Τίτλος Μεταφοράς Συντελεστή Δόμησης- Δεν συνιστά αποζημίωση λόγω απαλλοτρίωσης.-

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ’ Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασιλική Θάνου Χριστοφίλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημητρούλα Υφαντή, Γεώργιο Σακκά, Παναγιώτη Χατζηπαναγιώτη και Χαράλαμπο Καλαματιανό, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 7 Νοεμβρίου 2014, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:

Α. Του αναιρεσείοντος: ΟΤΑ με την επωνυμία «….», που εδρεύει στο Πανόραμα Θεσσαλονίκης και εκπροσωπείται νόμιμα, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του … με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Του αναιρεσιβλήτου: …, κατοίκου Πανοράματος Θεσσαλονίκης, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Τσαγκαλίδη με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Β. Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα και εν προκειμένω από τον Γενικό Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης Μακεδονίας – Θράκης, που κατοικοεδρεύει στη Θεσσαλονίκη, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον …., …., με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, που δεν κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: …., κατοίκου Πανοράματος Θεσσαλονίκης, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Τσαγκαλίδη με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από … αίτηση καθορισμού οριστικής τιμής μονάδας αποζημίωσης του ήδη υπό στοιχ. Α – υπό στοιχ. Β αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Εφετείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκε η …/2014 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, την αναίρεση της οποίας ζητεί ο υπό στοιχ. Α αναιρεσείων με την από 14-4-2014 αίτησή του και το υπό στοιχ. Β αναιρεσείον με την από 7-4-2014 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Δημητρούλα Υφαντή διάβασε την από …. έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη των συνεκδικαζομένων από … και … αιτήσεων του Ελληνικού Δημοσίου και του Δήμου Πυλαίας αντίστοιχα, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. …/2014 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Πρέπει να διαταχθεί η ένωση και συνεκδίκαση της από … αίτησης του Ελληνικού Δημοσίου και της από … αίτησης του Δήμου … και οι δύο κατά του …. με τις οποίες επιδιώκεται η αναίρεση της υπ’ αριθ. …/2014 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης το οποίο δεχόμενο την αίτηση του αναιρεσίβλητου καθόρισε οριστική τιμή μονάδος απαλλοτριώσεως για τμήμα, του ρυμοτομηθέντος ακινήτου του αναιρεσιβλήτου, αφού απέρριψε τις ενστάσεις των αναιρεσειόντων και τότε καθών για παραγραφή της ένδικης αξίωσης του αναιρεσίβλητου και για συντέλεση της ένδικης απαλλοτρίωσης με την έκδοση υπέρ του αναιρεσίβλητου τίτλου μεταφοράς συντελεστού δόμησης, ο οποίος από την προσβαλλόμενη κρίθηκε άκυρος και ανύπαρκτος.

1.- Κατά την διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνον αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ.ΑΠ 7/2006, 4/2005).

Με το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (παραβίαση κανόνα του ουσιαστικού δικαίου) ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κ.λπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ΄ ουσίαν (Ολ.ΑΠ 27 και 28/1998).

Εξάλλου κατά το άρθρο 3 ενότητα Α παρ. 2 του νόμου 2300/1995 βαρυνόμενα ακίνητα για τα οποία μπορεί να χορηγηθεί τίτλος μεταφοράς δόμησης (Μ.Σ.Δ.) είναι και τα ακίνητα που χαρακτηρίζονται από εγκεκριμένα σχέδια ως κοινόχρηστοι χώροι (χώροι πρασίνου, οδοί, πλατείες, παιδικές χαρές, παιδότοποι, ελεύθεροι χώροι αθλητισμού, ελεύθεροι χώροι για κοινωφελείς σκοπούς).

Στα ακίνητα αυτά τίτλος Μ.Σ.Δ. χορηγείται μόνο για το ρυμοτομούμενο τμήμα για το οποίο δεν είναι, κατά τις κείμενες διατάξεις υπόχρεος προς καταβολή αποζημιώσεως ο ίδιος ο κύριος των ακινήτων και εφόσον ο τελευταίος αποδέχεται αυτό το είδος της αποζημίωσης. Με το άρθρο 16 του ν. 3044/2002 καταργήθηκαν τα άρθρα 1 – 21, επομένως και το ανωτέρω άρθρο 3 του προηγούμενου ν. 2300/1995, ενώ κατά τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2, σε συνδυασμό με εκείνην του άρθρου 3 παρ. 1, του ιδίου ν. 3044/2002, θεωρούνται ισχυροί τίτλοι Μ.Σ.Δ., που έχουν εκδοθεί σύμφωνα με τις προϊσχύουσες διατάξεις μεταξύ άλλων και για τα ρυμοτομούμενα ακίνητα.

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 24 παρ. 6 του Συντάγματος «Τα μνημεία, οι παραδοσιακές περιοχές και τα παραδοσιακά στοιχεία προστατεύονται από το κράτος. Νόμος θα ορίσει τα αναγκαία για την πραγματοποίηση της προστασίας αυτής περιοριστικά μέτρα της ιδιοκτησίας, καθώς και τον τρόπο και το είδος της αποζημίωσης των ιδιοκτητών».

Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των λοιπών παραγράφων (1 – 5) του ιδίου άρθρου αλλά και εκείνη του άρθρου 17 παρ. 2 του Συντάγματος, όπως ίσχυε πριν από την Αναθεώρησή του με το ψήφισμα 6-4-2001 της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων και με την οποία προβλέπεται μόνο χρηματική αποζημίωση για την απαλλοτριούμενη, ιδιοκτησία, προκύπτει ότι υπό τις διατάξεις αυτές η μεταφορά συντελεστή δόμησης (Μ.Σ.Δ.) μόνο ως μέθοδος αποζημίωσης στις περιπτώσεις που προβλέπονται από την ρηθείσα διάταξη του άρθρου 24 παρ. 6 του Συντάγματος περιορισμοί στην ιδιοκτησία για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς) μπορεί να εισαχθεί από τον νομοθέτη.

Σε άλλες περιπτώσεις, που δεν εμπίπτουν στην ανωτέρω πρόβλεψη και για τις οποίες δεν υπάρχει άλλη τέτοια πρόβλεψη, δεν μπορεί να εισαχθεί ο θεσμός της μεταφοράς του συντελεστή δόμησης, τέτοια δε περίπτωση είναι και εκείνη των ρυμοτομούμενων ακινήτων, λόγος για τον οποίο και δεν επιτρέπεται στον νομοθέτη να θεσπίσει σύστημα μεταφοράς συντελεστή δόμησης, στην τελευταία αυτή περίπτωση.

Έτσι η προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 3 ενότητα Α παρ. 2 του ν. 2300/1995, που διέπει την ένδικη ρυμοτομική απαλλοτρίωση και η οποία ορίζει ότι βαρυνόμενα ακίνητα για τα οποία μπορεί να χορηγηθεί τίτλος Μ.Σ.Δ. είναι υπό τις οριζόμενες ως άνω προϋποθέσεις (και) ακίνητα που χαρακτηρίζονται από εγκεκριμένα σχέδια ως κοινόχρηστοι χώροι, είναι αντισυνταγματική και ανίσχυρη ως αντίθετη προς την ειρημένη διάταξη του άρθρου 24 του Συντάγματος.

