ΑΠΟΦΑΣΗ 18468/2014
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ευανθία Αντωνάκη, Πρωτοδίκη, που ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης και από τη γραμματέα Μελπομένη Τσιρίδου.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του την 4η Φεβρουαρίου 2014 για να δικάσει την με αριθ. καταθέσεως …/10-6-2011 αγωγή εργατικής διαφοράς, που επαναφέρεται προς συζήτηση με την με αριθ. καταθ. …/16-5-2012, μεταξύ :
ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ-ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: …, κατοίκου Θεσσαλονίκης, η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου της δικηγόρου Δημητρίου Τσαγκαλίδη (A.M. ΔΣΘ 2176), που κατέθεσε προτάσεις.
ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ- ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: …., κατοίκου Θεσσαλονίκης, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας της δικηγόρου …, που κατέθεσε προτάσεις.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, μετά την εκφώνησή της από το σχετικό πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και τις έγγραφες προτάσεις τους.
Η συζήτηση της υποθέσεως ορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 7ης-5- 2012, κατά την οποία ματαιώθηκε λόγω της διενέργειας των Εθνικών Εκλογών της 6ης-5-2012.
Στη συνέχεια, η συζήτησή της επαναφέρθηκε με την υπό κρίση κλήση, η οποία προσδιορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 5ης-4- 2013 και, μετά από αναβολή, για την παρούσα δικάσιμο.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τα άρθρα 669 παρ. 2 του ΑΚ, 1 του Ν. 2112/1920 και 1 και 5 του
Ν. 3198/1955 προκύπτει ότι η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία και συνεπώς το κύρος αυτής δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας για την οποία έγινε, αλλά αποτελεί δικαίωμα του εργοδότη και του εργαζόμενου.
Η άσκηση όμως του δικαιώματος αυτού, όπως και κάθε δικαιώματος, υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 ΑΚ, δηλαδή της μη υπερβάσεως των ορίων που επιβάλλει η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, η υπέρβαση δε των ορίων αυτών καθιστά άκυρη την καταγγελία, σύμφωνα με τα άρθρα 174 και 180 του ΑΚ.
Εξάλλου, η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας από τον εργοδότη είναι άκυρη, ως καταχρηστική, όταν υπαγορεύεται από ταπεινά ελατήρια που δεν
εξυπηρετούν τον σκοπό του δικαιώματος, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις που η καταγγελία οφείλεται σε εμπάθεια, μίσος ή έχθρα ή σε λόγους εκδικήσεως, συνεπεία προηγηθείσας νόμιμης, αλλά μη αρεστής στον εργοδότη, συμπεριφοράς του εργαζομένου.
Δεν συντρέχει, όμως, περίπτωση καταχρηστικής καταγγελίας όταν δεν υπάρχει γι” αυτήν κάποια αιτία, αφού, ενόψει των όσων εκτέθηκαν για τον αναιτιώδη χαρακτήρα της καταγγελίας και την άσκηση αυτής καθ’ υπέρβαση των ορίων του άρθρου 281 ΑΚ, για να θεωρηθεί η καταγγελία άκυρη ως καταχρηστική, δεν αρκεί ότι οι λόγοι που επικαλέστηκε γι” αυτήν ο εργοδότης ήταν αναληθείς ή ότι δεν υπήρχε καμία εμφανής αιτία, αλλά απαιτείται η καταγγελία να οφείλεται σε συγκεκριμένους λόγους – που πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει ο εργαζόμενος – εξαιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλει το άρθρο 281 ΑΚ.
Δεν θεωρείται καταχρηστική η καταγγελία, όταν έχει ως πραγματικό κίνητρο την εκτέλεση των καθηκόντων του απολυομένου ή την από πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων του απολυομένου ή την από πλευράς του παράβαση των συμβατικών του υποχρεώσεων, καθώς και όταν οφείλεται σε πραγματική και ηθελημένη ανάρμοστη συμπεριφορά του προς τον εργοδότη ή τους νομίμους εκπροσώπους του ή προς συνάδελφο του, εξαιτίας της οποίας διαταράσσεται η εύρυθμη λειτουργία ή η πειθαρχική έννομη τάξη της εργοδοτικής επιχείρησης (ΑΠ 247/2012, ΑΠ 904/2012 ΝΟΜΟΣ).
Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 1 του ν. 2112/1920 και 6 παρ. 2, του β.δ/τος 16/18 Ιουλίου 1920, ο εργοδότης μπορεί να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας του εργαζομένου χωρίς την τήρηση προθεσμίας αν εναντίον του τελευταίου υποβλήθηκε μήνυση νια αξιόποινη πράξη που διαπράχθηκε κατά την ενάσκηση της υπηρεσίας του ή απαγγέλθηκε κατ’ αυτού κατηγορία για αδίκημα που φέρει εν γένει χαρακτήρα τουλάχιστον πλημμελήματος, ενώ κατά την παρ. 2 του ιδίου άρθρου ο υπάλληλος που απαλλάχτηκε με βούλευμα ή δικαστική απόφαση για τις ως άνω κατηγορίες δικαιούται να ζητήσει την κατά το άρθρο 3 του ίδιου νόμου αποζημίωση.
