Πώληση αυτοκινήτου. Υποχρέωση της εισαγωγικής εταιρίας να μεριμνήσει για την επιστροφή της διαφοράς του τέλους ταξινόμησης στον αγοραστή.

Σύνοψη:

Δημοσιευμένη στο νομικό περιοδικό ΑΡΜΕΝΟΠΟΥΛΟΣ 006.1712

Σύμβαση πώλησης: ο πωλητής, εκτός από τις κύριες υποχρεώσεις, βαρύνεται και με παρεπόμενες υποχρεώσεις, οι οποίες απορρέουν είτε από το νόμο είτε από τη σύμβαση είτε από την αρχή της καλόπιστης εκπλήρωσης των ενοχών.

Η υπαίτια αθέτηση παρεπόμενης υποχρέωσης συνιστά περίπτωση πλημμελούς ή μη προσήκουσας εκπλήρωσης της παροχής, που βαρύνει τον πωλητή Νόμιμη βάση της αξίωσης επιστροφής της διαφοράς τέλους ταξινόμησης αυτοκινήτου συνιστά η υποχρέωση της εισαγωγικής εταιρείας, ως υποκατάστατης της εντολοδόχου εμπορικής εταιρείας, να μεριμνήσει για την επιστροφή της διαφοράς στον αγοραστή, εφόσον επήλθε μείωση των συντελεστών ταξινόμησης, ειδάλλως ο υποκατάστατος χρησιμοποιεί την εξουσία κατά τρόπο αντίθετο προς το συμφέροντου εντολέα και τις επιταγές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών.

ΠολΠρθεσ 29210/2006

Πρόεδρος: Γεωργία Κουτρούλα. Δικαστές: Λ. Χατζησταύρου, Ε. Παπαζή (εισηγήτρια).

Δικηγόροι: Δ. Τσαγκαλίδης – Κ Χαιδούτης, Ε. Ζιάκα.

Επειδή, σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 20 του ν. 2743/99, με τον οποίο ίσχυσαν από 3.9.1999 μειωμένοι συντελεστές τέλους ταξινόμησης και σύμφωνα με την παρ. 2 της ΔΥΟ Φ. 842/506/2.9.1999 “Αυτοκίνητα οχήματα, για τα οποία (μέχρι 3.9.19999) έχουν εκδοθεί αποδεικτικά είσπραξης του τέλους ταξινόμησης, πλην όμως δεν έχουν ταξινομηθεί και πωληθεί από τις εμπορικές επιχειρήσεις, μπορούν με αίτηση τους να υπαχθούν στις διατάξεις του παρόντος με επανυπολογισμό του τέλους ταξινόμησης και συμψηφισμό του καταβληθέντος τέλους και επιστροφή της προκύπτουσας διαφοράς…”.

Εξάλλου, με την παρ. 1 της ΔΥΟ Φ.854/511/7.9.1999 με θέμα: Διευκρινήσεις επί της αριθμ. Φ.842/506/2.9.1999 ΔΥΟ, ορίζεται ότι “1. Για τον επανυπολογισμό του τέλους ταξινόμησης των αυτοκινήτων που αναφέρονται στην παράγραφο 2 της παραπάνω ΔΥΟ θα τηρείται η παρακάτω διαδικασία: θα κατατίθεται από τον ενδιαφερόμενο ειδική δήλωση στην οποία θα βεβαιώνεται το τέλος με βάση τους νέους συντελεστές και τη φορολογητέα αξία, όπως αυτή προσδιορίζεται με τις διατάξεις του άρθρου 7 του ν. 2682/1999.

Η ισοτιμία δραχμής ξένου νομίσματος για τη διαμόρφωση της παραπάνω φορολογητέας αξίας είναι εκείνη που ισχύει κατά την ημερομηνία αποδοχής της νέας ειδικής δήλωσης, όπως αυτή διαμορφώνεται από τις διατάξεις του άρθρου 168-172 του καν. 2454/1993. Αντί της παραπάνω διαδικασίας θα μπορεί η ενδιαφερόμενη εταιρία, με αίτηση της, να ζητεί ο επανυπολογισμός του τέλους ταξινόμησης να γίνει στο αρχικό παραστατικό (ειδική δήλωση ή διασάφηση). Στην περίπτωση αυτή η ισοτιμία που θα λαμβάνεται υπόψη είναι εκείνη που ισχύει κατ` εφαρμογή του καν. 2454/1993, κατά το χρόνο υποβολής της σχετικής αίτησης.

Για την επιστροφή της προκύπτουσας διαφοράς θα τηρείται η διαδικασία περί αχρεωστήτων. Περαιτέρω, σύμφωνα με την παράγραφο 2 της ίδιας ΔΥΟ “Η ρύθμιση της παραγράφου 2 της παραπάνω ΔΥΟ (δηλαδή της Φ.842/506/2.9.1999) εφαρμόζεται και στις περιπτώσεις εκείνες που η εισαγωγική εταιρία έχει καταβάλει το τέλος ταξινόμησης και, στη συνέχεια, τα ανάριθμα αυτοκίνητα μεταβιβάστηκαν με σχετική πράξη που έχει γίνει στα εκδοθέντα πιστοποιητικά ταξινόμησης σε εμπόρους αυτοκινήτων, με την προϋπόθεση βέβαια ότι τα ενλόγω αυτοκίνητα δεν είχαν πωληθεί από τον έμπορο.