Παρέπεται ότι αντισυνταγματική για τον ίδιο ως άνω λόγο (ίδιες αντισυνταγματικές πλημμέλειες), είναι και η προαναφερθείσα μεταβατική διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του μεταγενέστερου ν. 3044/2002, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1δ του ιδίου ν. 3044/2002, κατά το μέρος που θεωρούν έγκυρους τους τίτλους Μ.Σ.Δ., οι οποίοι είχαν εκδοθεί μέχρι την έναρξη ισχύος του ιδίου αυτού νόμου και αφορούν ακίνητα που είχαν απαλλοτριωθεί λόγω ρυμοτομίας για τη δημιουργία κοινόχρηστων χώρων, αφού οι τίτλοι αυτοί εκδόθηκαν βάσει των προαναφερομένων ανίσχυρων, ως αντισυνταγματικών, διατάξεων του ν. 2300/1995 και ήταν επομένως άκυροι (παράνομοι).

Τέλος, ορίζεται ήδη με το άρθρο 17 παρ. 2 εδ. ε’ (τελευταίο) του Συντάγματος, που προστέθηκε, μαζί με τα προηγούμενα γ’ και δ’ εδάφια, με το ψήφισμα της 6-4-2001 της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, ότι η αποζημίωση (που οφείλεται για την αναγκαστική απαλλοτρίωση ακινήτων), εφόσον συναινεί ο δικαιούχος, μπορεί να καταβάλλεται σε είδος, ιδίως με τη μορφή της παραχώρησης άλλου ακινήτου ή της παραχώρησης δικαιωμάτων επί άλλου ακινήτου.

Υπό την ισχύ της διάταξης αυτής και από της ισχύος της είναι πλέον, κατ’ αρχήν, επιτρεπτός ο κατά τα ανωτέρω (με παραχώρηση άλλου ακινήτου κ.λπ.) τρόπος αποζημιώσεως για την αναγκαστική απαλλοτρίωση ακινήτου, που δεν προβλεπόταν από το προηγούμενο συνταγματικό καθεστώς (άρθρ. 17 του Συντ., προ του ψηφίσματος της 6-4-2001), με αποτέλεσμα ο θεσμός της μεταφοράς του συντελεστή δόμησης στην περίπτωση των ρυμοτομούμενων ακινήτων και υπό την προϋπόθεση ότι οι ιδιοκτήτες τους αποδέχονται τον τρόπο αυτόν της αποζημίωσης, προβλεπόμενος ήδη από το άρθρο 3 παρ. 1 του νεοτέρου ως άνω ν. 3044/2002, να μην έρχεται, κατ’ αρχήν, (με την επιφύλαξη δηλαδή των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 24 του Συντάγματος για την προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος και τη χωροταξική αναδιάρθρωση της χώρας) σε αντίθεση με τις επιταγές του άρθρου αυτού του Συντάγματος, μεταξύ των οποίων και η ρηθείσα της παρ. 6, η ρύθμιση όμως αυτή δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω και δεν καταλαμβάνει την ένδικη περίπτωση, ως εκ του, ως κατωτέρω, χρόνου της προκείμενης ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης, ούτε ως εμπίπτουσα στη μεταβατική ως άνω διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του ν. 3044/2002 (Ολ.ΑΠ 5/2012, Ολ. Σ. τ. Ε. 6070/1996, 1411 /1998, 2123/2006, 2366/2007, 2367/2007).

Εξ άλλου, κατά το άρθρο 17 του Συντάγματος, η ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία του κράτους, κανένας δεν στερείται την ιδιοκτησία του παρά μόνο για δημόσια ωφέλεια και πάντοτε αφού προηγηθεί πλήρης αποζημίωση. Πριν καταβληθεί δε η ορισθείσα οριστική ή προσωρινή αποζημίωση διατηρούνται ακέραια όλα τα δικαιώματα του ιδιοκτήτη και δεν επιτρέπεται η κατάληψη. Με τη διάταξη του άρθρου 10 του Ν. 2882/2001 (όπως αυτή αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 4 του άρθρου 126 του Ν. 4070/ 2012, ΦΕΚ Α’ 82/10.04.2012 και σύμφωνα με την παράγραφο 7 του άρθρου 146 του αυτού νόμου ισχύει και στις συντελεσμένες κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος απαλλοτριώσεις) οι διατάξεις του οποίου εφαρμόζονται και επί απαλλοτρίωσης λόγω ρυμοτομίας, σύμφωνα με το άρθρο 29 παρ. 2 και 5 αυτού: «1. Η αξίωση για την είσπραξη της αποζημίωσης που προσδιορίσθηκε προσωρινά ή οριστικά παραγράφεται μετά την παρέλευση οκταετίας από την αποδεδειγμένη κατάληψη του απαλλοτριωθέντος ακινήτου και σε κάθε περίπτωση μετά την παρέλευση δεκαετίας από τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 7.

Εάν η οριστική αποζημίωση καθορισθεί μετά τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης και την κατάληψη του ακινήτου, η αξίωση για την είσπραξη της τυχόν διαφοράς μεταξύ οριστικής και προσωρινής αποζημίωσης παραγράφεται μετά την παρέλευση πενταετίας από τη δημοσίευση της απόφασης που καθορίζει την οριστική τιμή. 2. Η παραγραφή διακόπτεται και με την ενέργεια πράξεων του δικαιούχου της αποζημίωσης που αποβλέπουν: α) στη δικαστική ή διοικητική αναγνώριση, β) στην είσπραξη μέρους ή του συνόλου της αποζημίωσης και γ) στον οριστικό προσδιορισμό της αποζημίωσης. 3. Το δικαίωμα για δικαστικό προσδιορισμό της αποζημίωσης δεν υπόκειται στην παραγραφή του παρόντος άρθρου».

Από την ανωτέρω διάταξη συνάγεται, ότι σε αναγκαστική απαλλοτρίωση ακινήτου το δικαίωμα (αξίωση) του ενδιαφερόμενου για απόληψη της δικαστικώς προσδιορισθείσας προσωρινής ή οριστικής αποζημίωσης υπόκειται πλέον σε οκταετή παραγραφή, αρχομένη) από την αποδεδειγμένη κατάληψη του ακινήτου, και πάντως σε δεκαετή παραγραφή με αφετηρία τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης. Η εν λόγω παραγραφή τυγχάνει εφαρμοστέα, κατά ρητή νομοθετική επιταγή: και στις συντελεσμένες κατά την 10.04.2012 (ημερομηνία έναρξης ισχύος του Ν. 4070/2012), με στόχο να εξυπηρετηθεί το δημόσιο συμφέρον με την εκκαθάριση των οικονομικών εκκρεμοτήτων εντός εύλογου χρόνου, κατά την οποία ο δικαιούχος της αποζημίωσης είχε την δυνατότητα να ενεργήσει εγκαίρως για την είσπραξή της.

Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 1 εδ. α του Ν. 2882/2001, η οποία ταυτίζεται με τη διάταξη του άρθρου 7 του προϊσχύσαντος Ν.Δ. 797/1971, η αναγκαστική απαλλοτρίωση συντελείται με την καταβολή στον δικαστικώς αναγνωρισθέντα ή στον αληθινό δικαιούχο της αποζημίωσης που προσδιορίσθηκε προσωρινά ή οριστικά κατά τον παρόντα νόμο ή με την δημοσίευση στην εφημερίδα της Κυβερνήσεως, γνωστοποίησης, ότι η αποζημίωση κατατέθηκε στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, κατά το επόμενο άρθρο 8. Δεν προβλέπεται δε ούτε στο Ν.Δ. 797/1971 ούτε στον ισχύοντα Κ.Α.Α.Α (Ν. 2882/2001) όπως ισχύει ειδικότερος τρόπος συντέλεσης της απαλλοτρίωσης σε περίπτωση που αυτή έχει ορισθεί σε είδος, μετά δε τη συντέλεση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, ο χρόνος παραγραφής της αξίωσης για την είσπραξη της αποζημίωσης, που προσδιορίστηκε προσωρινά ή οριστικά, είναι δέκα έτη από την κατάληψη του ακινήτου που απαλλοτριώθηκε, ενώ το δικαίωμα για δικαστικό προσδιορισμό της αποζημίωσης δεν υπόκειται στη δεκαετή αυτή παραγραφή.

