Σύμβαση εργολαβίας με το σύστημα της αντιπαροχής-Κατοχύρωση δικαιωμάτων αντισυμβαλλομένων μόνον με συμβολαιογραφικό έγγραφο.

ΕφΘεσ 2946/2005

Πρόεδρος: Αθανάσιος Σαμαρτζής. Δικαστές: Μ. Γεωργίου (εισηγητής), Σ. Αναστασιάδου. Δικηγόροι: Δ. Τσαγκαλίδης – Γ. Κούβελας.

II. Με την από 28.2.2001 αγωγή τους ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, οι ενάγοντες ιστορούσαν ότι, μαζί με τις Α.Π. και Α.Π. ήταν συγκύριοι ενός οικοπέδου που βρίσκεται στην οδό Τ.Ο. στην Καλαμαριά και ότι με το με αριθμ. 662703/1996 προσύμφωνο και εργολαβικό του συμβολαιογράφου θεσσαλονίκης Γ.Κ, ανέθεσαν στον εναγόμενο, εργολάβο οικοδομών, την ανέγερση σ` αυτό πολυώροφης οικοδομής με το σύστημα της αντιπαροχής.

Ότι συμφώνησαν να περιέλθει ως αντιπαροχή σ` αυτούς, στην πρώτη κατ` επικαρπία και στον δεύτερο κατά ψιλή κυριότητα α`) ένα διώροφο διαμέρισμα που περιλαμβάνει τμήμα του δευτέρου ορόφου, εμβαδού καθαρού 34,50 τ.μ., μικτού 43,82 τ.μ. και με ημιυπαίθριους χώρους εμβαδού 12,72 τ.μ., ως και ολόκληρο τον τρίτο όροφο, εμβαδού καθαρού 87,05 τ.μ. και μικτού 110.40 τ.μ., και β`) τμήμα του υπογείου (αποθήκη), εμβαδού 12 τ.μ. Περαιτέρω, ότι ο εναγόμενος εν αγνοία τους και κατά παράβαση των συμφωνηθέντων τους παρέδωσε το Δ1 διαμέρισμα του δευτέρου ορόφου μικρότερο κατά 2,41 τ.μ. και με μικρότερους ημιυπαίθριους χώρους κατά 2,90 τ.μ., ζημιώνοντας τους κατά το ποσό των 2.606.000 δρχ.

Εκτός τούτων ότι, με πρόσθετη συμφωνία τους σημειωθείσα ιδιοχείρως από τον εργολάβο πάνω στον πίνακα ποσοστών οικοπέδου, συμφώνησαν να τους παραδώσει ο εναγόμενος υπόγειο αποθηκευτικό χώρο 20 τ.μ. και όχι 12 τ.μ., που αναγράφεται στο εργολαβικό (και τους παρέδωσε), ζημιώνοντας τους κατά το ποσό των 1.600.000 δρχ.

Επίσης, ότι ο εναγόμενος τροποποίησε αυθαίρετα τα σχέδια της οικοδομής και τοποθέτησε το ασανσέρ και την κεντρική είσοδο στο αριστερό μέρος της πιλοτής, για να κατασκευάσει εσωτερική σκάλα στο δικό του διαμέρισμα, με αποτέλεσμα να μειωθεί σημαντικά ο ελεύθερος χώρος και ο εναπομείνας να μην επαρκεί για τη στάθμευση τριών αυτοκινήτων, όσοι και οι οικοπεδούχοι, με αποτέλεσμα να τους οφείλει αποζημίωση 4.800.000 δρχ., για μία θέση σταθμεύσεως 12 τ.μ.

Εκτός τούτων, ότι ο εναγόμενος, χωρίς να προβλέπεται από τα αρχικά σχέδια, κατασκεύασε τζάκι στο διαμέρισμα του πρώτου ορόφου, η καμινάδα του οποίου διέρχεται από το διαμέρισμα τους του τρίτου ορόφου, με αποτέλεσμα να μειωθεί ο ωφέλιμος χώρος του κατά 1,20 τ.μ. και να ζημιωθούν αυτοί κατά 720.000 δρχ., αλλά και να αχρηστευθεί η ντουλάπα που υπήρχε στο σημείο αυτό, αξίας 400.000 δρχ.

Τέλος, ότι κατά την ανέγερση της οικοδομής συμφώνησαν με τον εναγόμενο να προβούν οι ίδιοι με δικές τους δαπάνες στις εργασίες διαμορφώσεως των ως άνω διαμερισμάτων της αντιπαροχής τους και να τους καταβάλει αυτός μόνον το εργολαβικό κόστος και ότι, με βάση τη συμφωνία τους αυτήν, προχώρησαν στην αγορά των υλικών και στις εργασίες που αναφέρουν στην αγωγή τους με δικά τους έξοδα, δαπανώντας τα ποσά που αναφέρονται αναλυτικά σ` αυτήν και ότι, αν τα παραπάνω γίνονταν από τον εναγόμενο, αυτός θα κατέβαλλε 5.662.700 δρχ., έναντι του οποίου τους κατέβαλε μόνον 1.300.000 δρχ., και έτσι απομένει υπόλοιπο 4.334.200 δρχ.

Με βάση το ιστορικό αυτό ζητούσαν να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να τους καταβάλει το συνολικό ποσό των 14.460.200 δρχ. και ειδικότερα 4.338.060 δρχ. στην πρώτη από αυτούς και 10.122.140 δρχ. στη δεύτερη, με το νόμιμο τόκο από τις 17.5.2000, άλλως από την επίδοση τη αγωγής και να απαγγελθεί προσωπική κράτηση κατά του εναγομένου λόγω της εμπορικής ιδιότητας του και της εμπορικότητας της διαφοράς.

Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την με αριθμ. 24479/2002 μη οριστική του απόφαση, αφού έκρινε νόμιμη την αγωγή, εκτός από τα με αριθμό Β` και Γ` κονδύλια αυτής, που αφορούν την αποζημίωση για τον υπόγειο αποθηκευτικό χώρο και τη θέση σταθμεύσεως στην πιλοτή, στη συνέχεια ανέβαλε κατά τα λοιπά να αποφασίσει οριστικά και διέταξε πραγματογνωμοσύνη, ορίζοντας προς τούτο πραγματογνώμονα τον Π.Φ., αρχιτέκτονα μηχανικό, προκειμένου ο τελευταίος να γνωμοδοτήσει επί των θεμάτων που αναφέρονται σ` αυτήν.