Η διαφορά του τέλους ταξινόμησης που προκύπτει στις παραπάνω περιπτώσεις θα επιστρέφεται στην εισαγωγική εταιρία εφόσον προσκομισθεί αντίτυπο πιστωτικού τιμολογίου της εταιρίας αυτής προς τον έμπορο. Αντίθετα, αυτοκίνητα που με βάση την παραπάνω ρύθμιση είχαν πωληθεί σε άλλα πρόσωπα, εκτός από εμπόρους αυτοκινήτων και για τα οποία είχε καταβληθεί το τέλος δεν υπάγονται στη ρύθμιση αυτή”.

Περαιτέρω, με την παράγραφο 3 του άρθρου 14 του ν. 2771/1999, ρητά ορίστηκε πως οι ανωτέρω μνημονευόμενες διατάξεις του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 20 θα εφαρμόζονται και για τα οχήματα, τα οποία μέχρι και 2.9.1999 έχουν τιμολογηθεί από τις εμπορικές επιχειρήσεις, πλην όμως για τη μεταβίβαση τους στον ιδιώτη δεν έχει γίνει θεώρηση του πιστοποιητικού ταξινόμησης από την αρμόδια ΔΟΥ για την καταβολή των οφειλομένων τελών, ή είχε γίνει η θεώρηση αυτή, αλλά τα οχήματα δεν είχαν τιμολογηθεί από τις εμπορικές επιχειρήσεις.

Από τη ρητή διατύπωση των παραπάνω διατάξεων συνάγεται ότι δικαιούχος επιστροφής του τέλους ταξινόμησης, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 20 του ν. 2743/1999 και την παρ. 2 της ΔΥΟ Φ.842/506/2.9.99, δηλαδή κατά την περίπτωση, που για συγκεκριμένο αυτοκίνητο έχει εκδοθεί πιστοποιητικό είσπραξης τέλους ταξινόμησης που έχει καταβληθεί από εμπορική επιχείρηση, πλην όμως δεν έχει ταξινομηθεί και πωληθεί από την ενλόγω επιχείρηση, είναι η ίδια η εμπορική εταιρία, ενώ κατά την προβλεπόμενη από τη διάταξη της παρ. 2 της ΔΥΟ Φ.854/511/7.9.1999, περίπτωση, όταν δηλαδή η εισαγωγική εταιρία έχει καταβάλει το τέλος ταξινόμησης και, στη συνέχεια, το αναριθμο αυτοκίνητο μεταβιβάστηκε, με σχετική πράξη που έχει γίνει στο εκδοθέν πιστοποιητικό ταξινόμησης, σε έμπορο αυτοκινήτων και εφόσον δεν μεταβιβάστηκε, περαιτέρω, από αυτόν σε τρίτον ιδιώτη, δικαιούχος επιστροφής του σχετικού τέλους είναι η εισαγωγική εταιρία, εφόσον προσκομιστεί από αυτήν αντίτυπο πιστωτικού τιμολογίου έκδοσης της, προς τον έμπορο1 στην περίπτωση, μάλιστα, αυτή, ρητώς απαιτείται μεταβίβαση του αυτοκινήτου από την εισαγωγική εταιρία μόνο σε έμπορο αυτοκινήτων και όχι σε τρίτον ιδιώτη.

Τέλος, από τη διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 14 του ν. 2771/1999, κατά την οποία η διαφορά του τέλους ταξινόμησης θα επιστρέφεται και στην περίπτωση, κατά την οποία κάποιο αυτοκίνητο, μέχρι και 2.9.99, έχει τιμολογηθεί από εμπορική επιχείρηση, πλην όμως, για τη μεταβίβαση του στον ιδιώτη δεν έχει γίνει θεώρηση του πιστοποιητικού ταξινόμησης από την αρμόδια ΔΥΟ για την καταβολή των οφειλομένων τελών, ή που έχει γίνει η θεώρηση αυτή, αλλά το αυτοκίνητο δεν έχει τιμολογηθεί από την εμπορική επιχείρηση, συνάγεται, σύμφωνα με το σκοπό του νόμου, ότι δικαιούχος επιστροφής του καταβληθέντος τέλους είναι και σ` αυτήν την περίπτωση το πρόσωπο που το έχει καταβάλει, εφόσον δε αυτό έχει καταβληθεί στο τελωνείο από εισαγωγική εταιρία και, στη συνέχεια, το αυτοκίνητο πωλήθηκε σε εμπορική εταιρία, η οποία το μεταπώλησε σε τρίτον ιδιώτη, ο οποίος, μαζί με το τίμημα, κατέβαλε στην εμπορική εταιρία και το σχετικό τέλος ταξινόμησης, δικαιούχος επιστροφής είναι η εισαγωγική εταιρία1 ο ιδιώτης δε που τελικά επιβαρύνθηκε με την πληρωμή του, δικαιούται να το αναζητήσει από την εισαγωγική εταιρία, με βάση τη σχέση, συμβατική ή νόμιμη, που τον συνδέει μαζί της.

