διατάξεων των περιπτώσεων 31-33 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, Α΄ 222), για το διάστημα από 1.8.2012 έως 31.10.2014, κατά παράβαση των άρθρων 4 παρ.5, 25 παρ.4, 45, 23 παρ. 2 και 29 παρ. 9 του Συντάγματος, άλλως κατ’ εφαρμογή των διατάξεων περί αδικαιολόγητου πλουτισμού (904 επ. ΑΚ).

 

2.Επειδή, για την άσκηση της ένδικης καταψηφιστικής αγωγής δεν απαιτείται, κατά την παρ.2 του άρθρου 274 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν.2717/1999, Α΄ 97), όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 34 του ν.3659/2008 (Α΄ 77), καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου, διότι τα χρηματικά ποσά των οποίων ζητείται η καταψήφιση είναι κατώτερα των 6.000,00 ευρώ (βλ. ΣτΕ 3410/2014 7μ., 660/2016). Περαιτέρω, οι ενάγοντες ομοδικούν παραδεκτώς, σύμφωνα με το άρθρο 115 παρ.1 του ως άνω Κώδικα, όπως η παράγραφος αυτή ισχύει μετά την αντικατάστασή της από το άρθρο 22 παρ.1 του ν.3226/2004 (Α΄ 24), που επιτρέπει την άσκηση κοινής αγωγής από περισσότερα πρόσωπα, εφόσον, μεταξύ άλλων, τα δικαιώματά τους στηρίζονται σε όμοια, κατά τα ουσιώδη, νομική και πραγματική βάση (βλ. ΣτΕ 4741/2014 Ολομ. 2705/2014). Κατόπιν αυτών, και δεδομένου ότι η κρινόμενη αγωγή έχει ασκηθεί και κατά τα λοιπά παραδεκτά, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί στην ουσία της.

 

3.Επειδή, στο άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (EισΝΑΚ, α.ν. 2783/1941) ορίζεται ότι «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος…». Κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση γεννάται όχι μόνον από την έκδοση μη νόμιμης εκτελεστής διοικητικής πράξης ή από τη μη νόμιμη παράλειψη έκδοσης τέτοιας πράξης αλλά και από μη νόμιμες υλικές ενέργειες των οργάνων του Δημοσίου ή από παραλείψεις οφειλομένων νόμιμων υλικών ενεργειών αυτών, εφόσον οι υλικές αυτές ενέργειες ή παραλείψεις συνάπτονται με την οργάνωση και λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών και δεν συνάπτονται με την ιδιωτική διαχείριση του Δημοσίου ούτε οφείλονται σε προσωπικό πταίσμα οργάνου που ενήργησε εκτός του κύκλου των υπηρεσιακών του καθηκόντων (βλ. Α.Ε.Δ. 3/2004, 5/1995, επίσης, Σ.τ.Ε. 3045/1992 Ολομ., 453, 1218, 1398, 2271, 2897, 3113, 3414/2013, 3333, 3839/2012, 471/2011, 330, 727, 3218/2009, 1018/2008, 1915/2007, 2796, 3256/2006, 1147/2005, 2146/2004 κ.ά.). Από την ίδια, εξάλλου, διάταξη συνάγεται ότι για την εφαρμογή της απαιτείται, περαιτέρω, η πράξη ή η παράλειψη ή η υλική ενέργεια των οργάνων του Ελληνικού Δημοσίου να είναι παράνομη, δηλαδή να παραβιάζεται με αυτήν κανόνας δικαίου, με τον οποίο προστατεύεται ορισμένο ατομικό δικαίωμα ή συμφέρον. Εκ του ότι, δε, ο νομοθέτης είτε με νόμο είτε με διοικητική κανονιστική πράξη, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση νόμου, καθορίζει γενικότερα τους όρους του αδίκου, παρέπεται ότι δεν μπορεί να προκύψει, έστω και αν προκαλείται ζημία σε τρίτον, ευθύνη του Ελληνικού Δημοσίου προς αποζημίωση, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, από την εκ μέρους της Ελληνικής Πολιτείας νομοθέτηση με τα αρμόδια κατά το Σύνταγμα όργανά της ή από την παράλειψη των οργάνων αυτών να νομοθετήσουν, πλην αν από τη νομοθέτηση ή μη αυτή γεννάται αντίθεση προς υπερκείμενους και επικρατούντες κανόνες δικαίου, οι οποίοι κυρώνονται με νόμο και αποκτούν, κατά το άρθρο 28 του Συντάγματος, ισχύ υπέρτερη από τυπικό νόμο (βλ. ΣτΕ 1086-87/2016 7μ., 3088/2009 7μ., 1038/2006 7μ., 1141/1999 7μ., 2432-34/2016, 898/2014, 4702/2012,  243, 244, 751, 3625/2011, 1011/2008, 910/2007 κ.ά.). Απαραίτητη, πάντως, προϋπόθεση για την επιδίκαση αποζημίωσης είναι η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παράνομης πράξης ή παράλειψης ή υλικής ενέργειας ή παράλειψης υλικής ενέργειας του δημόσιου οργάνου και της επελθούσας ζημίας (βλ. Σ.τ.Ε. 4133/2011 7μ.). Αιτιώδης, δε, σύνδεσμος υπάρχει όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, η πράξη ή η παράλειψη είναι επαρκώς ικανή (πρόσφορη) και μπορεί αντικειμενικά, κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει τη ζημία, την οποία επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση (βλ. Σ.τ.Ε. 451/2013 7μ., 322/2009 7μ., 334/2008 7μ., 7/2016, 2668, 4097/2015, 522-23, 2011, 2224/2014, 1185, 1398, 2271/2013, 424, 809, 1219, 1571, 3736, 3839, 4714/2012, 750, 1066, 1352/2011, 716, 1243, 1898/2010, 930, 1017/2009 κ.ά.). Τέλος, σε περίπτωση συνδρομής των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 105 του ΕισΝΑΚ, το Δημόσιο υποχρεούται σε αποκατάσταση κάθε θετικής ή αποθετικής ζημίας, που προκαλείται από την παράνομη δραστηριότητα των οργάνων του.