Μετά τη διεξαγωγή της πραγματογνωμοσύνης, εισήχθη και πάλι η υπόθεση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμενη απόφαση του δέχθηκε εν μέρει την αγωγή και υποχρέωσε τον εναγόμενο να κατα- βάλει στους ενάγοντες το συνολικό ποσό των 9.735,72 ευρώ. Κατά της αποφάσεως αυτής (ως και της συνεκκαλούμενης μη οριστικής) παραπονούνται οι διάδικοι με τις εφέσεις τους, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν, οι μεν ενάγοντες την εξαφάνιση της και την εξ ολοκλήρου αποδοχή της αγωγής τους, ο δε εναγόμενος την εξαφάνιση της και την απόρριψη της αγωγής.

Κατ` αρχήν, η κρινόμενη αγωγή, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της, είναι πλήρως ορισμένη, διότι περιέχει όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά το νόμο και δικαιολογούν την άσκηση της κατά του εναγομένου (αρθρ. 216 παρ. 1 ΚΠολΔ). Ειδικότερα, περιέχεται σ` αυτήν πλήρης περιγραφή των εργασιών και υλικών που αφορούν το πέμπτο κονδύλιο, το οποίο, κατά τα ιστορούμενα σ` αυτήν, αναφέρεται στις δαπάνες που πραγματοποίησαν οι ενάγοντες, προκειμένου να αποπερατώσουν τα ως άνω διαμερίσματα τους.

Επομένως, δεν έσφαλε το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο απέρριψε σιωπηρώς την ένσταση αοριστίας που προέβαλε ο εκκαλών – εναγόμενος, και γι` αυτό είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο δεύτερος λόγος εφέσεως του, με τον οποίο αυτός υποστηρίζει τα αντίθετα.

III. Από τις διατάξεις των άρθρων 369, 1033, 164, 166, 168 και 159 παρ. 1 ΑΚ προκύπτει ότι η μεταβιβαστική της κυριότητας ακινήτου σύμβαση γίνεται με ποινή ακυρότητας ενώπιον συμβολαιογράφου, όπως και το προσύμφωνο γι` αυτήν, της ακυρότητας αυτής λαμβανομένης υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο.

Το συμβολαιογραφικό έγγραφο απαιτείται τόσο για την εμπράγματη σύμβαση όσο και την ενοχική, η οποία αποτελεί την αιτία της μεταβιβάσεως, εκτείνεται δε σε ολόκληρο το περιεχόμενο της δικαιοπραξίας, περιλαμβανομένων και των κατά τη σύναψη αυτής ή και μετέπειτα συνομολογηθέντων συμπληρωματικών ή τροποποιητικών αυτής όρων και ειδικότερων συμφωνιών, που αφορούν στα ουσιώδη στοιχεία της συμβάσεως, όπως ο καθορισμός της οφειλόμενης αντιπαροχής από τον προς όν η μεταβίβαση, καθώς και το είδος των εκατέρωθεν οφειλομένων και καταβλητέων παροχών.

Ειδικότερα, σε σύμβαση ή προσύμβαση μισθώσεως έργου, που έχει ως αντικείμενο την ανέγερση οικοδομής σε οικόπεδο του εργοδότη με δαπάνες του εργολάβου, με την οποία συμφωνείται ότι η αμοιβή αυτού θα συνίσταται σε ορισμένα εξ αδιαιρέτου ιδανικά μερίδια του οικοπέδου, που αναλογούν σε διαμερίσματα ή καταστήματα της οικοδομής που θα ανεγερθεί, τα οποία θα περιέλθουν σε αυτόν ή σε τρίτους που θα υποδειχθούν από αυτόν κατά οριζόντια ιδιοκτησία (αρθρ. 1002 ΑΚ, ν. 3741/1929), ενώ τα υπόλοιπα ιδανικά μερίδια του οικοπέδου θα κρατηθούν από τον οικοπεδούχο εργοδότη, ως αναλογούντα στα διαμερίσματα ή καταστήματα, τα οποία θα παραμείνουν σ` αυτόν κατά οριζόντια επίσης ιδιοκτησία συνιδιοκτήτη, πρέπει να καταρτιστεί με συμβολαιογραφικό έγγραφο η όλη εργολαβική σύμβαση, αν και είναι κατ` αρχήν άτυπη, καθόσον αυτή αποτελεί την αιτία, η οποία απαιτείται από το νόμο για τη συνομολογούμενη μεταβίβαση κυριότητας ιδανικού μέρους του οικοπέδου προς τον εργολάβο ως αμοιβή του, και διότι η σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας συνιστάται μόνο με σύμβαση η οποία καταρτίζεται συμβολαιογραφικώς (αρθρ. 1002 ΑΚ, Γ. Μπαλής, ΕμπρΔικ, παρ. 121).

Αν δε κατά την κατάρτιση της ενλόγω συμβάσεως ή προσυμβάσεως μισθώσεως έργου ή και μετά από αυτήν ήθελε γίνει μεταξύ οικοπεδούχου και εργολάβου κάποια ιδιαίτερη συμφωνία, σύμφωνα με την οποία ο εργολάβος υπόσχεται προς τον οικοπεδούχο, ως πρόσθετη αντιπαροχή, την περιέλευση σ` αυτόν και άλλου χώρου εκτός των διαμερισμάτων ή καταστημάτων τα οποία θα παραμείνουν στην κυριότητα του, ή ότι επιπλέον αυτών θα καταβάλει σ` αυτόν και ορισμένο χρηματικό ποσό, χωρίς να τηρηθεί για την πρόσθετη, ως ειδική, συμφωνία αυτή, που ανάγεται στον καθορισμό του ανταλλάγματος που θα παρασχεθεί για την απόκτηση από τον εργολάβο μέρους του οικοπέδου, ο τύπος του συμβολαιογραφικού εγγράφου, τότε αυτή είναι άκυρη και ως εκ τούτου δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως βάση αγωγής, ανταγωγής ή ενστάσεως, αδιαφόρως αν αποδεικνύεται προσηκόντως κατά την πολιτική δικονομία (Εφθεσ 3491/1990, Αρμ 1991.12. ΕφΑΘ 1261/1972, Αρμ 26.757, Μπαλής, Γεν.Αρχ. α`, παρ. 53, 57, Ράμμος, ΕρμΑΚ άρθρο 158, 23, 25, αρθρ. 159.7, 164.2).