Από τα άρθρα 6 παρ. 1-3 του ν.δ. 1146/72 “περί τρόπου μεταβιβάσεως εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί αυτοκινήτων οχημάτων και μοτοσυκλετών”, σε συνδυασμό με το άρθρο 1 παρ. 1, 2 ν. 722/1977 “περί απλουστεύσεως της διαδικασίας χορηγήσεως των αδειών κυκλοφορίας και μεταβιβάσεως της κυριότητος των αυτοκινήτων οχημάτων”, που ισχύουν παραλλήλως, αφού δεν προκύπτει ότι το δεύτερο νομοθέτημα κατήργησε το πρώτο (ΑΠ 355/85 ΕΕΝ 53.118, ΕφΑΘ 11825/1987 ΕλλΔνη 31.589), συνάγεται ότι μοναδικός τρόπος κτήσης της κυριότητας αυτοκινήτου κατά το πρώτο αποτελεί η εγγραφή της συμφωνίας μεταβίβασης στο αναφερόμενο βιβλίο μεταβολών, ενώ κατά το δεύτερο (ν. 722/77), τίτλο αποτελεί, για τα εισαγόμενα από το εξωτερικό αυτοκίνητα, το πιστοποιητικό που εκδίδει το τελωνείο.

Με το ενλόγω πιστοποιητικό του τελωνείου (άρθρο 2 παρ. 2 ν. 2367/53, όπως προστέθηκε με το άρθρο 5 παρ. 3 ν.δ. 3839/58), η τελωνειακή αρχή εκδηλώνει τη δική της, αυτοτελή, αυθύπαρκτη και παραγωγική έννομης σχέσης δημοσίου δικαίου βούληση, με την οποία διαπιστώνεται η συνδρομή των νομίμων όρων ύπαρξης του δικαιώματος της κυριότητος στο αυτοκίνητο υπέρ εκείνου που κατά τη διασάφηση (άρθρο 25 Τελωνειακού Κώδικα) είναι κύριος (ΑΠ 659/74 ΝοΒ 23.274, ΕφΑΘ 11825/87 ό.π.).

Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 ν. 722/77, ο τύπος του πιστοποιητικού του τελωνείου ο οποίος προβλέπεται για την κτήση της κυριότητος αυτοκινήτων εισαγομένων από το εξωτερικό είναι μεν συστατικός πλην όμως αφορά μόνον την εμπράγματη σύμβαση μεταβιβάσεως της κυριότητας του αυτοκινήτου και όχι και την ενοχική σύμβαση της πωλήσεως αυτού, η οποία εγκύρως καταρτίζεται και προφορικώς (ΑΠ 161/85, ΝοΒ 33.1705, 1311/84, ΝοΒ 33.996, ΕφΑΘ 3183/90 ΕλλΔνη 31.1506, 859/87 ΕλλΔνη 28.1457).

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του ίδιου νόμου, η κυριότητα μεταβιβάζεται με απλή πράξη των μερών, που αναγράφεται με τη φροντίδα και ευθύνη τους στο πιστοποιητικό του τελωνείου, που αναφέρθηκε παραπάνω και εφόσον προηγουμένως βεβαιωθεί στο πιστοποιητικό από τον αρμόδιο οικονομικό έφορο ότι καταβλήθηκαν οι κάθε φύσεως οικονομικές επιβαρύνσεις (βλ. και Αθ. Κρητικού, Αποζημίωση από τροχαία αυτοκινητικά ατυχήματα, έκδ. 1998, παρ. 1331).

Επειδή κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 513 ΑΚ, σύμφωνα με την οποία “Με τη σύμβαση της πώλησης ο πωλητής έχει την υποχρέωση να μεταβιβάσει την κυριότητα του πράγματος ή το δικαίωμα, που αποτελούν το αντικείμενο της πώλησης και να παραδώσει το πράγμα και ο αγοραστής έχει την υποχρέωση να πληρώσει το τίμημα, που συμφωνήθηκε”, ο πωλητής εκτός από τις κύριες υποχρεώσεις του για μεταβίβαση της κυριότητας του πράγματος και την παράδοση αυτού στον αγοραστή, βαρύνεται και με παρεπόμενες υποχρεώσεις, οι οποίες απορρέουν είτε από το νόμο, ως η μεταβίβαση των παραρτημάτων (370 ΑΚ), η παροχή πληροφοριών και παράδοση εγγράφων (519 ΑΚ), η παράδοση ωφελημάτων αρθρ. 926 ΑΚ (325 ΑΚ), η καταβολή των εξόδων παράδοσης (526 ΑΚ) και του μισού των εξόδων της σύμβασης (527 παρ. 1 ΑΚ), είτε από τη σχετική συμφωνία των μερών, ρητή ή σιωπηρή, είτε βάσει της αρχής της καλόπιστης εκπλήρωσης των ενοχών, κατά τους ορισμούς της ΑΚ 288 (π.χ. υποχρέωση προς φύλαξη, συσκευασία, παροχή οδηγιών λειτουργίας ή χρήσης, επισήμανση επικίνδυνων ιδιοτήτων ή παρενεργειών κ.ά.) (ΕφΑΘ 2217/73 ΝοΒ 21.1212). Με τη σύμβαση μπορεί να συνομολογηθούν υποχρεώσεις ρητώς ή σιωπηρώς, όπως ανακοίνωση ιδιοτήτων (τόπου ή πηγής), φύλαξης, φόρτωσης και αποστολής, επίδειξης, συμβουλών χρήσης, εγκατάστασης, επισκευής, συντήρησης, διόρθωσης για ορισμένο χρόνο (βλ. Βαθρακοκοίλη, ΕΡΝΟΜΑΚ, αρθρ. 513, σελ. 119).

