Υπερχρεωμένα Νοικοκυριά (Ν. 3869/2010, Νόμος Κατσέλη) Ρύθμιση οφειλών δανειολήπτη-Διαγραφή χρέους

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από την Ειρηνοδίκη Αικατερίνη Ιατρίδου, που ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Ειρηνοδικείου και την Γραμματέα Σοφία Οργαντζή
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του στις ….. 2013, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των διαδίκων:

ΑΙΤΟΥΣΑ: ……., κάτοικος …………, η οποία παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Τσαγκαλίδη (A.M.: 2176).
ΜΕΤΕΧΟΥΣΑ ΣΤΗ ΔΙΚΗ ΠΙΣΤΩΤΡΙΑ- ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΙΤΗΣΗ: ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «EUROBANK ERGASIAS ΑΕ» που εδρεύει στην Αθήνα (Λεωφ. Αμαλίας αρ.20) και εκπροσωπείται νόμιμα και εν προκειμένω από τον Διευθυντή του ενταύθα καταστήματος, την οποία εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της …… (A.M.: …), η οποία κατέστη διάδικος μετά τη νόμιμη κλήτευση της,(άρθρα 5 ν.3869/2010 και 748 παρ.2Κ.Πολ.Δ.) ΑΙΤΟΥΣΑ ζητά να γίνει δεκτή η από ………..και με αριθμό …../2012 έκθεσης κατάθεσης δικογράφου, αίτησή της, που απευθύνεται προς το Δικαστήριο αυτό, με την οποία ζητεί την υπαγωγή της στις διατάξεις του Ν. 3869/2010 και για όσους λόγους επικαλείται σ’ αυτή.

Η δικαστική διαδικασία της ρυθμίσεως των οφειλών κατά τον Ν. 3869/2010 δημιουργεί εξ ορισμού αντιδικία μεταξύ του αιτούντος οφειλέτη και των πιστωτών του, που διαφώνησαν κατά το πρώτο στάδιο του εξωδικαστικού συμβιβασμού. Η δικαστική, επομένως, ρύθμιση των οφειλών, που ανοίγει με την αίτηση του άρθρ. 4 § 1 Ν. 3869/2010, αποτελεί μη γνήσια υπόθεση της εκούσιας δικαιοδοσίας, δηλαδή γνήσια ιδιωτικού δικαίου διαφορά, που για λόγους σκοπιμότητας έχει υπαχθεί στη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Η διαπλαστική ισχύς της ρυθμίσεως εκ μέρους του Δικαστηρίου, επέρχεται ως συνέπεια της κατ’ αντιδικία διαδικασίας, που προκλήθηκε από την μη εκπλήρωση των υποχρεώσεων του αιτούντος-οφειλέτη έναντι των συμμετεχόντων στη διαδικασία πιστωτών του.

Παρά την κοινή ορολογική εκφορά των υποκειμένων της δίκης σε αμφισβητούμενη και εκούσια δικαιοδοσία, ο όρος «διάδικοι» στην τελευταία ερμηνεύεται με την ευρύτερη έννοια των τυπικώς μετεχόντων στη διαδικασία προσώπων, στην οποία συμπεριλαμβάνονται όλα τα ενδιαφερόμενα για την υπό έκδοση απόφαση πρόσωπα, εφόσον κατέστησαν υποκείμενα της δίκης τυπικά, δηλαδή μ’ ένα από τους προβλεπόμενους στον νόμο τρόπους. Εξ άλλου, σύμφωνα με το άρθρο 236 του ΚΠολΔ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθ. 22 παρ.5 του Ν.3994/2011, «Ο δικαστής που διευθύνει τη συζήτηση πρέπει να φροντίζει τα πρόσωπα που μετέχουν στη συζήτηση να συμπληρώνουν τους ισχυρισμούς που υποβλήθηκαν ελλιπώς και αορίστως με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά και γενικά να παρέχουν τις αναγκαίες διασαφήσεις για την εξακρίβωση της αλήθειας των προβαλλόμενων ισχυρισμών».

Το ως άνω άρθρο ισχύει και σιην διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, αφού προσαρμόζεται στη διαδικασία αυτή και δεν αντιτίθεται στις διατάξεις που την ρυθμίζουν, αφού αυτές είναι πολύ ευρύτερες εδικά όσον αφορά τη δυνατότητα συμπλήρωσης το δικογράφου της αίτησης ( άρθ.741 του ΚΠολΔ ). Ειδικότερα κατά την διάταξη του άρθ.751 του ΚΠολΔ., μεταβολή της αίτησης επιτρέπεται με άδεια του δικαστή, εφόσον κατά την κρίση του δεν βλάπτονται συμφέροντα εκείνων που μετέχουν στη δίκη ή τρίτων. Επομένως στην εκούσια δικαιοδοσία ο αιτών δύναται ελεύθερα να συμπληρώνει και διορθώνει τους ισχυρισμούς του με προφορική δήλωση κατά την συζήτηση και καταχώρηση της στα πρακτικά (άρθ.238 και 256 του ΚΠολΔ) αρκεί η διόρθωση να μην είναι τόσο εκτεταμένη ώστε να προκαλείται μεταβολή της αιτήσεως, οπότε στην περίπτωση αυτή, για να είναι επιτρεπτή η μεταβολή θα πρέπει να γίνεται με την άδεια του δικαστή κατά το μέτρο που η μεταβολή δεν βλάπτει συμφέροντα των συμμετεχόντων στη δίκη τρίτων. Άλλωστε στις δίκες της (γνήσιας) εκούσιας δικαιοδοσίας, όπου το αντικείμενο της υποθέσεως εξαντλείται στη λήψη του αιτούμενου ρυθμιστικού μέτρου, δίχως δεσμευτική διάγνωση κάποιας εριζόμενης έννομης σχέσης, είναι επιτρεπτή η προβολή και νέων πραγματικών ισχυρισμών ώσπου να καταστεί η υπόθεση ώριμη για την έκδοση οριστικής απόφασης (άρθ.745 του ΚΠολΔ).

Επομένως στο πλαίσιο αυτό, ακόμη και η παράλειψη αναφοράς γεγονότων που συνιστούν τις προϋποθέσεις του ζητούμενου ρυθμιστικού μέτρου, δεν προκαλούν το απαράδεκτο της αιτήσεως. Τούτη η διάταξη βέβαια δεν είναι δυνατό να εφαρμοστεί στο ακέραιο στην εφαρμοστέα διαδικασία του Νόμου 3869/2010, αφού αυτή δεν αποτελεί «γνήσια» αλλά αντίθετα «αμφισβητούμενη» μορφή εκούσια δικαιοδοσίας, όπου το αντικείμενο της υποθέσεως δεν εξαντλείται μόνο στη λήψη του αιτούμενου ρυθμιστικού μέτρου ήτοι της ρύθμισης των χρεών του φυσικού πρόσωπου έναντι των δανειστών του,(κυρίως Τραπεζών) και μάλιστα και με την μερική απαλλαγή του από αυτά. Μεταξύ των διαδίκων μερών γεννάται αντιδικία και το Δικαστήριο δεσμεύεται από τη διάγνωση διαφόρων εριζόμενων έννομων σχέσεων, κυρίως όμως όσων αναφέρονται στο εφαρμοστέο νόμο, ως τυπικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις. Είναι βέβαια, όπως και στις υποθέσεις της «γνήσιας» εκούσιας δικαιοδοσίας, αφενός εφαρμοστέο το ανακριτικό σύστημα (άρθ.744 και 759 παρ. 3 του ΚΠολΔ) και αφετέρου δεν ισχύει το συγκεντρωτικό σύστημα {άρθ.745 και 765 του ΚΠολΔ), με αποτέλεσμα να μην υπάρχει περιθώριο ανάλογης εφαρμογής του άρθρου 224 του ΚΠολΔ.