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 7 του ν. 3198/1955, οι διατάξεις του παρόντος δεν εφαρμόζονται για μισθωτούς που απολύονται συνεπεία υποβολής μηνύσεως σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παρ. 1 του άρθρου 5 του ν. 2112/1920 ή στην παρ. 1 του άρθρου 6 του β.δ. 16/18 Ιουλίου 1920. Εάν όμως επακολουθήσει απαλλαγή του μισθωτού με βούλευμα η δικαστική απόφαση, οι διατάξεις του παρόντος έχουν εφαρμογή και για αυτόν από την κοινοποίηση στον εργοδότη από τον ενδιαφερόμενο του απαλλακτικού βουλεύματος ή της απόφασης. Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι ο εργοδότης μπορεί να καταγγείλει και άνευ τηρήσεως προθεσμίας τη σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, αν εναντίον του υπαλλήλου (ή του εργάτη κατ’ άρθρο 6 παρ. 1 του β.δ. 16/18 Ιουλίου 1920) υποβλήθηκε μήνυση για αξιόποινη πράξη διαπραχθείσα κατά την ενάσκηση της υπηρεσίας του ή απαγγέλθηκε κατ’ αυτού κατηγορία για αδίκημα που έχει χαρακτήρα τουλάχιστον πλημμελήματος.
Αν όμως επακολουθήσει απαλλαγή του μισθωτού με βούλευμα ή δικαστική απόφαση, οι διατάξεις του ν. 3198/1955 έχουν εφαρμογή και ο εργοδότης οφείλει να καταβάλει στο μισθωτό την οφειλόμενη λόγω καταγγελίας αποζημίωση εντός εύλογου χρόνου από την κοινοποίηση στον ίδιο του απαλλακτικού βουλεύματος ή της αθωωτικής απόφασης, καθόσον η εκκαθάριση της κατάστασης γίνεται μετά τον τερματισμό της ποινικής εκκρεμοδικίας, από την έκβαση της οποίας εξαρτάται το κύρος και οι συνέπειες της καταγγελίας.
Έτσι, η ισχύς της καταγγελίας ως έκτακτης οριστικοποιείται μόνο στην περίπτωση που ο μισθωτός θα καταδικαστεί. Στην αντίθετη περίπτωση, αν δηλαδή ο μισθωτός απαλλαγεί με βούλευμα ή δικαστική απόφαση, τότε και ειδικότερα από τη στιγμή που θα κοινοποιηθεί το απαλλακτικό βούλευμα ή η απαλλακτική απόφαση στον εργοδότη, η καταγγελία παύει να ισχύει ως έκτακτη, χωρίς όμως να σημαίνει και ότι αναβιώνει η σύμβαση. Απλώς η έκτακτη καταγγελία μετατρέπεται σε τακτική και αναβιώνει η υποχρέωση του εργοδότη να καταβάλει την αποζημίωση, χωρίς να απαιτείται νέα καταγγελία (ΑΠ 1009/2004 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1106/2000 ΕλλΔνη 2000.1616).
Στην περίπτωση αυτή το πολιτικό δικαστήριο δεν έχει την εξουσία να ερευνήσει το υποστατό της κατηγορίας εφόσον ο μισθωτός έχει απαλλαγεί με βούλευμα ή δικαστική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου.
Ως απαλλαγή του μισθωτού θεωρείται εκείνη που χώρησε λόγω του ότι κατά την κρίση του ποινικού δικαστηρίου δεν έλαβε χώρα η αξιόποινη πράξη για την οποία καταμηνύθηκε, οπότε ο εργοδότης υποχρεούται να του καταβάλει την αποζημίωση λόγω απόλυσης του εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος από της κοινοποίησης του απαλλακτικού βουλεύματος ή της απόφασης, άλλως η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του είναι άκυρη. Και μόνον όταν η απαλλαγή του μισθωτού γίνει για άλλο λόγο, ο οποίος δεν αφορά την ουσία της υπόθεσης, όπως είναι η παραγραφή του εγκλήματος ή η κήρυξη απαράδεκτης της ποινικής δίωξης που ασκήθηκε, το υποστατό ή μη της κατηγορίας εξετάζεται, παρεμπιπτόντως, από το αρμόδιο πολιτικό δικαστήριο που δικάζει επί της σχετικής απαίτησης του μισθωτού.
Σε περίπτωση, δε, απόδειξης του υποστατού αυτής (κατηγορίας) δεν οφείλεται η προβλεπόμενη από τον ρηθέντα νόμο αποζημίωση και συνεπώς η γενόμενη κατά τα ανωτέρω απόλυση θεωρείται έγκυρη καίτοι δεν καταβλήθηκε αποζημίωση, αφού τέτοια δεν οφείλεται (ΑΠ 1214/2004 ΕλλΔνη 2005.128, ΑΠ 823/1990 ΔΕΝ 47.340, ΕφΑΘ 981/2011 ΕλλΔνη 2012.509, ΕφΟεσ 189/2008 Αρμ 2008.739).
