Με τον όρο υπερχρεωμένα νοικοκυριά εννοούμε τα φυσικά πρόσωπα τα οποία οφείλουν σε πιστωτές κυρίως Τράπεζες μεγάλα ποσά τα οποία αδυνατούν να πληρώσουν.
Οι οφειλές αυτές προέρχονται από διαφόρων ειδών δανειακές συμβάσεις, όπως στεγαστικά δάνεια, δάνεια αγοράς καταναλωτικών αγαθών και υπηρεσιών, δάνεια από αγορά αγαθών και υπηρεσιών με τη χρέωση πιστωτικών καρτών. Οι καταναλωτές που έλαβαν στεγαστικό δάνειο για να αγοράσουν , ή κτίσουν ή επισκευάσουν κατοικία, κινήθηκαν με το σκεπτικό ότι, αντί να πληρώνουν μίσθωμα και να διαμένουν σε ξένη κατοικία, θα ήταν πιο συμφέρον να πληρώνουν κάποιο ποσό παραπάνω στη δανειακή δόση και να διαμένουν σε δικό τους σπίτι. Το σκεπτικό αυτό, απόλυτα φυσικό και λογικό, οδήγησε χιλιάδες καταναλωτές να ζητήσουν και λάβουν από τις Τράπεζες στεγαστικά δάνεια.
Η μεγαλύτερη πλειοψηφία των δανειοληπτών στεγαστικών δανείων αποτελούν οικογένειες στις οποίες εργάζονταν, τότε, και οι δύο σύζυγοι, είτε στον ιδιωτικό, είτε στο δημόσιο τομέα, και με βάση τις τότε οικονομικές τους συνθήκες, τακτικές αποδοχές, δεκατεσσάρων μηνών (με τα δώρα και επιδόματα) τους επέτρεπαν να πληρώνουν κάθε μήνα τη δόση δανείου την οποία είχαν συμφωνήσει.
Οι Τράπεζες παρείχαν με σχετική ευκολία τα στεγαστικά δάνεια, αφού έλεγχαν τα οικονομικά στοιχεία των δανειοληπτών, διαπίστωναν ότι τα εισοδήματά τους παρέχουν την δυνατότητα πληρωμής της μηνιαίας δόσης δανείου και φυσικά εξασφαλίζονταν με προσημείωση υποθήκης στο διαμέρισμα που αποκτούσε ο καταναλωτής. Οι Τράπεζες, στα πλαίσια της επιθετικής πρακτικής προώθησης των πιστώσεων, χορηγούσαν και μάλιστα αφειδώς, εκτός από στεγαστικά δάνεια, και καταναλωτικά δάνεια αγοράς αγαθών ή και υπηρεσιών και μάλιστα με ευφάνταστες και ελκυστικές ονομασίες (εορτοδάνεια, διακοποδάνεια, δάνεια για την αγορά αυτοκινήτων, οικιακού εξοπλισμού κλπ).
Οι καταναλωτές, παρασυρόμενοι από τις ελκυστικές προτάσεις δανειοδότησης και την προοπτική αγοράς αγαθών και υπηρεσιών, λάμβαναν δάνεια, παραβλέποντας ότι το χρήμα αυτό είναι δανεικό και ακριβό, καθώς τα επιτόκια δανεισμού είναι ιδιαίτερα αυξημένα. Παράλληλα το πλαστικό χρήμα, η δυνατότητα αγοράς αγαθών και υπηρεσιών με τη χρήση πιστωτικής κάρτας, χωρίς να εκταμιεύουν άμεσα χρήματα, οδήγησε στην υπερχρέωση των κατόχων των καρτών, οι οποίοι επιδίδονταν σε μία ασύνετη και αλόγιστη χρήση των καρτών, παραβλέποντας ότι και στη περίπτωση αυτή δανείζονται χρήματα και μάλιστα ακριβά.