Η διαδικασία του Ν.3869/10, είναι πρόδηλο ότι παρακολουθεί τις μεταβολές της ζώσας κοινωνικοοικονομικής πραγματικότητας του αιτούντος, η οποία ενδιαφέρει προκειμένου να ληφθεί υπόψη στην τελική διαμόρφωση της ρυθμίσεως και εκ του λόγου τούτου, όχι μόνο δεν εμποδίζονται δικονομικός αλλά επιβάλλεται να αποτυπωθούν είτε με δήλωση εκτός είτε με δήλωση στο ακροατήριο έστω και εάν αυτό σημαίνει μεταβολή της ιστορικής βάσεως της αιτήσεως. Υπό το προαναφερθέν ρυθμιστικό περιβάλλον η μεταβολή (συμπλήρωση, διόρθωση ή και διαγραφή) των ισχυρισμών που περιλαμβάνονται στην αίτηση για τις οφειλές τα περιουσιακά στοιχεία, την κοινωνική κατάσταση και τα εισοδήματα του οφειλέτη, όχι μόνον είναι επιτρεπτή, αλλά και σε ορισμένες περιπτώσεις επιβάλλεται
στην εφαρμοστέα διαδικασία .(βλ. 161/2012 ΕΙΡ ΚΑΒΑΛΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ). II. Στις υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας αφενός εφαρμόζεται το ανακριτικό σύστημα (άρθ.744 και 759 παρ. 3 του ΚΠολΔ) και αφετέρου δεν ισχύει το συγκεντρωτικό σύστημα (άρθ.745 και 765 του ΚΠολΔ),με αποτέλεσμα να μην υπάρχει περιθώριο ανάλογης εφαρμογής του άρθ. 224 του ΚΠολΔ. Άλλωστε και σε συνδυασμό με το άρθρο 759 παρ3, του ΚΠολ.δικ., προκύπτει ότι το δικαστήριο μπορεί και αυτεπαγγέλτως να διάταξη κάθε πρόσφορο μέσο για την εξακρίβωση πραγματικών περιστατικών ακόμη και εκείνων που δεν έχουν προταθεί και ιδιαίτερα γεγονότων που συντελούν στην προστασία των ενδιαφερομένων η της έννομης σχέσης η του γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος. Με τη διάταξη αυτή εισάγεται απόκλιση από τη ρύθμιση του άρθρου 106 Κ.Πολ.Δικ και καθιερώνεται για τα υποθέσεις εκούσιας το ανακριτικό σύστημα που παρέχει στο δικαστήριο ελευθερία ρύθμισης της περιπτώσεως σε συνδυασμό με την αυτεπάγγελτη συλλογή του αποδεικτικού υλικού. III.

Η καθαιρούμενη, από τη διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ αρχή της καλόπιστης εκτέλεσης των ενοχών στοχεύει στην οριοθέτηση της παροχής και την επαναφορά της ισορροπίας των παροχών, που διαταράχθηκε από διάφορα περιστατικά, προβλεπτά ή απρόβλεπτα, με κριτήρια αντικειμενικά για την ασφάλεια των συναλλαγών και γενικότερα του δικαίου (βλ. Βαθρακοκοίλης ερμηνεία άρθρου 288 ΑΚ σελ. 423). λόγω της εφαρμογής της γενικής θεωρίας «περί περιορισμού των ατομικών δικαιωμάτων, με γνώμονα την κοινωνική δέσμευση της ιδιοκτησίας και την υπεροχή του Δημοσίου συμφέροντος» (βλ. Θ.Κατσά στο σύγγραμμα Ι.Βενιερη- Θ.Κατσά, «ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ Ν 3869/2010» σελ 19). Μία τέτοια μερική απαλλαγή χρεών, εξυπηρετεί και ευρύτερα το γενικό συμφέρον, καθώς οι πολίτες επανακτούν μέσω των εν λόγω διαδικασιών την αγοραστική τους δύναμη προάγοντας την οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα (βλ. αιτιολογική έκθεση ν. 3869/2010 που αφορά διατάξεις αναγκαστικού δικαίου σε ενοχικές κυρίως αξιώσεις των δανειστών κατά κύριο λόγο πιστωτικών ιδρυμάτων -Τραπεζών που, έχουν κριθεί στην θεωρία συνταγματικές {βλ Αθ. Κρητικού Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων με βάση το ν. 3869/2010 σελ.24 ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΚΔΟΣΗ.

Από τα παραπάνω προκύπτει ότι ο ν. 3869/2010, εξειδικεύοντας τη διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ, με τις διατάξεις του, στοχεύει στην οριοθέτηση της παροχής του οφειλέτη, καθότι με το καθιαιρούμενο πλαίσιο διατάξεων αυτού, καθορίζει τις προϋποθέσεις ρύθμισης των χρεών και απαλλαγής απ’ αυτά του οφειλέτη-φυσικού προσώπου, με σκοπό να επαναφέρει την ισορροπία των παροχών μεταξύ του οφειλέτη και των πιστωτών, που κατά κύριο λόγο είναι οι τράπεζες. Με τη διάταξη της παρ.2 του άρθρου 8 του ανωτέρω νόμου για την ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, το Δικαστήριο στην περίπτωση που τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη δεν είναι επαρκή, λαμβάνοντας υπόψη τα πάσης φύσεως εισοδήματα του, ιδίως εκείνα από την προσωπική του εργασία, τη δυνατότητα συνεισφοράς του συζύγου του (εάν υπάρχει),αλλά και σταθμίζοντας αυτά με τις βιοτικές ανάγκες του ιδίου και των προστατευόμενων μελών της οικογένειας του, τον υποχρεώνει να καταβάλλει μηνιαίως και για χρονικό διάστημα τεσσάρων ετών, ορισμένο ποσό για ικανοποίηση των, απαιτήσεων των πιστωτών του, συμμέτρως διανεμόμενο, ενώ συγχρόνως τον απαλλάσσει από ένα μέρος των οφειλών του, με σκοπό να επαναφέρει την ισορροπία των παροχών μεταξύ του οφειλέτη και των πιστωτών. Με την απόφαση αυτή, μπορεί να οριστεί ότι το ποσό αυτό αναπροσαρμόζεται ανά διαστήματα, που ορίζονται σε αυτή, με βάση αντικειμενικό δείκτη αναφοράς.