4.Επειδή, με το άρθρο 1 παραγράφος Γ, υποπαραγράφος Γ.1, περ. 31 έως 33 του ν. 4093/2012 τροποποιήθηκαν, αναδρομικώς από 01.08.2012, οι παράγραφοι 2 και 3 του άρθρου 50 του ν. 3205/2003 και αφενός μεν μειώθηκε ο βασικός μισθός του ανθυπολοχαγού και των αντίστοιχων βαθμών αφετέρου δε μεταβλήθηκαν οι συντελεστές βάσει των οποίων καθορίζονται οι βασικοί μισθοί των λοιπών βαθμών, με αποτέλεσμα να επέλθουν σημαντικές μειώσεις, ιδίως, στους ανώτερους βαθμούς της ιεραρχίας των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας. Αναδρομικές μειώσεις προβλέφθηκαν, επίσης, για τα επιδόματα που χορηγούνταν βάσει των παραγράφων 3 – 8α και 10 του άρθρου 51 του ν. 3205/2003. Κατ’ εξουσιοδότηση, εξάλλου, της διάταξης της περ. 37 της ίδιας υποπαραγράφου εκδόθηκε η οικ 2/83408/0022/14-11-2012 απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών (Β΄ 3017), με την οποία καθορίσθηκε ο χρόνος και ο τρόπος επιστροφής των ποσών που προέκυψαν από την αναδρομική από 1.08.2012 μείωση των αποδοχών των μισθοδοτουμένων βάσει «ειδικών» μισθολογίων. Ωστόσο, η απόφαση αυτή ακυρώθηκε με τις 2192-6/2014 αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατόπιν άσκησης αιτήσεων ακυρώσεως των Ενώσεων αποστράτων αξιωματικών των τριών κλάδων των ενόπλων δυνάμεων (Στρατού, Ναυτικού και Αεροπορίας), της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Αξιωματικών Αστυνομίας, της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Αστυνομικών Υπαλλήλων, της Ένωσης Στρατιωτικών Περιφέρειας Αττικής κλπ και της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ενώσεων Προσωπικού Λιμενικού Σώματος, κατά το μέρος που αφορούσε την αναδρομική, από 01.08.2012 έως την εφαρμογή του νόμου αυτού, μείωση των αποδοχών των υπαλλήλων αυτών (εν ενεργεία και μη), συνεπεία της οποίας υποχρεώθηκαν αυτοί να επιστρέψουν αποδοχές τις οποίες είχαν ήδη εισπράξει, ως αχρεωστήτως καταβληθείσες. Ειδικότερα, με τις αποφάσεις του Ανώτατου Δικαστηρίου κρίθηκε ότι οι προμνησθείσες διατάξεις των περιπτώσεων 31 – 33 της υποπαραγράφου Γ1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, καθώς και η συναφής προς αυτές διάταξη της περ. 37 της αυτής υποπαραγράφου, κατ’ επίκληση της οποίας εκδόθηκε η ανωτέρω υπουργική απόφαση, ήταν αντίθετες τόσο προς την αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης των μισθοδοτούμενων βάσει των «ειδικών» μισθολογίων, όσο και προς τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 5 και 25 παρ. 4 του Συντάγματος.