Μας είναι γνωστή η εικόνα των προ ολίγων ετών πολλών διαφημίσεων όπου οι Τράπεζες διαφημίζουν δάνεια καταναλωτικά, προσωπικά, εορτοδάνεια, διακοποδάνεια, πιστωτικές κάρτες και κυριολεκτικά μας βομβάρδιζαν με εικόνες, για μαγικές στιγμές, κυρίως τις γιορτινές μέρες και τις μέρες των καλοκαιρινών διακοπών. Οι δύο μορφές δανειοδότησης για αγορά καταναλωτικών αγαθών και υπηρεσιών, είτε με τη χρήση πιστωτικών καρτών, είτε με την εφάπαξ λήψη χρηματικού ποσού, αποτελούν τελείως διαφορετική κατηγορία από τη λήψη στεγαστικού δανείου.
Με το στεγαστικό δάνειο ο καταναλωτής αποσκοπεί στην απόκτηση μόνιμης στέγης, ενός διαρκούς και πρώτης ανάγκης περιουσιακού στοιχείου, το οποίο θεραπεύει μία ανάγκη, αυτή της στέγασης. Αντιθέτως με την αγορά των καταναλωτικών αγαθών και υπηρεσιών ο καταναλωτής επιδίδεται σε αγορές που κινούνται από την καταναλωτική μανία και την απόλαυση πρόσκαιρων και εφήμερων απολαύσεων (διακοπές, ταξίδια, κλπ), τα οποία όμως κοστίζουν ακριβά.
Εάν ο καταναλωτής αγοράσει με δάνεια και κατοικία και καταναλωτικά αγαθά και υπηρεσίες, η υπερχρέωσή του είναι δεδομένη. Με δεδομένο την έλλειψη εμπειριών των καταναλωτών αλλά και την απουσία θεσμών συμβουλευτικής υποστήριξης των καταναλωτών σε θέματα υπερχρέωσης, δεν είναι δύσκολο να αντιληφθούμε πόσο εύκολα οδηγήθηκαν τα νοικοκυριά σε υπερχρέωση. Δεν μπορούμε να παραβλέψουμε την ευθύνη και των καταναλωτών, όμως, κατά την άποψή μου, μεγαλύτερη είναι η ευθύνη των Τραπεζών που χορηγούσαν αφειδώς τα δάνεια με υψηλά επιτόκια, χωρίς να εξετάζουν αν ο δανειολήπτης είναι σε θέση να τα αποπληρώσει.
Εξαιτίας του υπερδανεισμού και των οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών που επικράτησαν μετά το 2010, τα νοικοκυριά οδηγήθηκαν στην υπερχρέωση. Οι δανειολήπτες που πήραν μόνο στεγαστικό δάνειο ή και κάποιο καταναλωτικό δάνειο μέσα όμως στις δυνατότητες τους εξόφλησης της δόσης, κατόρθωναν, μέχρι την εμφάνιση της κρίσης, να ανταποκρίνονται στη πληρωμή του. εκείνοι όμως οι καταναλωτές που πήραν περισσότερα δάνεια που ξεπερνούν τις δυνατότητες τους, μοιραία οδηγήθηκαν σε αδυναμία εξυπηρέτησης των δανείων τους.
Οι λόγοι λοιπόν που οδήγησαν στην υπερχρέωση, όπως καταγράφηκαν από ενώσεις καταναλωτών, συνοψίζονται στους εξής:
α) Στην αθρόα χορήγηση δανείων από τις Τράπεζες προς τους καταναλωτές χωρίς να εξετάζεται η δυνατότητά τους να αποπληρώσουν τα δάνεια αυτά,
β) στην έλλειψη ανταγωνισμού στον τραπεζικό τομέα και στα αδικαιολόγητα υψηλά επιτόκια,
γ) Στην άγνοια του καταναλωτή για τους κινδύνους του δανεισμού καθώς η καταναλωτική πίστη ήταν νέο, άγνωστο γι’ αυτόν τραπεζικό προϊόν,
δ) στις καταιγιστικές, υπερβολικά ελκυστικές, παραπλανητικές διαφημίσεις και επιθετικές στρατηγικές πώλησης τραπεζικών προϊόντων από τις Τράπεζες,
ε) στην ελλιπέστατη ενημέρωση των καταναλωτών εκ μέρους των Τραπεζών σε σχέση με τους όρους των τραπεζικών δανείων και πιστώσεων,
στ) στους αδιαφανείς και καταχρηστικούς όρους των τραπεζικών συμβάσεων.