Άλλωστε ο νόμος 3869/2010 έχει ως σκοπό να διευκολύνει τους καταναλωτές στην έστω και μερική εξόφληση των χρεών τους (κυρίως προς Τραπεζικά ιδρύματα), στην οποία δεν θα μπορούσαν να προβούν οι οφειλέτες ιδιωτικά χωρίς τη ρύθμιση αυτή, όπως και να τους ανακουφίσει κατά το δυνατόν από τη διαρκή πίεση των ατομικών καταδιώξεων εκ μέρους των δανειστών τους. Δεν περιλαμβάνεται όμως στις επιδιώξεις του νομοθέτη η απαλλαγή από χρέη ή από υπόλοιπα τους, όταν είναι δυνατή ή σε όποιο βαθμό είναι δυνατή η ικανοποίηση τους βάσει της υπάρχουσας περιουσιακής κατάστασης του οφειλέτη. Αυτός είναι σε κάθε περίπτωση υποχρεωμένος να εξυπηρετήσει τις οφειλές του και με τα εισοδήματα από την εργασία του, αλλά και με την περιουσία του.

Το δικαστήριο δε, εάν συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για την παραδοχή της αίτησης, λαμβάνει υπόψη του, για τη μορφή της ρύθμισης που θα διατάξει, όλα τα υποβαλλόμενα ενώπιον του στοιχεία και πρέπει βάσει των διατάξεων του νόμου:

α) Να προβεί σε ρύθμιση μηνιαίων καταβολών από τα εισοδήματα του οφειλέτη επί μία τετραετία, ώστε να επέλθει από αυτή την πηγή, μερική τουλάχιστον, εξόφληση των χρεών του, αν αυτός δεν έχει επαρκή περιουσιακά στοιχεία,

β) Να διατάξει την εκποίηση της τυχόν υφιστάμενης ρευστοποιήσιμης περιουσίας του οφειλέτη διορίζοντας και εκκαθαριστή, και τέλος

γ) να προβεί σε περαιτέρω ρύθμιση σταδιακών καταβολών του οφειλέτη προκειμένου να εξαιρεθεί από την εκποίηση ακίνητο που χρησιμεύει ή μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως κύρια κατοικία του. Μάλιστα, η εξυπηρέτηση της οφειλής αυτής γίνεται με επιτόκιο, που δεν υπερβαίνει αυτό της ενήμερης οφειλής ή το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο που ίσχυε σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος κατά τον τελευταίο μήνα για τον οποίο υφίσταται μέτρηση, αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς, αυτό των Πράξεων Κύριας αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας «ή, σε περίπτωση καθορισμού σταθερού επιτοκίου, το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου, για ανάλογη της ρύθμισης περίοδο, όπως ομοίως προκύπτει από το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος,» και χωρίς ανατοκισμό. Οι τρεις προαναφερόμενες ρυθμίσεις δεν αποκλείουν η μία την άλλη και συχνά θα πρέπει να διαταχθούν σωρευτικός. (Ε. Κιουπτσίδου Αρμεν./64-Ανάτυπο σελ. 1486).

Επομένως, οι επιμέρους δυνατότητες ρυθμίσεων που προσδιορίζονται από το νόμο και ο τρόπος με τον οποίο θα τα καθορίσει το Δικαστήριο συμπλέκονται μεταξύ τους.ΕΠΕΙΔΗ με την κρινόμενη αίτηση όπως αυτή παραδεκτά διορθώθηκε και συμπληρώθηκε και διευκρινίστηκε στο ακροατήριο αλλά και δια των προτάσεων, ως προς το ύψος των εισοδημάτων της αιτούσας, της αξίας των περιουσιακών της στοιχείων, και των δυνατοτήτων της για μηνιαίες καταβολές και τέλος της κατάστασης των εισοδημάτων της, τούτη , επικαλούμενη έλλειψη πτωχευτικής ικανότητας και μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών της προς την καθ’ ης – (μοναδική)πιστώτρια της, τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «EUROBANK ERGASIAS ΑΕ», ζητάει,(όπως σαφώς συνάγεται από όλο το περιεχόμενο της αίτησης και κατά την εύλογη εκτίμηση του δικογράφου της μετά την συμπλήρωση- διόρθωση της ), τη ρύθμιση των χρεών της, από το δικαστήριο, κατά την διάταξη της παρ. 2 ίου άρθρου 8 ν.3869/2010, και με την σύγχρονη εξαίρεση και εξαγορά της κύριας κατοικίας της, (μοναδικού ακίνητου της), από την εκποίηση, σύμφωνα με το προτεινόμενο από αυτή σχέδιο διευθέτησης και αφού ληφθούν υπόψη η περιουσιακή ατομική της περίπτωση, η κατάσταση της υγείας της, και η οικογενειακή της κατάσταση, με σκοπό την εν μέρει απαλλαγή της απ’ αυτά.

ΕΠΕΙΔΗ η εν λόγω αίτηση, με το εκτιθέμενο περιεχόμενο της είναι ορισμένη, καθότι εκτίθενται σ’ αυτή όλα τα απαραίτητα εκ του νόμου στοιχεία ήτοι:

α) ότι η αιτούσα είναι φυσικό πρόσωπο και βρίσκεται σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών της

β) η κατάσταση της περιουσίας της και των σημερινών εισοδημάτων της

γ) η αναλυτική κατάσταση της συνολικής απαίτησής των δανειστών της (-καθ ης η αίτηση) κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 4 του ν. 3869/2010, και

δ) το αίτημα της για ρύθμιση του χρέους της,- και

ε) με την εξαίρεση της κύριας κατοικίας της. Πέραν δε των παραπάνω στοιχείων ουδέν άλλο απαιτείται για το ορισμένο της εν λόγω αίτησης (Κρητικός ρύθμιση ν.3869/2010 σελ. 64 και Ε. Κιουπτσίδου Αρμ./64 – Ανάτυπο σελ. 1477 και Ειρ. Θεσ/νίκης 5105/2011 – Τ.Ν.Π. Νόμος).