5.Επειδή, ακολούθως, με τα 10-13/2014 πρακτικά του Τριμελούς Συμβουλίου Συμμορφώσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας, κρίθηκε ότι συνέτρεχε περίπτωση μη συμμόρφωσης της Διοικήσεως προς τις ανωτέρω ακυρωτικές αποφάσεις και για τον λόγο αυτόν κλήθηκε το Υπουργείο Οικονομικών να συμμορφωθεί προς αυτές. Ειδικότερα, κρίθηκε ότι η Διοίκηση υπέχει: α) υποχρέωση καταβολής των αποδοχών που τα μέλη των αιτουσών συνδικαλιστικών οργανώσεων υποχρεώθηκαν να επιστρέψουν, ως αχρεωστήτως καταβληθείσες, συνεπεία της αναδρομικής εφαρμογής των διατάξεων του ν.4093/2012, η οποία αποτελεί άμεση συνέπεια του ακυρωτικού αποτελέσματος, ευθεία, δηλαδή, συνέπεια της ακύρωσης κανονιστικής πράξης, το περιεχόμενο της οποίας εξαντλείται στο παρελθόν (χρονικό διάστημα από 1.08.2012 μέχρι 31.12.2012) και β) υποχρέωση επιστροφής των χρηματικών ποσών που αντιστοιχούσαν στη διαφορά μεταξύ των αποδοχών που οι στρατιωτικοί (αστυνομικοί κ.λ.π.) ελάμβαναν προ της εφαρμογής του ν.4093/2012 και των αποδοχών που πράγματι τους κατεβλήθησαν μετά τις γενόμενες περικοπές, κατά το χρονικό διάστημα από της έναρξης ισχύος του ν. 4093/2012 μέχρι της δημοσίευσης του ν. 4307/2014 περί του νέου μισθολογίου, η οποία αποτελεί πρόσθετη υποχρέωση λόγω της διαγνωσθείσης αντισυνταγματικότητας των διατάξεων του ν. 4093/2012 (χρονικό διάστημα από 01.01.2013 μέχρι 15.11.2014).

6.Επειδή, μετά την έκδοση των πρακτικών αυτών και ενώ εκκρεμούσε η διαδικασία συμμόρφωσης της Διοίκησης δημοσιεύθηκε ο ν.4307/2014 (Α΄ 246/15-11-2014), στο άρθρο 86 του οποίου περιελήφθησαν ρυθμίσεις σχετικά με τη μισθολογική αποκατάσταση των στελεχών των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας. Με τις νεότερες διατάξεις καταργήθηκαν, αφ’ ης ίσχυσαν, οι προμνησθείσες αντισυνταγματικές διατάξεις του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 (παρ. 1 α΄ του άρθρου 86), αντικαταστάθηκαν εκ νέου, από 1.08.2012, τα άρθρα 50 παρ. 2 και 3 και 51 παρ. 3 – 8α και 10 του ν. 3205/2003, αυξήθηκε ο βασικός μισθός του ανθυπολοχαγού και των αντιστοίχων βαθμών, καθορίσθηκαν νέοι συντελεστές προσδιορισμού βασικών μισθών, αναπροσαρμόσθηκαν δε τα διάφορα επιδόματα των στρατιωτικών και των στελεχών των σωμάτων ασφαλείας (παρ. 2). Με την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου 86 ορίσθηκε, περαιτέρω, ότι με κοινή υπουργική απόφαση καθορίζεται «ο χρόνος και η διαδικασία καταβολής των αναπροσαρμοσμένων αποδοχών και συντάξεων, καθώς και της διαφοράς αποδοχών και συντάξεων που απορρέει από τις διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων, για το χρονικό διάστημα από 01.08.2012 έως και 31.12.2014 προς τα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων και αντιστοίχων της Ελληνικής Αστυνομίας, του Πυροσβεστικού Σώματος και του Λιμενικού Σώματος – Ελληνικής Ακτοφυλακής, εν ενεργεία και απόστρατους». Κατ’ εξουσιοδότηση της τελευταίας αυτής διατάξεως, εκδόθηκε η οικ.2/88371/ΔΕΠ/14/17.11.2014 (Β΄ 3093) κοινή υπουργική απόφαση. Ειδικότερα με αυτήν ορίστηκε ότι οι διαφορές αποδοχών που απορρέουν από την εφαρμογή του άρθρου 86 παρ. 2 του ν. 4307/2014 περί αναπροσαρμογής των αποδοχών των εν ενεργεία στελεχών των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας, καθ’ ο μέρος αφορούν το χρονικό διάστημα από 01.07.14 έως και 30.11.2014 θα καταβληθούν εφάπαξ με τις αναπροσαρμοσμένες, βάσει των ίδιων διατάξεων, αποδοχές του Δεκεμβρίου του αυτού έτους (άρθρο 1). Ορίστηκε δε, περαιτέρω, ότι οι διαφορές αποδοχών που αφορούν το προγενέστερο χρονικό διάστημα (01.08.2012 έως 30.6.2014), εάν μεν δεν υπερβαίνουν το ποσό των διακοσίων πενήντα ευρώ, θα καταβληθούν εφάπαξ την 27.01.2015, εάν δε υπερβαίνουν το ποσό αυτό, θα καταβληθούν σταδιακά σε τριάντα έξι ισόποσες μηνιαίες δόσεις, η πρώτη εκ των οποίων θα καταβληθεί την 27.01.2015, ενώ οι επόμενες «θα καταβάλλονται την εικοστή εβδόμη (27η) ημέρα εκάστου μηνός μέχρι και την 27.12.2017, οπότε θα καταβληθεί η τελευταία δόση» (άρθρο 2).