Η από υπαίτια συμπεριφορά αθέτηση παρεπόμενης υποχρέωσης αποτελεί περίπτωση πλημμελούς ή μη προσήκουσας εκπλήρωσης της βαρύνουσας τον πωλητή παροχής. Όπως έχει γίνει δεκτό, ενόψει απουσίας νομοθετικής ρύθμισης, ο αγοραστής στην προκείμενη περίπτωση δικαιούται, κατ` αρχήν, σε αποζημίωση αλλά μόνο για την προηγηθείσα ζημία από τη μη εκπλήρωση της συγκεκριμένης παρεπόμενης υποχρέωσης του πωλητή, εκτός αν αποδείξει αυτός (αγοραστής) ότι δεν υπάρχει πλέον γι` αυτόν συμφέρον στη μερική ή καθυστερημένη εκπλήρωση, γιατί η εκπλήρωση της συγκεκριμένης υποχρέωσης ήταν ουσιώδους σημασίας γι` αυτόν, οπότε έχει δικαίωμα να θεωρήσει ολική την μη εκπλήρωση, βάσει της ΑΚ 382, είτε να επικαλεστεί την ΑΚ 380, ή να ζητήσει αποζημίωση για ολική μη εκπλήρωση, ή να υπαναχωρήσει και να ζητήσει συγχρόνως εύλογη αποζημίωση (383, 387, Εφθεσ 29/84 Αρμ 39.124), Β. Βαθροκοκοίλη, ό.π. σελ. 120).

Επειδή από τις διατάξεις των άρθρων 713 και 714 ΑΚ, σύμφωνα με τις οποίες “Με τη σύμβαση της εντολής ο εντολοδόχος έχει υποχρέωση να διεξαγάγει χωρίς αμοιβή την υπόθεση που του ανέθεσε ο εντολέας. Ο εντολοδόχος ευθύνεται για κάθε πταίσμα”, συνάγεται ότι, κατά την εκτέλεση της εντολής, ο εντολοδόχος υπέχει επαυξημένη ευθύνη έναντι του εντολέα, καθόσον, κατά την υπόψη διάταξη, ευθύνεται για κάθε πταίσμα, δηλαδή όχι μόνο για δόλο αλλά και για κάθε αμέλεια, βαριά ή ελαφρά, είτε γιατί κακώς είτε γιατί καθόλου εκτέλεσε την εντολή (ΑΠ 997/75 ΝοΒ 24.286, ΕφΑΘ 4532/78 ΝοΒ 27.229).

Από την ΑΚ 714, εξάλλου, σε συνδυασμό με εκείνες των ΑΚ 713, 200, 211, 216, 218, 223, 281, 288 συνάγεται ότι τόσο η υπέρβαση των ορίων της εντολής, όσο και η κατάχρηση εκείνων της πληρεξουσιότητας, που μπορεί να αλληλοπροσδιορίζονται όταν υποκείμενη αιτία της δεύτερης είναι η πρώτη, υπάρχει και στην περίπτωση που ο εντολοδόχος ενεργεί κατά τρόπο που, μολονότι δεν ξεπερνά τα τυπικά όρια της εντολής ή πληρεξουσιότητας, ωστόσο είναι αντίθετος προς την υποχρέωση που έχει να χρησιμοποιεί την εξουσία που του δόθηκε κατά τρόπο που να εξυπηρετεί, σύμφωνα με τις επιταγές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, το συμφέρον του εντολέα ως επιβάλλεται από τη φύση της υπόθεσης της οποίας η διαχείριση του ανατέθηκε, οφείλοντας να καταβάλει την επιμέλεια του συνετού στις συναλλαγές ανθρώπου, άρα ευθυνόμενος και για ελαφρά αμέλεια, δημιουργεί υποχρέωση αυτού (εντολοδόχου) να αποζημιώσει τον εντολέα πληρεξούσιο δότη για τη ζημία που υπαιτίως του προκάλεσε (ΑΠ 1228/87 ΕΝ 1988.659). Από τις διατάξεις, τέλος, των άρθρων 715 ΑΚ και 716 ΑΚ, σύμφωνα με τις οποίες “ο εντολοδόχος, αν δεν ορίστηκε διαφορετικά στη σύμβαση, δεν έχει δικαίωμα να υποκαταστήσει άλλον για την εκτέλεση της εντολής, εκτός αν εξαναγκαστεί από τις περιστάσεις ή αν συνηθίζεται η υποκατάσταση.

Αν ο εντολοδόχος υποκατέστησε άλλον χωρίς δικαίωμα, ευθύνεται για το πταίσμα του άλλου σαν να ήταν δικό του πταίσμα. Αν υποκατέστησε άλλον έχοντας το σχετικό δικαίωμα, ο εντολοδόχος ευθύνεται μόνο για πταίσμα ως προς την εκλογή του υποκατάστατου και ως προς τις οδηγίες που του έδωσε.