Το δικαίωμα συνεπώς, του δικαιούχου, σε περίπτωση αναγκαστικής απαλλοτρίωσης ακινήτου, να ζητήσει το δικαστικό προσδιορισμό της αποζημίωσης υπόκειται στη γενική εικοσαετή παραγραφή του άρθρου 249 Α.Κ., η οποία επί απαλλοτρίωσης λόγω ρυμοτομίας αρχίζει από τότε που κατέστη αμετάκλητη η απόφαση του νομάρχη (και πριν του Υπουργού) που κύρωσε την πράξη τακτοποίησης και αναλογισμού του πολεοδομικού γραφείου, η παραγραφή δε αυτή όταν υπόχρεος είναι το Δημόσιο ή Ν. Π.Δ.Δ. μεταξύ των οποίων και Ο.Τ.Α. λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως, κατά τις διατάξεις των άρθρων 94 εδ. γ του ν. 2362/1955 και 52 εδ. γ’ του ν.δ. 496/74 αντίστοιχα. Εξ άλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 9 του ίδιου νόμου 2882/2001, όποιος δεν κλητεύθηκε ούτε έλαβε μέρος στην δίκη για τον καθορισμό της αποζημίωσης, δικαιούται να ασκήσει, με αiτησή του, την αξίωση για καθορισμό μεγαλύτερης οριστικής αποζημίωσης κατά το άρθρο 21 του παρόντος Νόμου, μέσα σε πέντε έτη από την συντέλεση της απαλλοτρίωσης, και σε περίπτωση που αποδεδειγμένα έλαβε γνώση, μέσα σε έξι μήνες από τότε που αυτός έλαβε γνώση.

Η γνώση αυτή αναφέρεται στον καθορισμό της αποζημίωσης και όχι στην ως άνω συντέλεση της απαλλοτρίωσης. Το ως άνω δε ζήτημα της παραγραφής του δικαιώματος του καθορισμού της αποζημίωσης, είναι διάφορο του παραπάνω ζητήματος της προθεσμίας (5ετίας από τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης ή 6 μήνες από τη γνώση του καθορισμού προσωρινής αποζημίωσης), που ορίζεται από τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 4 εδ. β του ν. 2882/2001 και αφορά το δικαίωμα του δικαιούχοι, ο οποίος δεν κλητεύθηκε, ούτε έλαβε μέρος στη δίκη για τον καθορισμό αποζημίωσης, να ζητήσει μεγαλύτερη οριστική αποζημίωση, και εφόσον βεβαίως έχει ήδη καθοριστεί με δικαστική απόφαση η προσωρινή αποζημίωση. (ΑΠ 1218/2011, 1367/201 Ο, 602/2004).

Στην προκειμένη περίπτωση με την προσβαλλόμενη απόφαση έγιναν δεκτά τα ακόλουθα σε σχέση με τη νομική βασιμότητα της ένδικης αίτησης του αναιρεσίβλητοι επί της οποίας έκρινε η προσβαλλόμενη όπως και σε σχέση με τη νομική βασιμότητα των ενστάσεων παραγραφής των αναιρεσειόντων δεκαετούς διάρκειας: «Προς εφαρμογή του ρυμοτομικού σχεδίου του οικισμού εφέδρων ν. 751/1951 του άλλοτε Δήμου Πανοράματος και ήδη Δήμου Πυλαίας – Χορτιάτη Θεσσαλονίκης, που εγκρίθηκε με το από 26-7-1959 διάταγμα (ΦΕΚ Τ. Α’ 154/6-8-1959) εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. …/18-12-1992 πράξη Τακτοποίησης και Αναλογισμού Αποζημίωσης της Δ/νης Πολεοδομίας της Νομαρχίας Θεσσαλονίκης, που κυρώθηκε νόμιμα με την υπ’ αριθμ. ΔΠ/ΤΑ/ …/…/10-5-1993, απόφαση του Νομάρχη Θεσσαλονίκης που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Καλαμαριάς, όπως προαναφέρθηκε.

Με την εν λόγω πράξη εφαρμογής απαλλοτριώθηκαν αναγκαστικά λόγω ρυμοτόμησης για τη δημιουργία κοινόχρηστων χώρων και χώρων κοινωφελούς χρήσεως (οδοί, πεζόδρομοι, χώροι στάθμευσης κ.λπ.) μεταξύ άλλων και τμήματα της υπ’ αριθμ. 491 ιδιοκτησίας με στοιχεία Α) 1) … εμβαδού 251,40 τ.μ. 2) … εμβαδού 53 τ.μ. 3) … εμβαδού 32,60 τ.μ. 4) … εμβαδού 24,90 τ.μ. με υπόχρεο προς αποζημίωση την Δ/νση Κοινωνικής Πρόνοιας που ήταν Υπηρεσία του 2ου των καθών Ελληνικού Δημοσίου για 251,40 τ.μ., 53 τ.μ., 16,30 τ.μ. και 8,30 τ.μ. αντιστοίχως, σύμφωνα με τις διατάξεις του α.ν. 625/1968 ήτοι για 329 τ.μ. συνολικά Β) 1) 34-38- 32-31-17-1•6-35-34 εμβαδού 271,80 τ.μ. 2) … εμβαδού 84,60 τ.μ. 3) … εμβαδού 32,60 τ.μ. 4) … εμβαδού 24,90 τ.μ. με υπόχρεη προς αποζημίωση την άλλοτε κοινότητα Πανοράματος Θεσσαλονίκης και ήδη τον 1″ των καθών Δήμο Πυλαίας – Χορτιάτη για 271,80 τ.μ., 84,60 τ.μ., 16,30 τ.μ. και 16,60 τ.μ. αντιστοίχως ήτοι για 389,30 τ.μ. συνολικά.

Η παραπάνω υπ’ αριθμ. 491 ιδιοκτησία κατά το συνοδεύον την πράξη εφαρμογής κτηματολογικό διάγραμμα φέρεται ότι ανήκει στον …. Ο φερόμενος ως άνω ιδιοκτήτης, με το υπ’ αριθμ. …/ 11-9-1985 προσύμφωνο συμβόλαιο του τέως συμβολαιογράφου μεταβιβάσει το ως άνω οικόπεδο εμβαδού, κατά τον υπ’ αρ. …/28-5-1949 οριστικό τίτλο κυριότητος του Διοικητή της Αγροτικής Τράπεζας που εκδόθηκε στο όνομα του εν λόγω φερομένου ιδιοκτήτη και μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Θεσσαλονίκης (τομ…. α.α. …) 2.063 τ.μ. και κατά τα διαγράμματα της ένδικης ρυμοτομίας 2.173 τ.μ ., λόγω πωλήσεως στον αιτούντα αντί τιμήματος 2.000.000 δρχ. Με το προσύμφωνο αυτό ο προαναφερθείς κύριος του άνω ακινήτου εκχώρησε και μεταβίβασε στον αιτούντα όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη ρυμοτόμηση αυτού για την εφαρμογή του παραπάνω σχεδίου πόλεως στην περιοχή όπου αυτό βρίσκεται.