7.Επειδή, μετά τις νομοθετικές αυτές εξελίξεις, το Τριμελές Συμβούλιο Συμμορφώσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας, επιλαμβανόμενο εκ νέου της υπόθεσης, εξέδωσε τις 18 – 21/2015 αποφάσεις του, με τις οποίες έκρινε ότι η Διοίκηση εν μέρει μόνον συμμορφώθηκε προς τις εν λόγω αποφάσεις της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ειδικότερα, κρίθηκε ότι οι νεότερες μισθολογικές ρυθμίσεις δεν συνιστούν πλήρη συμμόρφωση, ούτε κατά το μέρος που αφορά στην υποχρέωση της Διοίκησης να καταβάλει στους στρατιωτικούς κλπ. τις αποδοχές που υποχρεώθηκαν να επιστρέψουν ως αχρεωστήτως καταβληθείσες, λόγω των αναδρομικών μειώσεων που υπέστησαν κατ’ εφαρμογήν του ν. 4093/2012, ούτε κατά το μέρος που αφορά στην υποχρέωση επιστροφής προς αυτούς των χρηματικών ποσών που αντιστοιχούν στη διαφορά μεταξύ των αποδοχών που ελάμβαναν προ της εφαρμογής του ν.4093/2012 και των αποδοχών που πράγματι τους κατεβλήθησαν, μετά τις γενόμενες περικοπές, κατά το χρονικό διάστημα από της ενάρξεως ισχύος του ν.4093/2012 και μέχρι της δημοσιεύσεως του ν. 4307/2014, καθόσον σε αμφότερες τις περιπτώσεις προβλέφθηκε μερική μόνον, κατά το ήμισυ περίπου, επιστροφή των αντίστοιχων ποσών.

 