Είναι δε σαφές ότι, τόσο όλοι οι όροι και οι συμφωνίες, που συνιστούν το ουσιώδες τουλάχιστον περιεχόμενο δικαιοπραξίας που υποβλήθηκε σε πανηγυρικό τρόπο, όσο και οι άλλοι όροι και συμφωνίες, όπως οι διάφορες ιδιαίτερες παροχές, οι οποίες κατά τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς συζητήθηκαν κατά τις διαπραγματεύσεις αλλά δεν περιλήφθηκαν στο περιεχόμενο της δικαιοπραξίας που διατυπώθηκε πανηγυρικώς, δεν λαμβάνονται υπόψη, ή μάλλον είναι ανίσχυρες, έστω και αν αποδεικνύονται προσηκόντως κατά την πολιτική δικονομία, καθόσον ως προς αυτές υπήρχε εσωτερική σχέση προς την κύρια παροχή (Εφθεσ 3491/1990, ό.π., Ράμμος, ό.π., αρθρ. 158.25, Σούρλας, ΕρμΑΚ, αρθρ. 369.28).

Συνεπώς, το με αριθμό Β` αγωγικό κονδύλιο, σύμφωνα με το οποίο με πρόσθετη συμφωνία των διαδίκων, σημειωθείσα ιδιοχείρως από τον εναγόμενο εργολάβο πάνω στον πίνακα ποσοστών οικοπέδου, συμφώνησαν να παραδώσει ο τελευταίος στους ενάγοντες υπόγειο αποθηκευτικό χώρο 20 τ.μ. και όχι 12 τ.μ., που αναγράφεται στο εργολαβικό (και τους παρέδωσε), ζημιώνοντας τους κατά το ποσό των 1.600.000 δρχ., είναι απορριπτέο ως μη νόμιμο. Τούτο γιατί, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή περιστατικά, δεν υπάρχει αυτοτελής συμφωνία, αλλά συμφωνία που έχει εσωτερική σχέση προς την κύρια παροχή και ανάγεται στον καθορισμό του συνολικού ανταλλάγματος που θα παρασχεθεί από τον εναγόμενο στους ενάγοντες για την από τον πρώτο, ως εργολάβο, απόκτηση μέρους του οικοπέδου των δευτέρων.

Εφόσον δε αυτή δεν καταρτίστηκε με συμβολαιογραφικό έγγραφο, όπως θα έπρεπε, σύμφωνα με τα παραπάνω αναφερόμενα, αφού αφορά ουσιώδες περιεχόμενο της συμβάσεως των διαδίκων, που υπόκειται σε πανηγυρικό τύπο, είναι, σύμφωνα με τις παραπάνω και δημοσίας τάξεως διατάξεις, άκυρη και η ακυρότητα αυτή λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως.

Από αυτά προκύπτει ότι, σε αθέτηση τους, δεν μπορούν οι ενάγοντες να απαιτήσουν από τον εναγόμενο την εκτέλεση τους, αλλά ούτε να αξιώσουν και αποζημίωση για την εντεύθεν ζημία τους. Η ανόρθωση της ζημίας τους μπορεί να αξιωθεί μόνο με τη συνδρομή των όρων και προϋποθέσεων των άρθρων 914 επ., σε συνδυασμό προς το 281 ΑΚ ή 919 ΑΚ, οι οποίες όμως ουδόλως περιέχονται στην αγωγή (Εφθεσ 3491/1990 ό.π. και εκεί παραπομπές).

Συνεπώς, δεν έσφαλε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο δέχθηκε τα ίδια και απέρριψε ως μη νόμιμο το ενλόγω αγωγικό κονδύλιο και γι` αυτό είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο σχετικός λόγος εφέσεως των εναγόντων, με τον οποίο υποστηρίζουν τα αντίθετα.

Περαιτέρω, ορθά κρίθηκε ως νόμιμο, από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το πέμπτο κονδύλιο της αγωγής με το οποίο οι ενάγοντες, επικαλούμενοι σχετική προφορική συμφωνία τους με τον εναγόμενο, ζητούν να υποχρεωθεί να τους καταβάλει τις δαπάνες στις οποίες προέβησαν για την αποπεράτωση των διαμερισμάτων τους, δεδομένου ότι η συμφωνία αυτή δεν απαιτείται, σύμφωνα με τα παραπάνω, να γίνει με συμβολαιογραφικό έγγραφο.

Τούτο γιατί πρόκειται για αυτοτελή συμφωνία, η οποία δεν έχει σχέση προς την κύρια παροχή, ούτε ανάγεται στον καθορισμό του συνολικού ανταλλάγματος που θα παρασχεθεί από τον εναγόμενο στους ενάγοντες για την από τον πρώτο, ως εργολάβο, απόκτηση μέρους του οικοπέδου των δευτέρων. Συνεπώς, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο πρώτος λόγος εφέσεως του εναγομένου, με τον οποίο υποστηρίζει τα αντίθετα.