Και στις δύο περιπτώσεις ο εντολέας μπορεί να ασκήσει απευθείας κατά του υποκατάστατου τις αγωγές που έχει εναντίον του ο εντολοδόχος” συνάγεται ότι ως υποκατάσταση νοείται η από τον εντολοδόχο με ενοχική σύμβαση μεταβίβαση σε τρίτον της υποχρέωσης του προς διεξαγωγή της υπόθεσης του εντολέα. Ο τρίτος αναλαμβάνει τη διεξαγωγή της υπόθεσης υπό ιδίαν αυτού ευθύνη, αντί του εντολοδόχου ο οποίος καμία πλέον ανάμειξη δεν έχει στην εκπλήρωση της εντολής.

Η υποκατάσταση μπορεί να είναι και μερικώς, δηλαδή να αφορά μέρος της υποχρέωσης του εντολοδόχου (ΟλΑΠ 25/95 ΝοΒ 44.195), εφόσον αυτό ανάγεται στην κύρια υποχρέωση του εντολοδόχου και είναι αυτοτελές, κατά δε την παράγραφο 3 του τελευταίου άρθρου, παρά την αρχή, κατά την οποία η αξίωση, που δημιουργείται από την εντολή για τον εντολέα, ως προσωπική κατευθύνεται μόνον κατά του εντολοδόχου που συνηλλάγη, όχι δε και κατά του υποκατάστατου, που είναι τρίτος και δεν μετέχει στη σύμβαση, παρέχει στον εντολέα, και στις δύο ως άνω περιπτώσεις, δυνητικό δικαίωμα να ασκήσει κατευθείαν κατά του υποκατάστατου την αγωγή που ο εντολοδόχος έχει κατ` αυτού (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη, ό.π., τόμ. Γ`, ημίτ. Β`, σελ. 837).

Επειδή από τη διάταξη του άρθρου 919 ΑΚ, σύμφωνα με την οποία “Οποιος με πρόθεση ζημίωσε άλλον κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη, έχει την υποχρέωση να τον αποζημιώσει”, συνάγεται ότι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου αυτού είναι 1) συμπεριφορά του δράστη (πράξη ή παράλειψη αναγόμενη είτε σε άσκηση δικαιώματος ή όχι), που αντίκειται στα χρηστά ήθη, 2) η συμπεριφορά αυτή να συνοδεύεται από πρόθεση επαγωγής ζημίας, 3) να προκλήθηκε πράγματι ζημία σε άλλον και 4) να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας (ΑΠ 10/91 ΝοΒ 39.1203, ΑΠ 756/81 ΕΕΝ 38.279, ΕφΑΘ 5025/90 ΝοΒ 39.79).

Αντίθεση στα χρηστά ήθη υπάρχει όταν, κατά αντικειμενική κρίση, σύμφωνα με τις αντιλήψεις του “χρηστώς και εμφρόνως σκεπτόμενου κοινωνικού ανθρώπου”, η συμπεριφορά του δράστη αντίκειται στην κοινωνική ηθική και στις θεμελιώδεις δικαικές αρχές, πάνω στις οποίες στηρίζεται το θετικό δίκαιο (ΕφΑΘ 770/91 Αρμ 45.343, ΕφΑΘ 5025 ό.π.).

Κριτήριο για το εάν συγκεκριμένη συμπεριφορά είναι αντίθετη προς τα χρηστά ήθη αποτελεί το, κατά τον κρίσιμο χρόνο και στον αντίστοιχο χώρο, κοινό για την επιβαλλόμενη συμπεριφορά συναίσθημα, το εκφραζόμενο στις σχετικές αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου που σκέπτεται με χρηστότητα και φρόνηση (ΑΠ 925/91 ΝοΒ 40.550, ΕφΑΘ 5025 ό.π.).

Συνεκτιμώνται, επίσης, συνολικά και όχι μεμονωμένα, τα κίνητρα, ο σκοπός του δράστη της συμπεριφοράς, το είδος των μέσων που χρησιμοποιήθηκαν για την επίτευξη θεμιτού τυχόν σκοπού και όλες οι λοιπές περιστάσεις πραγμάτωσης της συμπεριφοράς, θετικής ή αρνητικής, ανεξάρτητα από τις δικές του ιδέες, αναφορικά με τα χρηστά ήθη (ΑΠ 925/91 ό.π., ΕφΑΘ 770/91 ό.π.).

Η συμπεριφορά του δράστη πρέπει να συνοδεύεται από πρόθεση επαγωγής ζημίας, έστω και με τη μορφή του ενδεχόμενου δόλου, καθώς αρκεί η γνώση του ότι με τη συμπεριφορά του αυτή ήταν δυνατή η επέλευση ζημίας στον άλλον και, παρά ταύτα, αυτός δεν θέλησε να αποστεί από αυτήν (Εφθεσ 735/93 Αρμ 47.332, ΕφΑΘ 770/91, ό.π., ΕφΑΘ 5025/90 ό.π.).

Η κύρια βάση της αγωγής, με την οποία ο ενάγων ζητά, μετά την εφαρμογή των νέων μειωμένων συντελεστών του τέλους ταξινόμησης των επιβατικών αυτοκινήτων, να τους ……………. καταβληθεί, ως αποζημίωση, το ποσό της διαφοράς του καταβληθέντος τέλους, ισχυριζόμενος ότι η υποχρέωση της δεύτερης εναγόμενης εισαγωγικής εταιρίας, που προέβη στην εισαγωγή και ταξινόμηση του παραπάνω αυτοκινήτου, ως αληθούς, κατά τα παραπάνω, δικαιούχου, απέναντι το τελωνείο Αθηνών, να ζητήσει με αίτηση της τον επανυπολογισμό, από το τελωνείο, των τελών ταξινόμησης, ώστε να του επιστραφεί, στη συνέχεια, η διαφορά, αποτελούσε παρεπόμενη υποχρέωση, απορρέουσα από εκποιητική σύμβαση (πώλησης), που καταρτίστηκε ανάμεσα σ` αυτόν και τη δεύτερη εναγόμενη, σε εκτέλεση ενοχικής γνήσιας σύμβασης πώλησης υπέρ τρίτου, που είχε καταρτιστεί προηγουμένως, ανάμεσα στην πρώτη και τη δεύτερη από τις εναγόμενες, ισχυριζόμενος, περαιτέρω, ότι η μεταβίαση της κυριότητας από τη δεύτερη από τις εναγόμενες προς αυτόν επήλθε με την εγγραφή στο βιβλίο μεταβολών του ν.δ. 1146/1972, δεν είναι νόμιμη, καθώς, όπως ήδη προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη, για τα εισαγόμενα από το εξωτερικό αυτοκίνητα, όπως το επίδικο, που εισήχθη από την Ιαπωνία, τίτλο κτήσης της κυριότητας, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 αποτελείτο πιστοποιητικό που εκδίδει το τελωνείο, ο τύπος δε του πιστοποιητικού αυτού είναι συστατικός και αφορά μόνο στην εμπράγματη σύμβαση πώλησης και η κυριότητα μεταβιβάζεται με απλή πράξη των μερών, που αναγράφεται με τη φροντίδα και ευθύνη τους στο πιστοποιητικό του τελωνείου, εφόσον προηγουμένως βεβαιωθεί σ` αυτό από τον αρμόδιο οικονομικό έφορο ότι καταβλήθηκαν οι κάθε φύσεως οικονομικές επιβαρύνσεις.

Ως εκ τούτου, ενόψει του ότι, με βάση τον επικαλούμενο στην αγωγή τρόπο, δεν μεταβιβάστηκε, κατά νόμον, η κυριότητα του ως άνω αυτοκινήτου, από τη δεύτερη εναγόμενη εισαγωγική εταιρία, προς τον ενάγοντα, σε εκτέλεση -σύμφωνα με τους αγωγικούς ισχυρισμούς-γνήσιας σύμβασης υπέρ τρίτου, παρίσταται ως μη νόμιμος και γι` αυτό απορριπτέος ο αγωγικός ισχυρισμός, ότι η παραπάνω υποχρέωση της δεύτερης εναγόμενης είναι παρεπόμενη υποχρέωση, που απορρέει από την μ` αυτήν καταρτισθείσα, εμπράγματη σύμβαση πώλησης.

Πρέπει, επομένως, με βάση τα παραπάνω, αναφορικά με τη δεύτερη εναγόμενη, η αγωγή κατά την ως άνω κύρια βάση της, ως μη νόμιμη ν` απορριφθεί, αναφορικά δε με την πρώτη εναγόμενη, η αγωγή, κατά την ως άνω κύρια βάση της, σύμφωνα με την οποία ανάμεσα σ` αυτόν και την πρώτη εναγόμενη εταιρία καταρτίστηκε μία ενοχική σύμβαση πώλησης, παρεπόμενη υποχρέωση της οποίας κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς ήταν η υποχρέωση της πωλήτριας πρώτης εναγόμενης να προβεί, από κοινού με τη δεύτερη, στις απαραίτητες διαδικασίες για την επιστροφή της διαφοράς του καταβληθέντος τέλους, πρέπει, ομοίως, ως μη νόμιμη, να απορριφθεί, καθόσον τη σχετική υποχρέωση υποβολής αίτησης για επανυπολογισμό των συντελεστών ταξινόμησης υπείχε αποκλειστικά, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, η δεύτερη εναγόμενη, που είχε προβεί στη σχετική καταβολή του τέλους ταξινόμησης πριν από την εφαρμογή του ν. 2743/1999.