Το τελικό κτύπημα έδωσε η πρωτοφανής οικονομική κρίση που ενέσκηψε στη χώρα μας. Ακόμη και οι συνετοί και συνεπείς δανειολήπτες, αυτοί που πήραν μόνον ένα δάνειο, στεγαστικό με χαμηλό επιτόκιο, δυσκολεύονται πλέον να ανταποκριθούν στις δανειακές υποχρεώσεις τους, καθώς απρόβλεπτες καταστάσεις, όπως οι μειώσεις των αποδοχών, η ανεργία ενός ή και των δύο συζύγων, η αύξηση των δαπανών διαβίωσης (αύξηση των εξόδων, επιβολή νέων φόρων κλπ), καθιστούν δύσκολη ακόμη και την αντιμετώπιση των ελάχιστα απαιτουμένων βιοτικών αναγκών.
Εύκολα μπορεί κάποιος να αντιληφθεί τι συμβαίνει σε οικογένειες που έχουν περισσότερα από ένα δάνεια, τα οποία δυσκολεύονταν να καλύψουν με τις προηγούμενες αποδοχές τους. Η εισοδηματική, λοιπόν, στενότητα, τα υψηλά επιτόκια στο χώρο ιδίως της καταναλωτικής πίστης, οι επιθετικές πρακτικές προώθησης των πιστώσεων, ατυχείς προγραμματισμοί, απρόβλεπτα γεγονότα στη ζωή των δανειοληπτών ( απώλεια εργασίας κ.ά.), αποτέλεσαν παράγοντες που – δρώντας υπό την απουσία θεσμών συμβουλευτικής υποστήριξης των καταναλωτών σε θέματα υπερχρέωσης – συνέβαλαν ανενόχλητα στην αυξανόμενη υπερχρέωση νοικοκυριών, τα οποία – αδυνατώντας στη συνέχεια να αποπληρώσουν τα χρέη τους – υπέστησαν και υφίστανται τις αλυσιδωτά επερχόμενες καταστροφικές συνέπειες της, τον αποκλεισμό τους από την οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα.
Προκειμένου δε να αντιμετωπιστεί το πραγματικό -ιδιαίτερα μεγάλο και οξυμένο -πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας, κατά τρόπο ουσιαστικό, σύγχρονο, θεσμικό, εναρμονισμένο με τις επιταγές ενός σύγχρονου κοινωνικού κράτους δικαίου, θεσπίστηκαν οι διατάξεις του νόμου 3869/2010, με τους όρους και τις προϋποθέσεις, που θέτει με σκοπό την απελευθέρωση των οφειλετών από την κατάσταση παραγωγικής αδράνειας και εγκλωβισμού στην οποία έχουν περιέλθει.
Με το ν.3869/2010 όπως τροποποιήθηκε αρχικά με τους ν.4019/2011 και 4161/2013, δόθηκε η δυνατότητα στους καταναλωτές που έχουν χρέη και αδυνατούν να τα πληρώσουν, να ζητήσουν ευνοϊκή ρύθμιση πληρωμών και απαλλαγή του από χρέη, με απόφαση Δικαστηρίου ώστε να επιστρέψουν στην οικονομική και συναλλακτική ζωή.
Στη συνέχεια ο νόμος 3869/2010 (γνωστός και ως νόμος «Κατσέλη», τροποποιήθηκε με τους νόμους 4336/2015 και 4346/2015 οι οποίοι θέσπισαν δυσμενέστερες διατάξεις για την υπαγωγή των υπερχρεωμένων καταναλωτών στη προστασία του νόμου. Ο νόμος κατ’ αρχήν απευθύνεται σε φυσικά πρόσωπα που δεν ασκούν εμπορικές πράξεις, όπως, πχ, μισθωτούς, δημόσιους και ιδιωτικούς υπαλλήλους, συνταξιούχους, όπως όμως ερμηνεύεται, στις ρυθμίσεις του μπορούν να υπαχθούν και μικροεπαγγελματίες που ασκούν εμπορικές πράξεις, σε περιορισμένο πεδίο, όπως πχ εκμεταλλευτές ψιλικών ειδών, περιπτέρων κλπ.