IV. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1002, 1117 ΑΚ, 1, 2, παρ 1, 3, 4 παρ. 1, 5 και 13 του ν. 3741/1929 “περί ιδιοκτησίας κατ` ορόφους”, ο οποίος διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ (άρθρο 54 ΕισΝΑΚ) προκύπτει ότι, επί οριζόντιας ιδιοκτησίας, ιδρύεται κυρίως μεν χωριστή κυριότητα επί ορόφου οικοδομής ή διαμερίσματος ορόφου, παρεπομένως δε αναγκαστική συγκυριότητα, η οποία αποκτάται κατ` ανάλογη μερίδα επί των μερών του όλου ακινήτου, τα οποία χρησιμεύουν στην κοινή από όλους τους οροφοκτήτες χρήση. 0 προσδιορισμός των κοινόκτητων και κοινόχρηστων αυτών μερών γίνεται είτε με τη συστατική τα οροφοκτησίας σύμβαση, είτε και με ιδιαίτερες συμφωνίες μεταξύ όλων των οροφοκτητων κατά τα άρθρα 4 παρ. 1, 5 και 13 του ν. 3741/1929.

Αν αυτό δεν συμβεί, τότε ισχύει ο προσδιορισμός που προβλέπεται από τις πιο πάνω διατάξεις ή και από τις αναγκαστικού δικαίου πολεοδομικές διατάξεις. Αυτό συμβαίνει και επί πιλοτής, η οποία είναι ο χώρος του οικοπέδου, που κατά τη βούληση των συνιδιοκτητών παραμένει, μετά την επ` αυτού κατασκευή κτιρίου επί υποστυλωμάτων, στεγασμένος και από γύρω ανοικτός (άρθρο 22 παρ. 9 και 32 παρ. 4 του ν.δ. 8 της 9/9.6.1973, όπως αντικαταστάθηκαν αντιστοίχως με τις παραγράφους 22 και 33 του άρθρου 1 του ν. 208/1974), που χρησιμεύει για τον αερισμό της οικοδομής και για εξυπηρέτηση όλων των ιδιοκτητών αυτών και συνεπώς είναι σε κάθε περίπτωση κοινόχρηστος.

Περαιτέρω, όσον αφορά τη συμμετοχή στη χρήση των κοινόκτητων και κοινόχρηστων μερών της οικοδομής, όπου υπάρχουν οριζόντιες ιδιοκτησίες και ως εκ τούτου αναγκαστική συγκυριότητα επί των μερών αυτών, αυτή (συμμετοχή στη χρήση), όπως προκύπτει από τις ως άνω διατάξεις, μπορεί να ρυθμιστεί μόνο με ομόφωνη απόφαση όλων των συνιδιοκτητών, η οποία πρέπει να καταρτισθεί με συμβολαιογραφικό έγγραφο και να μεταγραφεί και με τις προϋποθέσεις αυτές οι ιδιοκτήτες μπορούν να ρυθμίσουν κατά διάφορο τρόπο το δικαίωμα χρήσεως καθενός επί των κοινόκτητων και κοινόχρηστων μερών και, ειδικότερα, να συμφωνήσουν ότι κάποιος από τους ιδιοκτήτες των οριζοντίων ιδιοκτησιών θα έχει δικαίωμα αποκλειστικής χρήσεως στα μέρη αυτά.

Τα ως άνω ισχύουν προκειμένου και για την πιλοτή. Δηλαδή, καθένας από τους συνιδιοκτήτες μπορεί να κάνει απόλυτη χρήση, εκτός εάν, με ομόφωνη απόφαση, η οποία τον δεσμεύει, αποκλείστηκε από το δικαίωμα αυτό, το οποίο και διαφυλάχθηκε υπέρ ορισμένου ή ορισμένων μόνον ιδιοκτητών.

Η σύμπραξη όλων για την κατά τα άνω συμφωνία με την οποία περιορίζεται η χρήση κοινόκτητου από το σύνολο των συνιδιοκτητών προς όφελος ορισμένου ή ορισμένων από αυτούς είναι αναγκαία, γιατί θίγεται το σχετικό δικαίωμα χρήσεως όλων των λοιπών (ΑΠ 1633/2003, 306/2004, ΕλλΔνη 45.791 και 1425). Από τα παραπάνω συνάγεται ότι το με αριθμ. Γ` αγωγικό κονδύλιο, με το οποίο οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι ο εναγόμενος τροποποίησε αυθαίρετα τα σχέδια της οικοδομής και τοποθέτησε το ασανσέρ και την κεντρική είσοδο στο αριστερό μέρος της πιλοτής, για να κατασκευάσει εσωτερική σκάλα στο δικό του διαμέρισμα, με αποτέλεσμα να μειωθεί σημαντικά ο ελεύθερος χώρος και ο εναπομείνας να μην επαρκεί για τη στάθμευση τριών αυτοκινήτων, όσοι και οι οικοπεδούχοι, με αποτέλεσμα να τους οφείλει αποζημίωση 4.800.000 δρχ. για μια θέση σταθμεύσεως 12 τ.μ., είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος.

Τούτο γιατί, όπως αναφέρεται παραπάνω, η πιλοτή, ως κοινόκτητος και κοινόχρηστος χώρος της οικοδομής, δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αποκλειστικής κυριότητας.

Εκτός τούτου, οι ενάγοντες δεν επικαλούνται στην αγωγή τους, ότι με ιδιαίτερη συμφωνία όλων των συνιδιοκτητών, που έγινε με συμβολαιογραφικό έγγραφο και μεταγράφηκε νόμιμα, παραχωρήθηκε σ` αυτούς η αποκλειστική χρήση του συγκεκριμένου τμήματος της πιλοτής, με αποκλεισμό των υπολοίπων συνιδιοκτητών, ώστε να γεννιέται και δικαίωμα αποζημιώσεως τους, λόγω περιορισμού του δικαιώματος τους αυτού (της αποκλειστικής χρήσεως). 0α μπορούσαν ενδεχομένως να ισχυρισθούν ότι, για τον παραπάνω λόγο, επήλθε μείωση της αξίας του διαμερίσματος των, πλην όμως η αγωγή δεν περιέχει τέτοια βάση. Επομένως, δεν έσφαλε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο με διαφορετική αιτιολογία, την οποία αντικαθιστά το Δικαστήριο αυτό, απέρριψε ως μη νόμιμο το ενλόγω κονδύλιο της αγωγής.

Έτσι, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο σχετικός λόγος εφέσεως των εναγόντων, με τον οποίο υποστηρίζουν τα αντίθετα.