Πρέπει επομένως να απορριφτούν οι σχετικές ενστάσεις της καθης η αίτηση, με το σκεπτικό ότι

1)δεν αναφέρει το χρόνο ανάληψης της δανειακής υποχρέωσης της,

2) το χρόνο παύσης των πληρωμών της, και ότι

3) δεν, διευκρινίζει, αν έχει απαλλαγεί άλλη φορά από τα χρέη της, καθώς το μεν με δύο πρώτες ,αποτελούν στη διαδικασία αυτή (βλ άνω εισαγωγικές σκέψεις παρ I), περιστατικά που ερευνώνται στο ουσιαστικό μέρος της υπόθεσης, η δε τρίτη, αποτελεί διαδικαστικό προαπαιτούμενο, που ερευνάται αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο,( βλ επί της προκειμένης περίπτωσης,

α) τη με αριθμό πρωτοκόλλου 710γ/04-06-2013 βεβαίωση &

β) την με αριθμό πρωτοκόλλου 1453/28-05-2013 βεβαίωση του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης, που πιστοποιούν ότι «δεν εκκρεμεί άλλη αίτηση της παρ. 1 του αρ4 του ν. 3869/10, ούτε εκδόθηκε ενώπιον άλλου Ειρηνοδικείου απόφαση για την συγκεκριμένη οφειλέτρια») ΕΠΕΙΔΗ ακολούθως, η εν λόγω αίτηση, αρμόδια φέρεται στο Δικαστήριο αυτό, κατά τη διαδικασία της εκούσιας διαδικασίας των άρθρων 741 επ. Κ.Πολ.Δ (άρθρο 3 ν. 3869/2010), εφόσον για το παραδεκτό της:

(α) τηρήθηκε η προδικασία του εξωδικαστικού συμβιβασμού με την διαμεσολάβηση προσώπου από αυτά που έχουν σχετική εξουσία από το νόμο, (βλ. άρθρα 2 και 4παρ. 2 ν. 3869/2010), ο οποίος απέτυχε, όπως βεβαιώνεται από το διαμεσολαβητή Δικηγόρο Θεσσαλονίκης, (βλ. την από 28/3/2011, βεβαίωση αποτυχίας εξωδικαστικού συμβιβασμού τους Δικηγόρου Θεσσαλονίκης Τσακαλίδη (AM ΔΣΘ 2176, ΚΟΜΝΗΝΩΝ 23, ΤΚ 54624, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ),

(β)το δικόγραφο της κατατέθηκε εμπρόθεσμα μέσα στην εξάμηνη προθεσμία του άρθρου 2 παρ.1 ν. 3869/ 2010, από την αποτυχία του εξωδικαστικού συμβιβασμού, με την εμπρόθεσμη κατάθεση στη γραμματεία του δικαστηρίου αυτού, των εγγράφων του άρθρου 4 παρ.2 και 4 ν. 3869/2010, στις (βεβαίωση αποτυχίας εξωδικαστικού συμβιβασμού, υπεύθυνη δήλωση για την ορθότητα και πληρότητα των καταστάσεων της περιουσίας και των εισοδημάτων της και του συζύγου της, των χρεών προς την καθης, κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, καθώς και για τις μεταβιβάσεις εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί ακινήτων της κατά την τελευταία τριετία, με σχετική έκθεση εγχειρίσεως του εγγράφου, της γραμματέως του δικαστηρίου τούτου και με την άνω ημερομηνία, ήτοι εντός της τασσόμενης εκ του νόμου προθεσμίας (άρθρ. 4 παρ. 2 ν. 3869/2010),

( γ) δεν εκκρεμεί άλλη αίτηση της αιτούσας, για ρύθμιση των χρεών της στο Δικαστήριο αυτό ή άλλο Ειρηνοδικείο της χώρας, ούτε έχει απορριφθεί προγενέστερη αίτησή της για ουσιαστικούς λόγους, όπως διαπιστώθηκε μετά από αυτεπάγγελτο έλεγχο κατ’ άρθρο 13 παρ.2 του ν. 3869/2010 (βλ. τις σχετικές βεβαιώσεις των γραμματέων του Δικαστηρίου αυτού και του Ειρηνοδικείου Αθηνών).

Επίσης η αίτηση αυτή παραδεκτά εισάγεται για συζήτηση,

1ον) Μετά την εμπρόθεσμη και νομότυπη κλήτευση της μετέχουσας πιστώτριας και επίδοσης σ’ αυτή στις ……, της κρινομένης αιτήσεως, με πρόσκληση να υποβάλλει στη γραμματεία του δικαστηρίου τούτου εγγράφως τις παρατηρήσεις τους και να δηλώσει ότι συμφωνεί με το προτεινόμενο σχέδιο διευθέτησης των οφειλών της μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δύο μηνών από την υποβολή της αίτησης, (βλ. άρθρο 5 παρ.1 ν. 3869/2010, το οποίο ήδη αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 3 άρθρου 85 Ν.3996/2011,ΦΕΚ Α 170/5.8.2011), που έτσι καθίσταται διάδικος και μετά

2) την αποτυχία του δικαστικού συμβιβασμού ενώπιον της Ειρηνοδίκη του παρόντος Ειρηνοδικείου Είναι δε περαιτέρω, η αίτηση νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1, 4, 5, 6 παρ.3, 8 και 9 του ν. 3869/2010, αφού με βάση τα εκτιθέμενα σ’ αυτή περιστατικά συντρέχουν και οι προϋποθέσεις υπαγωγής της αιτούσας στη ρύθμιση του νόμου, εφόσον πρόκειται για φυσικό πρόσωπο, στερούμενο πτωχευτικής ικανότητας που έχει ήδη περιέλθει σε κατάσταση μόνιμης αδυναμίας πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρεών της, που σύμφωνα με το δικόγραφο της αιτήσεως ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 126.193,47 ευρώ, όπως το χρέος αυτό προκύπτει και από τη βεβαίωση που χορήγησε στην αιτούσα η μοναδική πιστώτρια της βάσει του Ν. 3869/2010, και στα πλαίσια του εξωδικαστικού συμβιβασμού με την διαμεσολάβηση του προαναφερθέντος Δικηγόρου Θεσσαλονίκης.

Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι όλοι οι ισχυρισμοί της καθης τραπεζικής εταιρίας περί «καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος της ρυθμίσεως των οφειλών στο πλαίσιο του ν.3869/2010» την υπαγωγή της στις διατάξεις του Ν. 3869/2010, πρέπει να απορριφτούν ως απαράδεκτοι λόγω αοριστίας τους, αφού η καθης δεν «εξειδικεύει» ποια πραγματικά περιστατικά καθιστούν καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος της.

Πρέπει επομένως η κρινόμενη αίτηση να εξεταστεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, μετά την καταβολή των νομίμων τελών συζήτησης, μαζί δε με το ουσιαστικό μέρος της υπόθεσης θα συνεξεταστούν και οι σχετικοί με την ουσιαστική βασιμότητα της αίτησης αντίθετοι ισχυρισμοί της μετέχουσας πιστώτριας, καθώς και οι ισχυρισμοί της ύπαρξης στο πρόσωπο της δανειολήπτριας-αιτούσας δόλου ή άλλως βαριάς αμέλειας, κατά τη λήψη της δανειακής της υποχρέωσης.

