Προστασία ατόμων με ειδικές ανάγκες. Πρόσληψη – Διορισμός.

ΕφετΘεσσαλ 2146/1991

Δημοσιευμένη στο νομικό περιοδικό ΑΡΕΜΝΟΠΟΥΛΟΣ 1991.475 και ΕπΕργΔικ 1993.118

Ανάπηροι. Προστασία αναπήρων.

Υποχρεωτική τοποθέτηση αναπήρων σε Επιχειρήσεις κοινής ωφελείας. Τοποθέτηση αναπήρου στον ΟΣΕ. Αρνηση του εργοδότη να δεχθεί τις υπηρεσίες του τοποθετηθέντος. Υποχρέωση του εργοδότη να απασχολήσει τον τοποθετηθέντα επί ένα μήνα. Υπερημερία εργοδότη.

ΕφΘεσ 2146/1991

Πρόεδρος: Ελευθέριος Αναστασιάδης Δικαστές: Α.Πασαλίδησ, Β.Νικόπουλος (εισηγητής)

Δικηγόροι: Κ.Μπακογιάννης – Δ.Τσαγκαλίδης

Επειδή κατά το άρθρ. 1 παρ. 4 του ν. 1648/1986 “στις προστατευτικές διατάξεις του νόμου αυτού υπαγονται και ανάπηρα άτομα ηλικίας 15-65 ετών που έχουν περιορισμένες δυνατότητες για επαγγελματική απασχόληση από αποιαδήποτε χρόνια σωματική ή ψυχική πάθηση ή βλάβη,εφόσον είναι εγγεγραμένη στα μητρώα ανέργων αναπήρων του Οργανισμού Απασχολήσεως Εργατικού Δυναμικού (ΟΑΕΔ) “.

Εξ άλλου,κατά τη διάταξη του άρθρ.2 του ίδιου νόμου “επιχειρήσεις ή εκμεταλεύσεις ελληνικές ή ξένες που λειτουργούν στην Ελλάδα,με οποιαδήποτε μορφή,επιχειρήσεις και εκμεταλεύσεις καινής ωφέλειας,όπως προσδιορίζονται στις περιπτώσεις γ` και ε` της παρ.6 του άρθρ.1 του ν.1256/1982 καθώς και οι θυγατρικές τους ανώνυμες εταιρίες,εφόσον απασχολούν προσωπικό πάνω από 50 άτομα υποχρεούνται να προσλαμβάνουν άτομα που προστατεύονται από το προηγούμενο άρθρο σε ποσοστό 4% από τα πρόσωπα της παρ.1 και επιπλέον 3% από τα πρόσωπα της παρ.4 του προηγούμενου άρθρου,ανεξάτητα αν υπάρχουν ή όχι κενές θέσεις”.

Επίσης,κατά το άρθρο 4 του αυτού νόμου”η τοποθέτηση των προστατευομένων προσώπων …γίνεεται από την επιτροπή του άρθρ.8…και είναι υποχρεωτική για τον εργοδότη..

Οι τοποθετούμενοι εξομοιώνονται πλήρως ανάλογα με τα προσόντα τους με το υπόλοιπο προσωπικό ως προς τους όρους εργασίας,την αμοιβή,τις προαγωγές και γενικά τις συνθήκες εργασίας…

Ο τοποθετούμενος υποχρεούται μέσα σ`ένα μήνα από την κοινοποίηση της απόφασης για την τοποθέτηση του να παρουσιασθεί στην επιχείρηση για να αναλάβει υπηρεσία”.

Τέλος κατά το άρθρο 8 παρ. 1 του ίδιου νόμου,”η τοποθέτηση των προσώπων που προστατεύονται από τον νόμο αυτόν,γίνεται από την Επιτροπή Υπουργείου Εργασίας,που προββλέπεται από τις διατάξεις της κοινής απόφασης των Υπουργών Προεδρίας της Κυβερνήσεως και Εργασίας 80/68/24.2.1982 και λειτουργεί σε κάθε νομαρχία”.