Ακολούθως με το υπ’ αριθμ. …./7-7-1993 πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης …. ο ως άνω κύριος του παραπάνω …. ακινήτου παρέσχε στον αιτούντα την πληρεξουσιότητα, μεταξύ άλλων να συναινέσει για λογαριασμό του, για τη μεταφορά συντελεστή δόμησης των άνω 718,30 τ.μ. (συνολικά) του εν λόγω ακινήτου του (491) που απαλλοτριώθηκαν λόγω ρυμοτομίας με την προαναφερθείσα πράξη τακτοποιήσεως και αναλογισμού αποζημιώσεως και να παραιτηθεί από κάθε δικαίωμα ή απαίτηση για αποζημίωση του απαλλοτριωθέντος αυτού συνολικού τμήματος της ιδιοκτησίας του, υπέρ της δικαιοπαρόχου του 1ου των καθών, κοινότητος Πανοράματος, ως και να εκχωρήσει στην τελευταία όλα τα σχετικά με την εν λόγω απαλλοτρίωση δικαιώματα αποζημίωσης.

Στη συνέχεια ο αιτών με βάση το πληρεξούσιο αυτό, με την υπ αρθμ. …./9-9-1993 πράξη της παραπάνω συμβολαιογράφου συναίνεσε για λογαριασμό του παραπάνω κυρίου, στη μεταφορά του συντελεστή δόμησης που αναλογεί στο ως άνω απαλλοτριωθέν τμήμα του ακινήτου του ενώ ακόμη, δήλωσε υπό την αυτή ιδιότητά του, ότι εκχωρεί στην παραπάνω κοινότητα όλα τα δικαιώματα αποζημιώσεως κατά των παρόδιων που απορρέουν από την ως άνω πράξη και παραιτείται από κάθε δικαίωμα ή απαίτηση κατά της εν λόγω κοινότητας από την απαλλοτρίωση αυτή. Με βάση τη συναίνεση αυτή το 2° των καθών Ελληνικό Δημόσιο, με την υπ’ αριθμ…./21-11-1996 απόφαση του Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ που δημοσιεύθηκε νόμιμα στο τεύχος Δ αρ. φύλλου 1417 της 11-12-1996 Ε. Τ.Κ., εξέδωσε, σύμφωνα με τις προρρηθείσες διατάξεις του ισχύοντος τότε ν. …./1995, τον υπ’ αρ. …./22-1-1997 τίτλο μεταφοράς ολοκλήρου του συντελεστή δόμησης των ρυμοτομούμενων ως άνω τμημάτων του παραπάνω ακινήτου συνολικού εμβαδού (329 + 389,30 τ.μ. =) 718,30 τ.μ. τον οποίο και έλαβε ο κύριος αυτού …. ως αποζημίωση για τα ρυμοτομηθέντα αυτά τμήματα του ακινήτου του.

Όμως οι σχετικές αυτές πράξεις και δικαιοπραξίες είναι άκυρες και επομένως ανίσχυρες κατ’ άρθρ. 180 Α.Κ., ως γενόμενες i<ατ’ εφαρμογή των ανωτέρω αντισυνταγματικών και ανεφάρμοστων διατάξεων του ν. 2300/1995 όπως κρίθηκε και με την υπ αριθ. …./1996 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου Επικρατείας, η οποία εκδόθηκε πριν την έκδοση του εν λόγω υπ αριθ. …/22-1-1997 τίτλου Μ.Σ.Δ. Με την …/…/…./4-2-1997 δε εγκύκλιο της Δνσης Νομ. Έργ. του ΥΠΕΧΩΔΕ, για το λόγο αυτό ανεστάλη η εφαρμογή των διατάξεων για Μ.Σ.Δ. και η εκτέλεση των εκδοθέντων, όπως ο παραπάνω, τίτλων Μ.Σ.Δ. Συνεπώς ο Θεόδωρος Μητρούσης εξακολουθούσε να είναι κύριος των ως άνω απαλλοτριωθέντων τμημάτων του ακινήτου του, αφού γι’ αυτά με τον προαναφερθέντα τρόπο δεν του καταβλήθηκε η οφειλομένη αποζημίωση, και δεν επετρέπετο η κατάληψή των, η οποία σημειωτέον μέχρι σήμερα δεν έχει επέλθει, αφού το ρυμοτομούμενο ως άνω ακίνητο παραμένει στην αρχική του κατάσταση ενώ αυτός δικαιούτο να ζητήσει τον καθορισμό της προσωρινής ή οριστικής τιμής άποζημίωσης αυτών και να λάβει αυτήν σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στη σχετική μείζονα σκέψη της απόφασης αυτής.

Τέτοια αίτηση όμως, (καθορισμού τιμής μονάδος αποζημίωσης), στο αρμόδιο δικαστήριο, ουδέποτε υπέβαλε ο τελευταίος, όπως δεν υπέβαλαν και οι καθών η αίτηση υπόχρεοι προς καταβολή αυτής. Ακολούθως στις 31-8-2012 και 3-9-2012 ο αιτών, ως εκδοχέας των τελευταίων αξιώσεων από την προαναφερθείσα πράξη τακτοποίησης, ανήγγειλε την ως άνω εκχώρηση στους καθών η αίτηση, με την επίδοση σε αυτούς των από 30-8-2012 σχετικών αναγγελιών, όπως τούτο αποδεικνύεται από τις υπ’ αρ. …./31-8-2012 και …./3-9- 2012 εκθέσεις επιδόσεως των δικαστικών επιμελητών στα Πρωτοδικεία Αθηνών και Θεσσαλονίκης …. αντιστοίχως, μετά των συνημμένων σ’ αυτές εν λόγω αναγγελιών, που επικαλείται και προσκομίζει ο αιτών. Τις αναγγελίες δε αυτές επαναλαμβάνει και με το δικόγραφο της υπό κρίση ως άνω αίτησής του που παραδεκτά ασκεί απευθείας ενώπιον του δικαστηρίου τούτου κατ’ άρθρο 21 ΚΑΑΑ, εφόσον δεν εκκρεμεί αίτηση οποιουδήποτε ενδιαφερομένου για προσωρινό προσδιορισμό της αποζημίωσης αυτής και δεν έχει εκδοθεί απόφαση που να την προσδιορίζει προσωρινά.

Κατ’ ακολουθία των αποδειχθέντων αυτών πραγματικών περιστατικών το δικαστήριο κρίνει ότι:

α) ο αιτών μετά τις ως άνω αναγγελίες κατέστη αποκλειστικός δικαιούχος της εκχωρηθείσης απαίτησης αποζημίωσης από την άνω πράξη τακτοποίησης και αναλογισμού αποζημίωσης, δικαιούμενος πλέον να επιδιώξει δικαστικά τον καθορισμό της αποζημίωσης των άνω απαλλοτριωθέντων τμημάτων του ένδικου οικοπέδου και ακολούθως την είσπραξη αυτής από τους οφειλέτες καθών η αίτηση Δήμο και Ελληνικό Δημόσιο κατά τις παραπάνω διακρίσεις οι οποίοι είναι υπόχρεοι για την καταβολή του μέρους της αποζημίωσης, που βαρύνει καθένα εξ αυτών, μόνο σ’ αυτόν ως εκδοχέα της απαίτησης και αποκλειστικό πλέον δικαιούχο, καθόσον μετά την τελείωση της εκχώρησης με τις αναγγελίες δεν υφίσταται πλέον απαίτηση του εκχωρητή – κυρίου σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στην υπό στοιχείο 11 εδάφιο τελευταίο μείζονα σκέψη της απόφασης αυτής,