V. Από τις καταθέσεις των μαρτύρων που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, από τα επικαλούμενα (με τις προτάσεις τους στο παρόν δικαστήριο) και νομίμως προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, από τη με αριθμ. καταθ. 15/2003 έκθεση δικαστικής πραγματογνωμοσύνης του ορισθέντος από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο πραγματογνώμονα Π.Φ. αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:

Οι ενάγοντες, ως και οι Α.Α. σύζ. Η.Π. και Α.Π. του Η. (που δεν είναι διάδικοι), ήταν συγκύριοι ενός οικοπέδου εμβαδού 274,39 τ.μ., που βρίσκεται στο Δήμο Καλαμαριάς – θεσσαλονίκης και επί της οδού Τ.Ο. Με την ιδιότητα τους αυτή συμβλήθηκαν με τον εναγόμενο, ως εργολάβο οικοδομών, προκειμένου να αξιοποιήσουν το ενλόγω οικόπεδο τους και υπέγραψαν το με αριθμ. 662703/29.2.1996 προσύμφωνο μεταβιβάσεως ποσοστών οικοπέδου με δικαίωμα ανοικοδομήσεως κατά οριζόντια ιδιοκτησία και σύμβαση εργολαβίας, που συνέταξε ο συμβολαιογράφος θεσσαλονίκης Γ.Κ. Με τη σύμβαση εργολαβίας ο εναγόμενος ανέλαβε την υποχρέωση να ανεγείρει επί του ως άνω οικοπέδου, με το σύστημα της αντιπαροχής, αποκλειστικά με δικές του δαπάνες, πολυώροφη οικοδομή, αποτελούμενη από υπόγειο, ισόγειο (πιλοτή) και έξι κύριους ορόφους, κατά τους ειδικότερους όρους της συμβάσεως.

Παράλληλα, την ίδια ημέρα υπογραφής του προσυμφώνου συμβολαίου, οι παραπάνω οικοπεδούχοι και ο εναγόμενος υπέγραψαν τη γενική συγγραφή υποχρεώσεων και τη συμπληρωματική αυτής, τον πίνακα επιφανειών και ποσοστών οικοπέδου και τα σχεδιαγράμματα κατόψεως των ορόφων, τα οποία προσαρτήθηκαν στο εργολαβικό και αποτέλεσαν ένα ενιαίο σύνολο. Τα διαμερίσματα της αντιπαροχής των εναγόντων, τα οποία έπρεπε να παραδοθούν σ` αυτούς και μάλιστα κατά ψιλή κυριότητα στο δεύτερο και κατ` επικαρπία στην πρώτη, ήταν τα ακόλουθα: 1) Ένα διώροφο διαμέρισμα (κατοικία), που περιλαμβάνει:

α`) τμήμα του δευτέρου ορόφου, αριστερά γι` αυτόν που βλέπει την οικοδομή από την οδό Τ. 0., με πρόσοψη στην οδό αυτή και στον πίσω ακάλυπτο χώρο, αποτελούμενο από δύο δωμάτια, χωλ και αποχωρητήριο, εμβαδού καθαρού 34,50 τ.μ., και μικτού 43,82 τ.μ. και

β`) ολόκληρο τον τρίτο όροφο, αποτελούμενο από δύο δωμάτια, σαλοτραπεζαρία, κουζίνα, χωλ και λουτρο- αποχωρητήριο, εμβαδού καθαρού 87,05 τ.μ. και μικτού 110,40 τ.μ., συνδεόμενων μεταξύ τους με εσωτερική σκάλα, ώστε να αποτελούν ένα ενιαίο λειτουργικώς διώροφο διαμέρισμα, με δικαίωμα συγκυριότητας στο έδαφος και τα κοινόχρηστα και κοινόκτητα μέρη του όλου ακινήτου 22,70%. Συμφωνήθηκε ακόμη ρητά ότι οι ενάγοντες είχαν το δικαίωμα να διαιρέσουν το διώροφο διαμέρισμα σε δύο αυτοτελή και ανεξάρτητα λειτουργικώς διαμερίσματα.

Με βάση ρητό όρο του ως άνω εργολαβικού προσυμφώνου, ο εναγόμενος εργολάβος υποχρεώθηκε να προβεί στην ανοικοδόμηση της οικοδομής εντός προθεσμίας δέκα οκτώ (18) μηνών από της παραδόσεως του ακινήτου σ` αυτόν ελευθέρου, συντασσόμενου σχετικού πρωτοκόλλου παραδόσεως και παραλαβής.

Περί το Δεκέμβριο του 1997 και ενώ τα διαμερίσματα των εναγόντων βρίσκονταν στο στάδιο διαμορφώσεως των εσωτερικών τους χώρων, μετά από συμφωνία των διαδίκων, ο εναγόμενος εργολάβος παρέδωσε αυτά στους ενάγοντες, προκειμένου οι τελευταίοι να προβούν σε όλες τις εργασίες διαμορφώσεως με τεχνίτες και υλικά της επιλογής τους, ενώ αυτός ανέλαβε την υποχρέωση να τους καταβάλει σε χρήμα το εργολαβικό κόστος, και ειδικότερα τα ποσά που ο ίδιος θα δαπανούσε αν αγόραζε και τοποθετούσε ο ίδιος τα υλικά με βάση τις δύο συγγραφές υποχρεώσεων.

Οι διάδικοι συνομολογούν την ενλόγω συμφωνία, ως και την παράδοση των διαμερισμάτων στους ενάγοντες στο στάδιο αυτό. Επίσης, συνομολογούν ότι ο εναγόμενος κατέβαλε στους ενάγοντες, για την αιτία αυτή, το ποσό των 1.300.000 δρχ., ως εργολαβικό κόστος. Ερίζουν όμως στο αν το ποσό αυτό καλύπτει, κατά τη συμφωνία τους, ολόκληρο το εργολαβικό κόστος για τις εργασίες και υλικά για την αποπεράτωση των διαμερισμάτων των εναγόντων.