Από το συνδιασμό των πιο πάνω διατάξεων σαφώς προκύπτει ότι οι επιχειρήσεις,που αναφέρονται στο άρθρο 2 παρ.1 του παραπάνω νόμου,μεταξύ των οποίων και αυτές που είναι κοινής ωφελείας,όπως ο εκκαλών-εναγόμενος,ο οποίος εμπίπτει στις περιπτώσεις γ` και ε` της παρ.6 του άρθρ.1 του ν.1256/1982, υποχρεούνται να δέχονται στην υπηρεσία τους πρόσωπα που προστατεύονται από τον νόμο αυτόν,εφόσον αυτά τοποθετήθηκαν στην υπηρεσία τους κατά τη διαδικασία του άρθρ.8 του νόμου αυτού και υπό την προϋπόθεση ότι εμφανίστηκαν εμπροθέσμως, ήτοι μέσα σ`ένα μήνα από την κοινοποίηση της απόφασης για την τοποθέτηση τους,ώστε σε περίπτωση που αρνηθούν την πρόσληψη,περιέρχονται σε υπερημερία εργοδότη,καθόσον,κατά την αληθινή έννοια του πιο πάνω νόμου,με την τοποθέτηση του προστατευομένου προσώπου σε μία από τις επιχειρήσεις αυτές καταρτίζεται μεταξύ αυτού και της επιχείρησης αναγκαστική σύμβαση εργασίας αόριστης διάρκειας,η οποία ολοκληρώνεται με την εμπρόθεσμη εμφάνιση του τοποθετούμενου σ`αυτές για ανάληψη εργασίας (Λ.Ντάσιου Εργ.Δικονομικό Δίκαιο,τομ.Α`, εκδ.1986,παρ.108,σελ.486, ΑΠ 692/72 ΕΕργΔ 31.1140,ΑΠ 948/76 ΕΕργΔ 35.805).

Εξ άλλου,κατά τη διάταξη της παρ.6 του άρθρ.4 του ίδιου πιο πάνω νόμου,”κάθε εργοδότης στο οποίο τοποθετείται προστατεύομενος του νόμου αυτού έχει δικαίωμα να ζητήσει οποτεδήποτε από την Επιτροπή που έκανε την τοποθέτηση την αντικατάστασή του για υπαίτια ή ανυπαίτια ακαταλληλότητα,αφού τον απασχολήσει τουλάχιστον ένα μήνα”.

Από τη διάταξη αυτή προκύπτει σαφώς ότι οι επιχειρήσεις του άρθρ.2 παρ. 1 του νόμου αυτού δεν δικαιούνται να αρνηθούν να προσλάβουν τον προστατεύομενο του νόμου που τοποθετήθηκε σ`αυτές με απόφαση της επιτροπής του άρθρ.8,διότι κατά την κρίση τους,είναι ακατάλληλος για την υπηρεσία τους,αλλά υποχρεούνται να απασχολήσουν αυτόν τουλάχιστον ένα μήνα και μετά να ζητήσουν από την επιτροπή αυτή την αντικατάστασή του λόγω ακαταλληλότητας.

Εν προκειμένω,από την κατάθεση του μάρτυρα που εξετάσθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου,σε συνδυασμό προς όλα τα έγγραφα που επικαλούνται και νομίμως προσκομίζουν οι διάδικοι,αποδείχθηκαν κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:

Με την υπ`αριθμόν…/18.5.1989 απόφαση της Επιτροπής Υπουργείου Εργασίας Νομαρχίας Θεσσαλονίκης τοποθετήθηκε ως άτομο προστατευόμενο λόγω αναπηρίας σωματικής από τον ν.1648/86 ο ενάγων, προκειμένου να εργαστεί ως υπάλληλος στον εναγόμενο την 7.6.1989,όπως προκύπτει από το υπ`αριθ…/7.6.89 έγγραφο της Διεύθυνσης Επιθεώρησης Εργασίας της Νομαρχίας Θεσσαλονίκης.