Με την υπό κρίση αγωγή της και κατ’ ορθή εκτίμηση του δικογράφου, όπως το αίτημα αυτής νομίμως και παραδεκτώς περιορίστηκε με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου στο ακροατήριο που επαναλαμβάνεται με τις έγγραφες προτάσεις της, η καλούσα-ενάγουσα εκθέτει ότι την 1-6-2000 προσλήφθηκε από την καθ’ ης η κλήση-εναγομένη, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να εργαστεί ως πρακτική νοσ3κ!όμα στη μονάδα φροντίδας ηλικιωμένων που διατηρεί. Ότι παρείχε την εργασία της με την ως άνω ειδικότητα έως τις 5-4-2011, οπότε η εναγομένη κατάγγειλε τη σύμβαση εργασίας της χωρίς να της καταβάλει τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης, ισχυριζόμενη ψευδώς ότι διέπραξε ποινικά κολάσιμες, πράξεις εις βάρος της, για τις οποίες και κατέθεσε μήνυση εναντίον της, με σκοπό να αποφύγει την καταβολή της αποζημίωσης απόλυσης.
Ότι καθ’ όλο το χρονικό διάστημα της απασχόλησής της και λόγω της φύσης της εργασίας της, εργαζόταν σε βάρδιες (πρωινή, απογευματινή και βραδινή), συνεπώς και νυχτερινές ώρες, επί έξι (6) ημέρες την εβδομάδα και όλες σχεδόν τις Κυριακές και αργίες, κατά τα αναλυτικά εκτιθέμενα στην αγωγή, χωρίς να λαμβάνει αναπληρωματική ημέρα ανάπαυσης, η δε εναγομένη από το Σεπτέμβριο του 2009 σταμάτησε να της καταβάλει την πρόσθετη αμοιβή για την εργασία της κατά τις Κυριακές, τις αργίες και τα Σάββατα.
Ότι η εναγομένη, από τον Οκτώβριο του 2008 μέχρι και το Μάρτιο του 2011 της κατέβαλε αποδοχές που υπολείπονταν των νομίμων και δηλουμένων στο ΙΚΑ, σύμφωνα με τα αναλυτικά εκτιθέμενα στην αγωγή και συνεπώς της οφείλει διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών για το ανωτέρω χρονικό διάστημα. Με βάση τα παραπάνω, ζητεί: 1) να υποχρεωθεί η καθ’ ης η κλήση- εναγομένη να της καταβάλει:
α) το ποσό των 21.381,90 ευρώ και επικουρικά το ποσό των 9.984,60 ευρώ (στην περίπτωση που η εργασία της κατά τις Κυριακές, τα Σάββατα και τις νυχτερινές ώρες δεν θεωρούνται τακτικές αποδοχές) για αποζημίωση απόλυσης και
β) το ποσό των 3.431,30 ευρώ για διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών και
2) να αναγνωριστεί ότι η εναγομένη οφείλει να της καταβάλει το ποσό των 13.505,42 ευρώ για πρόσθετη αμοιβή νυχτερινής εργασίας και εργασίας κατά τα Σάββατα, τις Κυριακές και αργίες και το ποσό των 29.956,00 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (μετά τον περιορισμό αυτού κατά το ποσό των 44,00 ευρώ για το οποίο επιφυλάχθηκε να αναζητήσει από το ποινικό δικαστήριο, σε δίκη κατά την οποία θα παραστεί ως πολιτικώς ενάγουσα), δεδομένου ότι η μη καταβολή της αποζημίωσης απόλυσης σε συνδυασμό με την υποβολή ψευδούς μηνύσεως της εναγομένης εναντίον της προσέβαλε την προσωπικότητά της και της προξένησε ηθική βλάβη, νομιμοτόκως από την ημερομηνία που κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη απαιτητό, άλλως από την επίδοση της αγωγής.
Ζητεί, τέλος, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή, ως προς τα καταψηφιστικά αυτής κονδύλια και να καταδικαστεί η καθ’ ης η κλήση-εναγομένη στη δικαστική της δαπάνη.
Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η αγωγή αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπον φέρεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 14 παρ. 2, 16 παρ. 2, 25 παρ. 2 ΚΠολΔ) και είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 71, 174, 180,281,325,341,345,346,349,350,361,648,649,653,655,656,669, 914, 932 ΑΚ, 1 Ν. 3302/2004, 1 παρ.2 ΑΝ 539/1945, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 13 παρ.1α του Ν.3227/2004, 1 Ν.3385/2005, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 74 Ν 3863/2010, 4 του ν. 2874/2000, 3§ 16 ν. 4504/1966, 1 §1 Ν. 1082/80 και 1 επ. ΚΥΑ Οικονομικών και Εργασίας 19040/1981, των ΥΑ 18310/1946, 8900/ 1946 και 907, 908§1ε, 910 αρ.4 και 176 ΚΠολΔ.
Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι καταβλήθηκε το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. τα με αριθ. 369852, 258356 και 394053 αγωγόσημα). Η καθ’ ης η κλήση-εναγομένη, προς απόκρουση της υπό κρίση αγωγής, πρόβαλε την ένσταση της καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, ισχυριζόμενη ότι η ενάγουσα άσκησε το δικαίωμά της καταχρηστικά, αφού καθ’ όλο το χρονικό διάστημα της εργασίας του ουδέποτε διαμαρτυρήθηκε για το ύψος των αποδοχών της, αντίθετα, δε, αναγνώριζε με ευγνωμοσύνη ότι η εναγομένη της παρείχε εργασία εν μέσω οικονομικής κρίσης.
Η ένσταση αυτή είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη, καθόσον μόνη η αδράνεια του δικαιούχου να ασκήσει τα δικαιώματά του δεν καθιστά καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκησή τους, εφόσον η εναγομένη δεν επικαλείται περιστατικά ή ειδικές συνθήκες και περιστάσεις που προέρχονται από τη συμπεριφορά της ενάγουσας από τα οποία δημιουργήθηκε σε αυτήν η πεποίθηση ότι δεν θα ασκηθεί το ένδικο δικαίωμά της και ότι, μεταβάλλοντας τη στάση της, επιχειρεί ανατροπή της διαμορφωθείσας κατάστασης, με αποτέλεσμα να επέρχονται δυσμενείς για τα συμφέροντά της επιπτώσεις (ΟλΑΠ 34/2005, ΑΠ 1118/2011 ΝΟΜΟΣ).Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρα αποδείξεως και ανταποδείξεως, που περιλαμβάνονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, όλων των εγγράφων που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη όλα ανεξαιρέτως, είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 3 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Η εναγομένη διατηρεί επί της οδού …, στη Θεσσαλονίκη, Μονάδα Φροντίδας Ηλικιωμένων με την επωνυμία «…», με τη μορφή ατομικής επιχείρησης.
Η ενάγουσα προσλήφθηκε από την εναγομένη την 1-6- 2000, προκειμένου να εργαστεί στην ως άνω επιχείρηση ως νοσοκόμα. Ο χρόνος εργασίας της συμφωνήθηκε να είναι 8 ώρες ημερησίως, για 5 ημέρες την εβδομάδα, με κυλιόμενο ωράριο, ωστόσο, δεδομένου ότι η ενάγουσα ήταν διαζευγμένη μητέρα ανήλικων τέκνων, από την αρχή της πρόσληψής της μέχρι και το έτος 2009 εργαζόταν, κατόπιν επιθυμίας της, αποκλειστικά στη βραδινή βάρδια, ενώ στη συνέχεια εναλλασσόταν με τις υπόλοιπες συναδέλφους της σε όλες τις βάρδιες (βλ. κατάθεση των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως).
Η ενάγουσα προσέφερε τις υπηρεσίες της στην εναγομένη συνεχώς και αδιαλείπτως, λαμβάνοντας μηνιαίως το ποσό των 850,00 ευρώ και πρόσθετη αμοιβή 250,00 ευρώ περίπου για τη νυχτερινή εργασία της και την εργασία κατά τις ημέρες του Σαββάτου και της Κυριακής, την οποία η εναγομένη της κατέβαλε, όπως και στις λοιπές εργαζόμενες, χωριστά κάθε μήνα (βλ. κατάθεση της μάρτυρος ανταποδείξεως). Ωστόσο, από τις αρχές του έτους 2011 η εναγομένη σταμάτησε να της καταβάλει την πρόσθετη αμοιβή για τη νυχτερινή εργασία της και την παρεχόμενη εργασία κατά τις ημέρες του Σαββάτου και της Κυριακής.
Ο αγωγικός ισχυρισμός ότι η εναγομένη έπαψε να της καταβάλει την ως άνω πρόσθετη αμοιβή από το Σεπτέμβριο του 2009, ουδόλως αποδείχθηκε, αφού και η μάρτυρας αποδείξεως ουδέν περί τούτου κατέθεσε. Επιπλέον, από την προσκομιζόμενη βεβαίωση αποδοχών της ενάγουσας για το έτος 2010, προκύπτει ότι αυτή έλαβε ετήσιες καθαρές αποδοχές ύψους 13.792,30 ευρώ, ήτοι 1.149,35 ευρώ μηνιαίως. Πλην όμως, οι αποδοχές αυτές υπερβαίνουν τις επικαλούμενες στην αγωγή μηνιαίες αποδοχές των 850,00 ευρώ για την εντός του νομίμου ωραρίου εργασία της ενάγουσας κατά το ποσό των 299,35 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στην πρόσθετη αμοιβή, η οποία, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς ανέρχονταν στα 250,00 ευρώ περίπου μηνιαίως.