β) Με την έκδοση του προαναφερομένου ακύρου και ανίσχυρου (180 Α.Κ.) τίτλου Μ.Σ.Δ. ο οποίος δεν εκτελέσθηκε, για το λόγο αυτό, ούτε μεταβιβάσθηκε, δεν συντελέσθηκε η ένδικη απαλλοτρίωση σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στις υπό στοιχεία I και 11νομικές σκέψεις της απόφασης αυτής και οι ενστάσεις _των καθών περί

1) ελλείψεως εννόμου συμφέροντος του αιτούντος προς άσκηση της κρινόμενης αίτησης,

2) καταβολής διπλής αποζημίωσης,

3) παραγραφής της αξίωσης του αιτούντος προς είσπραξη της αποζημίωσης κατ’ άρθρο 10 ν. 2882/2001, ενόψει του ότι κατά τους ισχυρισμούς των καθών με την έκδοση του άνω μη εισέτι ακυρωθέντος με πράξη της διοικήσεως, τίτλου Μ.Σ.Δ. έχει συντελεστεί η ένδικη απαλλοτρίωση, είναι απορριπτέες ως αβάσιμες, γ) Η ένσταση των καθών η αίτηση περί απαραδέκτου της αίτησης λόγω παρόδου των προθεσμιών του άρθρου 9 ν. 2882/2001 αλυσιτελώς προβάλλεται, καθόσον, όπως προαναφέρθηκε στην ένδικη περίπτωση, πρόκειται περί αιτήσεως για απευθείας καθορισμό από το Δικαστήριο τούτο, οριστικής τιμής μονάδας αποζημιώσεως των απαλλοτριωθέντων τμημάτων του οικοπέδου, για τα οποία δεν έχει εκδοθεί απόφαση με αίτηση οποιουδήποτε ενδιαφερόμενου, που να την προσδιορίζει προσωρινά, ούτε η απαλλοτρίωσή των έχει συντελεστεί με την έκδοση του άνω ανίσχυρου τίτλου Μ.Σ.Δ., με συνέπεια να μη τυγχάνουν εφαρμογής οι προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 9 ν. 2882/2001, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στην υπό στοιχείο 11 μείζονα σκέψη της απόφασης αυτής, δ) Η ένσταση των καθών, περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος του αιτούντος να αξιώσει τον εν λόγω καθορισμό της αποζημίωσης, με την επίκληση ότι για μεγάλο χρονικό διάστημα δεν επεδίωξε την ακύρωση το άνω τίτλου Μ.Σ.Δ. με ” πράξη της Διοικήσεως και έτσι δημιουργήθηκε σ’ αυτούς η πεποίθηση ότι δεν θα ασκήσει το ένδικο δικαίωμά του, απορρίπτεται ως μη νόμιμη, διότι τα περιστατικά αυτά, και αληθή υποτιθέμενα, δεν καθιστούν την άσκηση του ενδίκου δικαιώματος καταχρηστική».

Το Εφετείο με το να δεχθεί με τις ανωτέρω σκέψεις τους αντίστοιχους λόγους της αίτησης τόυ αναιρεσίβλητου για την νομιμοποίησή του στην υποβολή της αιτήσεως και την μη παραγραφή της ένδικης αξίωσής του ως υποκείμενης στην εικοσαετή παραγραφή του άρθρου 249 ΑΚ που δεν συμπληρώθηκε μέχρι την άσκηση της ένδικης αίτησης αλλά και την μη συντέλεση ποτέ της ένδικης απαλλοτρίωσης ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε τις εφαρμοσθείσες ως άνω ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 10 του ν. 2882/2001, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση με την παρ. 4 του άρθρου 126 του ν. 4070/2012, 9 και 21 του ν. 2882/2001, 249 ΑΚ καθόσον τα ανελέγκτως πιο πάνω δεκτά γενόμενα ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά πληρούν το πραγματικό των νομικών εννοιών της μη συντέλεσης της ένδικης απαλλοτρίωσης με την έκδοση της άκυρης και ανύπαρκτης Συνταγματικά ένδικης πράξης μεταφοράς συντελεστή δόμησης και της μη παραγραφής της ένδικης αξίωσης, αφού δεν συμπληρώθηκε ποτέ η εικοσαετής παραγραφή του άρθρου 249 ΑΚ και δικαιολογούν την παραδοχή της ένδικης αίτησης και την απόρριψη ως νόμω αβάσιμων των αντιθέτων ταυτόσημων ενστάσεων των αναιρεσειόντων.

Επομένως, τα όσα αντίθετα υποστηρίζει το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο με τους δύο πρώτους λόγους του από 7-4-2014 αναιρετηρίου και ο αναιρεσείων Δήμος Πυλαίας με τους δύο πρώτους λόγους του από 14-4-2014 αναιρετηρίου με τους οποίους αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθ. 1 του άρθρ. 559 του ΚΠολΔ κρίνονται αβάσιμα και απορριπτέα, όπως και οι αντίστοιχοι λόγοι αναίρεσης. Εξάλλου στην προκειμένη περίπτωση δεν τίθεται ζήτημα ύπαρξης του τίτλου μεταφοράς συντελεστή δόμησης, αφού Συνταγματικά ήταν ανύπαρκτος ούτε ο αναιρεσίβλητος δικαιούχος βαρυνόταν με οποιαδήποτε υποχρέωση αμφισβήτησης της εγκυρότητας του ίδιου τίτλου κατά τις διατάξεις του άρθρου 16 του ν. 2300/1995, αφού ο ίδιος νόμος όπως και όλο το νομοθετικό πλαίσιο μέχρι την ισχύ του νόμου 3044/2002 κρίθηκε κατά τα αναφερθέντα νομικά ανύπαρκτο και μη δεκτικό δημιουργίας οποιωνδήποτε εννόμων συνεπειών.

11. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠ ολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης.

Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παράγραφος 3 του Συντάγματος προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία) (Ολ.ΑΠ 1/1999). Ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559, αριθ. 19 λόγος αναίρεσης για έλλειψη νόμιμης βάσης με την έννοια της ανεπαρκούς αιτιολογίας αφορά ελλείψεις αναγόμενες αποκλειστικά στη διατύπωση του αιτιολογικού πορίσματος αναφορικά με τη συνδρομή ή μη γεγονότων, που στη συγκεκριμένη περίπτωση συγκροτούν το πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, έτσι ώστε, από την ανεπαρκή ή αντιφατική έκθεσή τους, να μην μπορεί να κριθεί αν η απόφαση στηρίζεται ή όχι νομικώς (Ολ.ΑΠ 13/1995).

Η ύπαρξη νόμιμης βάσης και η αντίστοιχη έλλειψή της πρέπει να προκύπτουν αμέσως από την προσβαλλόμενη απόφαση, ο δε Άρειος Πάγος διαπιστώνει την ύπαρξη ή την ανυπαρξία του προκειμένου λόγου αναίρεσης, ελέγχοντας μόνο την προσβαλλόμενη απόφαση και το αιτιολογικό της και όχι το περιεχόμενο άλλων εγγράφων ή αποφάσεων σε εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 561 παρ. 2 του ΚΠολΔ. Αντίθετα, δεν υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσης όταν πρόκειται για ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και μάλιστα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του εξαγόμενου από αυτές πορίσματος, γιατί στην κρίση του αυτή το δικαστήριο προβαίνει ανέλεγκτα, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, εκτός αν δεν είναι σαφές το πόρισμα και για το λόγο αυτό γίνεται αδύνατος ο αναιρετικός έλεγχος.