8.Επειδή, ακολούθως, με την 1126/2016 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία εκδόθηκε επί αίτησης ακύρωσης της δευτεροβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης με την επωνυμία «Πανελλήνια Ομοσπονδία Ενώσεων Προσωπικού Λιμενικού Σώματος» (Π.Ο.Ε.Π.Λ.Σ.),ακυρώθηκε η εκδοθείσα κατ΄εξουσιοδότηση της παρ.3 του άρθρου 86 του ν.4307/2014, με αριθμ. οικ2/88371/ΔΕΠ/17.11.2014 κοινή υπουργική απόφαση, με την οποία καθορίζεται ο χρόνος και ο τρόπος καταβολής στα εν ενεργεία στελέχη των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας και στους συνταξιούχους των σωμάτων αυτών των διαφορών αποδοχών και συντάξεων που απορρέουν από τις διατάξεις της παρ.2 του άρθρου 86 του ν. 4307/2014, για το χρονικό διάστημα από 1.8.2012 μέχρι την έναρξη εφαρμογής του νόμου αυτού. Ειδικότερα, με την ανωτέρω απόφαση η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας δέχθηκε, ότι από τις διατάξεις του άρθρου 86 παρ.2 του ν. 4307/2014 συνάγεται ότι με αυτές θεσπίζεται ιδιότυπο μισθολόγιο των στελεχών των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας, προκειμένου, όπως ρητώς αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση του νόμου αυτού και στις σχετικές συζητήσεις της Βουλής, να συμμορφωθεί η Διοίκηση στις προαναφερόμενες 2192-6/2014 ακυρωτικές αποφάσεις του ίδιου Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, από την αιτιολογική αυτή έκθεση και από τις εκτενείς αναφορές των σχετικών συζητήσεων στη Βουλή (βλ. Πρακτικά Συν ΚΔ/11-11-2014 σελ.1445-1447, 1449-1450, 1458-1459, Συν.ΚΕ/12-11-2014 σελ. 1479, 1485-1486, 1489, 1493, 1497-1498, 1501, 1503, 1506, Συν. ΚΣΤ/13-11-2014 σελ. 1605-1606, 1609, 1620, 1628, 1634-1635, 1638, 1647) επιβεβαιώνεται ότι ο νόμος αυτός δεν αποτελεί μία αφηρημένη, αδέσμευτη ρύθμιση μισθολογίου αλλά την “αντίδραση” του νομοθέτη στις μνημονευόμενες ανωτέρω αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας. Τούτο δε αποτελεί μη αμφισβητούμενη θέση τόσο της κυβερνητικής πλειοψηφίας όσο και της αντιπολίτευσης, οι οποίες διαφέρουν μεταξύ τους μόνον ως προς το αν η μερική συμμόρφωση προς τις αποφάσεις είναι δυνατόν να γίνει συνταγματικώς ανεκτή λόγω των συγκεκριμένων οικονομικών δυνατοτήτων του Κράτους. Η ίδια απόφαση αναφέρει, εν συνεχεία, ότι, όπως προκύπτει από την αντιπαραβολή των διατάξεων του ν.4093/2012 με τις προϊσχύουσες διατάξεις του ν.3205/2003 και τις νεότερες του ν.4307/2014 οι αναπροσαρμοσμένες αποδοχές είναι μεν ανώτερες εκείνων που ελάμβανε το στρατιωτικό προσωπικό (και το προσωπικό των Σωμάτων Ασφαλείας κ.λ.π.) υπό την ισχύ του αντισυνταγματικού ν.4093/2012, κυμαίνονται όμως σε επίπεδα κατώτερα εκείνων που είχαν διαμορφωθεί πριν την 1.8.2012. Εκ των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται, επίσης, κατά τα αναφερόμενα στην ως άνω απόφαση, ότι στο νέο αυτό μισθολόγιο προσδίδεται αναδρομική ισχύ, η οποία ανατρέχει στον χρόνο έναρξης της ισχύος των διατάξεων του ν.4093/2012, οι οποίες είχαν κριθεί αντισυνταγματικές και ανίσχυρες με τις με αριθμούς 2192-6/2014 αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, δηλαδή οι νεότερες μισθολογικές ρυθμίσεις αντικαθιστούν τις ανίσχυρες ρυθμίσεις αναδρομικώς από 1.8.2012. Ως συνέπεια της αναδρομικότητας αυτής, εκδόθηκε η με αριθμ.οικ.2/88371/ ΔΕΠ/14/17.11.2014 κανονιστική απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Εθνικής Άμυνας, Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη και Ναυτιλίας και Αιγαίου, με την οποία προβλέπεται ο χρόνος και ο τρόπος επιστροφής, για το χρονικό διάστημα από 1.8.2012 έως 30.11.2014, των χρηματικών ποσών που αντιστοιχούν στην διαφορά μεταξύ των αναπροσαρμοζόμενων αποδοχών του ν.4307/2014 και των αποδοχών που πράγματι είχαν λάβει, τα οποία είναι μειωμένα σε ποσοστό περίπου 50% σε σχέση με τις προ της 1ης.8.2012 αποδοχές τους. Όμως, η διαδικασία ψήφισης του ανωτέρω ν.4307/2014 άρχισε ικανό χρονικό διάστημα μετά την έναρξη της διαδικασίας συμμόρφωσης ενώπιον του αρμόδιου Τριμελούς Συμβουλίου του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατά την οποία είχαν υποδειχθεί στη Διοίκηση οι υποχρεώσεις συμμόρφωσης που απέρρεαν από τις ακυρωτικές αποφάσεις και ειδικότερα: α) η υποχρέωση καταβολής των αποδοχών που τα μέλη των αιτουσών συνδικαλιστικών οργανώσεων υποχρεώθηκαν να επιστρέψουν, ως αχρεωστήτως καταβληθείσες, συνεπεία της αναδρομικής εφαρμογής των διατάξεων του ν.4093/2012, με τις οποίες μειώθηκαν αναδρομικώς οι αποδοχές των στελεχών των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας, η οποία αποτελεί άμεση συνέπεια του ακυρωτικού αποτελέσματος, ευθεία, δηλαδή, συνέπεια της ακύρωσης κανονιστικής πράξης, το περιεχόμενο της οποίας εξαντλείται στο παρελθόν (χρονικό διάστημα από 1.8.2012 μέχρι 31.12.2012) και β) η υποχρέωση επιστροφής των χρηματικών ποσών που αντιστοιχούσαν στη διαφορά μεταξύ των αποδοχών που οι στρατιωτικοί (αστυνομικοί κ.λ.π.) ελάμβαναν προ της εφαρμογής του ν.4093/2012 και των αποδοχών που πράγματι τους κατεβλήθησαν μετά τις γενόμενες περικοπές, κατά το χρονικό διάστημα από της ενάρξεως ισχύος του ν.4093/2012 μέχρι της δημοσίευσης του ν.4307/2014 περί του νέου μισθολογίου, η οποία αποτελεί πρόσθετη υποχρέωση λόγω της διαγνωσθείσης αντισυνταγματικότητας των διατάξεων του ν.4093/2012 (χρονικό διάστημα από 1.1.2013 μέχρι 15.11.2014). Περαιτέρω, έγινε δεκτό ότι, δεδομένου ότι ο νομοθέτης εκδήλωσε σαφώς την πρόθεση του να συμμορφωθεί προς τις με αριθμούς 2192-6/2014 ακυρωτικές αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, αιτιολογεί δε τις επίμαχες ρυθμίσεις διαφορετικά για το παρελθόν και διαφορετικά για τον εφεξής χρόνο, οι εν λόγω ρυθμίσεις ενέχουν δύο διακριτά, μεταξύ τους, κεφάλαια. Αφενός το κεφάλαιο της αναδρομής, το οποίο αφορά στο χρονικό διάστημα από 1.8.2012 έως τη δημοσίευση του ν.4307/2014 (15.11.2014) και αφετέρου το κεφάλαιο που αφορά στο χρονικό διάστημα από της δημοσίευσης του νόμου και εφεξής. Και για μεν το παρελθόν, για το οποίο είχαν ήδη προσδιορισθεί, με την έκδοση των με αριθμούς 10-13/2014 πρακτικών, οι υποχρεώσεις συμμόρφωσης που, κατά την κρίση του αρμόδιου δικαστικού συμβουλίου, απέρρεαν από τις ακυρωτικές αποφάσεις, οι ρυθμίσεις του άρθρου 86 του ν.4307/2014, έχουν χαρακτήρα επιστροφής σε κάθε ένα από τα στελέχη των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας, καθώς και στους συνταξιούχους των ενόπλων σωμάτων των χρηματικών ποσών που τους περικόπησαν παρανόμως με τις αντισυνταγματικές διατάξεις των περιπτώσεων 31-33 της υποπαραγράφου Γ1 του άρθρου πρώτου του ν.4093/2012. Συνεπώς, δέχθηκε η πιο πάνω απόφαση, ότι, εφόσον οι ρυθμίσεις του άρθρου 86 του ν.4307/2014, κατά το αναδρομικό κεφάλαιο, έχουν αυτό τον χαρακτήρα (αποτελούν δηλαδή ρύθμιση ατομικών περιπτώσεων), συνιστούν πλημμελή συμμόρφωση προς τις ακυρωτικές αποφάσεις διότι: α) για το χρονικό διάστημα από 1.8.2012 μέχρι 31.12.2012, το οποίο αφορά τα ποσά των αποδοχών που οι στρατιωτικοί υποχρεώθηκαν να επιστρέψουν ως αχρεωστήτως καταβληθέντα λόγω των αναδρομικών μειώσεων που επέβαλε ο ν.4093/2012, προβλέπεται ότι θα καταβληθούν μόνο κατά το ήμισυ και β) για το χρονικό διάστημα από 1.1.2013 μέχρι 15.11.2014 που αφορά τα χρηματικά ποσά που αντιστοιχούν στη διαφορά μεταξύ των αποδοχών που ελάμβαναν προ της εφαρμογής του ν.4093/2012 και των αποδοχών που πράγματι τους κατεβλήθησαν, προβλέπεται, επίσης, μερική, κατά το ήμισυ περίπου καταβολή. Εξάλλου, η μερική μόνο συμμόρφωση “ομολογείται”, κατά τα ήδη εκτεθέντα, και από τον ίδιο τον νομοθέτη στην αιτιολογική έκθεση, ο οποίος επιχειρεί να την δικαιολογήσει, με την παράθεση αποκλειστικώς δημοσιονομικού χαρακτήρα λόγων, οι οποίοι καθιστούν προς το παρόν ανέφικτη την πλήρη συμμόρφωση. Οι λόγοι, όμως, αυτοί δεν αρκούν για να καταστήσουν συνταγματικές τις επίμαχες αναδρομικές ρυθμίσεις αφενός μεν διότι όμοιοι λόγοι είχαν προβληθεί και είχαν αξιολογηθεί από το Δικαστήριο στις δίκες, επί των οποίων εκδόθηκαν οι επίμαχες ακυρωτικές αποφάσεις (βλ. ΣτΕ 2194/2014, σκ.17 και 21, 2193/2014 σκ. 16 και 20, 2194/2014 σκ. 15 και 19, 2195/2014 σκ. 15 και 19, 2196/2014 σκ. 16 και 20), αφετέρου δε και εν πάση περιπτώσει διότι τέτοιοι λόγοι δεν απαλλάσσουν τον κοινό νομοθέτη και την κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση από την υποχρέωση τήρησης της συνταγματικής διάταξης για την εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων. Με τις ανωτέρω σκέψεις κρίθηκε, τελικά, ότι οι προπαρατεθείσες διατάξεις της παρ.2 του άρθρου 86 του ν.4307/2014 κατά το αναδρομικό τους μέρος, καθώς και της απολύτως συναφούς διάταξης της παρ.3 του ίδιου άρθρου, αντίκεινται στο άρθρο 95 παρ.5 του Συντάγματος. Για τον λόγο αυτό ακυρώθηκε η προαναφερόμενη κοινή υπουργική απόφαση, καθώς αυτή εκδόθηκε κατ’ εφαρμογή του διακριτού αναδρομικού κεφαλαίου της προαναφερόμενης αντισυνταγματικής και ως εκ τούτου ανίσχυρης και μη εφαρμοστέας διάταξης της παρ.2, καθώς και της συναφούς παρ.3 του άρθρου 86 του ν.4307/2014.