Περαιτέρω, αντίκειται στα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής να λάμβανε η ενάγουσα, από το Σεπτέμβριο του 2009 και καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους 2010 το ποσό των 850,00 ευρώ μηνιαίως και να της χορηγούνταν βεβαιώσεις αποδοχών για πολύ μεγαλύτερα ποσά, τα οποία δήλωνε στη δήλωση φορολογίας εισοδήματος και, αντίστοιχα, να φορολογείται για τα υπέρτερα των αποδοχών της ποσά. Μετά την παύση καταβολής από την εναγομένη της πρόσθετης αμοιβής της, η ενάγουσα προσέφυγε στην Επιθεώρηση Εργασίας προς ενημέρωση σχετικά με τα νόμιμα δικαιώματά της, χωρίς όμως να προβεί σε καταγγελία της εργοδότριάς της, ενώ άρχισε να διεκδικεί επίμονα από την εναγομένη την καταβολή της ως άνω πρόσθετης αμοιβής.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να διαταραχθούν οι σχέσεις μεταξύ εργαζόμενης και εργοδότριας και να υπάρχουν συνεχείς λογομαχίες και ανταλλαγή απαξιωτικών και υβριστικών χαρακτηρισμών μεταξύ τους (βλ. καταθέσεις των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως). Στη συνέχεια και καθώς η εναγομένη αρνούνταν να καταβάλει την πρόσθετη αμοιβή στην ενάγουσα, η τελευταία προσέφυγε και πάλι στην Επιθεώρηση Εργασίας, ισχυριζόμενη ότι η εναγομένη δεν αποδέχθηκε την προσφορά της εργασίας της μετά την επιστροφή της από νόμιμη άδεια (βλ. το με αριθ. 85/24-2-2011 δελτίο εργατικής διαφοράς). Η δε εναγομένη, μετά από έναν ακόμη διαπληκτισμό μεταξύ τους, κατέθεσε ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης την από 8-3-2011 (αριθ. ΒΜ Δ2011 Εγχ/247, ΒΩρ Δ 2011) μήνυση, κατηγορώντας την ενάγουσα ότι στις 16-2-2011, πληροφορούμενη ότι σκοπεύει να την απολύσει, καταφέρθηκε εναντίον της με υβριστικούς χαρακτηρισμούς, διαπράττοντας, έτσι, τα αδικήματα της εξύβρισης και της συκοφαντικής δυσφήμισης.
Η μήνυση αυτή τέθηκε στο αρχείο, κατ’ άρθρο 4 Ν. 4043/2012.
Εκ των ανωτέρω αποδείχθηκε ότι οι σχέσεις μεταξύ των διαδίκων ήταν ιδιαίτερα τεταμένες, με συχνές και έντονες λογομαχίες και διαπληκτισμούς, με την ενάγουσα, αφενός, να διεκδικεί τις οφειλόμενες δεδουλευμένες αποδοχές της και την εναγομένη, αφετέρου, να αρνείται ότι τις οφείλει. Ωστόσο, δεν αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα διέπραξε αξιόποινες πράξεις για τις οποίες η εναγομένη υπέβαλε εναντίον της τη προαναφερόμενη μήνυση, αφού και η μάρτυρας ανταποδείξεως κατέθεσε εντελώς αόριστα ότι “η ενάγουσα της είπε ‘κοιμόσουν στα τσαντίρια’ χωρίς να αναφέρει πότε ειπώθηκε η συγκεκριμένη φράση και εάν ειπώθηκε στα πλαίσια κάποιου διαπληκτισμού με την εναγομένη, απαντώντας σε ενδεχόμενη απαξιωτική ή προκλητική συμπεριφορά της τελευταίας ή ειπώθηκε με σκοπό να προσβάλει στην τιμή και την υπόληψή της.
Επομένως, κατά παρεμπίπτοντα έλεγχο του παρόντος Δικαστηρίου, κρίνεται ότι η ενάγουσα δεν τέλεσε τις αξιόποινες πράξεις της εξύβρισης και της συκοφαντικής δυσφήμισης, που προβλέπονται και τιμωρούνται από τα άρθρα 361 και 363 ΠΚ, για τις οποίες ασκήθηκε, εις βάρος της, από την εναγομένη, η από 8-3-2011 μήνυση. Κατόπιν αυτών, η εναγομένη κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας της ενάγουσας στις 5-4-2011, χωρίς να της καταβάλει τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης. Ενόψει, δε, ότι για την απαλλαγή του εργοδότη από την καταβολή της αποζημίωσης απόλυσης δεν αρκεί η υποβολή μήνυσης εναντίον του εργαζομένου για τη διάπραξη αξιόποινης πράξης που διαπράχθηκε κατά την ενάσκηση της υπηρεσίας του και επηρεάζει τη σχέση εργασίας, αλλά πρέπει η μήνυση να είναι αληθής και να μη γίνεται προσχηματικά, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη νομική σκέψη της παρούσας, η εναγομένη οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης.