Περαιτέρω, το άρθρο 15 του ν. 2882/2001 «Κώδικας Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων (ΚΑΑΑ)» ορίζει στις παραγράφους 1, 2, 3 και 6 αυτού και ότι: «μετά την κήρυξη της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης επιτροπή προβαίνει στην εκτίμηση της αξίας του απαλλοτριωμένου οίκοθεν ή ύστερα από αίτηση κάθε ενδιαφερομένου. Καταρτίζει έκθεση στην οποία περιγράφει λεπτομερώς την κατάσταση του απαλλοτριωμένου και των συστατικών του, τις τυχόν ιδιαίτερες συνθήκες αυτού.

Εκτιμά αιτιολογημένα και αναλυτικά την αξία του. Η έκθεση υποβάλλεται στο αρμόδιο δικαστήριο ως στοιχείο της προδικασίας της δίκης για τον προσδιορισμό της αποζημίωσης και συνεκτιμάται ως συμβουλευτική γνωμοδότηση. Η εκτίμηση παραλείπεται για ακίνητα που εμπίπτουν στο κατά τις ισχύουσες διατάξεις σύστημα αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας τους».

Εξάλλου, κατά το άρθρο 13 του ίδιου ΚΑΑΑ, τελ. Εδάφιο: «ως κριτήριο για την εκτίμηση της αξίας του απαλλοτριωμένου ακινήτου λαμβάνονται υπόψη ιδίως η αξία που έχουν κατά τον κρίσιμο χρόνο παρακείμενα και ομοειδή ακίνητα, που προσδιορίζονται κυρίως από την αντικειμενική αξία, τα τιμήματα σε συμβόλαια μεταβίβασης κυριότητας ακινήτων τα οποία συντάχθηκαν κατά το χρόνο κήρυξης της απαλλοτρίωσης, καθώς και η πρόσοδος του απαλλοτριωμένου (άρθρο 9 § 1 ν. 3193/2003)».

Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται, ότι τα δικαστήρια κατά τον καθορισμό τιμής μονάδας αποζημίωσης ακινήτου, που εμπίπτει στο ισχύον σύστημα αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας τους, υποχρεούνται να λαμβάνουν υπόψη και την αντικειμενική αξία αυτού, καθώς και των ομόρων και ομοειδών προς αυτό ακινήτων, κατά τον κρίσιμο χρόνο, ως ασφαλές και αντικειμενικό μέτρο κρίσης για την εξεύρεση της πραγματικής αξίας του απαλλοτριωμένου ακινήτου, η οποία πάντως σε καμιά περίπτωση δεν δεσμεύει τη δικαστική κρίση για την πραγματική αξία του.

Κατά δε την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως (13 ΚΑΑΑ), τα διαγραφόμενα κριτήρια δεν είναι αποκλειστικά και υποχρεωτικά για το δικαστήριο για τη διάγνωση της πραγματικής αξίας του απαλλοτριουμένου κατά τον κρίσιμο χρόνο, έτσι ώστε να θεωρείται ότι παραβιάζεται στην περίπτωση που το δικαστήριο δεν τα λάβει υπόψη του ή θα λάβει υπόψη του άλλα τέτοια. Το δικαστήριο μπορεί να στηρίζει την κρίση του για την πραγματική αξία του απαλλοτριουμένου ακινήτου, ενόψει της χρησιμοποιήσεως στην ανωτέρω διάταξη της λέξεως «ιδίως» σε κάθε πρόσφορο συγκριτικό στοιχείο, αφού το αξιολογήσει προσηκόντως.

Η δε σχετική για το πρόσφορο ή όχι του συγκριτικού στοιχείου κρίση του ανάγεται στην εκτίμηση πραγμάτων και ως εκ τούτου δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 561 § 1 ΚΠολΔ (ΑΠ 877/2007 και 754/2005). Εν συνεχεία, κατά την έννοια των ίδιων πιο πάνω διατάξεων, η έκθεση της εκτιμητικής επιτροπής, εφ’ όσον συνετάγη, συνεκτιμάται μαζί με τα υπόλοιπα στοιχεία που προαναφέρθηκαν ακόμα και αν είναι κατώτερη της αντικειμενικής αξίας, η οποία κατά τα προαναφερθέντα δεν δεσμεύει υποχρεωτικά τη δικαστική κρίση ως προς την πραγματική κρίση αξία του απαλλοτριωθέντος. (ΑΠ 130/201Ο).

Στην προκειμένη περίπτωση με την προσβαλλόμενη απόφαση έγιναν δεκτά και τα ακόλουθα κατά την επί της ουσίας εκτίμηση των αποδείξεων. «Περαιτέρω από τα προαναφερθέντα αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι, το ένδικο ακίνητο εμπίπτει στο υπ’ αρ. 96 οικοδομικό τετράγωνο του ως άνω οικισμού (ν. 751/51 ), το οποίο βρίσκεται στο άκρο αυτού (οικισμού) και περικλείεται από τις οδούς …, …, … και …, που δεν έχει ακόμη διανοιχθεί, αλλά είναι επί του παρόντος ρέμα.

Προς την πλευρά του ρέματος, στο χώρο της υπό διάνοιξη ως άνω οδού, βρίσκονται και τα ανωτέρω απαλλοτριωμένα τμήματα του ένδικου ακινήτου, το οποίο έχει θέα προς το ρέμα και όχι προς τη θάλασσα. Λόγω της θέσης του αυτής δεν ανήκει στην κατηγορία των προνομιούχων ακινήτων του οικισμού και της περιοχής του άλλοτε Δήμου Πανοράματος γενικότερα, ενώ περαιτέρω η περιοχή στην οποία βρίσκεται, δεν παρουσιάζει εμπορική κίνηση, καθώς το μοναδικό κατάστημα που λειτουργεί σε απόσταση 200 μέτρων από το ακίνητο αυτό είναι ένα μίνι μάρκετ που εξυπηρετεί αποκλειστικά σχετικές ανάγκες των κατοίκων της περιοχής. Από το κέντρο του Πανοράματος απέχει περίπου τέσσερα χιλιόμετρα, στην εν λόγω δε περιοχή που δεν έχει διαμορφωθεί πλήρως οικιστικά, και προσφέρεται μόνο για την ανέγερση κατοικιών, δεν υπάρχει αποχετευτικό σύστημα, πλην όμως εξυπηρετείται από όλα τα υπόλοιποι δίκτυα κοινής ωφέλειας και από αστική συγκοινωνία.

Ο συντελεστής δόμησης είναι 0,4 και η αντιπαροχή κυμαίνεται από 40% 50%, ωστόσο λόγω της πιθανολογούμενης οικονομικής κρίσεως, η οποία έχει οδηγήσει σε μεγάλη ύφεση την οικοδομική δραστηριότητα και γενικά την οικονομική ανάπτυξη της χώρας, δεν υφίσταται ενδιαφέρον για την ανέγερση κτισμάτων με το σύστημα της αντιπαροχής.

Η αντικειμενική αξία του επίδικου ανέρχεται στο ποσό των 552 ευρώ ανά τ.μ., αυτή όμως δεν αποτελεί στοιχείο που δεσμεύει τη δικαστική κρίση για την πραγματική αξία του απαλλοτριωμένου, αλλά ενδεικτικό στοιχείο συνεκτιμώμενο μαζί με τα υπόλοιπα. Ο άνω μάρτυρας του αιτούντος που είναι συνταξιούχος κτηματομεσίτης και κάτοικος Πανοράματος προσδιορίζει την αξία του επιδίκου κατά το χρόνο συζήτησης της αίτησης στο ποσό των 800 ευρώ ανά τ.μ. ενώ ο μάρτυρας του 2ου των καθών τοπογράφος μηχανικός, προσδιορίζει την αξία αυτού κατά τον ίδιο ως άνω χρόνο στο ποσό των 300 ευρώ, ανά τ.μ. Ακόμη ο μάρτυς του 1ου των καθών …. τοπογράφος Μηχανικός προϊστάμενος του Τμήματος Απαλλοτριώσεων της Δ/νσης Τεχνικών Υπηρεσιών του 1ου των καθών προσδιορίζει την αξία των απαλλοτριωθέντων κατά την εξέτασή του στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου την παραπάνω δικάσιμο, στο ποσό των 300 ευρώ ανά τ.μ.