9.Επειδή, στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι ενάγοντες, μόνιμοι υπάλληλοι του Λιμενικού Σώματος, υπηρετούντες, κατά τον κρίσιμο χρόνο, στην …  ζητούν να υποχρεωθεί το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο να καταβάλει στον πρώτο το ποσό των , στο δεύτερο το ποσό των και στον τρίτο το ποσό των  με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής τους σε αυτό και μέχρι την εξόφληση, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, ως αποζημίωση, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, για την αποκατάσταση της ζημίας που, όπως ισχυρίζονται, υπέστησαν από παράνομη συμπεριφορά των οργάνων του εναγομένου, συνιστάμενη στην καταβολή σε αυτούς μειωμένων αποδοχών (βάσει των διατάξεων των περιπτώσεων 31-33 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012) για το διάστημα από 01.8.2012 έως 31.10.2014, κατά παράβαση των άρθρων 4 παρ.5, 25 παρ.4, 45, 23 παρ. 2 και 29 παρ. 9 του Συντάγματος, άλλως κατ’ εφαρμογή των διατάξεων περί αδικαιολόγητου πλουτισμού (904 επ. Α.Κ.). Ειδικότερα, οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι το εναγόμενο παρανόμως παρέλειψε να προβεί σε πλήρη αποκατάσταση των αποδοχών τους για το διάστημα από 01.08.2012 έως 31.10.2014 σε συμμόρφωση με την 2196/2014 ακυρωτική απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία ακυρώθηκε η οικ.2/83408/0022/14-11-2012 απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, καθ’ ο μέρος αφορούσε την αναδρομική μείωση των αποδοχών τους, με αποτέλεσμα αυτοί να υποστούν ζημία από τη διαφορά ανάμεσα στις αποδοχές που θα έπρεπε να τους καταβληθούν σε πλήρη συμμόρφωση προς την ανωτέρω ακυρωτική απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας και σε αυτές που πράγματι τους καταβλήθηκαν βάσει των διατάξεων του ν.4307/2014 και της κατ’ εξουσιοδότηση αυτού οικ.2/88371/ΔΕΠ/14/17-11-2014 κοινής υπουργικής απόφασης.