ΕΠΕΙΔΗ από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρος απόδειξης,(πατέρα της), που εξετάστηκε στο ακροατήριο και του οποίου η κατάθεση εμπεριέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συζήτησης της δίκης, τα έγγραφα που παραδεκτά και νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, από τις ομολογίες που συνάγονται από τους ισχυρισμούς τους (άρθρο 261 ΚΠολΔ), από τα δικαστικά τεκμήρια ( άρθρα 336§3, 339 και 395 ΚΠολΔ), από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνει υπόψη του το Δικαστήριο αυτεπάγγελτα και τέλος από την κατά τις διατάξεις των αρ. 744, 745, 751 Κ.Πολ,Δ., συλλογή, διερεύνηση και αξιολόγηση του πραγματικού υλικού της δίκης, καθώς και την προφορική κατά συζήτηση στο ακροατήριο (άρθ. 11.5 παρ. 3 Κ.Πολ,Δ.) εκείνων των στοιχείων της αίτησης που αναφέρονται στο άρθρο 747 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. (βλ. 2/2011 Ειρ. Πατρών, 3/2011 Ειρ. Πατρών. ΑΠ 1131/87. ΕφΑΘ 2735/00 και Π Αρβανιτάκη στον Κ.Πολ.Δ. Κεραμέα- Κονδύλη- Νίκα, υπ’ αριθ.747 αρ.7), αποδείχτηκαν τα ακόλουθα: Η αιτούσα, ….ετών σήμερα,(γεννήθηκε το έτος ……), άγαμη, είναι δημόσιος υπάλληλος,( δικαστικός υπάλληλος), που εργάζεται στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης.

Κατά το χρόνο της κατάθεσης της αίτησης η αιτούσα ελάμβανε καθαρές μηνιαίες αποδοχές κατά μέσο όρο 1.057,23 ευρώ. Χωρίς να υπάρχει σήμερα η βεβαιότητα για την σταθερότητα της λήψης του ποσού αυτού, ως μισθού κάθε μήνα, λόγω αναμενόμενης αύξησης της φορολογίας των φυσικών προσώπων από την Ελληνική Πολιτεία κατά το ερχόμενο έτος 2014, το ετήσιο εισόδημα της ανέρχεται σήμερα σε 12.686,76 ευρώ Είναι σαφές ότι τα εισοδήματα της αιτούσας, έβαιναν μειούμενα, τουλάχιστον κατά την τελευταία τριετία.

Οι ετήσιες αποδοχές της τα προηγούμενα έτη ήταν, το έτος 2009, 25.615,65 ευρώ (μέσος όρος μηνιαίων 2.134,63 ευρώ), το έτος 2010, 28.144,87 ευρώ, (μέσος όρος μηνιαίων 2.345,40 ευρώ), ενώ το έτος 2011 ήταν 14.531,07 ευρώ (μέσος όρος μηνιαίων 1.210,93 ευρώ). Λόγω δε των πολύ κακών των δημοσιονομικών οικονομικών του Ελληνικού Κράτους, καθώς και των επερχομένων νέων περικοπών σε Δημόσιες δαπάνες, οι οποίες θα πλήξουν περαιτέρω και στους μισθούς στον δημόσιο τομέα (περικοπές) είναι πολύ πιθανή και η περαιτέρω μείωση των εισοδημάτων της αιτούσας.

Σε κάθε περίπτωση, τα έξοδα διαβίωσης της αιτούσας κατά την εύλογη κρίση του Δικαστηρίου είναι περί τα 850,00 ευρώ λόγω και των κρατήσεων στο μισθό της υψηλής φορολογίας, των φόρων και τελών, του Ε.Ε.Τ.Η.Δ.Ε., της και των αυξημένων αναγκών και ειδικότερα για ένα άτομο νέο που ζει μόνο και υποχρεούται να καλύπτει όλα τα έξοδα των βασικών του αναγκών και της διαβίωσης.

Μαζί δε με τις λοιπές πάγιες δαπάνες και τα έξοδα διατροφής, για την διαβίωση της, κρίνεται από το παρόν Δικαστήριο, ότι απαιτούνται περί τα 850,00 ευρώ, μηνιαίως ώστε να διαβιεί στα όρια τα αξιοπρέπειας, στα πλαίσια και της επαγγελματικής ιδιότητας της, ως δημοσίου υπαλλήλου και της αξιοπρεπούς καθημερινής δημόσιας παράστασης στα Ελληνικά Δικαστήρια. Βασιζόμενη στις αποδοχές των παλαιοτέρων ετών και μη έχοντας τη παραμικρή υποψία ότι θα επέλθει τέτοια ραγδαία και τραγική μεταβολή των οικονομικών συνθηκών της χώρας και κατ’ επέκταση των ατομικών της, είχε προβεί στην αγορά ενός διαμερίσματος με δάνειο από την καθης Τράπεζα EUROBANK-ERGASIAS EFG, για το οποίο υποχρεούται σήμερα να καταβάλει μηνιαία τοκοχρεωλυτική δόση ποσού, περίπου 467,00 ευρώ το μήνα.

Μετά την άνω μείωση των αποδοχών της με το ποσό των 1.057,23 ευρώ που λαμβάνει σήμερα μηνιαίως, αδυνατεί πλέον η αιτούσα να ανταπεξέλθει στις δανειακές της , υποχρεώσεις προς την καθης τράπεζα και να πληρώσει το ποσό των 467,00 ευρώ,(ως τοκοχρεολυτική δόση), αφού το εκτιμώμενο κόστος διαβίωσης της ανέρχεται στο ποσό των 850,00 ευρώ το μήνα, ενώ το υπόλοιπο που υπολείπεται, σύμφωνα με τα σημερινά δεδομένα είναι περίπου 207,00 ευρώ, (1.057,23-850,00=207,23)

Τα περιουσιακά της στοιχεία είναι:

1) Ένα διαμέρισμα του 6ου ορόφου (6ος εξώστης) της οικοδομής της οδού Εγνατίας 84 (πρώην 90) και Μπαλάνου 40, εμβαδού 61 τμ μικτών, αποτελούμενο από δύο δωμάτια, σαλόνι, κουζίνα, λουτροαποχωρητήριο και χώλ, στο οποίο αναλογεί ποσοστό εξ αδιαιρέτου στο όλο οικόπεδο και στα κοινόχρηστα και κοινόκτητα μέρη, της οικοδομής 1,50% εξ αδιαιρέτου. Το διαμέρισμα περιήλθε στη πλήρη κυριότητα της με το με αριθμό 15756/30.06.2005 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ευφημίας Δούκα-Μήτσαλα και μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Θεσσαλονίκης. Το ακίνητο αποκτήθηκε, το έτος 2005 δηλαδή την εποχής της «ευχερούς» δανειοδότησης όλων των Ελλήνων πολιτών, που εκτίναξε την αξία των ακινήτων και δημιούργησε την λεγόμενη «φούσκα» της αγοράς των ακινήτων. Η αιτούσα κατέβαλε ως τίμημα για την αγορά του ακινήτου της, σύμφωνα με το άνω με αριθμό 15756/30.06.2005 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ευφημίας Δούκα-Μήτσαλα το ποσό των 60.000,ευρώ το οποίο προήλθε από προϊόν Τραπεζικού δανείου.