Σημειωτέον ότι για τον υπολογισμό της αποζημίωσης απόλυσης, εν προκειμένω, δεν λαμβάνεται υπόψη η πρόσθετη αμοιβή της ενάγουσας για την εργασία της κατά τα Σάββατα και τις Κυριακές καθώς και για την εργασία της κατά τις νυκτερινές ώρες, διότι αποδείχθηκε ότι στις τακτικές αποδοχές της, κατά τον τελευταίο μήνα της εργασίας της στην εναγομένη, δηλαδή εκείνο εντός του οποίου εμπίπτει η ημερομηνία λύσεως της σύμβασης εργασίας της με την επίδοση της έγγραφης καταγγελίας, δεν περιλαμβανόταν αμοιβή για εργασία Σαββάτου, Κυριακής ή νυκτερινών ωρών, ως νόμιμο αντάλλαγμα σταθερά και μόνιμα παρεχόμενης τέτοιας εργασίας, αφού δεν πραγματοποίησε η ενάγουσα την ανωτέρω εργασία εντός του μηνός Μαρτίου 2011. Κατά συνέπεια, δεν δικαιούται η ενάγουσα να αξιώσει συμπλήρωση της οφειλομένης σ’ αυτήν αποζημίωσης, ανεξάρτητα από το εάν σε προηγούμενους του κρίσιμου μήνες είχε πραγματοποιήσει παρόμοια εργασία (ΕφΑΘ 2141/2001 ΕλλΔνη 2001.1387). Οι αποδοχές της ενάγουσας κατά τον τελευταίο, πριν την απόλυσή της, μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης, ανέρχονταν στο ποσό των 1.148,97 ευρώ (βλ. το προσκομιζόμενο γραμμάτιο του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων με το οποίο η εναγομένη κατέθεσε για λογαριασμό της ενάγουσας το μισθό του μηνός Μαρτίου 2011 και το επίδομα αδείας του ίδιου έτους).
Επομένως, η αποζημίωση απόλυσης που έπρεπε να της καταβληθεί ανέρχεται στο ποσό των 8.132,79 ευρώ (μηνιαίες αποδοχές 1.148,97 ευρώ Χ 6 μήνες = 6.983,82 ευρώ + 1.148,97 αναλογία επιδόματος εορτών). Περαιτέρω, ενόψει των συνθηκών υπό τις οποίες έλαβε χώρα η απόλυση της ενάγουσας, της ηθικής μείωσης αυτής από την ενέργεια της εναγομένης- εργοδότριάς της, που προσέβαλε την προσωπικότητα της και της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων, η τελευταία υπέστη ηθική βλάβη, για τη χρηματική ικανοποίηση της οποίας πρέπει να της επιδικασθεί το ποσό των 2.000 ευρώ, που κρίνεται εύλογο μετά τη στάθμιση των στοιχείων του άρθρου 932 ΑΚ. Η ενάγουσα λάμβανε, όπως προεκτάθηκε, μηνιαίως το ποσό των 850,00 ευρώ για την εντός του νομίμου ωραρίου απασχόλησή της.
Η εναγομένη, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες δηλώσεις προς το ΙΚΑ, δήλωνε ότι κατέβαλε στην ενάγουσα μηνιαίως τα ακόλουθα ποσά:
α) Από τον Οκτώβριο 2008 έως τον Αύγουστο του 2009, το ποσό των 1.132,31 ευρώ. Αφαιρουμένων των εργατικών ασφαλιστικών εισφορών, οι οποίες ανέρχονται στα 220,23 ευρώ (19,45%) και του ΦΜΥ που ανέρχεται στα 8,16 ευρώ, οι καθαρές μηνιαίες αποδοχές ανέρχονται στο ποσό των 903,92 ευρώ (1.132,31 – 228,39).
Συνεπώς, της οφείλει τη διαφορά, ποσού 53,92 ευρώ μηνιαίως (903,92 – 850,00) και συνολικά 593,12 ευρώ (53,92 Χ 11 μήνες),
β) Για δώρο Χριστουγέννων 2008, το ποσό των 1.179,48 ευρώ. Αφαιρουμένων των εργατικών ασφαλιστικών εισφορών που ανέρχονται στα 229,41 ευρώ και του ΦΜΥ που ανέρχεται στα 8,16 ευρώ, το καθαρό ποσό του δώρου Χριστουγέννων ανέρχεται στα 941,91 ευρώ (1.179,48 – 237,57). Συνεπώς, της οφείλει τη διαφορά, ποσού 91,91_ευρώ (941,91 – 850,00).
γ) Για δώρο Πάσχα 2009, το ποσό των 610,13 ευρώ. Αφαιρουμένων των εργατικών ασφαλιστικών εισφορών που ανέρχονται στα 118,67 ευρώ και του ΦΜΥ που ανέρχεται στα 6,76 ευρώ, το καθαρό ποσό του δώρου Πάσχα ανέρχεται στ 484,70 ευρώ (610,13 – 125,34). Συνεπώς, της οφείλει τη διαφορά, ποσού 59,70 ευρώ (484,70 – 425,00).
δ) Για επίδομα αδείας 2009, το ποσό των 636,92 ευρώ. Αφαιρουμένων των εργατικών ασφαλιστικών εισφορών” που ανέρχονται στα 123,88 ευρώ και του ΦΜΥ που ανέρχεται στα 6,76 ευρώ καθαρό ποσό το επιδόματος αδείας ανέρχεται στα 506,28 ευρώ (636,92- 130,64). Συνεπώς, της οφείλει τη διαφορά, ποσού 81,28 ευρώ (506,28 – χ 425,00).