 

10.Επειδή, όπως εκτίθεται σε προηγούμενη σκέψη της παρούσας με την 1126/2016 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε ότι οι διατάξεις της παρ.2 του άρθρου 86 του ν.4307/2014, κατά το μέρος που προέβλεψαν την αναδρομική τους εφαρμογή από 1.8.2012, καθώς και της απολύτως συναφούς διάταξης της παρ.3 του ίδιου άρθρου, αντίκεινται στο άρθρο 95 παρ.5 του Συντάγματος, καθώς κατέστησαν ανενεργή την εκκρεμή διαδικασία συμμόρφωσης της Διοίκησης προς την προαναφερόμενη 2196/2014 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, καταστρατηγώντας, με τον τρόπο αυτό, την υποχρέωση συμμόρφωσης προς τις δικαστικές αποφάσεις, η οποία αποτελεί ειδικότερη πτυχή του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και δίκαιης δίκης. Εξάλλου, εφαρμόζοντας η Διοίκηση τις ανωτέρω, νεότερες μισθολογικές ρυθμίσεις κατά την επιστροφή στους λιμενικούς υπαλλήλους των χρηματικών ποσών που δικαιούνταν ως διαφορά αποδοχών, κατά το χρονικό διάστημα από 1.8.2012 έως 30.11.2014, λόγω της αντισυνταγματικότητας του ν.4093/2012, συμμορφώθηκε πλημμελώς με την ανωτέρω αναφερόμενη 2196/2014 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας-που αφορά συγκεκριμένα τους λιμενικούς υπαλλήλους- καθώς προέβη σε μερική μόνο, κατά το ήμισυ περίπου, επιστροφή των οφειλόμενων ποσών, όπως, άλλωστε, κρίθηκε με την 21/2015 απόφαση του Τριμελούς Συμβουλίου Συμμόρφωσης του ίδιου Δικαστηρίου. Περαιτέρω, από την ανωτέρω, αντίθετη προς κανόνες υπέρτερης τυπικής ισχύος νομοθετική δραστηριότητα των νομοθετικών οργάνων και την, ενόψει της εφαρμογής των προαναφερόμενων αντισυνταγματικών διατάξεων του άρθρου 86 του ν.4307/2014, πλημμελή συμμόρφωση της Διοίκησης προς την ως άνω 2196/2014 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι ενάγοντες υπέστησαν ζημία, η οποία συνίσταται, ειδικότερα, στη μείωση των ποσών που δικαιούνταν να λάβουν ως διαφορές αποδοχών λόγω της αντισυνταγματικότητας των διατάξεων του ν.4093/2012, και η οποία τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο προς τις ανωτέρω παράνομες πράξεις των οργάνων του Δημοσίου, καθώς, εάν δεν είχαν μεσολαβήσει αυτές, οι διαφορές των αποδοχών τους θα είχαν υπολογισθεί, κατ΄εφαρμογή των προγενέστερων, ευνοϊκότερων διατάξεων των άρθρων 50 και 51 του ν.3205/2003. Με τα δεδομένα αυτά και ενόψει όσων έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στη μείζονα σκέψη της παρούσας, στοιχειοθετείται ευθύνη του εναγόμενου Δημοσίου προς αποκατάσταση της ζημίας που υπέστησαν οι ενάγοντες, σύμφωνα με την προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 105 του Εισ.Ν.Α.Κ., κατά παραδοχή του σχετικού λόγου της κρινόμενης αγωγής, ενώ, οι αντίθετοι ισχυρισμοί του εναγόμενου πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμοι.