Ο μάρτυς αυτός, στην από 17-10-2013 τεχνική του έκθεση την οποία συνέταξε κατ’ εντολή του 1ου των καθών, ο οποίος επικαλείται και προσκομίζει αυτήν, υπολογίζει την πραγματική αξία του απαλλοτριωθέντος κατά τον χρόνο αυτό, με βάση τα άνω χαρακτηριστικά της περιοχής και συγκριτικά στοιχεία που αναφέρει στην έκθεση, σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση και την ύφεση που υπάρχει στην οικοδομική δραστηριότητα και αγορά κατοικίας, στο ποσό των 650 ευρώ ανά τ.μ. Από άποψη συγκριτικών στοιχείων ο αιτών επικαλείται και προσκομίζει την υπ’ αρ. …/201 Ο απόφαση του δικαστηρίου τούτου, με την οποία καθορίστηκε η οριστική τιμή μονάδος για τμήμα του ιδίου, 491 ακινήτου, που προσκυρώθηκε με την ίδια ως άνω πράξη στην ιδιοκτησία της με αριθμό 1Ο και 11 της Δ/νσης Κοινωνικής Προνοίας, στο ποσό των 750 ευρώ ανά τ.μ. με κρίσιμο χρόνο εκτίμησης την 28-9-2009.

Ο πρώτος των καθών η αίτηση δεν προσκομίζει συγκριτικά στοιχεία ενώ το δεύτερο των καθών επικαλείται και προσκομίζει ως συγκριτικά στοιχεία α) Την υπ’ αρ. …/2005 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία καθορίστηκε η οριστική τιμή μονάδος αποζημίωσης, για ακίνητο, που βρίσκεται στον οικισμό «Μακεδονία» του τέως Δήμου Πανοράματος, με θέα προς το βουνό, σε περιοχή αδιαμόρφωτη οικιστικά, στην οποία ισχύουν οι ίδιοι ως άνω όροι δόμησης, στο ποσό των 430 ευρώ ανά τ.μ, με κρίσιμο χρόνο εκτίμησης την 14-12-2004, β) Την υπ’ αρ. …/2007 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία καθορίστηκε η προσωρινή τιμή μονάδος αποζημίωσης, για ακίνητο που βρίσκεται στο Ο.Τ. 75 του οικισμού ν. 751/1951, πλησίον του επιδίκου, στο ποσό των 450 ευρώ, με κρίσιμο χρόνο εκτίμησης την 16-1-2007. Σημειώνεται εδώ ότι λόγω της παραπάνω οικονομικής ύφεσης η οποία άρχισε το έτος 2009 και εκδηλώθηκε εντονότερα κατά τα τελευταία έτη 2012 και 2013, μειώθηκε η οικονομική δύναμη των υποψηφίων αγοραστών και λόγω της έλλειψης σχετικού ενδιαφέροντος, η πορεία της αξίας των ακινήτων της περιοχής, μετά την ανοδική μέχρι το έτος 2008 πορεία της, είναι συνεχώς καθοδική μέχρι σήμερα.

Με βάση όλα τα παραπάνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, το δικαστήριο κρίνει ότι, κατά την 25-11-2013, δηλαδή κατά το χρόνο συζήτησης της ένδικης αίτησης ενώπιόν του, ο οποίος είναι ο κρίσιμος χρόνος για την εκτίμηση της αξίας αυτού, η πραγματική αξία των ρυμοτομούμενων τμημάτων του παραπάνω ακινήτου για τα οποία υπόχρεοι προς αποζημίωση είναι κατά περίπτωση οι καθών η αίτηση, ενόψει της θέσης της έκτασης του είδους της πραγματικής κατάστασης και της χρησιμότητάς των, σύμφωνα με τις υφιστάμενες ως άνω οικονομικές και νομισματικές συνθήκες, χωρίς να υπολογισθεί τυχόν ανατίμηση και υποτίμηση αυτής λόγω της εξαγγελίας της ρυμοτομίας ή της εκτέλεσης του έργου για το οποίο έγινε, και συνεπώς η πλήρης αποζημίωση δηλαδή εκείνη με την οποία μπορεί να αντικατασταθεί το επίδικο με άλλο ισάξιο ανέρχεται στο ποσό των εξακοσίων εβδομήντα (670) ανά τ.μ.

Περαιτέρω, όπως προαναφέρθηκε ο αιτών είναι ο μοναδικός και αποκλειστικός δικαιούχος της αποζημίωσης από τη ρυμοτόμηση των άνω τμημάτων του επιδίκου ακινήτου μετά την τελείωση ως άνω, της σύμβασης εκχώρησης, που συνήφθη μεταξύ αυτού και του αληθινού κυρίου του τελευταίου (ακινήτου), που είχε περιέλθει στην κυριότητά του, με τον προαναφερθέντα υπ’ αρ. …./28-5-1949 οριστικό τίτλο κυριότητος του Διοικητή της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Θεσσαλονίκης (Τ. … α.α. …). Στο ακίνητο αυτό δεν υφίστανται βάρη, ούτε εκκρεμεί διεκδικητική αγωγή η οποία να έχει σχέση μ’ αυτό όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα με επίκληση υπ’ αρ. …./21-11-2013 και …/…./20-11-2013 πιστοποιητικά των Υποθηκοφυλάκων Θεσσαλονίκης και Καλαμαριάς αντιστοίχως, ενώ σ’ αυτό δεν προβάλει εμπράγματα δικαιώματα το 2° των καθών Ελληνικό Δημόσιο, όπως τούτο αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες με επίκληση από τον αιτούντα υπ’ αρ. …/…/ 25-11-2013 και …/4-11-2013 βεβαιώσεις του Προϊσταμένου της Δ/νσης της Κ.Υ. Θεσσαλονίκης και του Δασαρχείου Θεσσαλονίκης αντιστοίχως.

Επομένως συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 26 ν. 2882/2001 για την αναγνώριση του αιτούντος ως δικαιούχου της ένδικης αποζημίωσης. Κατ’ ακολουθία αυτών η αίτηση πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως εν μέρει βάσιμη κατ’ ουσία, όπως στο διατακτικό αναφέρεται». Από τις ίδιες πιο πάνω παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, προκύπτει ότι έχει νόμιμη βάση, και δη την απαιτούμενη αιτιολογία γιατί καλύπτεται χωρίς λογικά κενά και αντιφάσεις και με πληρότητα και σαφήνεια, χωρίς να χρειαζόταν οποιαδήποτε άλλη περαιτέρω παραδοχή, το πραγματικό των εφαρμοστέων εδώ κανόνων ουσιαστικού δικαίου των άρθρων 17 παρ. 2 και 3 του Συντάγματος και 13 παρ. 1 και 2 του ν. 2882/2001 τους οποίους η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παραβίασε εκ πλαγίου με ανεπαρκείς αιτιολογίες, ενώ δε ήταν αναγκαία η παράθεση και άλλων.

Επομένως, τα όσα αντίθετα υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες με τους συναφείς με αριθμό 3 λόγους των δύο αναιρετηρίων με τους οποίους αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθ. 19 του άρθ. 559 του ΚΠολΔ κρίνονται αβάσιμα.