Η αντικειμενική αξία του διαμερίσματος της κατά την ημέρα της αγοράς του ήταν 47.104,20. Όμως η καθής δυνάμει της με αριθμό ……. σύμβασης στεγαστικού δανείου χορήγησε ως «στεγαστικό» δάνειο στην αιτούσα το ποσό των 171.814,40 ελβετικών φράγκων ( 130.000 ευρώ περίπου ) για να εξοφλήσει «προηγούμενο στεγαστικό δάνειο», ενώ ενέγραψε υπέρ αυτής προς εξασφάλιση προσημείωση υποθήκης, ποσό 223488,72 ελβετικών φράγκων (140.000,00. ευρώ περίπου). Τούτη η πρακτική οφείλεται αφενός στην λεγόμενη «φούσκα»- της αγοράς των ακινήτων και με την «ευκολία» που υπήρχε για χορήγηση και λήψη Τραπεζικών δάνειων, αφετέρου δε, επειδή οι ετήσιες και οι μηνιαίες αποδοχές της αιτούσας τότε ήταν επαρκείς για την καταβολή των τοκοχρεωλυτικών δόσεων και σε συνδυασμό με το νεαρό της ηλικίας της αιτούσας και το μεγάλο προσδόκιμο της ζωής της για το μακροχρόνιο των καταβολών.

Το ακίνητο όμως που απέκτησε η αιτούσα με τον τρόπο αυτό δεν ανταποκρίνονταν με κανένα τρόπο στην αξία του, ούτε κατά την ημερομηνία απόκτησής του, πολύ δε περισσότερο σήμερα που η αξία των αστικών ακινήτων έχει υποτιμηθεί εξαιτίας της οικονομικής κρίσης και την καθίζησης στην αγορά των ακινήτων .

Τούτο δε αφού το συγκεκριμένο διαμέρισμα βρίσκεται σε στον 6° όροφο μιας παλιάς «προβληματικής» από άποψη συντήρησης και με πολλά πολεοδομικά προβλήματα οικοδομής σε συσχετισμό με τη σφοδρή κρίση που πλήττει τα τελευταία χρόνια την κτηματαγορά και τη πτώση αξίας των ακινήτων στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, κυρίως λόγω της παλαιότητας τους. (βλ. στατιστικά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ). Επομένως η εμπορική αξία του ακινήτου της, ανέρχεται σήμερα στο ποσό των 45.000,00 ευρώ,(μικρότερη και από την αντικειμενική), ενώ το 85% της αξίας του, ανέρχεται στο ποσό των 38.250,00 ευρώ.

Πέραν του ακινήτου αυτού, η αιτούσα διατηρεί και ένα ΙΧΕ αυτοκίνητο εργοστασίου κατασκευής FIAT AUTO SPA τύπου STILO, 1242 κε, έτους πρώτης κυκλοφορίας 2004, αξίας σήμερα 1800,00 ευρώ. Πέραν των ανωτέρω, κανένα άλλο περιουσιακό στοιχείο, δε διαθέτει η αιτούσα. Καταθέσεις και τίτλους σε πιστωτικό ίδρυμα δεν διαθέτει η αιτούσα. Ακόλουθα το άνω ακίνητο της αιτούσας, εξυπηρετεί τις οικιστικές της ανάγκες, πληροί δε κατά αρθρ. 9 παρ. 2 Ν 3869/2010, εκτός από την αρνητική προϋπόθεση της μη υπέρβασης του αφορολόγητου ορίου προσαυξημένου κατά 50%, και την θετική προϋπόθεση, της πραγματικής χρησιμοποίησης του ακινήτου ως κύριας ή μοναδικής κατοικίας,, που βρίσκεται εντός των αναφερομένων εκ του νόμου ορίων, για την εξαίρεση της ανωτέρω κατοικίας (250.000 ευρώ ) καθώς δεν αποδείχτηκε ότι έχει στην διάθεσή της κάποιο άλλο ακίνητο, που να εξυπηρετεί τις οικιστικές της ανάγκες.

‘Αλλωτε το όχημα ιδιοκτησίας της αιτούσας αυτοκίνητο, μάρκας- μοντέλου, FIAT AUTO SPA τύπου STILO, 1242 κ.ε., έτους πρώτης κυκλοφορίας 2004 (9- ετιας) με αξία 1800,00ευρω κατά τον ευχερή έλεγχο και σύγκριση των τιμών στην αγορά μεταχειρισμένου αυτοκίνητου, στο INTERNET, λόγω και της πληθώρας προσφορών στην αγορά μεταχειρισμένων αυτοκίνητων, δεν είναι πρόσφορο εκποίησης.

Η αιτούσα ,όπως αποδείχτηκε σε χρόνο προγενέστερο του έτους από την κατάθεση της ένδικης αίτησης είχε αναλάβει το παρακάτω χρέος προς τη μετέχουσα στη δίκη τράπεζα, τα οποίο είναι ενέγγυο, θεωρείται δε με την κοινοποίηση της αίτησης ληξιπρόθεσμο και υπολογίζεται με την τρέχουσα αξία του κατά το χρόνο κοινοποίησης της αίτησης (βλ. Αθ. Κρητικός, ο.π, σελ. 53-54, αριθ. 12)(Έτσι οφείλει, βάσει των αναλυτικών βεβαιώσεων οφειλών που της χορήγησε η καθης ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «EUROBANK ERGASIAS ΑΕ», το ποσό των 127.353,82 ευρώ , δυνάμει της με αριθμό …….. σύμβασης στεγαστικού δανείου , όπου αναγράφεται η ημερομηνία υπογραφής, η 13.10.2006. Το ποσό που δανείστηκε η αιτούσα σε Ελβετικό Φράγκο (cif), όταν σε αντιστοιχία (ήταν 1,60 προς ένα ) 130.000 ευρώ. Παρότι η αιτούσα επί σειρά 5 ετών περίπου εξυπηρετούσε κανονικά το δάνειο της ,σήμερα εξακολουθεί να οφείλει 127.353,82 ευρώ(περίπου 3000,00ευρώ λιγότερα ), λογω της σημερινής αντιστοιχίας Ευρώ και Ελβετικού Φράγκου (cif) .

Τα άνω σύνολο των ληξιπρόθεσμων οφειλών της αιτούσας σήμερα ανέρχεται στο ποσό των 127.353,82 ευρώ, όχι σύμφωνα με τα εισφερόμενα στην αίτηση ποσά, αλλά και όπως το ποσό αυτό προκύπτει από τη από 01-03-2012, αναλυτική βεβαίωση οφειλών που έλαβε κατόπιν σχετικής αιτήσεως από την πιστώτρια της .

Η καθ’ ης δεν προέβη σε λεπτομερή και πλήρη αναφορά στα επιτόκια με τα οποία τοκίζονταν η οφειλή αυτή (ήτοι τα επιτόκια που αναφέρονται στην προσκομιζόμενη «σύμβαση δανείου» καθώς και ο αντιλογισμός τους με τους τυχόν τόκους υπερημερίας σε συνδυασμό με την επιβάρυνση ή απώλεια μονάδων επί των τόκων λογω της ‘ αντιστοιχίας Ευρώ και Ελβετικού Φράγκου (cif), για να υπάρχει αποδεικτική βάση, ώστε να προχωρήσει το Δικαστήριο στην περαιτέρω εξέλεγξη της άνω συμβάσεως που είναι ενέγγυα και το υπολογισμό των τόκων από 1-03-2012 έως την ημέρα της έκδοσης της απόφασης αυτής. Επομένως το Δικαστήριο στηριζόμενο στα αποδεικτικά μέσα που διαθέτει μετά την εξέλεγξη των πιστώσεων αποφαίνεται ότι :Η αιτούσα έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές που ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 127.353,82 ευρώ.

Η αιτούσα αδυνατεί, (όπως προελέχθη), να εξοφλήσει το ποσό αυτό λόγω των περιορισμένων οικονομικών της μέσων, βρίσκεται δε σε μόνιμη αδυναμία να καταβάλει την μηνιαία δόση των 467,00 ευρώ και τις επιπλέον ληξιπρόθεσμες οφειλές της, εξαιτίας και των άνω αποδειχθέντων περιστατικών. Κρίνεται δε ότι έχει περιέλθει χωρίς δική της υπαιτιότητα, σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών της, λόγω υπερχρέωσης της.

Τα γεγονότα αυτά ήταν κατά το μεγαλύτερο μέρος τους απρόβλεπτα για την αιτούσα, η οποία δεν μπορούσε να προβλέψει κα την δραματική μείωση του εισοδήματος της,(μείωση μισθών των δημοσίων υπαλλήλων), εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, που σοβεί στην χώρα, και αφορά φυσικά και το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού των Ελλήνων πολιτών. ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ επί της κρινόμενης περιπτώσεως, την περίοδο, που η αιτούσα, έλαβε το, υπό κρίση δάνεια και κάρτες, αποδείχτηκε, ότι αυτή είχε επαρκές εισόδημα και την αντίστοιχη οικονομική δυνατότητα να εξυπηρετεί τις ανωτέρω δανειακές υποχρεώσεις της, κάθε μήνα.

Η υπερχρέωση της, πιθανολογήθηκε επίσης ότι δημιουργήθηκε και εξαιτίας της προεκτεθείσας γενικευμένης κατά την προηγηθείσα της πρόσφατης κρίσης στην επιτόπια χρηματοπιστωτική αγορά τάσης της «εύκολης δανειοδότησης», των πολιτών με διάφορα Τραπεζικά «προϊόντα», που είχε τελικά ως αποτέλεσμα την αύξηση των ποσοστών των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Όμως οι συνθήκες άλλαξαν τελείως στην Ελληνική πραγματικότητα, εξαιτίας της οικονομικής κρίσης.(βλ άνω ανάλυση 288ΑΚ στην παρ.{II} ).

Η αιτούσα, όπως αποδείχτηκε, είχε προσκομίσει στην άνω δανείστρια Τράπεζα τα εκκαθαριστικά της και τα είχε ήδη καταθέσει, στο αρμόδιο τμήμα χορηγήσεων κατά την υποβολή της αίτησης της για την χορήγηση του ένδικου δανείου. Επί τη βάσει αυτών ενέκρινε η παριστάμενη- καθης την χορήγηση του, γνωρίζοντας (τα δηλωθέντα) εισοδήματα της, για τα εν λόγω έτη.

ΕΠΟΜΕΝΩΣ αποδείχθηκε πλήρως ότι η αιτούσα δεν περιήλθε από δόλο (και δη ενδεχόμενο) σε αδυναμία πληρωμής των δανείων της, ούτε απέκρυψε κάτι από τη δανείστρια της Τράπεζα. Επίσης πρέπει να απορριφτούν οι ισχυρισμοί -ένσταση δανείστρια)” της περί παράβασης καθήκοντος ειλικρινούς δηλώσεως που προβλέπεται από το άρθρο 10 παρ. 1 του ν. 3869/2010, ως αβάσιμοι, διότι ουδέν απέκρυψε για τα εισοδήματα ή την προσωπική της κατάσταση η αιτούσα .

Άλλωστε, κατά το χρόνο της λήψης του δανείων της η αιτούσα είχε μεγάλο προσδόκιμο της μετέπειτα ζωής της ,λόγω του νεαρού της ηλικίας της, ώστε υπήρχε η βεβαιότητα εξόφλησης των χρεών της ,που τα εξυπηρετούσε στο προ του έτους 2012 χρονικό διάστημα κανονικά. Περαιτέρω, αφού δεν προέκυψε από την διαδικασία, ούτε άμεσος ούτε ενδεχόμενος δόλος (330ΑΚ), σε ενέργειες ή παραλείψεις της οφειλέτριας, που να την οδήγησαν σε αδυναμία πληρωμής των χρεών της, ακολούθως, κρίνεται ότι συντρέχουν στο πρόσωπο της, οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή της στη ρύθμιση του ν. 3869/2010 και ειδικότερα αυτή του άρθρου 8 παρ. 1,2 και 6, καθώς και του άρθρου 9 παρ.2., κατά την εφαρμογή της αρχής της καλόπιστης εκτέλεσης των ενοχών και με σκοπό την οριοθέτηση της παροχής και την επαναφορά της ισορροπίας μεταξύ της οφειλέτριας και της πιστώτριας της, σύμφωνα με την εισαγωγική νομική σκέψη.

Το Δικαστήριο επομένως λαμβάνει υπόψη (χωρίς να υποχρεούται ) και το προταθέν σχέδιο από την αιτούσα σχέδιο διευθέτησης, όσον αφορά το ύψος της δόσης που θα καταβάλλει συνολικά στις καθ’ ων για την τουλάχιστο τετραετία. ΕΠΕΙΔΗ άλλωστε με τη εφαρμογή του ν. 3869/2010 δεν βλάπτονται τα συμφέροντα της καθ’ ης πιστώτριας, αφού στην κρινομένη περίπτωση δεν της απομένει δυνατότητα περαιτέρω άντλησης ουσιώδους εισπρακτικού αποτελέσματος, χωρίς να τεθεί σε κίνδυνο το ανεπίδεκτο παραίτησης συνταγματικό δικαίωμα της οφειλέτριας για στοιχειώδη διαβίωση και για ανθρώπινη αξιοπρέπεια (2 παρ. 1, 21 παρ. 1 Συντ. , βλέπε σχετικά τη μελέτη του, Γ. Δέλιου ,Αν. Καθηγητή Νομικής Σχολής ΑΠΘ. Δημοσιεύσει στο Χρη.Δικ 3/2010 σελ.298). Ακόλουθα απορριπτόμενων όλων των αντίθετων ισχυρισμών και ενστάσεων της καθ’ ης και λαμβανομένων υπόψη των προαναφερόμενων εισοδημάτων της αιτούσας σήμερα, η ρύθμιση του χρέους της (αναδιάρθρωση) θα γίνει κατά πρώτο με μηνιαίες καταβολές απευθείας στη δανείστρια της από τα εισοδήματα της αιτούσας επί τετραετία, που θα αρχίζουν αμέσως με την κοινοποίηση προς αυτή της απόφασης. Όσον αφορά το ειδικότερο περιεχόμενο της ρύθμισης αυτής, όπως προαναφέρθηκε, και ενόψει της προτάσεως της αιτούσας, το προς διάθεση μηνιαίως ποσό, ανέρχεται σε 207,00 ευρώ, το οποίο βρίσκεται μέσα στις οικονομικές της δυνατότητες.

Επομένως η αιτούσα θα καταβάλλει με μηνιαίες καταβολές επί τετραετία συνολικά το ποσό των διακόσιων επτά ευρώ (207,00€) στην δανείστρια της, και για χρονικό διάστημα τεσσάρων ετών, προς εξόφληση της με αριθμό ….. σύμβασης στεγαστικού δανείου το συνολικό ποσό των 9.936,00ευρώ, με υπόλοιπο απαίτησης,( 127.353,82 – 9.936,00) 117.417,82 ευρώ. Ήτοι από το σημερινό συνολικό χρέος της ύψους 127.353,82 ευρώ, θα αφαιρεθεί στο τέλος της τετραετίας το πόσο των 9.936,00 ευρώ. Το εναπομένον δε ποσό των , 117.417,82 ήτοι η ικανοποίηση της υπόλοιπης απαίτησης της άνω πιστώτριας της θα γίνει με περαιτέρω καταβολές προς διάσωση της κύριας κατοικίας της αιτούσας, που σύμφωνα με το νόμο μπορεί να ανέλθει μέχρι το 85% της εμπορικής αξίας του, ήτοι στο ποσό των 38.250,00 ευρώ.

Η αποπληρωμή του ποσού αυτού, θα ξεκινήσει τέσσερα χρόνια μετά τη δημοσίευση της απόφασης αυτής, θα πραγματοποιηθεί δε, κατά το νόμο εντόκως, χωρίς ανατοκισμό, με επιτόκιο που δεν υπερβαίνει αυτό της ενήμερης οφειλής ή το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο που ίσχυε σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος κατά τον τελευταίο μήνα για τον οποίο υφίσταται μέτρηση, αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Ο χρόνος δε τοκοχρεωλυτικής εξόφλησης του ποσού αυτού πρέπει να οριστεί στα δεκαπέντε (15) χρόνια, ήτοι επί 180 μήνες, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των χρεών της απούσας και το γεγονός έχει μόνο μία οφειλή, που είναι ενέγγυα.

Η μηνιαία δόση που θα καταβάλει η αιτούσα στα πλαίσια της ρύθμισης αυτής, θα ανέρχεται στο ποσό των διακοσίων δώδεκα ευρώ και πενήντα λεπτών (212,50 €), το μήνα, οι δε μηνιαίες δόσεις θα αρχίσουν να καταβάλλονται, μετά την παρέλευση τεσσάρων ετών από τη δημοσίευση της αποφάσεως αυτής, καθόσον κρίνεται ότι στην αιτούσα πρέπει να παρασχεθεί περίοδος χάριτος διάρκειας τεσσάρων ετών για την διάσωση της πρώτης της κατοικίας. Επομένως η αιτούσα θα καταβάλλει με μηνιαίες καταβολές επί δεκαπενταετία συνολικά το ποσό των 38.250,00 ευρώ(εντόκως ως άνω και κατά το διατακτικό ), στην καθης, πιστώτρια της. Ενόψει των παραπάνω πρέπει η κρινόμενη αίτηση να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσία και να ρυθμιστεί η αναφερόμενη στην αίτηση οφειλή της αιτούσας, με την καταβολή στην παριστάμενη πιστώτρια, όπως ακόλουθα αναφέρεται στο διατακτικό.

Η απαλλαγή της αιτούσας από κάθε υφιστάμενο υπόλοιπο οφειλής της, θα επέλθει σύμφωνα με το νόμο (άρθρο 11 παρ.1 ν.3869/2010) μετά την κανονική εκτέλεση των υποχρεώσεων, που επιβάλλονται στην αιτούσα με την απόφαση αυτή και με την επιφύλαξη της τυχόν τροποποιήσεως της παρούσας ρύθμισης. Δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται σύμφωνα με το άρθρ. 8 παρ. 6 του Ν. 3869/2010.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ με παρόντες τους διαδίκους.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την ένδικη αίτηση .
ΡΥΘΜΙΖΕΙ τα χρέη της αιτούσας με μηνιαίες καταβολές απευθείας προς την πιστώτρια της, επί μία τετραετία, (άτοκα),οι οποίες θα καταβάλλονται εντός του πρώτου τριημέρου κάθε μήνα αρχής γενομένης από τον πρώτο μήνα μετά την κοινοποίηση προς αυτήν της απόφασης, συνολικού ποσού διακόσιων επτά ευρώ (207,00€ ), προς την καθ’ης Ανώνυμη Τραπεζική Εταιρία με την επωνυμία«ΕURΟΒΑΝΚ ERGASIAS ΑΕ»

ΕΞΑΙΡΕΙ της εκποίησης την κύρια κατοικία της αιτούσας, δηλαδή ένα διαμέρισμα του 6ου ορόφου εξώστης) της οικοδομής της ………….., εμβαδού 61 τμ μικτών, αποτελούμενο από δύο δωμάτια, σαλόνι, κουζίνα, λουτροαποχωρητήριο και χώλ, στο οποίο αναλογεί ποσοστό εξ αδιαιρέτου στο όλο οικόπεδο και στα κοινόχρηστα και κοινόκτητα μέρη, της οικοδομής 1,50% εξ αδιαιρέτου και το οποίο περιγράφεται λεπτομερώς στο σκεπτικό της παρούσας

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ στην αιτούσα την υποχρέωση να καταβάλει για τη διάσωση της παραπάνω κατοικίας της επί δεκαπέντε (15) χρόνια, ήτοι επί 180 μήνες, το ποσό των διακοσίων δώδεκα ευρώ και πενήντα λεπτών (212,5€), το μήνα, οι δε μηνιαίες δόσεις θα αρχίσουν να καταβάλλονται μετά την παρέλευση τεσσάρων ετών από τη δημοσίευση της αποφάσεως αυτής, θα πραγματοποιηθεί δε σύμφωνα με το νόμο εντόκως, χωρίς ανατοκισμό, με επιτόκιο που δεν υπερβαίνει αυτό της ενήμερης οφειλής ή το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο που ίσχυε σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος κατά τον τελευταίο μήνα για τον οποίο υφίσταται μέτρηση, αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στη Θεσσαλονίκη την 4 Οκτωβρίου 2013, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Η ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

GreekEnglish