Πάντως το θέμα αν επαγγελματίας που ασκεί εμπορικές πράξεις μπορεί να υπαχθεί στις ρυθμίσεις του νόμου κρίνεται από το δικαστήριο. Σύμφωνα με το νόμο που ισχύει σήμερα οι καταναλωτές μπορούν να ρυθμίσουν όλες τις οφειλές τους προς ιδιώτες και Δημόσιο, Δήμους, Περιφέρειες, Ασφαλιστικά Ταμεία (φόρους / ασφαλιστικές εισφορές κλπ) εκτός από αυτές που δημιουργήθηκαν ένα έτος πριν την υποβολή της αίτησης στο Ειρηνοδικείο και τις οφειλές που προέρχονται από αδίκημα που τελέστηκε με δόλο ή βαρειά αμέλεια, διοικητικά πρόστιμα ή χρηματικές ποινίες και διατροφές συζύγου ή ανήλικου τέκνου.
Η αίτηση υποβάλλεται στο Ειρηνοδικείο του τόπου κατοικίας του οφειλέτη, μαζί με τα έγγραφα που ορίζει ο νόμος. Παράλληλα ο οφειλέτης μπορεί να ζητήσει να εκδοθεί προσωρινή διαταγή με την οποία να ζητά την αναστολή των καταδικωκτικών μέτρων και την διατήρηση της πραγματικής και νομικής κατάστασης της περιουσίας του. Από την ημέρα της υποβολής της αίτησης μέχρι την ημέρα που θα ορισθεί για τη συζήτηση της επικύρωσης του τυχόν συμβιβασμού και της συζήτησης του αιτήματος προσωρινής διαταγής.
Το Δικαστήριο με βάση την τρέχουσα οικονομική κατάσταση του δανειολήπτη και τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης του ιδίου και της οικογένειάς του καθορίζει το ποσό που μπορεί να καταβάλει για τρία (3) έτη. Μπορεί να καθορίσει μηδενικές καταβολές αν ο δανειολήπτης δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να καταβάλει οποιοδήποτε ποσό.
Αν υπάρχουν περιουσιακά στοιχεία που μπορούν να ρευστοποιηθούν και η εκποίηση των οποίων κρίνετια απαραίτητη για την ικανοποίηση των πιστωτών, ή όταν το Δικαστήριο κρίνει αναγκαίο να παρακολουθήσει και να υποβοηθήσει την εκτέλεση των όρων ρύθμισης των οφειλών, για την απαλλαγή του οφειλέτη, από τα χρέη ή την εξασφάλιση των συμφερόντων των πιστωτών, ορίζεται εκκαθαριστής. Όλη η περιουσία του οφειλέτη κατάσχεται και εκποιείται με σκοπό την ικανοποίηση των πιστωτών.
Ο οφειλέτης μπορεί να ζητήσει την εξαίρεση της κύριας κατοικίας του εφόσον πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις, όπως :
α) το ακίνητο χρησιμεύει ως κύριακατοικία του,
β) το μηνιαίο διαθέσιμο οικογενειακό του εισόδημα δεν υπερβαίνει τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης πορσυαξημένος κατά 70%
γ) η αντικειμενική αξία της κύριας κατοικίας του κατά το χρόνο συζήτησης της αίτησης δεν υπερβαίνει τις 180.000 ευρώ για τον άγαμο οφειλέτη, ποροσαυξημένη κατά 40.000 ευρώ για τον έγγαο οφειλέτη και κατά 20.000 ανά τέκνο και μέχρι τρία τέκνα
δ) είναι συνεργάσιμος δανειολήπτης βάσει του Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών.
Το σχέδιο διευθέτησης οφειλών θα προβλέπει ότι ο οφειλέτης θα καταβάλλει το μέγιστο της δυνατότητας αποπληρωμής του και ότι θα καταβάλλει ποσό τέτοιο ώστε οι πιστωτές του δεν θα βρεθούν χωρίς τη συναίνεσή τους σε χειρότερη οικονομική κατάσταση από αυτήν στην οποία θα βρίσκονταν σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης.
Προβλέπεται επίσης, κάτω από ορισμένες προυποθέσεις, η μερική κάλυψη του ποσού της μηνιαίας καταβολής του σχέδιου διευθέτησης οφειλών από το Ελληνικό Δημόσιο.