ε) Από τον Σεπτέμβριο 2009 έως τον Δεκέμβριο 2010, το ποσό των 1.215,81 ευρώ. Αφαιρουμένων των εργατικών ασφαλιστικών εισφορών, οι οποίες ανέρχονται στα 236,48 ευρώ (19,45%) και του ΦΜΥ που ανέρχεται στα 30,08 ευρώ, οι καθαρές μηνιαίες αποδοχές ανέρχονται στο ποσό των 949,25 ευρώ (1.215,81 – 266,56). Συνεπώς, της οφείλει τη διαφορά, ποσού 99,25 ευρώ μηνιαίως (949,25 – 850,00) και συνολικά 397,00 ευρώ (99,25 Χ 4 μήνες) στ) Για δώρο Χριστουγέννων 2009, το ποσό των 1.266,46 ευρώ. Αφαιρουμένων των εργατικών ασφαλιστικών εισφορών που ανέρχονται στα 246,33 ευρώ και του ΦΜΥ που ανέρχεται στα 30,08 ευρώ, το καθαρό ποσό του δώρου Χριστουγέννων ανέρχεται στα 990,05 ευρώ (1.266,46 – 276,41). Συνεπώς, της οφείλει τη διαφορά, ποσού 140,05 ευρώ (990,05 – 850,00).
ζ) Από τον Ιανουάριο του 2009 έως τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους, το ποσό των 1.215,81 ευρώ. Αφαιρουμένων των εργατικών ασφαλιστικών εισφορών, οι οποίες ανέρχονται στα 236,48 ευρώ (19,45%) και του ΦΜΥ που ανέρχεται στα 22,70 ευρώ, οι καθαρές μηνιαίες αποδοχές ανέρχονται στο ποσό των 956,64 ευρώ (1.215,81 – 259,18). Συνεπώς, της οφείλει τη διαφορά, ποσού 106,64 ευρώ μηνιαίως (956,64 – 850,00) και συνολικά 1.279,68 ευρώ (99,25 Χ 12 μήνες),
η) Για δώρο Πάσχα_2010, το ποσό των 633,23 ευρώ. Αφαιρουμένων των εργατικών ασφαλιστικών εισφορών που ανέρχονται στα 123,16 ευρώ και του ΦΜΥ που ανέρχεται στα 11,35 ευρώ, το καθαρό ποσό του δώρου Πάσχα ανέρχεται στα 498,72 ευρώ (633,23 – 134,51). Συνεπώς, της οφείλει τη διαφορά, ποσού 73,72 ευρώ (498,72 – 425,00).
θ) Για επίδομα αδείας 2010, το ποσό των 633,23 ευρώ. Αφαιρουμένων των εργατικών ασφαλιστικών εισφορών που ανέρχονται στα 123,16 ευρώ και του ΦΜΥ που ανέρχεται στα 11,35 ευρώ, το καθαρό ποσό του επιδόματος αδείας ανέρχεται στα 498,72 ευρώ (633,23 – 134,51). Συνεπώς, της οφείλει τη διαφορά, ποσού 73,72 ευρώ (498,72 – 425,00).
ι) Για δώρο Χριστουγέννων 2010, το ποσό των 1.266,46 ευρώ. Αφαιρουμένων των εργατικών ασφαλιστικών εισφορών που ανέρχονται στα 246,33 ευρώ και του ΦΜΥ που ανέρχεται στα 22,70 ευρώ, το καθαρό ποσό του δώρου Χριστουγέννων ανέρχεται στα 997,44 ευρώ (1.266,46 – 269,03).
Συνεπώς, της οφείλει τη διαφορά, ποσού 140,05 ευρώ (997,44 – 850,00). ια) Από τον Ιανουάριο του 2011 έως τον Φεβρουάριο του ίδιου έτους, το ποσό των 1.426,37 ευρώ.
Αφαιρουμένων των εργατικών ασφαλιστικών εισφορών, οι οποίες ανέρχονται στα 277,43 ευρώ (19,45%) και του ΦΜΥ που ανέρχεται στα 52,10 ευρώ, οι καθαρές μηνιαίες αποδοχές ανέρχονται στο ποσό των 1.096,84 ευρώ (1.426,37 – 329,53).
Συνεπώς, της οφείλει τη διαφορά, ποσού 246,84 ευρώ μηνιαίως (1.096, 84 -850,00) και συνολικά 493,68 ευρώ (246,84 Χ 2 μήνες). Συνολικά, λοιπόν, ηεναγομένη οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα, για διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών, το ποσό των 3.423,91 ευρώ. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η εναγομένη δεν κατέβαλε στην ενάγουσα, για τους μήνες Ιανουάριο και Φεβρουάριο του 2011, αμοιβή για την απασχόλησή της κατά την ημέρα του Σαββάτου και της Κυριακής. Ειδικότερα:
1) Για το μήνα Ιανουάριο, η ενάγουσα εργάστηκε:
α) 3 Σάββατα (15/1, 22/1, 29/1), επί 8 ώρες κάθε Σάββατο και δικαιούται το καταβαλλόμενο ημερομίσθιο προσαυξημένο κατά 30%, ήτοι 44,20 ευρώ (850,00 : 25 = 34,00 ευρώ Χ 30%) Χ 3 = 132,60 ευρώ και
β) 5 Κυριακές και αργίες (1/1, 2/1, 16/1, 23/1, 30/1), επί 8 ώρες κάθε ημέρα και δικαιούται το καταβαλλόμενο ημερομίσθιο, καθώς και τη νόμιμη προσαύξηση, ανερχόμενη σε 75% του νομίμου ωρομισθίου της, δεδομένου ότι αποδείχθηκε πως η εναγομένη δεν της χορηγούσε αναπληρωματική εβδομαδιαία ανάπαυση (βλ. κατάθεση της μάρτυρος αποδείξεως).