 

11.Eπειδή, κατόπιν όσων εκτίθενται στην προηγούμενη σκέψη και προς αποκατάσταση της ζημίας που υπέστησαν οι ενάγοντες από τις ανωτέρω αναφερόμενες παράνομες πράξεις των οργάνων του εναγόμενου, δικαιούνται αποζημίωση ίση προς το ήμισυ της διαφοράς μεταξύ των αποδοχών που έλαβαν, κατά το χρονικό διάστημα από 1.8.2012 έως 31.10.2014, κατ΄ εφαρμογή των αντισυνταγματικών διατάξεων των περιπτώσεων 31-33 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, και εκείνων που θα έπρεπε να λάβουν, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 50 και 51 του προγενέστερου ν.3205/2003, εάν δεν είχαν μεσολαβήσει οι πιο πάνω παράνομες ενέργειες των οργάνων του Δημοσίου. Κατόπιν αυτών και λαμβάνοντας, περαιτέρω, υπόψη τις προσκομιζόμενες από τους ενάγοντες βεβαιώσεις αποδοχών, το περιεχόμενο των οποίων δεν αμφισβητείται από το εναγόμενο, σύμφωνα με τις οποίες η διαφορά ανάμεσα στις μικτές αποδοχές που έπρεπε να καταβληθούν στους ενάγοντες προ της εφαρμογής του ν.4093/2012 και στις μικτές αποδοχές που πράγματι τους καταβλήθηκαν για το διάστημα από 1-8-2012 έως 31-10-2014 ανέρχεται για τον πρώτο σε , για τον δεύτερο σε  και για τον τρίτο σε , το Δικαστήριο κρίνει ότι οι ενάγοντες δικαιούνται να λάβουν από το εναγόμενο Δημόσιο, ως αποζημίωση, τα ποσά των  αντίστοιχα, κατά μερική αποδοχή του αιτήματός τους. Δεδομένου δε ότι η κρινόμενη αγωγή αφορά σε αξιώσεις υπαλλήλων του Λιμενικού Σώματος, ήτοι υπαλλήλων του Δημοσίου εν γένει, η παραγραφή των αξιώσεων αυτών είναι διετής και εκκινεί από τη γένεση της αξίωσης (αρ. 90 παρ. 3 του ν. 2362/1995, Α΄ 247 και 183 παρ. 2 γ΄ του ν. 4270/2014, α΄ 143, ΑΕΔ 1/2012). Εν προκειμένω δε από τις 15.11.2014 [ημερομηνία δημοσίευσης του ν.4307/2014 (Α΄ 246/15-11-2014)], οπότε εκδηλώθηκε η εν μέρει συμμόρφωση της Διοίκησης με την 2196/2014 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως το περιεχόμενο αυτής εκτέθηκε ανωτέρω, με την καταβολή του ημίσεος της διαφοράς των οφειλομένων αναδρομικών αποδοχών. Ως εκ τούτου, μέχρι την κατάθεση της αγωγής των εναγόντων (05.03.2015) δεν είχε συμπληρωθεί η ως άνω διετής παραγραφή, απορριπτόμενης ως αβάσιμης της ένστασης περί παραγραφής που προέβαλε το εναγόμενο. Περαιτέρω, τα ανωτέρω ποσά αντιστοιχούν σε ακαθάριστες αποδοχές των εναγόντων, κατά δε την καταβολή τους πρέπει να γίνει σχετική εκκαθάριση και παρακράτηση των νόμιμων κρατήσεων (ΣτΕ 296/2015), ως ίσχυαν κατά το ένδικο χρονικό διάστημα, ενώ δικαιούνται οι ενάγοντες να λάβουν αυτά εντόκως από την επίδοση της αγωγής τους (ΣτΕ 4402/2015, 3535/2015), στις 11.3.2015 (σχετ. η 1715/11-3-2015 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών Δέσποινας Ρέππα) με επιτόκιο 6% (ΑΕΔ 25/2012, Ολ.ΣτΕ 378/2014 και 2114/2014). Το αίτημα όμως των εναγόντων περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής πρέπει να απορριφθεί, καθόσον δεν προβάλλεται ούτε αποδεικνύεται ότι συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι που συνηγορούν προς τούτο, κατ’ άρθρο 80 παρ.3 του Κ.Δ.Δ.

 

12. Επειδή, κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και να υποχρεωθεί το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο να καταβάλει σε καθέναν από τους ενάγοντες για την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστησαν από την καταβολή σε αυτούς μειωμένων αποδοχών βάσει του ν.4093/2012, για το διάστημα από 01.08.2012 έως 31.10.2014 τα κατά την προηγούμενη σκέψη εκτεθέντα ποσά. Περαιτέρω, ενόψει της έκβασης της δίκης, τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 275 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας.

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

 

Δέχεται εν μέρει την αγωγή.

 

Υποχρεώνει το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των στον δεύτερο ενάγοντα το ποσό και στον τρίτο ενάγοντα το ποσό των), νομιμοτόκως, με επιτόκιο 6% από την επίδοση της αγωγής τους (11.3.2015) και μέχρι την εξόφληση, αφού αφαιρεθούν οι νόμιμες κρατήσεις, ως ίσχυαν κατά το ένδικο χρονικό διάστημα.

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

 

Η απόφαση δημοσιεύτηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στις 13-3-2018.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

GreekEnglish