Η πρώτη, επικουρικώς ασκηθείσα, βάση της αγωγής, σύμφωνα με την οποία ο ενάγων, επικαλούμενος υποκατάσταση, κατ` αρθρ. 716 παρ. 3 ΑΚ, ζητά το ποσό των 3.534,32 ευρώ, σύμφωνα με τις διατάξεις περί εντολής, είναι νόμιμη, μόνον αναφορικά με τη δεύτερη από τους εναγόμενους, ως υποκατάστατη από την πρώτη απ` αυτούς στην εντολή, την οποία έλαβε από τον ενάγοντα, καθόσον με την προβλεπόμενη από το ως άνω άρθρο υποκατάσταση παρέχεται στον εντολέα το δικαίωμα να ασκήσει κατευθείαν, κατά του υποκατάστατου, την αγωγή την οποία έχει ο εντολοδόχος κατ` αυτού, περαιτέρω δε η αγωγή είναι νόμιμη, αναφορικά και με τη δεύτερη επικουρική αυτής βάση, που θεμελιώνεται στις διατάξεις των άρθρων 919 και 932 ΑΚ. Πρέπει, επομένως, να εξεταστεί περαιτέρω η αγωγή, αναφορικά με την κάθε μία από τις επικουρικά σωρευμένες αυτής βάσεις και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, για να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε ως δικαστικά τεκμήρια, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:

Ο ενάγων, προκειμένου να προβεί στην αγορά ενός αυτοκινήτου, εργοστασίου κατασκευής Subaru, τύπου Forester (Forester turbo), 1999 κυβ. εκατοστών, παρήγγειλε αυτό, στις 26.8.1999, στην πρώτη εναγόμενη εταιρία, που είναι εταιρία πώλησης αυτοκινήτων του παραπάνω εργοστασίου, τα οποία αποκλειστικά εισάγει από την αλλοδαπή (Ιαπωνία) η δεύτερη εναγόμενη εισαγωγική εταιρία.

Ταυτόχρονα με την ενοχική σύμβαση πώλησης, που καταρτίστηκε ανάμεσα στον ενάγοντα και την πρώτη εναγόμενη, ανάμεσα τους καταρτίστηκε και σύμβαση εντολής, με βάση την οποία η πρώτη εναγόμενη εταιρία ανέλαβε να εισαγάγει και εκτελωνίσει το πωληθέν αυτοκίνητο, δεδομένου ότι μέχρι τη στιγμή εκείνη το ενλόγω αυτοκίνητο δεν είχε εκτελωνιστεί.

Η πωλήτρια εταιρία -πρώτη εναγόμενη υποκατέστησε άλλον στην εντολή αυτή και συγκεκριμένα τη δεύτερη εναγόμενη, όπως συνηθίζεται σε παρόμοιες περιπτώσεις, η οποία, πράγματι, στη συνέχεια, εκτελώνισε το ενλόγω αυτοκίνητο από το Τελωνείο Αθηνών, με την με αριθμ. 113182/27.8.1999 αίτηση ανάλωσης και εκδόθηκε το με αριθ. Γ 451211/27.8.1999 πιστοποιητικό τελωνισμού (ταξινόμησης) αυτοκινήτου του Τελωνείου Αθηνών.

Προκειμένου η δεύτερη εναγόμενη εισαγωγική εταιρία να προβεί στις ενέργειες αυτές λαμβάνει σε τηλεομοιοτυπία το δελτίο παραγγελίας του εκάστοτε καταναλωτή, όπως εν προκειμένω τον ενάγοντος, το οποίο και έλαβε την επομένη της παραγγελίας. Το αυτοκίνητο αυτό, με αριθμό πλαισίου… ταξινομήθηκε την 2.9.1999 από τη νομαρχιακή αυτοδιοίκηση θεσσαλονίκης – Διεύθυνση Μεταφορών και Επικοινωνιών (βλ. σχετική σφραγίδα της ως άνω διεύθυνσης με αριθμό πρωτ. 844846/2.9.1999, επί του ανωτέρω, νόμιμα προσκομιζόμενου πιστοποιητικού τελωνισμού), καταβλήθηκαν δε από τη δεύτερη εναγόμενη οι κατά την ημέρα του εκτελωνισμού αναλογούντες δασμοί, οι οποίοι ανήλθαν στο ποσό των 3.882.898 δραχμών, ισόποσο σε ευρώ 11.395,15.

Ως τίμημα της πώλησης συμφωνήθηκε μεταξύ της πρώτης εναγόμενης και του ενάγοντος και πράγματι καταβλήθηκε και εξοφλήθηκε ολοσχερώς, ήδη από την 30.8.1999, το συνολικό ποσό των 14.200.000 δρχ., ισόποσο σε ευρώ 41.673, ποσό στο οποίο συμπεριλήφθηκε και το ύψους 3.882.898 δραχμών, ισόποσο σε ευρώ 11.395,15, ποσό, που αναλογούσε στο τέλος ταξινόμησης, που ίσχυε κατά το χρόνο ταξινόμησης του ενλόγω αυτοκινήτου και που καταβλήθηκε από τη δεύτερη εναγόμενη, ως εισαγωγέα εταιρία, στο Τελωνείο Αθηνών, στις 27.8.1999.

Το παραπάνω αυτοκίνητο μεταβιβάστηκε, κατά κυριότητα, αρχικά, από την πρώτη εναγόμενη εισαγωγική εταιρία, στην πρώτη εναγόμενη εταιρία και στη συνέχεια από την πρώτη εναγόμενη στον ενάγοντα, όπως αποδεικνύεται από τις αντίστοιχες, χωρίς ημερομηνία, πράξεις μεταβίβασης, που αναγράφηκαν, με φροντίδα και ευθύνη των συμβαλλόμενων μερών, στο ως άνω πιστοποιητικό τελωνισμού, μεταβιβάσεις για τις οποίες βεβαιώθηκε από τον προϊστάμενο της αρμόδιας ΔΟΥ ότι καταβλήθηκαν τα οφειλόμενα τέλη χαρτοσήμου, φόροι και λοιπές επιβαρύνσεις.