Επομένως, δικαιούται το ποσό των 426,40 ευρώ [34,00 ευρώ καταβαλλόμενο ημερομίσθιο (850,00 : 25) + 51,28 ευρώ προσαύξηση (1.426,37 Χ 0,006 = 8,55 ευρώ νόμιμο ωρομίσθιο Χ 75% = 6,41 ευρώ Χ 8 ώρες) = 85,28 ευρώ Χ 5 ημέρες],
2) Για το μήνα Φεβρουάριο, η ενάγουσα εργάστηκε: α) 1 Σάββατο (5/2), για 8 ώρες και δικαιούται το καταβαλλόμενο ημερομίσθιο προσαυξημένο κατά 30%, ήτοι 44,20_ευρώ (850,00 : 25 = 34,00 ευρώ Χ 30%) και β) 1 Κυριακή (6/2) για 8 ώρες και δικαιούται το καταβαλλόμεν ημερομίσθιο, καθώς και τη νόμιμη προσαύξηση, ανερχόμενο σε 75% του νομίμου ωρομισθίου της, δεδομένου ότι αποδείχθηκε πως η εναγομένη δεν της χορηγούσε αναπληρωματική εβδομαδιαία ανάπαυση (βλ. κατάθεση της μάρτυρος αποδείξεως).
Επομένως, δικαιούται το ποσό των 85,28 ευρώ [34,00 ευρώ καταβαλλόμενο ημερομίσθιο (850,00: 25) 51,28 ευρώ προσαύξηση (1.426,37 Χ 0,006 = 8,55 ευρώ νόμιμο ωρομίσθιο Χ 75% = 6,41 ευρώ Χ 8 ώρες) = 85,28 ευρώ] Συνολικά, λοιπόν, η εναγομένη οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα, για την εργασία της κατά τα Σάββατα και τις Κυριακές, το ποσό των 688,48 ευρώ.
Με βάση τα παραπάνω, πρέπει η κρινόμενη αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή, ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 8.132,79 ευρώ για αποζημίωση απόλυσης και των 3.423,91 ευρώ για διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών και να αναγνωριστεί ότι οφείλει να της καταβάλει το ποσό των 688,48 ευρώ για την εργασία της κατά τα Σάββατα και τις Κυριακές και αργίες και των 2.000 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, με το νόμιμο τόκο, ως εξής:
α) για τις διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών και αμοιβή για την εργασία κατά την ημέρα του Σαββάτου και της Κυριακής, από την πρώτη ημέρα του επόμενου μήνα από αυτόν στον οποίο αφορούν,
β) για τις διαφορές του δώρου Χριστουγέννων και του επιδόματος αδείας από την 31η Δεκεμβρίου του έτους στο οποίο αφορούν,
γ) για τις διαφορές του δώρου Πάσχα από την 30η Απριλίου του έτους στο οποίο αφορά,
δ) για την αποζημίωση απόλυσης από την επομένη της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας και
ε) για την χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από την επομένη της επίδοσης της αγωγής.
Η απόφαση πρέπει να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, κατά την καταψηφιστική της διάταξη, καθόσον πιθανολογείται ότι η καθυστέρηση στην εκτέλεση θα προκαλέσει σημαντική ζημία στην ενάγουσα, πρόκειται δε για απαιτήσεις από την παροχή εξαρτημένης εργασίας (άρθρα 907, 908 περ. ε’ του ΚΠολΔ).
Τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας πρέπει, κατόπιν σχετικού αιτήματος, να επιβληθούν σε βάρος της εναγομένης, ανάλογα με το ποσοστό της ήττας της (άρθρο 176 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την καθ’ ης η κλήση-εναγομένη να καταβάλει στην καλούσα-ενάγουσα το συνολικό ποσό των έντεκα χιλιάδων πεντακοσίων πενήντα έξι ευρώ και εβδομήντα λεπτών (11.556,70 ευρώ), με το νόμιμο τόκο, όπως αναλυτικά εκτίθεται στο σκεπτικό της παρούσας.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση προσωρινά εκτελεστή ως προς την αμέσως ανωτέρω καταψηφιστική της διάταξη.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η καθ’ ης η κλήση-εναγομένη οφείλει να καταβάλει στην καλούσα-ενάγουσα το συνολικό ποσό των δύο χιλιάδων εξακοσίων ογδόντα οκτώ ευρώ και σαράντα οκτώ λεπτών (2.688,48 ευρώ), με το νόμιμο τόκο, όπως αναλυτικά εκτίθεται στο σκεπτικό της παρούσας.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την καθ’ ης η κλήση-εναγομένη στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων της καλούσας-ενάγουσας, ποσού εξακοσίων πενήντα (650,00) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια