Υπερχρεωμένα Νοικοκυριά (Ν. 3869/2010, Νόμος Κατσέλη) Ρύθμιση οφειλών δανειολήπτη-Διαγραφή χρέους

ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από την Ειρηνοδίκη Αικατερίνη Ιατρίδου, που ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Ειρηνοδικείου και την Γραμματέα Σοφία Χρυσανθοπούλου.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του στις 19 Μαρτίου 2014, για να συνεκδικάσει τις κάτωθι υποθέσεις μεταξύ των εξής διαδίκων:
Α’ Αίτηση: αρ. εκθ. κατάθεσης: 10662/2012
ΑΙΤΟΥΣΑ: ……. του Κωνσταντίνου και της Ρεβέκας, κάτοικος Θεσσαλονίκης, οδός Μυκηνών αριθ. 3 – Μπότσαρη με την οποία παραστάθηκε ο πληρεξούσιος δικηγόρος …..

ΜΕΤΕΧΟΥΣΑ ΣΤΗ ΔΙΚΗ ΠΙΣΤΩΤΡΙΑ- ΚΑΘ “ΗΣ Η ΑΙΤΗΣΗ, η οποία κατέστη διάδικος μετά τη νόμιμη κλήτευση τους,(άρθρα 5 ν.3869/2010 και 748 παρ.2Κ.Πολ.Δ.) και παρίσταται ως εξής :

Η Ανώνυμη Τραπεζική Εταιρία με την επωνυμία «FBB BANK Α. Ε. ΠΡΩΤΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ», (υπό ειδική εκκαθάριση)», που εδρεύει στην Αθήνα επί της οδού Ακαδημίας 98-100, και εκπροσωπείται νόμιμα από τον ειδικό εκκαθαριστή αυτής, …… του Λυκούργου δυνάμει της υπ’ αριθμ. 73/1/ 10.05.2013 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Διεύθυνσης Εποπτείας Πιστωτικού Συστήματος της Τράπεζας της Ελλάδος, την οποία εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος ……..

Β. Αίτηση: αρ. εκθ. κατάθεσης: 10663/2012
ΑΙΤΟΥΣΑ: …….. του Αθανασίου και της Φωτεινής, κάτοικος Θεσσαλονίκης, οδός Μυκηνών αριθ. 3 – Μπότσαρη, την οποία εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος Χάιδω Τσαγκαλίδου (A.M.: 10976).
ΚΑΘ ΗΣ Η ΑΙΤΗΣΗ :Η Ανώνυμη Τραπεζική Εταιρία με την επωνυμία «FBB BANK Α. Ε. ΠΡΩΤΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ», (υπό ειδική εκκαθάριση)», που εδρεύει στην Αθήνα επί της οδού Ακαδημίας 98-100, και εκπροσωπείται νόμιμα από τον ειδικό εκκαθαριστή αυτής, ……. του Λυκούργου δυνάμει της υπ’ αριθμ. 73/1/ 10.05.2013 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Διεύθυνσης Εποπτείας Πιστωτικού Συστήματος της Τράπεζας της Ελλάδος, την οποία εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος ……

ΟΙ ΑΙΤΟΥΣΕΣ, ζητούν να γίνουν δεκτές οι από 10-07- 2012 και με αρ. εκθ. Καταθέσεως 10662/2012 και 10663/2012 ,αιτήσεις τους, που απευθύνονται προς το Δικαστήριο αυτό, με τις οποίες ζητούν την υπαγωγή τους στις διατάξεις του Ν. 3869/2010 και για όσους λόγους επικαλούνταν σ’ αυτές.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ δημόσια συζήτηση των υποθέσεων, κατά την εκφώνηση τους από το σχετικό πινάκιο στη σειρά τους, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αμφοτέρων των δικών, ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και στις έγγραφες προτάσεις τους.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

I. ΕΠΕΙΔΗ εντός του έτους 2013, στο πλαίσιο της εντολής του, το Κυβερνητικό Συμβούλιο για τη Διαχείριση του Ιδιωτικού Χρέους (ΝΟΜΟΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 4224/2013 (ΦΕΚ Α’ 288/31-12-2013) έχει προβεί σε εκτίμηση των «εύλογων δαπανών διαβίωσης», με βάση τα ετήσια στοιχεία της ΕΛ- ΣΤΑΤ, που εν τέλει θα ενσωματώθηκαν και αποτέλεσαν μέρος του Κώδικα Δεοντολογίας της παραγράφου 2, του νόμου, προκειμένου να αξιοποιηθούν στις απόπειρες εξωδικαστικού συμβιβασμού και ενώπιον των δικαστηρίων, στο ποσό των 1.347 ευρώ μηνιαίως για μια τετραμελή οικογένεια.

Ορίστηκε δε το ποσό των βασικών εύλογων δαπανών διαβίωσης, οι οποίες θα αποτελούν τον «μπούσουλα» από την 1η Ιανουαρίου 2015 για τη ρύθμιση των δανείων, όχι μόνο στεγαστικών, αλλά και καταναλωτικών και επιχειρηματικών. Με άλλα λόγια, το ποσό της μηνιαίας δόσης στην περίπτωση των «κόκκινων» αλλά και των «πορτοκαλί» δανείων θα μπορεί να καθορίζεται με βάση το ποσό που περισσεύει όταν από το εισόδημα του δανειολήπτη αφαιρεθούν οι δαπάνες για την κάλυψη των αναγκών διαβίωσής του.

Το «κατώφλι» αυτό αφενός δεν είναι δεσμευτικό, καθώς αποτελεί σημείο αναφοράς για το εξατομικευμένο προφίλ του κάθε δανειολήπτη βάσει του οποίου θα γίνεται η ρύθμιση του δανείου. Μάλιστα, μπορεί να αυξάνεται εάν προστίθενται επιπλέον κατηγορίες δαπανών, οι οποίες μπορεί να μην είναι οι απολύτως βασικές, όπως οι δαπάνες για τρόφιμα, αλλά εύλογες και δικαιολογούνται τόσο από τα δηλωθέντα εισοδήματα όσο και από τις ανάγκες διαβίωσης και της καθημερινότητας του δανειολήπτη.

Εάν για παράδειγμα η εργασία κάποιου απαιτεί να βρίσκεται πολλές ώρες εκτός σπιτιού θα δικαιολογούνται επιπλέον δαπάνες μαζικής εστίασης. Ο προσδιορισμός των μηνιαίων εύλογων δαπανών διαβίωσης βασίστηκε στην Ερεύνα Οικογενειακών Προϋπολογισμών για τα εισοδήματα και τις δαπάνες του 2012 που διενεργεί η Ελληνική Στατιστική Αρχή.

Οι δαπάνες διακρίνονται σε τέσσερις ομάδες, με την πρώτη να περιλαμβάνει τις πιο βασικές για τη διαβίωση του νοικοκυριού και επί της ουσίας αυτές που δεν θα μπορεί να αμφισβητήσει ένα το πιστωτικό ίδρυμα. Σε αυτή την πρώτη ομάδα περιλαμβάνονται: διατροφή, ένδυση-υπόδηση, λειτουργικά έξοδα κατοικίας, μετακίνηση, επισκευή και συντήρηση επίπλων και οικιακού εξοπλισμού, είδη οικιακής κατανάλωσης και ατομικής φροντίδας, ενημέρωση και μόρφωση, υπηρεσίες τηλεφωνίας και ταχυδρομείων, είδη και υπηρεσίες υγείας (φάρμακα αλλά όχι ιδιωτικά νοσοκομεία), οι υπηρεσίες εκπαίδευσης (παιδικοί σταθμοί, φροντιστήρια, αλλά όχι ιδιωτικά σχολεία πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης), οι υπηρεσίες κοινωνικής προστασίας (γηροκομεία, ιδρύματα και σχολεία για ΑΜΕΑ, βρεφονηπιακοί σταθμοί) και οι οικονομικές υπηρεσίες (αμοιβές φοροτεχνικών, συμβολαιογράφων, δικηγόρων).

Η δεύτερη κατά σειρά σημασίας ομάδα περιλαμβάνει δαπάνες για μαζική εστίαση. Η τρίτη ομάδα περιλαμβάνει τις δαπάνες για αγορά αυτοκινήτου, επίπλων και συσκευών. Η τελευταία από πλευράς σημασίας ομάδα περιλαμβάνει τις δαπάνες για κατανάλωση αλκοολούχων ποτών και καπνού, αεροπορικές μετακινήσεις, τουριστικές υπηρεσίες και υπηρεσίες αναψυχής, πολιτισμού και αθλητισμού. Εκτός από τα νοσήλια για ιδιωτικά νοσοκομεία και δίδακτρα για ιδιωτικά εκπαιδευτήρια εξαιρούνται και οι δαπάνες για ιδιωτική ασφάλιση υγείας και κατοικίας. Για όσους καταβάλλουν ενοίκιο και θέλουν για παράδειγμα να ρυθμίσουν ένα καταναλωτικό δάνειο (δεν έχουν δηλαδή στεγαστικό για α’ κατοικία) στις εύλογες δαπάνες διαβίωσης θα προστίθεται και το ποσό του ενοικίου.

Το μηνιαίο «κατώφλι» με βάση την 1η ομάδα δαπανών ανά κατηγορία νοικοκυριού διαμορφώνεται ενδεικτικά για ζευγάρι χωρίς παιδιά στα 906 ευρώ και αυξάνεται αναλόγως του αριθμού των παιδιών και των εξαρτώμενων ενήλικων ατόμων). Τα ποσά αυτά είναι μετά φόρων και αρκετά πάνω από το όριο της φτώχειας.

Για παράδειγμα, το όριο της φτώχειας για τετραμελή οικογένεια είναι 999,00 ευρώ, ενώ το ποσό αναφοράς καθορίστηκε στα 1.347 ευρώ. Τα ποσά κάθε χρόνο θα αναπροσαρμόζονται αναλόγως των στοιχείων που προκύπτουν από τις Έρευνες Οικονομικών Προϋπολογισμών και τον πληθωρισμό. Άλλωστε όπως προκύπτει και από τους πίνακες, που έλαβε υπόψη του το Υπουργείο Ανάπτυξης, το όριο των δαπανών, κυμαίνεται ανάλογα με το είδος των δαπανών και την οικογενειακή κατάσταση.

Τα ποσά κυμαίνονται από : 1. 758 έως 962 ευρώ τον μήνα για έναν ενήλικα με ένα παιδί, 2. 126 έως 1440 ευρώ για ζευγάρι με ένα παιδί 3. 134 έως 1720 ευρώ για ζευγάρι με δύο παιδιά. Τα ποσά των εύλογων δαπανών διαβίωσης είναι καθαρά μετά την αφαίρεση των φόρων (όπως προκύπτουν στο εκκαθαριστικό σημείωμα της εφορίας) και αφού αφαιρεθεί η δόση του δανείου για τους δανειολήπτες και το ποσό του ενοικίου για τους ενοικιαστές, (newsroom naftemporiki.gr) II. ΣΥΜΦΩΝΑ με το άρθρο 236 του ΚΠολΔ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθ. 22 παρ.5 του Ν.3994/2011, «Ο δικαστής που διευθύνει τη συζήτηση πρέπει να φροντίζει τα πρόσωπα που συμμετέχουν στη συζήτηση να συμπληρώνουν τους ισχυρισμούς που υποβλήθηκαν ελλιπώς και αορίστως με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά και γενικά να παρέχουν τις αναγκαίες διασαφήσεις για την εξακρίβωση της αλήθειας των προβαλλόμενων ισχυρισμών».

Το ως άνω άρθρο ισχύει και στην διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, αφού προσαρμόζεται στη διαδικασία αυτή και δεν αντιτίθεται στις διατάξεις που την ρυθμίζουν (άρθ.741 του του ΚΠολΔ). Ειδικότερα κατά την διάταξη του άρθ.751 του ΚΠολΔ. Μεταβολή της αίτησης επιτρέπεται με άδεια του δικαστή, εφόσον κατά την κρίση του δεν βλάπτονται συμφέροντα εκείνων που μετέχουν στη δίκη ή τρίτων.

Επομένως στην ακουσία δικαιοδοσία ο αιτών δύναται ελεύθερα να συμπληρώνει και διορθώνει τους ισχυρισμούς του με προφορική δήλωση κατά την συζήτηση και καταχώρησή της στα πρακτικά (άρθ.238 και 256 του ΚΠολΔ) αρκεί η διόρθωση να μην είναι τόσο εκτεταμένη ώστε να προκαλείται μεταβολή της αιτήσεως, οπότε στην περίπτωση αυτή, για να είναι επιτρεπτή η μεταβολή θα πρέπει να γίνεται με την άδεια του δικαστή κατά το μέτρο που η μεταβολή δεν βλάπτει συμφέροντα των συμμετεχόντων στη δίκη ή τρίτων.

Άλλωστε στις δίκες της εκούσιας δικαιοδοσίας, όπου το αντικείμενο της υποθέσεως εξαντλείται στη λήψη του αιτούμενου ρυθμιστικού μέτρου, δίχως δεσμευτική διάγνωση κάποιας εριζόμενης έννομης σχέσης, είναι επιτρεπτή η προβολή και νέων πραγματικών ισχυρισμών ώσπου να καταστεί η υπόθεση ώριμη για την έκδοση οριστικής απόφασης (άρθ.745 του ΚΠολΔ, ανακριτικό σύστημα και άρθ.744 και 759 παρ. 3 του ΚΠολΔ) .

Επομένως στο πλαίσιο αυτό, ακόμη και η παράλειψη αναφοράς γεγονότων που συνιστούν τις προϋποθέσεις του ζητούμενου ρυθμιστικού μέτρου, δεν προκαλούν το απαράδεκτο της αιτήσεως. Στις υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας αφενός εφαρμόζεται το δεν ισχύει το συγκεντρωτικό σύστημα (άρθ.745 και 765 του ΚΠολΔ),με αποτέλεσμα να μην υπάρχει περιθώριο ανάλογης εφαρμογής του άρθ. 224 του ΚΠολΔ.

III. Σύμφωνα με το άρθρο 68 του Ν 3601/2007, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 5 του Ν 4021/2011, με την επιφύλαξη των διατάξεων του Ν 3458/2006 (Α’ 94) και του άρθρου 63 Ε του Ν 3601/2007: 1)

«α) Πιστωτικό Ίδρυμα δεν δύναται να κηρυχθεί σε πτώχευση ούτε είναι δυνατόν να ανοίξει επ’ αυτού προπτωχευτική διαδικασία εξυγίανσης,

β) Στην περίπτωση που ανακαλείται η άδεια λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος, σύμφωνα με το άρθρο 8, αυτό τίθεται υποχρεωτικώς υπό ειδική εκκαθάριση με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος,

γ) Κατά τη διάρκεια της εκκαθάρισης, τη διοίκηση του πιστωτικού ιδρύματος αναλαμβάνει οριζόμενος από την Τράπεζα της Ελλάδος ειδικός εκκαθαριστής.

δ)…ε)…στ)…ζ)…η)…θ)…ι)…2) Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος μπορεί να εξειδικεύονται οι όροι εφαρμογής του παρόντος άρθρου. Στην ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος εφαρμόζονται συμπληρωματικώς και στο μέτρο που δεν αντίκειται στο παρόν άρθρο, όπως αυτό εξειδικεύεται με την ανώτερη απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, οι διατάξεις του Πτωχευτικού κώδικα.3)…4)…Εάν στην ειδική εκκαθάριση του πιστωτικού ιδρύματος υπάρχουν απαιτήσεις που έχουν προνόμιο σε ορισμένο πράγμα ή σε ποσότητα χρηματικών, εφαρμόζεται το άρθρο 156 του Πτωχευτικού κώδικα, εκτός αν πρόκειται για δικαιώματα από συμφωνίες παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας κατά την έννοια του άρθρου 2 του Ν 3301/2004, οπότε ο ασφαλειολήπτης ικανοποιείται από την ασφάλεια κατ’ αποκλεισμό μέχρι πλήρους ικανοποίησής του, των απαιτήσεων του άρθρου 154 του Πτωχευτικού Κώδικα, της παρ. 4 του άρθρου 134 του Ν 3746/2008 και της παρ. 16 του άρθρου 4 του ίδιου νόμου».

Άλλωστε αν διάδικος είναι ΑΕ και τεθεί αυτή μετά την άσκηση της αγωγής και πριν από τη συζήτησή της, σε εκκαθάριση, η δίκη συνεχίζεται, της ΑΕ εκπροσωπούμενης από χους εκκαθαριστές της (ΑΠ 186/2011 Nomos, ΕφΠατρ 619/1996 ΑχΝομ 1997,31).

IV.ΤΕΛΟΣ σύμφωνα με το άρθρο 12 του Ν.3869/2010, τα δικαιώματα των πιστωτών δεν θίγονται έναντι του εγγυητή. Ο εγγυητής που επιδιώκει την προστασία του, πρέπει αυτοτελώς να κινηθεί δικαστικώς και να ενταχτεί στις διατάξεις του Ν.3869/2010, χωρίς να επαφίεται στην ενδεχόμενη υπαγωγή του πρωτοφειλέτη. Όμως η με το άρθρο 5παρ.1, (όπως αυτό είχε τροποποιηθεί με την παρ.3 άρθρου 85 Ν.3996/2011,ΦΕΚ Α 170 και αντικατασταθεί με το άρθρο 13 4161/2013,ΦΕΚ Α 143/14.6.2013), η επίδοση της αίτησης στον εγγυητή το καθιστά διάδικο που μπορεί να εκθέσει τις απόψεις του.

Άλλωστε κατ άρθρο 74. «Περισσότερα πρόσωπα μπορούν να ασκήσουν αγωγή ή να εναχθούν από κοινού , ως ομόδικοι,

1) αν, σχετικά με το αντικείμενο της διαφοράς, έχουν κοινό δικαίωμα ή κοινή υποχρέωση ή αν τα δικαιώματα ή οι υποχρεώσεις τους στηρίζονται στην ίδια πραγματική και νομική αιτία, ή

2) αν αντικείμενο της διαφοράς είναι ομοειδείς απαιτήσεις ή υποχρεώσεις που στηρίζονται σε όμοια, κατά τα ουσιώδη στοιχεία της, ιστορική και νομική βάση και συγχρόνως το δικαστήριο έχει Αρμοδιότητα για τον καθέναν από τους εναγόμενους. Κατ’ ακολουθία και επειδή κατ αρ’. 741 Κ.Πολ.Δικ. στη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας εφαρμόζονται τα αρ 1-590Κ.Πολ.Δικ., έκτος αν είναι αντίθετα προς τις διατάξεις της ή δεν προσαρμόζονται στη διαδικασία αυτή.

Έτσι οι περί απλής ενεργητικής ομοδικίας διατάξεις των αρ.74επ. Κ.Πολ.Δικ., για λόγους πρακτικής σκοπιμότητας εφαρμόζονται και στις μη γνήσιες υποθέσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας όπως είναι η ρυθμιζόμενη από το Ν. 3869/2010. Τέτοια περίπτωση μπορεί να φανεί στην πράξη μεταξύ δυο συνοφειλετών ή εγγυητών, όταν έχουν κοινή υποχρέωση από δάνεια και οι υποχρεώσεις τους έναντι των πιστωτών τους στηρίζονται στις ίδιες δανειακός συ βάσεις, έχουν δε αμφότεροι το δικαίωμα να υπαχθούν στις προστατευτικές διατάξεις του Ν.3869/2010 που αποτελεί την στην ίδια πραγματική και νομική αιτία, (περί της άποψης αυτής βλ. Αθανάσιο Κρητικό «Ρύθμιση οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων» σελ 16 αρ 39 , τρίτη έκδοση).

Έτσι είναι όταν ομοειδείς υποχρεώσεις που στηρίζονται σε όμοια, κατά τα ουσιώδη στοιχεία της, ιστορική και νομική βάση και συγχρόνως το δικαστήριο έχει Αρμοδιότητα για τον καθέναν από τους αιτούντες, είναι σκόπιμο το αυτό να διατάξει την ένωση και συνεκδίκαση των εκκρεμών ενώπιον του, αιτήσεων κατά άρθρο 246 Κ.Πολ.Δικ..

Ακόλουθα σύμφωνα με την παραπάνω σκέψη οι με αριθμούς εκθέσεως καταθέσεως: α) 10662/2012 και β’) 10663/2012, αιτήσεις, των οποίων οι αιτούσες είναι μεταξύ τους μητέρα και κόρη που επικαλούνται έλλειψη πτωχευτικής τους ικανότητας και μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους, ζητούν- όπως σαφώς συνάγεται από όλο το περιεχόμενο εκάστης εξ αυτών-, τη ρύθμιση και την εν μέρει απαλλαγή των χρεών τους, σύμφωνα με το Ν. 3869/2010, πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της μεταξύ τους συνάφειας και ειδικότερα, γιατί αν και αιτούνται κεχωρισμένως, με τα άνω διαφορετικά δικόγραφα, συνδέονται μεταξύ τους με το δεσμό της ομοδικίας και ειδικότερα της απλής (άρθρο 74 παρ.1 ΚΠολΔ), καθότι ενέχονται από τα ίδια χρέη και ο καθορισμός της μηνιαίας δόσης της καθεμίας τους για την αποπληρωμή των δανειστών τους, θα εξαρτηθεί και από το ύψος της δόσης της ετέρας , καθώς και επειδή η εγγυήτρια (αιτούσα της Β’ αίτησης με αρ. εκθ. κατάθεσης: 10663/2012) ευθύνεται για το υπόλοιπο των χρεών της πρωτοφειλέτριας μετά και τον ορισμό των καταβολών από το δικαστήριο κατ’αρ 8 και 9 του Ν. 3869/2010, (βλ. σχετικά Βλ. Ι.Βενιέρη- Θ.Κατσά, Εφαρμογή του ν. 3869/2010 για τα υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα, 2η έκδοση , σελ.556 έως 561). Επομένως νομίμως διατάσσεται, αυτεπαγγέλτως, η ένωση και συνεκδίκαση των ανωτέρω, εκκρεμών ενώπιο του δικών, ανάμεσα σε διαφορετικούς διαδίκους, αφενός με σκοπό τον ευχερέστερο υπολογισμό της μηνιαίας δόσης εκάστου των οφειλετών, αφετέρου επειδή έτσι επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων.

ΕΠΕΙΔΗ, στην προκειμένη περίπτωση, η αιτούσα της, υπό στοιχείο (α’), με αριθμό, 10662/2012 αιτήσεως, (συνταξιούχος του Ι.Κ.Α.), με την υπό κρίση αίτηση της όπως το περιεχόμενο της όπως αυτή παραδεκτά διορθώθηκε και συμπληρώθηκε κατά τα αναφερθέντα στην μείζονα σκέψη, στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου καθώς και με το περιεχόμενο των ενδίκων προτάσεων της, ζητά επικαλούμενη την έλλειψη πτωχευτικής του ικανότητας και τη μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών της προς την καθ’ ης τράπεζα, όπως σαφώς συνάγεται από όλο το περιεχόμενο της αίτησης, τη ρύθμιση των χρεών της, σύμφωνα με το σχέδιο διευθέτησης που υποβάλει και αφού ληφθούν υπόψη η περιουσιακή και οικογενειακή της κατάσταση, όπως αυτή εκτίθεται αναλυτικά, καθώς και οι οικονομικές της δυνατότητες με σκοπό την εν μέρει απαλλαγή της από τα χρέη της αυτά.

ΕΠΕΙΔΗ με το περιεχόμενο της αυτό η κρινόμενη αίτηση και κατ’ ορθήν εκτίμηση της, εισάγεται αρμοδίως και παραδεκτώς ενώπιον αυτού του δικαστηρίου της περιφέρειας της κατοικίας της αιτούσας κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας των άρθρων 741 επ. ΚΠολΔ (άρθρο 3 ν.3869/201), πρέπει δε όλοι οι ισχυρισμοί της μετέχουσας, πιστώτριας Τράπεζας περί αοριστίας του δικογράφου της, να απορριφτούν ως μη νόμιμοι, καθώς τα στοιχεία που αναφέρονται στην αίτηση περί της μόνιμης αδυναμίας πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών της προς την δανείστρια της, είναι εύληπτα και επαρκή και αφού το επίδικο δικόγραφο της αίτησης περιέχει όλα τα οριζόμενα στο άρθρο 4 παρ Ι, του Ν 3869/2010, ενώ δεν απαιτείται κανένα άλλο στοιχείο για την πληρότητα και το ορισμένο αυτής. Ειδικότερα, η κρινόμενη αίτηση περιέχει :

α) κατάσταση της περιουσίας της αιτούσας και των εισοδημάτων της

β) κατάσταση των απαιτήσεών της πιστώτριες της τους κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα και γ) σχέδιο διευθέτησης των οφειλών του, στοιχεία που περιέχονται σ’ αυτή (Κρητικός, ρύθμιση ν. 3869/2010 σελ.64 και Ε. Κιουπτσίδου Αρμεν./64- Ανάτυπο σελ. 1477) και ουδέν άλλο στοιχείο απαιτείται για την πληρότητα του ορισμένου της εν λόγω αίτησης. Συνεπώς τα αναφερόμενα ως ελλιπή στοιχεία από τις άνω πιστώτριες θα αποτελέσουν θέματα της αποδεικτικής διαδικασίας.

ΕΠΕΙΔΗ άλλωστε, με το παραπάνω περιεχόμενο της, η αίτηση, με αριθμό εκθέσεως 10662/2012 υπό στοιχείο (α), που για το παραδεκτό της: α) τηρήθηκε η προδικασία του εξωδικαστικού συμβιβασμού με την διαμεσολάβηση προσώπου απ’ αυτά που έχουν σχετική εξουσία από το νόμο, (βλ. άρθρο 2 ν. 3869/2010), ο οποίος απέτυχε, όπως βεβαιώνεται από το μεσολαβητή Δικηγόρο Θεσσαλονίκης Δημήτριο Τσαγκαλιδη (AM:.2176), β) το δικόγραφο της κατατέθηκε εμπρόθεσμα μέσα στην εξάμηνη προθεσμία του άρθρου 2 παρ.1 ν. 3869/ 2010 από την αποτυχία του εξωδικαστικού συμβιβασμού, ενώ εμπρόθεσμα έγινε η κατάθεση στη γραμματεία του δικαστηρίου αυτού, των εγγράφων του άρθρου 4 παρ.2 και 4 ν. 3869/2010 (βεβαίωσης αποτυχίας εξώδικαστικού συμβιβασμού, υπεύθυνης δήλωσης για την ορθότητα και πληρότητα των καταστάσεων κλπ), γ) δεν εκκρεμεί άλλη αίτηση της ιδίας αιτούσας για ρύθμιση των χρεών του στο Δικαστήριο αυτό ή άλλο Ειρηνοδικείο της χώρας, ούτε έχει απορριφθεί προγενέστερη αίτησή του για ουσιαστικούς λόγους, όπως διαπιστώθηκε μετά από αυτεπάγγελτο έλεγχο κατ’ άρθρο 13 παρ.2 του ν.3869/2010 (βλ. σχετικές βεβαιώσεις των γραμματέων του Δικαστηρίου αυτού και του Ειρηνοδικείου Αθηνών).

ΕΠΟΜΕΝΩΣ η αίτηση αυτή, που παραδεκτά εισάγεται για συζήτηση μετά: 1) την εμπρόθεσμη και νομότυπη κλήτευση των μετεχουσών πιστωτριών, σύμφωνα με το άρθρο 5 ν. 3869/2010, που καθίστανται έτσι διάδικοι, και μετά 2) την αποτυχία του δικαστικού συμβιβασμού, είναι νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1, 4, 5, 6 παρ.3, 8, 9 και 11 του ν. 3869/2010.

ΑΚΟΛΟΥΘΑ με βάση τα άνω εκτιθέμενα περιστατικά, συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής της αιτούσας στη ρύθμιση του νόμου, εφόσον εκτίθεται στην αίτηση ότι πρόκειται για φυσικό πρόσωπο, στερούμενο πτωχευτικής ικανότητας και έχει ήδη περιέλθει σε κατάσταση μόνιμης αδυναμίας πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρεών του. Πρέπει επομένως η αίτηση του να εξεταστεί περαιτέρω, ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα μετά την καταβολή των νομίμων τελών συζήτησης.

ΑΛΛΩΣΤΕ η αιτούσα της, υπό στοιχείο (β’), με αριθμό αιτήσεως 10663/2012, (μισθωτή Κομμώτρια) όπως αυτή παραδεκτά διορθώθηκε και συμπληρώθηκε κατά τα αναφερθέντα στην μείζονα σκέψη, ζητά επικαλούμενη την έλλειψη πτωχευτικής της ικανότητας και τη μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων και μη χρηματικών οφειλών της, (τα οποία παραθέτει αναλυτικά), όπως σαφώς συνάγεται από όλο το περιεχόμενο της αίτησης, τη ρύθμιση των χρεών της αυτών, με την σύγχρονη εξαίρεση της πρώτης κατοικίας της, σύμφωνα με το σχέδιο διευθέτησης που υποβάλει και αφού ληφθούν υπόψη η περιουσιακή και οικογενειακή της κατάσταση, όπως αυτή εκτίθεται αναλυτικά, καθώς και οι οικονομικές της δυνατότητες, με σκοπό την εν μέρει απαλλαγή της από τα χρέη της αυτά.

Με το περιεχόμενο της αυτό, η κρινόμενη αίτηση και κατ’ ορθή εκτίμηση της εισάγεται αρμοδίως και παραδεκτώς ενώπιον αυτού του δικαστηρίου της περιφέρειας της κατοικίας της αιτούσας κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας των άρθρων 741 επ. ΚΠολΔ (άρθρο 3 ν.3869/201), πρέπει δε όλοι οι ισχυρισμοί της μετέχουσας, – καθ’ης πιστώτριας Τράπεζας περί αοριστίας του δικογράφου, να απορριφτούν ως μη νόμιμοι, καθώς τα στοιχεία που αναφέρονται στην αίτηση περί της μόνιμης αδυναμίας πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών της οφειλέτριας προς την άνω δανείστρια της, είναι εύληπτα και επαρκή και αφού το επίδικο δικόγραφο της αίτησης περιέχει όλα τα οριζόμενα στο άρθρο 4 παρ Ι, του Ν 3869/2010, ενώ δεν απαιτείται κανένα άλλο στοιχείο για την πληρότητα και το ορισμένο αυτής.

Ειδικότερα, η κρινόμενη αίτηση περιέχει :

α) κατάσταση της περιουσίας της αιτούσας και των εισοδημάτων της

β) κατάσταση των απαιτήσεών της πιστώτριας της και των απαιτήσεών της κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα και γ) σχέδιο διευθέτησης των οφειλών της , στοιχεία που περιέχονται σ’ αυτή (Κρητικός, ρύθμιση ν. 3869/2010 σελ.64 και Ε. Κιουπτσίδου Αρμεν./64- Ανάτυπο σελ. 1477) και ουδέν άλλο στοιχείο απαιτείται για την πληρότητα του ορισμένου της εν λόγω αίτησης . Συνεπώς τα αναφερόμενα ως ελειπή στοιχεία, από την άνω πιστώτρια θα αποτελέσουν θέματα της αποδεικτικής διαδικασίας. Άλλωστε, με το παραπάνω περιεχόμενο της, η άνω αίτηση, (με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 10663/2012 και υπό στοιχείο (β’) , που για το παραδεκτό της: α) τηρήθηκε η προδικασία του εξωδικαστικού συμβιβασμού με την διαμεσολάβηση προσώπου απ’ αυτά, που έχουν σχετική εξουσία από το νόμο,(βλ. άρθρο 2 ν. 3869/2010), ο οποίος απέτυχε, όπως βεβαιώνεται από το μεσολαβητή Δικηγόρο Θεσσαλονίκης Δημήτριο Τσαγκαλιδη (AM:.2176) β) το δικόγραφο της κατατέθηκε εμπρόθεσμα μέσα στην εξάμηνη προθεσμία του άρθρου 2 παρ.1 ν. 3869/ 2010 από την αποτυχία του εξωδικαστικού συμβιβασμού, ενώ έγινε και η εμπρόθεσμη κατάθεση στη γραμματεία του δικαστηρίου αυτού, των εγγράφων του άρθρου 4 παρ.2 και 4 ν. 3869/2010 (βεβαίωσης αποτυχίας εξωδικαστικού συμβιβασμού, υπεύθυνης δήλωσης για την ορθότητα και πληρότητα των καταστάσεων κλπ), γ) δεν εκκρεμεί άλλη αίτηση της ίδιας της αιτούσας για ρύθμιση των χρεών της, στο Δικαστήριο αυτό ή άλλο Ειρηνοδικείο της χώρας, ούτε έχει απορριφθεί προγενέστερη αίτησή της, για ουσιαστικούς λόγους, όπως διαπιστώθηκε, μετά από αυτεπάγγελτο έλεγχο κατ’ άρθρο 13 παρ.2 του ν.3869/2010 (βλ. σχετικές βεβαιώσεις των γραμματέων του Δικαστηρίου αυτού και του Ειρηνοδικείου Αθηνών).

ΕΠΟΜΕΝΩΣ η αίτηση αυτή, που παραδεκτά εισάγεται για συζήτηση μετά: 1) την εμπρόθεσμη και νομότυπη κλήτευση των μετεχόντων πιστωτριών σύμφωνα με το άρθρου 5 ν. 3869/2010, που καθίστανται έτσι διάδικοι, και μετά 2) την αποτυχία του δικαστικού συμβιβασμού, είναι νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1, 4, 5, 6 παρ.3, 8 , 9 και του ν. 3869/2010, απορριπτόμενων των αντιθέτων ισχυρισμών της μετέχουσας πιστώτριας, σε εκκαθάριση, ενώ η δίκη συνεχίζεται, εκπροσωπούμενης από τους εκκαθαριστές της ΑΚΟΛΟΥΘΑ με βάση τα άνω εκτιθέμενα περιστατικά, συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής της αιτούσας στη ρύθμιση του νόμου, εφόσον εκτίθεται στην αίτηση του ότι πρόκειται για φυσικό πρόσωπο, στερούμενο πτωχευτικής ικανότητας και έχει ήδη περιέλθει σε κατάσταση μόνιμης αδυναμίας πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρεών του.

Άλλωστε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της καθ’ης προ πάσης συζήτησης της αίτησης δήλωσε: ότι δυνάμει της υπ’ αριθμ. 73/1/10.05.2013 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Διεύθυνσης Εποπτείας Πιστωτικού Συστήματος της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία δημοσιεύθηκε στο υπ’ αριθμ. …./10.05.2013 Φύλλο της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως (Τεύχος Β’), ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας του πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία «FBB – ΠΡΩΤΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ Α. Ε.», δυνάμει των διατάξεων του στοιχείου ιω της περίπτωσης α) και των περιπτώσεων γ) και δ) της παραγράφου 1 του άρθρου 8 του Ν. 3601/2007 και τέθηκε αυτό σε ειδική εκκαθάριση σύμφωνα με το άρθρο 68 του Ν. 3601/2007.

Πρέπει επομένως η αίτηση του να εξεταστεί περαιτέρω, ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα μετά την καταβολή των νομίμων τελών συζήτησης.
Ακόλουθα πρέπει να εξεταστούν συνεκδικαζόμενες οι συναφείς μεταξύ τους αιτήσεις και μαζί με το ουσιαστικό μέρος της υπόθεσης θα συνεξεταστούν και ο σχετικές με την ουσιαστική βασιμότητα της αίτησης, ενστάσεις που υπέβαλε νομότυπα και νόμιμα με τις δηλώσεις του ο πληρεξούσιος δικηγόρος της μετέχουσας πιστώτριας στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συζήτησης δίκης και τις εμπρόθεσμα και νομότυπα κατατεθείσες προτάσεις τους και όπως αναλυτικά εκτίθενται αυτές κατωτέρω.

ΕΠΕΙΔΗ ο νόμος 3869/2010 έχει ως σκοπό να διευκολύνει την έστω και μερική εξόφληση των χρεών, στην οποία δεν θα μπορούσαν να προβούν οι οφειλέτες χωρίς τη ρύθμιση, όπως και να τους ανακουφίσει κατά το δυνατόν από τη διαρκή πίεση των ατομικών καταδιώξεων. Δεν περιλαμβάνεται όμως στις επιδιώξεις του νομοθέτη η απαλλαγή από χρέη ή από υπόλοιπα τους, όταν είναι δυνατή ή σε όποιο βαθμό είναι δυνατή η ικανοποίηση τους βάσει της υπάρχουσας περιουσιακής κατάστασης του οφειλέτη. Αυτός είναι σε κάθε περίπτωση υποχρεωμένος να εξυπηρετήσει τις οφειλές του και με τα εισοδήματα από την εργασία του, αλλά και με την περιουσία του.

Το δικαστήριο, δε εάν συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για την παραδοχή της αίτησης, λαμβάνει υπόψη του, για τη μορφή της ρύθμισης που θα διατάξει, όλα τα υποβαλλόμενα ενώπιον του στοιχεία και πρέπει βάσει των διατάξεων του νόμου:

α’) Να προβεί σε ρύθμιση μηνιαίων καταβολών από τα εισοδήματα του οφειλέτη επί μία τετραετία, ώστε να επέλθει από αυτή την πηγή, μερική τουλάχιστον, εξόφληση των χρεών του, αν αυτός δεν έχει επαρκή περιουσιακά στοιχεία,

β’) Να διατάξει την εκποίηση της τυχόν υφιστάμενης ρευστοποιήσιμης περιουσίας του οφειλέτη διορίζοντας και εκκαθαριστή, και τέλος

γ’) να προβεί σε περαιτέρω ρύθμιση σταδιακών καταβολών του οφειλέτη προκειμένου να εξαιρεθεί από την εκποίηση ακίνητο που χρησιμεύει ή μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως κύρια κατοικία του. Οι τρεις προαναφερόμενες ρυθμίσεις δεν αποκλείουν η μία την άλλη και συχνά θα πρέπει να διαταχθούν σωρευτικός. (Ε. Κιουπτσίδου Αρμεν./64-Ανάτυπο σελ. 1486).

Επομένως, οι επιμέρους δυνατότητες ρυθμίσεων που προσδιορίζονται από το νόμο και ο τρόπος με τον οποίο θα τα καθορίσει το Δικαστήριο συμπλέκονται μεταξύ τους, ενώ με την απόφαση μπορεί να οριστεί ότι το ποσό αυτό αναπροσαρμόζεται ανά διαστήματα που ορίζονται σε αυτή με βάση αντικειμενικό δείκτη αναφοράς.

Ο οφειλέτης που θα υπαχθεί στη διαδικασία αυτή οφείλει επιπλέον να αποδεχθεί και τη ρευστοποίηση της περιουσίας του, δύναται όμως να εξαιρέσει από τη ρευστοποίηση, υπό προϋποθέσεις, την κύρια κατοικία του, αναλαμβάνοντας την εξόφληση ενός πρόσθετου μέρους των χρεών του που ανέρχεται μέχρι το 80 % της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου. Γίνεται λοιπόν σαφές ότι η παρεχόμενη για τις εκδικαζόμενες αιτήσεις, με το άρθρο 9 παρ. 2 της ευχέρεια διάσωσης της κύριας κατοικίας των οφειλετών όπως εφαρμόζονταν κατά τα χρόνο της συζήτησης των δεν ελαττώνει τις εξοφλητικές υποχρεώσεις των τελευταίων ούτε στερεί κάποιο ουσιώδες αποτέλεσμα από την πιστώτρια τους , αφού στην ουσία «ο οφειλέτης υποχρεώνεται να εξαγοράσει την εξαίρεση», καταβάλλοντος σε έντοκες δόσεις ένα ποσό που δεν απέχει από το συνήθως προσδοκώμενο από μια αναγκαστική εκποίηση εισπρακτικό αποτέλεσμα.

Η εύνοια προς τον οφειλέτη περιορίζεται εδώ στην αντιμετώπιση του σαν αυτός να είχε πάρει δάνειο με ευνοϊκούς (αλλά όχι ασυνήθεις) όρους ως προς τις δόσεις και τη διάρκεια του χρόνου αποπληρωμής. Από τα παραπάνω θα πρέπει να καταλήξει κανείς στο συμπέρασμα ότι με τις διατάξεις του άρθρου 9 παρ. 2 του Ν 3869/2010 όπως αυτό ίσχυε αφού είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 16 Ν.4161/2013,ΦΕΚ Α 143/14.6.2013, συνεχίστηκε από τον νομοθέτη η αναζήτηση λεπτών ισορροπιών ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα των πιστωτών και του οφειλέτη και δεν πρόκειται για μια ακραία ευνοϊκή ρύθμιση υπέρ του οφειλέτη που να διαταράσσει την τελολογία του όλου νομοθετήματος (βλέπε σχετικά τη μελέτη του, Γ. Δέλιου ,Αν. Καθηγητή Νομικής Σχολής ΑΠΘ. Δημοσίευση στο ΧρηΔικ 3/2010 σελ.298)

Η εξυπηρέτηση της οφειλής γίνεται με επιτόκιο, που δεν υπερβαίνει αυτό της ενήμερης οφειλής ή το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο που ίσχυε σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος κατά τον τελευταίο μήνα για τον οποίο υφίσταται μέτρηση, αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς, αυτό των Πράξεων Κύριας αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας «ή, σε περίπτωση καθορισμού σταθερού επιτοκίου, το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου, για ανάλογη της ρύθμισης περίοδο, όπως ομοίως προκύπτει από το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος,» και χωρίς ανατοκισμό..

Όσον αφορά δε την έννοια της πρώτης κατοικίας, ως τοιαύτη χαρακτηρίζεται εκείνη που χρησιμεύει για την κάλυψη των βασικών αναγκών του οφειλέτη και της οικογένειας του, αλλά το ίδιο ισχύει και για το μοναδικό ακίνητο του οφειλέτη. Τέλος είναι πρόδηλο ότι για να χρειαστεί το Δικαστήριο να καθορίσει επί εξαιρέσεως, της κύριας ή της μοναδικής κατοικίας, την πρόσθετη αυτή οφειλή θα πρέπει να ορίζεται ενόψει μόνο ενός σημαντικού χρέους του οφειλέτη.

ΕΠΕΙΔΗ από την ένορκη εξέταση του μάρτυρος απόδειξης καθώς που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την απόφαση πρακτικά και απ” όλα τα έγγραφα, που παραδεκτά και νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, από τις ομολογίες που συνάγονται από τους ισχυρισμούς τους (άρθρο 261 ΚΠολΔ), από τα δικαστικά τεκμήρια που λαμβάνει υπόψη του το Δικαστήριο αυτεπάγγελτα, άρθρα 336§3,339 και 395 ΚΠολΔ), και τέλος απ’ όλη γενικά τη διαδικασία αποδεικνύονται τα’ ακόλουθα: Η πρώτη αιτούσα, μητέρα της δεύτερης αιτούσας, είναι συνταξιούχος του ΙΚΑ ,με αποδοχές περίπου 700,00 το μήνα διαμένει σε στην ιδιόκτητη κατοικία της (διαμέρισμα) το οποίο απέκτησε κατόπιν δανειοδότησης από την συμμετέχουσα καθ’ης τράπεζα. Ειδικότερα το Σεπτέμβριο του 2009, αφού είχε ξεκινήσει οι διαδικασίες έκδοσης του διαζυγίου με τον πρώην σύζυγο της και έχοντας την φροντίδα των παιδιών της, της …. που σπούδαζε και της δεύτερη αιτούσας που συνοικούσε μαζί της και που εργαζόταν, αποφάσισε να αγοράσει ένα φτηνό σχετικά διαμέρισμα, σε παλιά οικοδομή (έτους κατασκευής 1973, αναφέρεται στο συμβόλαιο, φύλλο 2° ο αριθμός της αδείας οικοδομής, 2118/1973).

Η αντικειμενική αξία του διαμερίσματος είναι 90.446,40 ευρώ, όπως αποδεικνύεται από το προσκομιζόμενο μετ’ επικλήσεως φύλλο υπολογισμού της αντικειμενικής αξίας, θεωρημένο από συμβολαιογράφο. Για την αγορά του διαμερίσματος έλαβε δάνειο από την καθ’ ης Τράπεζα, με δύο δανειακές συμβάσεις, την υπ’ αριθμόν ……. σύμβαση στεγαστικού δανείου, ποσού 42.000 ευρώ και την υπ’ αριθμόν ……. ποσού 78.000 ευρώ.

Και οι δύο συμβάσεις υπογράφηκαν στις 24.09.2009. Επίσης το Σεπτέμβριο 2009 υπογράφηκε και η σύμβαση καταναλωτικού δανείου. Τις δόσεις των δανείων αυτών υπολόγιζε να εξοφλεί” με τη σύνταξή της , ύψους 700,00 ευρώ (14 μήνες τότε αφού λάμβανε δώρα και επιδόματα αδείας), με τη βοήθεια του συνταξιούχου πατέρα της, ο οποίος διέμενε μαζί της (βλ την φορολογική του δήλωση από την οποία αποδεικνύεται ότι διέμενε πάντοτε στην ίδια διεύθυνση στην, Ολύμπου 119 και Μυκηνών 3 και είχε σύνταξη μαζί με το ΕΚΑΣ στο παρελθόν ύψους 900 ευρώ το μήνα). Όμως ήδη από το Ιούνιο του 2012 ο πατέρας της ασθένησε και εισήχθη σε κλινική τα δε χρήματα της σύνταξης του αναλώνονται για την κάλυψη των νοσηλίων και της εκεί διαμονής του.

Αυτός ήταν και ο κύριος λόγος που έχασε η οφειλέτρια της πρώτης αίτησης την δυνατότητα ρευστότητας που είχε για την κάλυψη των τοκοχρεολυτικών δόσεων των δανείων της. Επίσης ήδη η θυγατέρα της και οφειλέτρια της β, αίτησης που βοηθούσε την οικογένεια της με το εισόδημα της από μισθωτές υπηρεσίες κάθε μήνα περίπου 770,00 ευρώ από τις 15.04.2013 έχει μετακομίσει από την οικία της μητέρας της και διαμένει σε δικό της μισθωμένο διαμέρισμα, στην οδό Αλεξάνδρου Σβώλου 8,45 τμ, με μηνιαίο μίσθωμα 210 ευρώ, όπως υποδεικνύεται από το προσκομιζόμενο μετ’ επικλήσεως μισθωτήριο συμφωνητικό. Ο λόγος για τον οποίο μετακόμισε) είναι επειδή θέλει να δημιουργήσει την δική της αυτόνομη ζωή, και να συζήσει με τον σύντροφο της.

Οι ανάγκες της για ένα ελάχιστα αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο ανέρχονται • μαζί με το ενοίκιο σε 8.218 ευρώ, ετήσια και 684,80 περίπου το μήνα (που καλύπτονται εξ ολοκλήρου από τις αποδοχές της από τη μισθωτή εργασία ως κομμώτριας εκ 770,00 ευρώ το μήνα και συνεπώς αυτό που απομένει είναι ελάχιστα 85,2 ευρώ).

Άλλωστε η πρωτοφειλέτρια μητέρα, εξακολουθεί να διαμένει με την δεύτερη (ενήλικη μη προστατευόμενη) θυγατέρα στην άνω περιγραφείσα κατοικία της στην οδό Μυκηνών 3, Μπότσαρη. Η αιτούσα αυτή όπως προαναφέρθηκε, σε χρόνο προγενέστερο της κατάθεσης της αίτησης είχε αναλάβει, αποκλειστικά από την καθ’ης η αίτηση, Ανώνυμη Τραπεζική Εταιρία με την επωνυμία «FBB BANK Α.Ε. ΠΡΩΤΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ».

Εν τω μεταξύ, η τελευταία τελεί από υπό εκκαθάριση και κατά τα αναφερόμενα επίσης, παραπάνω,(ΠΑΡ. III) η δίκη συνεχίζεται, αλλά αυτή εκπροσωπείται, όπως άλλωστε δηλώνεται και από την ίδια, από τον ειδικό εκκαθαριστή της, ο οποίος παρίσταται ενώπιον του δικαστηρίου τούτου, ως νόμιμος εκπρόσωπος της, πλέον, στην εκκρεμή δίκη για λογαριασμό της, εφόσον εξακολουθεί το υπό εκκαθάριση πιστωτικό ίδρυμα (καθ’ ης) να είναι υποκείμενο της έννομης σχέσης της δίκης, ενώ η υπαγωγή του σε εκκαθάριση δεν αποτελεί λόγο βίαιης διακοπής της δίκης, και χωρίς, επιπλέον, να επέρχεται αναστολή των ατομικών διώξεων στην προκειμένη περίπτωση, διότι, αυτή (αναστολή) επέρχεται όταν ο οφειλέτης τελεί σε κατάσταση πτώχευσης και όχι όταν ο πιστωτής τελεί σε τέτοια κατάσταση.

Επίσης η ……. είχε υπογράφει ως εγγυήτρια υπέρ της μητέρας της αλλά σύμφωνα με τη διάταξη του αρ 12 του ν 3869/2010 ενέχεται ως πρωχοφειλετρια, για τα ίδια παρακάτω χρέη και μάλιστα τόσο ανέγγυα όσο και το ενέγγυα που κατά πλάσμα του νόμου, θεωρούνται με την κοινοποίηση της αίτησης ληξιπρόθεσμα και υπολογίζονται με την τρέχουσα αξία τους κατά το χρόνο κοινοποίησης της αίτησης (βλ. σε Κρητικό «Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων» σελ. 99

Α) Η πρώτη αιτούσα οφείλει, στην άνω πιστώτρια της καθ’ ης η αίτηση, το συνολικό (εισφερόμενο) ποσό των 113.915,02 ευρώ, όπως προκύπτει από τις από αναλυτικές καταστάσεις οφειλών του άρθρου 2παρ. 4 Ν. 3869/2010 που τις χορήγησε η οι καθ’ ων η αίτηση και μάλιστα σύμφωνα με τα εισφερόμενα με την αίτηση της ποσά α) Στο κυρίως στεγαστικό δάνειο με αρ. σύμβασης …… συνολικά ποσό 40.167,92 ευρώ,(40.069,40 ευρώ τo κεφάλαιο, 98,50 ευρώ οι τόκοι μέχρι 27.04.2012) . β) στο επιδοτούμενο στεγαστικό της δάνειο στεγαστικό δάνειο 67.061,01 ευρώ, γ) στο καταναλωτικό δάνειο με αρ. σύμβασης ……. 6.686,09 ευρώ, (6.480,43 ευρώ το κεφάλαιο, 24,57 ευρώ οι τόκοι μέχρι 27.04.2012).

Β) Η δεύτερη αιτούσα …… σύμφωνα και με τις άνω σκέψεις είχε υπογράψει ως εγγυήτρια υπέρ της μητέρας της α) στην υπ’ αριθμόν ……. σύμβαση στεγαστικού δανείου. Το ύψος της οφειλής ανέχεται στις στο ποσό των 40.167,92 ευρώ , (40.069,40 ευρώ το κεφάλαιο, 98,50 ευρώ οι τόκοι μέχρι 27.04.2012) . Επίσης είχε υπογράψει ως εγγυήτρια β) στο επιδοτούμενο στεγαστικό δάνειο ………. με αριθμό σύμβασης …. η οφειλή του οποίου ανέρχεται στις 27.04.2012 στο ποσό των 67.061,01 ευρώ, 66.948,00ευρώ το κεφάλαιο και 112,50 ευρώ οι τόκοι μέχρι 27.04.2012 και γ) στο υπ’ αριθμόν ….. καταναλωτικό δάνειο η οφειλή του οποίου ανέρχεται, στις στο ποσό των 6.686,09 ευρώ, (6.480,43 ευρώ το κεφάλαιο, 24,57 ευρώ οι τόκοι μέχρι 27.04.2012). Συνολικά η οφειλή για την οποία έχει εγγυηθεί είναι 113.915,02 ευρώ. Οι απαιτήσεις από τα στεγαστικά δάνεια . είναι εξασφαλισμένες με εμπράγματο δικαίωμα προσημείωσης υποθήκης στο πιο πάνω μοναδικό ακίνητο της πρώτης αιτούσας .

Προς ρύθμιση δε και από τις δυο αιτήσεις εισάγονται οι μη εξαιρούμενες, κατ’ άρθρο 1§2 του ν. 3869/2010, απαιτήσεις των μετεχουσών πιστωτριών, που παρατίθενται, κατά αιτία, πιστωτή κι επιμέρους κονδύλια, στη συνημμένη στην κρινόμενη αίτηση κατάσταση, με τη μορφή και το ύψος που τις εισφέρουν οι αιτούσες – οφειλέτες, καθόσον δεν προκύπτει οι αμέσως ανωτέρω να αμφισβητούνται, ενώ δε συνιστά αμφισβήτηση, την οποία οφείλει να ελέγξει το Δικαστήριο, η εκ μέρους της πιστώτριας συμπλήρωση των εισαγομένων προς ρύθμιση ποσών με τους δεδουλευμένους τόκους μέχρι και την παύση της τοκογονίας αυτών (έως την έκδοση οριστικής απόφασης] οι απαιτήσεις που είναι εξασφαλισμένες με ειδικό προνόμιο ή εμπράγματο δικαίωμα και την κοινοποίηση της ένδικης αίτησης ενέγγυες απαιτήσεις, {κατ’ άρθρο 6§3 του αυτού νόμου), η οποία δεν ενδιαφέρει, ούτε και δύναται να ερευνηθεί στην προκείμενη φάση ρύθμισης (βλ. και ΕιρΧαν 309/2011 Τ.Ν.Π. Νόμος, ΕιρΑΘ 15/2011 ΕφΑΔ 2011/677).

ΑΚΟΛΟΥΘΩΣ, το δικαστήριο άγεται στην κρίση ότι στο πρόσωπο των αιτουσών συντρέχει περίπτωση μόνιμης αδυναμίας πληρωμής των ληξιπροθέσμων χρηματικών οφειλών τους, αφού έχουν ήδη περιέλθει στην κατάσταση αυτή εξαιτίας εξαιρετικών και απρόβλεπτων γεγονότων που τους οδήγησαν ε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των οφειλών τους (οικονομική κρίση, προβλήματα υγείας της ευρύτερης οικογένειας , ατυχείς προγραμματισμοί, αύξηση φόρων και αγαθών δημοσιάς φάσης και ευρείας κατανάλωσης) .

Η κρίση αυτή συνάγεται κυρίως από την σχέση της ρευστότητας τους προς τις ληξιπρόθεσμες και μη υποχρεώσεις τους. Δηλαδή η σχέση αυτή είναι αρνητική υπό την έννοια ότι, μετά από την αφαίρεση των δαπανών για την κάλυψη των βιοτικών αναγκών τους (κατά τα οριζόμενα), η υπολειπόμενη ρευστότητα τους δεν τους επιτρέπει να ανταποκριθούν στο σύνολο του όγκου των οφειλών τους.

Περαιτέρω ο ισχυρισμός της καθ΄ης ότι δηλ. οι αιτούντες περιήλθαν δολίως σε αδυναμία πληρωμής, επωμιζόμενες δανειακές υποχρεώσεις δυσανάλογες των οικονομικών τους δυνατοτήτων είναι απορριπτέος, αφού δόλος θα μπορούσε να υπάρξει μόνο εάν η δανειολήπτριες εξαπάτησαν τους υπαλλήλους της τράπεζας προσκομίζοντας πλαστά στοιχεία ή αποκρύπτοντας υποχρεώσεις, που για οποιονδήποτε λόγο δεν έχουν καταχωρηθεί στις βάσεις δεδομένων που αξιοποιούν οι τράπεζες, για την οικονομική συμπεριφορά των υποψήφιων πελατών τους (Ειρ.Νεας Ιωνίας 4/2011 τ.ν.π Νόμος). Συνεπώς η εν λόγω ένσταση δόλου που ασκήθηκε εκ μέρους της καθ’ η πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσία αβάσιμη.

Το μηνιαίο κόστος διαβίωσης, εκάστης αιτούσας της αιτούσας που αποτελούν πλέον μονάδες σύμφωνα με την εκτενή εισαγωγική σκέψη, ανέρχεται κατά την εύλογη κρίση του Δικαστηρίου στο ποσό των 640 ευρώ περίπου για τη πρώτη και σε 684,80 ευρώ, (πλην φόρων τελών ακινήτων -(χαράτσι,) επιδόματα αλληλεγγύης κλπ) και δεδομένου ότι οι τιμές βασικών προϊόντων και υπηρεσιών έχουν αυξηθεί πολύ και σε συνδυασμό με έκτακτες δαπάνες οδηγούν στο σε ακόμα μεγαλύτερη οικονομική επιβάρυνση και αύξηση του μηνιαίου κόστους τους διαβίωσης σε συνδυασμό με την συνεχή αύξηση των έμμεσων και άμεσων φόρων.

Η ρύθμιση των αμφότερων χρεών των αιτούντων θα γίνει κατά πρώτο λόγο με μηνιαίες καταβολές απευθείας στην πιο πάνω πιστώτρια από τα εισοδήματα τους επί τρία χρόνια, που θα αρχίζουν αμέσως από την κοινοποίηση προς αυτές της απόφασης(αρθ. 8 παρ. 2, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το αρθ. 16 παρ. 2 ν. 4161/13).Παράλληλα πρέπει να συνυπολογιστεί στο ενεργητικό της περιουσίας της οφειλέτριας της πρώτης αίτησης.

Με τα δεδομένα αυτά και λαμβανομένων υπόψη, των βασικών βιοτικών αναγκών τους βάση τις συνθήκες ζωής και την ηλικία χους, σας οποίες περιλαμβάνονται τα στοιχειώδη έξοδα για τροφή, ένδυση, ηλεκτροφωτισμό, ύδρευση, αυτά για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, καθώς και της επιβάρυνσής του για τη διάσωση της κατοικίας της πρώτης η οποία είναι μεγάλη λόγω του ύψους της αντικειμενικής της αξίας, το προς διάθεση στην πιστώτρια τους τα ποσά που πρέπει να οριστούν είναι: 70,00 ευρώ το μήνα για την πρώτη και 80,00 το μήνα ευρώ το μήνα για τη δεύτερη. Το συνολικό ποσό των οφειλών και για τις δυο (διαιρετά) ανέρχεται σε 113.915,02 ευρώ .

Έτσι το ποσό των 70,00 ευρώ το μήνα για την πρώτη, θα καταβληθεί από αυτή για τη σύμμετρη ικανοποίηση των απαιτήσεων της μετέχουσας πιστώτριας από τις άνω δανειακές συμβάσεις επί τριετία. Επίσης το ποσό των 80,00 ευρώ το μήνα για την δεύτερη θα καταβληθεί από αυτή για τη σύμμετρη ικανοποίηση των απαιτήσεων της μετέχουσας πιστώτριας από τις άνω δανειακές συμβάσεις επί τριετία.

Συνολικά δε μετά της πάροδο της άνω τριετίας θα έχει καταβληθεί συμμέτρως στα δάνεια της από την πρώτη πρωτοφειλετρια το ποσό των 2.520,00 (70* 36)ευρώ . Από τη δεύτερη εγγυήτρια μετά της πάροδο της άνω τριετίας θα έχει καταβληθεί το ποσό των 2880,00 (80* 36)ευρώ. Όσον αφορά της την εγγυήτρια, η οποία δεν διαθέτει ακίνητη η κινητή περιουσία η μοναδική της υποχρέωση προς την καθ’ ης Τράπεζα είναι αυτή της καταβολής των 2880,00 (80* 36)ευρώ εντός τριετίας.

Η συνολική οφειλή προς τη καθ’ης από τα εμπραγμάτως ασφαλισμένα δάνεια ανέρχεται σε 107228,93. Μετά την ολοκλήρωση των καταβολών της τριετίας και σύμφωνα με τη σύμμετρη καταβολή των άνω ποσών (συγχρόνως εκ μέρους πρωτοφειλέτριας και εγγυήτριας . το ποσό που θα απομένει από το εισφερόμενο στις αιτήσεις εμπραγμάτως ασφαλισμένο υπόλοιπο ποσό θα είναι 107228,93- 2520,00 (70,00*36) =104708,93-2880,00(80,00*36) =101.183,93 ευρώ, καθώς σύμφωνα και με τα εισαγωγικά εκτεθέντα η καταβολές της εγγυήτριας συντρέχουν με αυτές της πρωτοφειλέτριας και μειώνουν το χρέος της.

Όπως προαναφέρθηκε η παραπάνω κατοικία αποτελεί την κύρια κατοικία της πρωτοφειλέτριας και πρώτης αιτούσας, για την οποία και υποβάλλει αίτημα υπαγωγή της στην προβλεπόμενη από τη διάταξη του αρθ. 9 παρ. 2 ν. 3869/10 ρύθμιση για εξαίρεση από την εκποίηση. Η αντικειμενική αξία της σύμφωνα με τα ανωτέρω ανέρχεται σε 90.446,00 ευρώ, ποσό το οποίο δεν υπερβαίνει το όριο του αφορολογήτου ποσού για έγγαμο φορολογούμενο. Συντρέχουν επομένως στο πρόσωπο της αιτούσας οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή της στη ρύθμιση του αρθ. 9 παρ.2 ν. 3869/10. Στα πλαίσια λοιπόν της ρύθμισης αυτής του αρθ. 9 παρ. 2 ν. 3869/10, θα πρέπει να οριστούν μηνιαίες καταβολές για τη διάσωση της κύριας κατοικίας της αιτούσας, συνολικού ποσού ίσου με το 80% της αντικειμενικής της αξίας, δηλαδή το ποσό των 72356,8 ευρώ (90.446,00 Χ 80%).

Το 80% της αντικειμενικής αξίας ως βάση υπολογισμού του ποσού των καταβολών αποτελεί το ανώτατο όριο της επιβάρυνσης του οφειλέτη με την έννοια ότι οι πάνω από το όριο αυτό απαιτήσεις δεν ικανοποιούνται, από την άλλη δε πλευρά δεν μπορεί η ικανοποίηση των απαιτήσεων να γίνει σε μικρότερο ποσοστό (βλ. Ειρ.Πατρ. 407/13 ΝΟΜΟΣ, Αθ. Κρητικός «Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων 3η εκδ. σελ. 338 επ.»). Όσον αφορά το χρόνο αποπληρωμής του ποσού αυτού των 72356,80 ευρώ, θα πρέπει να οριστεί σε 30 χρόνια, λαμβανομένων υπόψη, του ύψους του χρέους που πρέπει να πληρώσει για τη διάσωση της κατοικίας της οικονομικής της δυνατότητας και της ηλικίας της . Έτσι το ποσό κάθε μηνιαίας δόσης ανέρχεται σε ευρώ, δηλαδή 200,00 ευρώ: 360 (30 χρόνια Χ 12). Παράλληλα, θα πρέπει να του χορηγηθεί περίοδος χάριτος τριών χρόνων, ώστε να μη συμπέσει η τελευταία αυτή ρύθμιση με την πιο πάνω των καταβολών επί πενταετία.

Η καταβολή λοιπόν των δόσεων αυτών θα ξεκινήσει την 1η ημέρα του 1ου μήνα τρία χρόνια μετά την κοινοποίηση προς την όν της παρούσας απόφασης και θα γίνει χωρίς ανατοκισμό με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με το κυμαινόμενο επιτόκιο, που θα ισχύει κατά το χρόνο της αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζα της Ελλάδος αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

Από τις καταβολές αυτές για τη διάσωση της κύριας κατοικίας της πρώτης αιτούσας θα ικανοποιηθούν προνομιακά οι ως άνω απαιτήσεις της μετέχουσας πιστώτριες από δυο συμβάσεις στεγαστικών δανείων, που είναι εξοπλισμένες με προσημείωση υποθήκης στο ακίνητο της κατοικίας, το υπόλοιπο της οποίας μετά το συνυπολογισμό των μηνιαίων καταβολών επί 3ετία της ρύθμισης του αρθ. 8 παρ. 2, θα ανέρχεται στο συνολικό υπόλοιπο τότε ευρώ, το οποίο είναι μεγαλύτερο του 80% της αντικειμενικής της αξίας της κατοικίας της πρώτης οφειλέτριας και συνεπώς θα ικανοποιηθεί μέρος της.

Το υπόλοιπο της απαίτησης αυτής, καθώς και τα υπόλοιπα των ανέγγυων απαιτήσεων των μετεχουσών, δεν μπορούν να ικανοποιηθούν, γιατί δεν μπορεί από το νόμο να επιβληθεί άλλη υποχρέωση σε αμφότερες τις αιτούσες.

Κατά συνέπεια των παραπάνω πρέπει η να γίνουν δεκτές αμφότερες οι αιτήσεις ως βάσιμες και στην ουσία τους και να ρυθμιστούν τα χρέη των αιτουσών με σκοπό την απαλλαγή τους με την τήρηση των όρων της ρύθμισης, εξαιρουμένης της εκποίησης της κύριας κατοικίας της πρώτης σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό.

Δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ.6 του ν.3869/2010.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ τις με υπό στοιχεία και αριθμούς εκθέσεως καταθέσεως: α) 10662/2012 και β’) 10663/2012, αιτήσεις αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ την με αριθμό 10662/2012 αίτηση της πρωτοφειλέτριας
ΔΕΧΕΤΑΙ την με αριθμό 10663/2012 αίτηση της εγγυήτριας.

Α) ΚΑΘΟΡΙΖΕΙ, τις καταβολές της αιτούσας της υπό στοιχείο (α) και με αριθ. εκθέσεως καταθέσεως 10662/2012 αίτησης προς την καθ’ης πιστώτρια της , ποσού 70,00 ευρώ συμμέτρως σε όλες τις δανειακές συμβάσεις, επί τριετία οι οποίες θα ξεκινήσουν την 1η ημέρα του πρώτου μήνα μετά την κοινοποίηση προς αυτήν της απόφασης,

Β) ΚΑΘΟΡΙΖΕΙ, τις καταβολές της αιτούσας της υπό στοιχείο (α) και με αριθ, 10663/2012 αίτησης προς την καθ’ης πιστώτρια της, ποσού 80,00 ευρώ συμμέτρως σε όλες τις δανειακές συμβάσεις, επί τριετία οι οποίες θα ξεκινήσουν την 1η ημέρα του πρώτου μήνα μετά την κοινοποίηση προς αυτήν της απόφασης,

Γ) ΕΞΑΙΡΕΙ της εκποίησης την κύρια κατοικία της άνω αιτούσας της πρώτης αγωγής της υπό στοιχείο και αριθμό εκθέσεως καταθέσεως α) 10662/2012 αίτησης , ήτοι ένα αυτοτελές και διηρημένο διαμέρισμα ιδιοκτησίας της, που βρίσκεται επί της πολυώροφης οικοδομής επί της οδού οδό Μυκηνών 3, περιοχή Μ. Μπότσαρη Δήμου Θεσσαλονίκης και περιγράφεται με λεπτομέρεια ανωτέρω στο σκεπτικό.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ στην άνω αιτούσα της υπό στοιχείο (α) και με αριθ. 10662/2012 αίτησης, την υποχρέωση να καταβάλει, το ποσό των 72356,80 ευρώ με σκοπό τη διάσωση της ιδιοκτησίας της, με χρόνο αποπληρωμής του ποσού αυτού οριζόμενο σε 30 χρόνια(300μήνες), και ποσό της μηνιαίας δόσης σε 200,00 ευρώ, αποκλειστικά και συμμέτρως προς τα εμπραγμάτως στεγαστικά του δάνεια που αναφέρονται στο σκεπτικό της απόφασης, προς την ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία«ΡΒΒ – ΠΡΩΤΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε.», της οποίος δυνάμει της υπ’ αριθμ. 73/1/10.05.2013 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Διεύθυνσης Εποπτείας Πιστωτικού Συστήματος της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία δημοσιεύθηκε στο υπ’ αριθμ. …/10.05.2013 Φύλλο της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως (Τεύχος Β’), ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας ως πιστωτικού ιδρύματος δυνάμει των διατάξεων του στοιχείου της περίπτωσης

α) και των περιπτώσεων γ) και δ) της παραγράφου 1 του άρθρου 8 του Ν. 3601/2007 και τέθηκε αυτό σε ειδική εκκαθάριση σύμφωνα με το άρθρο 68 του Ν. 3601/2007,». Η καταβολή των δόσεων για την διάσωση της κατοικίας της αιτούσας θα ξεκινήσει κατά παραχώρηση περιόδου χάριτος, 36 μηνών (τριών ετών), ήτοι μετά την πάροδο τριών ετών από την 1η ημέρα του πρώτου μήνα μετά την κοινοποίηση προς αυτήν της απόφασης.

Η καταβολή θα γίνεται εντός του πρώτου 15νθημερου εκάστου μήνα και θα γίνει χωρίς ανατοκισμό με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με το κυμαινόμενο επιτόκιο, που θα ισχύει κατά το χρόνο της αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος αναπροσαρμοζόμενο με το επιτόκιο αναφοράς αυτό των πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, στη Θεσσαλονίκη, στις 22 Δεκεμβρίου 2015 , σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Η ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

GreekEnglish