Στις 3.9.1999 τέθηκε σε ισχύ η διάταξη του άρθρου 20 του ν. 2743/1999, που αναφέρεται στην εφαρμογή νέων μειωμένων συντελεστών του τέλους ταξινόμησης των επιβατικών αυτοκινήτων και στον επανυπολογισμό και συμψηφισμό καταβληθέντος τέλους ταξινόμησης και επιστροφή της προκύπτουσας διαφοράς.

Ειδικότερα, με την παράγραφο 2 του άρθρου αυτού υπήχθησαν στους μειωμένους αυτούς συντελεστές και τα επιβατικά αυτοκίνητα που τελωνίσθηκαν μέχρι την παραπάνω ημερομηνία (3.9.1999), εφόσον θα πληρώνονταν, σωρευτικά, οι προϋποθέσεις α`) της μη ταξινόμησης τους και β`) της μη πώλησης τους από τις εμπορικές επιχειρήσεις.

Επίσης, με βάση τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 14 ν. 2771/1999, από την ίδια ημερομηνία (3.9.1999) τέθηκε σε ισχύ όμοια ρύθμιση περί μειωμένων συντελεστών του τέλους ταξινόμησης των επιβατικών αυτοκινήτων, στην οποία υπήχθησαν και τα αυτοκίνητα τα οποία μεταβιβάστηκαν, όπως στην υπό κρίση περίπτωση, από εμπορικές επιχειρήσεις προς τρίτον ιδιώτη, εν προκειμένω από την πρώτη εναγόμενη προς τον ενάγοντα και τα οποία μέχρι και 2.9.1999 είχαν τιμολογηθεί από τις εμπορικές επιχειρήσεις, πλην όμως για τη μεταβίβαση τους στον ιδιώτη δεν είχε γίνει, ως τότε, θεώρηση του πιστοποιητικού ταξινόμησης από την αρμόδια ΔΟΥ για την καταβολή των οφειλομένων τελών, ή είχε γίνει έως τότε η θεώρηση αυτή, αλλά τα οχήματα δεν είχαν, μέχρι τότε, τιμολογηθεί από τις εμπορικές επιχειρήσεις.

Έτσι, εφόσον θα συνέτρεχε κάποια από τις παραπάνω προϋποθέσεις και εφόσον θα υποβαλλόταν από τη δεύτερη εναγόμενη – εισαγωγέα εταιρία σχετική αίτηση στο τελωνείο, συνοδευόμενη από τα έγγραφα που θα αποδείκνυαν ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, θα επιστρεφόταν η διαφορά του τέλους.

Στην προκείμενη περίπτωση … η τιμολόγηση από τη δεύτερη εναγόμενη έγινε γύρω στις 1 με 2.9.1999 και, συνακόλουθα, η τιμολόγηση από την πρώτη εναγόμενη έγινε, σε κάθε περίπτωση, μετά την 2.9.1999. Αποδεικνύεται περαιτέρω ότι, στα πλαίσια της δοθείσας εντολής για εκτελωνισμό του πωληθέντος αυτοκινήτου, υπαγόταν και η ευθύνη του εντολοδόχου να μεριμνήσει, εφόσον επήλθε μείωση των συντελεστών ταξινόμησης για την επιστροφή του επιπλέον καταβληθέντος τέλους.

Η δεύτερη εναγόμενη ωστόσο, ως υποκατάστατη από την πρώτη εναγόμενη – εντολοδόχο, στη δοθείσα εντολή για εκτελωνισμό του ως άνω αυτοκινήτου, στα πλαίσια της οποίας (εντολής) υπαγόταν και η υποχρέωση της, σύμφωνα με τις επιταγές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, να χρησιμοποιήσει την εξουσία που της δόθηκε κατά τρόπο που να εξυπηρετεί το συμφέρον του ενάγοντος – εντολέα, όπως αυτό επιβαλλόταν από τη φύση της υπόθεσης, όφειλε, εφόσον επήλθε μείωση των συντελεστών ταξινόμησης, να προβεί στις απαραίτητες διαδικασίες για την επιστροφή από το Τελωνείο Αθηνών του επιπλέον καταβληθέντος τέλους.

Εξαιτίας της υπαίτιας αυτής παράλειψης της δεύτερης εναγόμενης, ο ενάγων ζημιώθηκε κατά το ποσό της οφειλόμενης διαφοράς του καταβληθέντος τέλους, ύψους 3.534,32 ευρώ.

Δεν αποδείχθηκε όμως ότι στην πιο πάνω ζημία συνετέλεσε και συμπεριφορά της πρώτης εναγόμενης και δη αντίθετη στα χρηστά και συναλλακτικά ήθη, δοθέντος ότι δεν απαιτείτο σύμπραξη αυτής στις ως άνω διαδικασίες και συνεπώς πρέπει να απορριφθεί ως προς αυτήν η αγωγή κατά τη δεύτερη επικουρική βάση, την ερειδόμενη στις περί αδικοπραξίας διατάξεις.

GreekEnglish