Εξάλλου οι ίδιοι με αριθμό 3 λόγοι κατά την σε αυτούς κατά το άλλο μέρος τους περιλαμβανόμενη αιτίαση από τις διατάξεις των άρθρων 559 αριθ. 19 και 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ ότι υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσης ή ανεπάρκεια των αιτιολογιών της προσβαλλόμενης απόφασης, σχετικά με την εκτίμηση των αποδείξεων, που αφορούν το ίδιο πιο πάνω προαναφερόμενο κρίσιμο ζήτημα περί της πραγματικής αξίας της απαλλοτριωθείσας ιδιοκτησίας του αναιρεσίβλητου και περί του κατά πόσον αυτή ανερχόταν πράγματι στο καθορισθέν ποσό των 670 ευρώ ανά τ.μ. που υπερέβαινε την αντικειμενική αξία του κρίσιμου χρόνου των 552 ευρώ και τα αντίστοιχα επιχειρήματα του αναιρεσίβλητου και τα περί του αντιθέτου επιχειρήματα των αναιρεσειόντων, που έχουν σχέση με το τελικό αποδεικτικό πόρισμα στο οποίο κατέληξε το δικαστήριο, και βρίσκονται κατά τους αναιρεσείοντες σε αντίθεση με το ότι:

α) κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας η οικονομική κρίση οδήγησε σε απομείωση της αξίας των ακινήτων κάτω της αντικειμενικής,

β) δεν αιτιολογείται στην προσβαλλόμενη ο καθορισμός της τιμής πάνω από την αντικειμενική αξία και

γ) η καθορισθείσα τιμή υπερβαίνει τα πρόσφορα συγκριτικά στοιχεία είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι αφού κατά τα προεκτιθέμενα, το από τις αποδείξεις πόρισμα εκτίθεται με σαφήνεια, πειστικότητα και κατά λογική ακολουθία τρόπο στην προσβαλλόμενη απόφαση, κατά τις προαναφεθείσες παραδοχές της με τους ίδιους δε λόγους κατά τα λοιπά, εκ του περιεχομένου των οποίων δεν συντρέχει εξαιρετική περίπτωση από εκείνες του άρθρ. 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ, πλήττεται πλέον, μέσω των προαναφερομένων επιχειρημάτων των αναιρεσειούντων, η ουσία αποκλειστικά της υπόθεσης, που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο.

111. Με την προσβαλλόμενη απόφαση έγιναν δεκτά και τα ακόλουθα κατά τον καθορισμό της επιβλητέας δικαστικής δαπάνης του αναιρεσιβλήτου σε βάρος των αναιρεσειόντων υποχρέων: «Οι καθών ως υπόχρεοι προς αποζημίωση πρέπει να καταδικασθούν στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αιτούντος δικαιούχου της . αποζημίωσης σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 17 παρ. 2 και 4 του Συντ. και 18 παρ. 4 του ν. 2882/2001 στα οποία περιλαμβάνεται και η αμοιβή του πληρεξουσίου του δικηγόρου, η οποία επιβάλλεται πάντοτε και δεν επιτρέπεται να είναι κατώτερη από το όριο που προβλέπουν οι διατάξεις των άρθρων 63 επ. ν. 4194/2013 περί «Κώδικα Δικηγόρων» που ισχύει από 27-9-2013 και 130 παρ. 1, 2 ν. 4070/2012 (που εφαρμόζεται κατ’ άρθρο 146 παρ. 9 του αυτού νόμου και στις εκκρεμείς όπως η προκείμενη απαλλοτριώσεις) ούτε μπορεί να συμψηφιστεί, κατ’ άρθρο 22 παρ. 2 ν. 3696/57, γιατί τούτο θα προσέκρουε στη συνταγματική αρχή της πλήρους αποζημίωσης των καθών η απαλλοτρίωση (Ολ.ΑΠ 13 και 17/2000 Ελ.Δνη 41, 950, 958).

Έτσι τα δικαστικά έξοδα περιλαμβάνουν α) την αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου του δικαιούχου της αποζημίωσης για την παράστασή του ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου ύψους 288 ευρώ (βλ. σχετ. παράβολο), β) την αναλογική αμοιβή του πληρεξουσίου του δικηγόρου για τη σύνταξη της αίτησης και των προτάσεων ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου που ανέρχεται σε ποσοστό 0,75% για τη σύνταξη της αίτησης συντρεχούσης της περίπτωσης της παρ. 1β του άρθρ. 63 του άνω Κωδ. Περ. Δικηγ. (αντικειμ. Δίκης άνω των 200.000 ευρώ και κάτω των 750.000 ευρώ) και 0,375% για τη σύνταξη των προτάσεων της παρούσης συζητήσεως, ήτοι ποσοστό 1, 125% συνολικά επί της καθοριζομένης οριστικά αποζημίωσης (βλ. σχετ. ΑΠ 1329/2007, 1913/2005)».

Η προσβαλλόμενη απόφαση κατά τον καθορισμό της επιβλητέας δικαστικής δαπάνης σε βάρος των αναιρεσιβλήτων ορθά εφάρμοσε και δεν παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 17 παρ. 2 και 4 του Συντάγματος, 18 παρ. 4 του ν. 2882/2001, ενώ εξάλλου με την ένδικη αίτηση του αναιρεσίβλητου υποβλήθηκε και αντίστοιχο αίτημα για τον καθορισμό της δικαστικής δαπάνης, ώστε ο τέταρτος λόγος της από 14-4-2014 αίτησης αναίρεσης του Δήμου Πυλαίας και κατά τα δύο μέρη του από τους αριθ. 1 και 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔ κρίνεται αβάσιμος, εφόσον άλλωστε το συναφές αίτημα δεν ήταν αναγκαίο να διαλαμβάνει και τον καθορισμό της αμοιβής στα προαναφερθέντα νόμιμα ποσοστά.

Μετά τα παραπάνω πρέπει ν’ απορριφθούν οι συνεκδικαζόμενες από …και …αιτήσεις του Ελληνικού Δημοσίου και του Δήμου Πυλαίας – Χορτιάτη αντίστοιχα και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες ως ηττώμενοι καθένας χωριστά στην εις το διατακτικό δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου που έχει καταθέσει και προτάσεις (άρθρ. 183 ΚΠολΔ), την οποία ορίζει μειωμένη κατ’ άρθ. 22 § 1 του ν. 3693/1957 για το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο, δοθέντος ότι η αποκλείουσα στην εφαρμογή του εν λόγω άρθρου διάταξη του άρθρου 18 παρ. 4 του ν. 2882/2001 δεν έχει εφαρμογή στη δίκη της αναίρεσης κατ’ απόφασης Εφετείου περί οριστικού προσδιορισμού αποζημίωσης, στην οποία εφαρμόζονται οι προαναφερθείσες διατάξεις για τη δικαστική δαπάνη κατ’ άρθρο 22 παρ. 3 του ν. 2882/2001.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει τις συνεκδικαζόμενες από …. και …. αιτήσεις του Ελληνικού Δημοσίου και του «Δήμου Πυλαίας – Χορτιάτη» αντίστοιχα. για αναίρεση της υπ’ αριθ. …/2014 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης.

Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου, την οποία ορίζει χωριστά για τον καθένα σε τριακόσια (300) ευρώ για το Ελληνικό Δημόσιο και δύο χιλιάδες εφτακόσια (2. 700) ευρώ για το Δήμο Πυλαίας – Χορτιάτη.

ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Δεκεμβρίου 2014.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 6 Φεβρουαρίου 2015.

GreekEnglish