Ειδικότερα, ο εναγόμενος υποστηρίζει ότι, κατά τη συμφωνία τους, που επήλθε πριν από την παράδοση των διαμερισμάτων στους ενάγοντες και έχοντας τη δυνατότητα να προϋπολογίσει το κόστος των σχετικών εργασιών, συμφώνησε με αυτούς και τους κατέβαλε τελικά το παραπάνω ποσό (1.300.000 δρχ.) προς πλήρη εξόφληση της οφειλής του για την αιτία αυτή.

Όμως, από το ως άνω αποδεικτικό υλικό το Δικαστήριο κρίνει ότι το παραπάνω ποσό αφορά μόνον το κόστος αγοράς υλικών και εκτελέσεως εργασιών που μπορούσαν πράγματι κατά το χρόνο εκείνο να προϋπολογισθούν με βάση τις δύο συγγραφές υποχρεώσεων, στις οποίες εξειδικεύονται τα υλικά αγοράς και ορίζεται τιμή μονάδας για το κόστος ολοκληρώσεως της εργολαβικής κατασκευής.

Από το περιεχόμενο δε των ενλόγω συγγραφών υποχρεώσεων προκύπτει ότι με βάση αυτές θα μπορούσε να συνυπολογισθεί μόνον το κόστος αποπερατώσεως των δαπέδων και λουτρών των διαμερισμάτων των εναγόντων, δεδομένου ότι ως προς αυτά υπάρχει πλήρης προϋπολογισμός ανά τετραγωνικό μέτρο (για τα ξύλινα και μαρμάρινα δάπεδα, ως και για τα πλακάκια δαπέδου και τοίχου), καθώς και πλήρης περιγραφή των ειδών υγιεινής.

Όσον αφορά όμως τις υπόλοιπες εργασίες ολοκληρώσεως των εσωτερικών χώρων των διαμερισμάτων, εκτός των δαπέδων και των λουτρών, οι οποίες δεν μπορούσαν να συνυπολογιστούν κατά τον ανωτέρω κρίσιμο χρόνο με βάση τους γενικότερους όρους των συγγραφών, οι διάδικοι συμφώνησαν, με γνώμονα την καλή πίστη, να προχωρήσουν οι ενάγοντες στις εργασίες αυτές κινούμενοι στο πνεύμα των όρων των συγγραφών κατά την αγορά των υλικών και την εκτέλεση των εργασιών, ο δε εναγόμενος να τους καταβάλει τη συνήθη τιμή αγοράς, μετ` αφαίρεση του εργολαβικού κέρδους.

Η κρίση αυτή του δικαστηρίου απορρέει από τη συνεκτίμηση του όλου αποδεικτικού υλικού και κυρίως από τις καταθέσεις των μαρτύρων και των δύο πλευρών. Ειδικότερα, ο μάρτυρας αποδείξεως κατέθεσε “συμφώνησαν τα κατά τιμή μονάδος, που αναφέρονται στη συγγραφή και όπου δεν αναφέρεται τιμή μονάδος θα ίσχυε η συνήθης τιμή της αγοράς, μείον το εργολαβικό κέρδος”, ενώ ο μάρτυρας του εναγομένου “Ο Ν. (εναγόμενος) έδωσε στο Μ. 1.300.000 δρχ., που αποτελούσε το κόστος δαπέδων και των μπάνιων.

Το ποσό των 1.300.000 δρχ. το υπολόγισαν με βάση τη συγγραφή υποχρεώσεων. Εκεί που δεν προέβλεπε σχετικά η συγγραφή, έγινε μεταξύ τους συμφωνία. Δεν υπέγραψαν κάποιο έγγραφο”.

Στο σημείο αυτό πρέπει να τονιστεί ότι ο Π.Μ. (σύζυγος της πρώτης ενάγουσας και πατέρας του δευτέρου), εξέδωσε προς τον εναγόμενο, για λογαριασμό των εναγόντων και για το παραπάνω ποσό, δύο αποδείξεις, η μία με ημερομηνία 22.10.1997, ποσού 700.000 δρχ., με την ένδειξη “αξία πατωμάτων (δαπέδων)” και η άλλη με χρονολογία εκδόσεως το 1999, ποσού 600.000 δρχ., με την ένδειξη “Εξόφληση συνυπολογισθέντων ποσών επί εργασιών προμηθειών επί των διαμερισμάτων Τ. Ο….”.

Από το περιεχόμενο δε της τελευταίας δεν προκύπτει πλήρης εξόφληση των εναγόντων για την παραπάνω αιτία, όπως ισχυρίζεται ο εναγόμενος. Τούτο γιατί σ` αυτήν γίνεται λόγος μόνο για εξόφληση συνυπολογισθέντων ποσών, δηλαδή των ποσών που μπορούσαν να συνυπολογισθούν, σύμφωνα με τα παραπάνω, κατά το χρόνο της ως άνω συμφωνίας τους και προφανώς αφορά την εξόφληση της οφειλής του εναγομένου για την αποπεράτωση των λουτρών των διαμερισμάτων, αφού η πρώτη (απόδειξη), όπως αναφέρεται σ` αυτήν, αφορά την αξία των δαπέδων.

Συνεπώς, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο ισχυρισμός του εναγομένου περί πλήρους εξοφλήσεως, που επαναφέρεται με τον τρίτο λόγο της εφέσεως του.

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες, σε εκτέλεση της παραπάνω συμφωνίας τους, προέβησαν στις ακόλουθες δαπάνες για την αποπεράτωση των διαμερισμάτων τους, με εξαίρεση τις εργασίες ολοκληρώσεως των δαπέδων και των λουτρών για τις οποίες, σύμφωνα με τα παραπάνω, αποσβέσθηκε η οφειλή του εναγομένου μετά την καταβολή του ποσού των 1.300.000 δρχ. Ειδικότερα δαπάνησαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα παραπάνω ποσά:

1) Για την αγορά και γυάλισμα 17 τεμαχίων σκαλοπατιών και 17 τεμαχίων ριχτίων της εσωτερικής σκάλας 413.000 δρχ.,

2) για την τοποθέτηση των ανωτέρω (αμοιβή τεχνίτη) 100.000 δρχ.,

3) για την κατασκευή δύο ντουλαπών (μία σε κάθε όροφο) 250.000 δρχ. για καθεμία και συνολικά 500.000 δρχ.,

4) για το τζάκι του τρίτου ορόφου 1.100.000 δρχ.,

5) για την κατασκευή δύο πλήρων κουζινών στο δεύτερο και τρίτο όροφο κατέβαλαν συνολικά 1.430.000 δρχ., ως ακολούθως:

α`) για την κατασκευή των ντουλαπιών κουζίνας της εταιρίας Rask 1.260.000 δρχ.,

β`) για την αγορά και την τοποθέτηση των πλακιδίων κουζίνας 100.000 δρχ. και

γ`) για την αγορά δύο νεροχυτών και των μηχανισμών τους 70.000 δρχ.,

6) για την αγορά διακοπτών και μπριζών για τον δεύτερο και τρίτο όροφο 90.000 δρχ.,

7) για την αγορά και τοποθέτηση γύψινων κουρτινόξυλων 70.000 δρχ., και 8) για τον ελαιοχρωματισμό και των δύο ορόφων 120.000 δρχ., ενώ δεν αποδείχθηκε ότι προέβησαν σε άλλες δαπάνες. Δηλαδή οι ενάγοντες δαπάνησαν συνολικά το ποσό των 3.823.000 δρχ., για την ολοκλήρωση των εργασιών αποπερατώσεως των διαμερισμάτων τους, πλην των εργασιών για τις οποίες έγινε λόγος πιο πάνω.

Από το ποσό αυτό πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό των 1.338.050 δρχ., που αντιστοιχεί στο εργολαβικό κέρδος του εναγομένου, το οποίο κατά την κρίση του δικαστηρίου ανέρχεται σε 35% (3.823.000 Χ 35% = 1.338.050) και έτσι απομένει ανεξόφλητο υπόλοιπο της οφειλής του ύψους 2.484.950 δρχ. και ήδη 7.292,59 ευρώ.

Στο σημείο αυτό πρέπει να τονισθεί ότι οι ενάγοντες, με την από 15.5.2000 εξώδικο τους προς τον εναγόμενο, την οποία επέδωσαν σ` αυτόν πριν από την άσκηση της κρινόμενης αγωγής τους, ισχυρίσθηκαν ότι η συνολική αξίωση τους έναντι αυτού, από την παραπάνω αιτία, ανέρχεται στο ποσό των 2.696.500 δρχ. (4.025.000 δρχ. συνολικό εργολαβικό κόστος με βάση τη συγγραφή, μείον το καταβληθέν ποσό των 1.328.500 δρχ.) και όχι στο ποσό των 4.334.700 δρχ. (5.662.700 μείον 1.328.500 δρχ.) που αναφέρουν στην αγωγή τους.

Επομένως το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο δέχθηκε ότι η συνολική αξίωση των εναγόντων κατά του εναγομένου, για την παραπάνω αιτία, ανέρχεται συνολικά σε 9.735,52 ευρώ (3.317.445 δρχ.), έσφαλε κατά την εκτίμηση των αποδείξεων και για το λόγο αυτόν πρέπει να γίνει δεκτός ως κατ` ουσία βάσιμος ο τέταρτος λόγος εφέσεως του εναγομένου.

Περαιτέρω, από το παραπάνω αποδεικτικό υλικό αποδείχθηκαν ακόμη και τα παρακάτω, σχετικά με τα υπόλοιπα κονδύλια της αγωγής, που κρίθηκαν νόμιμα σύμφωνα με τα παραπάνω.

Το Δ1 διαμέρισμα του δευτέρου ορόφου, το οποίο έλαβαν οι ενάγοντες ως αντιπαροχή, έχει εμβαδόν καθαρό 34,95 τ.μ. και μικτό 44,27 τ.μ. (βλ. τη με αριθμ. 15/2003 έκθεση δικαστικής πραγματογνωμοσύνης, του πραγματογνώμονα Π.Φ.), ενώ σύμφωνα με το εργολαβικό προσύμφωνο έπρεπε να έχει εμβαδόν καθαρό 34.50 τ.μ. και μικτό 43,82 τ.μ., δηλαδή είναι μεγαλύτερο κατά 0,45 και 0,45 τ.μ., αντιστοίχως και συνεπώς δεν υφίσταται ζημία των εναγόντων από την αιτία αυτή. Όσον αφορά δε τους ημιυπαίθριους χώρους, πρέπει να λεχθούν τα παρακάτω:

Κατ` αρχή, στο παραπάνω εργολαβικό προσύμφωνο δεν αναφέρονται ημιυπαίθριοι χώροι, αλλά ούτε και εξώστες, διότι αυτοί δεν θεωρούνται ότι αποτελούν τμήμα της αντιπαροχής, ούτε του εργολαβικού ανταλλάγματος.

Έμμεσα όμως, από το προσχέδιο κατόψεως του δευτέρου ορόφου, που αποτελεί συνημμένο και αναπόσπαστο στοιχείο του παραπάνω προσυμφώνου, προκύπτει ότι το εμβαδόν των ημιυπαίθριων χώρων του ενλόγω διαμερίσματος έπρεπε να είναι συνολικού εμβαδού 14,01 τ.μ. (5,52+8,49), ενώ το πραγματικό εμβαδόν τους είναι 11,28 τ.μ. (1,65+9,63), δηλαδή είναι μικρότεροι κατά 2,73 τ.μ. (βλ. την ως άνω έκθεση πραγματογνωμοσύνης).

Τονίζεται δε ότι, όπως ισχύει στις συναλλαγές, αγοραία τιμή πωλήσεως ημιυπαίθριου χώρου δεν υφίσταται.

Είναι όμως βέβαιο ότι η ύπαρξη των ενλόγω χώρων σε ένα ακίνητο αποτελεί θετικό στοιχείο για τον υπολογισμό της αξίας του, σε καμία όμως περίπτωση δεν μπορούν αυτοί να τιμολογηθούν αυτοτελώς (βλ. και την πραγματογνωμοσύνη).

Επομένως, το αίτημα των εναγόντων με το οποίο ζητούν να αποζημιωθούν αυτοτελώς λόγω της επικαλούμενης μειώσεως του εμβαδού των χώρων αυτών, συναρτώντας το ύψος της (αποζημιώσεως) με την αξία του στεγασμένου τμήματος του διαμερίσματος τους, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

Θα μπορούσαν ενδεχομένως να ισχυρισθούν οι ενάγοντες ότι, για τον παραπάνω λόγο, επήλθε μείωση της αξίας του διαμερίσματος τους και να ζητήσουν τη σχετική αποζημίωση, πλην όμως η αγωγή τους δεν περιέχει τέτοια βάση.

Κατά συνέπεια, δεν έσφαλε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που απέρριψε ως αβάσιμα, ως άνω κονδύλια της αγωγής και για το λόγο αυτόν είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο περί του αντιθέτου λόγος εφέσεως των εναγόντων.

Περαιτέρω, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, οι ενάγοντες παρέλαβαν στη νομή τους τα επίδικα διαμερίσματα της αντιπαροχής τους περί το Δεκέμβριο του 1997, οπότε και ανέλαβαν οι ίδιοι να αποπερατώσουν τους εσωτερικούς χώρους αυτών, με δικές τους δαπάνες.

Η παραλαβή έγινε χωρίς καμία επιφύλαξη.

Απλά ο εναγόμενος εργολάβος ανέλαβε την υποχρέωση να τους καταβάλει το εργολαβικό κόστος για τη διαμόρφωση των εσωτερικών χώρων, χωρίς οι διάδικοι να θέσουν κάποια χρονικά όρια για την ολοκλήρωση των εργασιών.

Μάλιστα λόγω της παραδόσεως των διαμερισμάτων της αντιπαροχής, ως και των κοινόχρηστων και κοινόκτητων μερών της οικοδομής, στους ενάγοντες και λοιπούς οικοπεδούχους, οι τελευταίοι, με το με αριθμ. 2004/5.12.1997 πληρεξούσιο, του συμβολαιογράφου θεσσαλονίκης Ν.Κ., έδωσαν στον εναγόμενο εργολάβο, σύμφωνα με το άρθρο 19 του προσυμφώνου και εργολαβικού, την ανέκκλητο εντολή και πληρεξουσιότητα για την περαιτέρω μεταβίβαση προς τον εαυτό του ή τρίτους των ποσοστών της οικοδομής που δεν μεταβιβάσθηκαν μέχρι τότε με οριστικό συμβόλαιο. Συνεπώς, ο ισχυρισμός των εναγόντων ότι δεν παραδόθηκαν σ` αυτούς τα διαμερίσματα της αντιπαροχής τους, το Δεκέμβριο του 1997, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

Έτσι, οι επικαλούμενες από αυτούς εργασίες που αναφέρονται στο Δ` κονδύλιο της αγωγής τους και αφορούν στη μείωση του ωφέλιμου χώρου της ντουλάπας του διαμερίσματος του τρίτου ορόφου λόγω της διελεύσεως της καμινάδας του τζακιού, ως και η παραπέρα ζημία τους λόγω αχρηστεύσεως της ντουλάπας, εκτελέσθηκαν μπροστά στα μάτια τους και μπορούσαν εύκολα να διαγνωσθούν κατά το χρόνο της παραδόσεως των διαμερισμάτων.

Αυτοί όμως δεν διατύπωσαν κατ` αυτήν (παράδοση) επιφυλάξεις για την τυχόν ύπαρξη κατασκευαστικών ελαττωμάτων ή ελλείψεων και έτσι θεωρούνται ότι ενέκριναν σιωπηρώς την εκτέλεση του έργου. Σημειώνεται ότι αυτοί προέβαλαν για πρώτη φορά ισχυρισμούς για κακοτεχνίες του έργου τον Μάιο του 2000, με την από 15.5.2000 εξώδικο τους προς τον εναγόμενο.

Τα παραπάνω έχουν ως συνέπεια την, σύμφωνα με το άρθρο 692 ΑΚ, απαλλαγή του εναγομένου από την ευθύνη του για τις αναφερόμενες στο με αριθμ. Δ` κονδύλιο της αγωγής ελλείψεις του έργου (μείωση του ωφέλιμου χώρου της ντουλάπας του διαμερίσματος τους του τρίτου ορόφου και αχρήστευση της ντουλάπας), κατά τη βάσιμη ένσταση του εναγομένου.

Επομένως, δεν έσφαλε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο δέχθηκε τα ίδια. Για το λόγο αυτόν είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο σχετικός λόγος της εφέσεως των εναγόντων (που είναι και ο τελευταίος), με τον οποίο υποστηρίζουν τα αντίθετα.

IV. Με βάση όλες τις παραπάνω σκέψεις πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ` ουσίαν η με αριθμ. καταθ. 4260/ 25.11.2004 έφεση των εναγόντων, να γίνει δεκτή ως κατ` ουσία βάσιμη η με αριθμ. καταθ. 2422/6.7.2004 έφεση του εναγομένου, κατά παραδοχή του σχετικού λόγου της που κρίθηκε βάσιμος και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη με αριθμ. 12784/2004 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου θεσσαλονίκης ως προς όλες της τις διατάξεις, χάριν της ενότητας της εκτελέσεως.

Μετά ταύτα, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν δικαστήριο για επανεκδίκαση (αρθρ. 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στους ενάγοντες το ποσό των 7.292,598 ευρώ.

Το ποσό αυτό πρέπει να καταβάλει ο εναγόμενος σε κάθε ενάγοντα κατά την αξία του δικαιώματος του στα παραπάνω διαμερίσματα, όπως αυτοί ζητούν και ειδικότερα κατά 3/10 στην πρώτη επικαρπώτρια και κατά 7/10 στο δεύτερο ψιλό κύριο και συγκεκριμένα πρέπει να καταβάλει στην πρώτη το ποσό των 2.187,8 ευρώ και στο δεύτερο το ποσό των 5.104,8 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Τέλος, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εναγομένου ένα μέρος από τα δικαστικά έξοδα των εναγόντων και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας (αρθρ. 178 παρ. 1 και 183 ΚΠολΔ).

GreekEnglish