Την 14.6.1989,ήτοι μέσα στον μήνα από την παραπάνω κοινοποίηση, ο ενάγων εμφανίστηκε στην υπηρεσία του εναγομένου, προκειμένου να αναλάβει εργασία, αλλά ο εναγόμενος αρνήθηκε να τον απασχολήσει από τότε και κάθ`όλο το χρονικό διάστημα που αναφέρεται στην αγωγή, με αποτέλεσμα να περιέλθει σε υπερημερία ο εργοδότης,από την οποία οφείλει στον ενάγοντα μισθούς υπερημερίας και επιδόματα των εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα καθώς και το επίδομα αδείας του 1990.

Ο ισχυρισμός του εναγομένου ,ότι αρνήθηκε την πρόσληψη του ενάγοντος λόγω ακαταλληλότητας αυτού για τη θέση του μηχανικού έλξης,στην οποία είχε τοποθετηθεί με την πιο πάνω απόφαση της αρμόδιας επιτροπής,είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος αφού ο εναγόμενος δεν τήρησε τη διαδικασία του άρθρ.4 παρ.6 του ν. 1648/1986,ζητώντας την αντικατάσταση του ενάγοντος λόγω ακαταλληλότητας,αφού όμως τον είχε απασχολήσει τουλάχιστον ένα μήνα πράγμα που δεν συνέβη εν προκειμένω.

Κατ`ακολουθίαν,αφού και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο κατέληξε στην ίδια κρίση και δέχθηκε την αγωγή ως νόμιμη και κατ`ουσίαν βάσιμη,απορρίπτοντας τον πιο πάνω ισχυρισμό του εναγομένου,κατά τον οποίο η άρνηση εφαρμογής των υπηρεσιών του εναγομένου εκ μέρους του οφείλονται σε λόγους που αφορούν τον ίδιο ενάγοντα,ήτοι σε ακαταλληλότητα λόγω της αναπηρίας του,συνισταμένης στον ακρωτηριασμό του αντίχειρα του και επιδικάζοντας τους μισθούς υπερημερίας με τα αντίστοιχα επιδόματα που προαναφέρθηκαν,ορθώς το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και ειδικότερα τα άρθρα 2, 4 και 8 του ν.1648/1986 και τις αποδείξεις εκτίμησε οι δε για το αντίθετο πρώτος κατά του πρώτου αυτού σκέλος και δεύτερος λόγοι εφέσεως είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν.

Επειδή σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη μείζνα σκέψη,οι επιχειρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 2 παρ.1 του ν.1648/1986 υποχρεούνται να δεχθούν στην υπηρεσία τους προστατεύομενα από το νόμο αυτό πρόσωπα,όπως είναι και ο ενάγων και σε περίπτωση που αρνούνται να δεχθούν τις υπηρεσίες τους περιέρχονται σε υπερημερία εργοδότη,η οποία δεν αίρεται από τυχον υφισταμένη απαγόρευση διορισμού στον ευρίτερο δημόσιο τομέα,δεδομένου ότι η ρύθμιση του ν.1648/1986 ως ειδικότερη,κατισχύει των γενικών διατάξεων περί απαγορεύσεως των διορισμών στο Δημόσιο με αποτέλεσμα ο εργοδότης να μην μπορεί να ισχυρισθεί ότι από νομική αδυναμία,συνισταμένη στην απαγόρευση διορισμών στο Δημόσιο,δεν προσέλαβε τον τοποθετηθέντα στην επιχειρησή του κατ`εφαρμογή του πιο πάνω νόμου εργαζόμενο.

Ορθώς,κατά συνέπεια,το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε με την εκκαλούμενη απόφασή του την ένσταση του εναγομένου,περί νομικής αδυναμίας του να δεχθεί την εργασία του ενάγοντος εκ του λόγου ότι υφίστατο απαγόρευση των προσλήψεων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα,στον οποίο εμπίπτει και ο ίδιος,ο δε για το αντίθετο πρώτος λόγος,κατά το δέυτερο του σκέλος,είναι αβάσιμος και απορριπτέος.

Επειδή η άρνηση του εργοδότη να απασχολήσει τον εργαζόμενο στην υπηρεσία του σε περίπτωση που ο νόμος καθιστά υποχρεωτική γι`αυτόν την απασχόληση,συνιστά παράνομη προσβολή της προσωπικότητας του εργαζομένου,ιδιαίτερα στην έκφανση της επαγγελματικής αξίας και υπολήψεως του και συνεπώς παρέχεται στον εργαζόμενο η προστασία των άρθρων 57 και 59 ΑΚ,η οποία,εκτός των άλλων,περιλαμβάνει και την αξίωση προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του εναγομένου με την πληρωμή χρηματικού ποσού,ή με δημοσίευμα ή με οτιδήποτε άλλο επιβάλλεται από τις περιστάσεις (ΑΠ 835/72, 706/69, 83/64 ΕφΑθ 3667/78 ΝοΒ 27.579).

Εν όψει αυτών ορθώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε με την εκκαλούμενη απόφασή του την αξίωση του ενάγοντος για την καταβολή χρηματικού ποσού προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστει από την παράνομη άρνηση του εναγομένου να δεχθεί τις υπηρεσίες του στην επιχείρηση του,στην οποία τοποθετήθηκε κατ`εφαρμογή του ν.1648/1986 ως προστατεύομενο από τον νόμο αυτό πρόσωπο λόγω σωματικής αναπηρίας η απασχόληση του οποίου ήταν υποχρεωτική από τον νόμο για τον εναγόμενο και επιδίκασε προς τον σκοπό αυτόν τον ποσό των 20.000δρχ.,το οποίο κρίνει εύλογο ενόψει του είδους της προσβολής και δεν υπέπεσε σε καμμία πλημέλεια ερμηνεύοντας ορθώς τις διατάξεις του πιο πάνω νόμου και των άρθρ.57 και 59 ΑΚ,ο δε για το αντίθετο τρίτος λόγος της εφέσεως είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.

Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρ.946παρ.1 ΚΠολΔ,αν ο οφειλέτης δεν εκπληρώσει την υποχρέωση του να επιχειρήσει πράξη που δεν μπορεί να γίνει από τρίτο πρόσωπο και η επιχείρηση της εξαρτάταί αποκλειστικά από τη βόυληση του οφειλέτη,το Δικαστήριο τον καταδικάζει να εκτελέσει την πράξη και στην περίπτωση που δεν την εκτελέσει τον καταδικάζει αυτεπαγγέλτως σε χρηματική ποινή εως εκατό χιλιάδες δρχ.υπέρ του δανειστή σε προσωπική κράτηση ενός έτους.

Από τη διάταξη αυτή συνάγεται σαφώς ότι σε περίπτωση που καταδικάστηκε ο οφειλέτης σε επιχείρηση πράξης που δεν μπορεί να γίνει από τρίτο πρόσωπο και επί πλέον η επιχείρησή της εξαρτάται αποκλειστικά από τη βούληση του οφειλέτη,καθιερώνεται ως αυτοτελές μέσο έμμεσως αναγκααστικής εκτελέσεως η αυταπάγγελτη καταδίκη αυτού σε χρηματική ποινή υπέρ του δανειστή και προσωπική κράτηση.

Παρόμοια υποχρέωση προς επιχείρηση πράξης,πουδεν μπορεί να γίνει από τρίτο πρόσωπο και η επιχείρηση της εξαρτάται αποκλειστικά από τη βούληση του οφειλέτη,καθιερώνεται και με τη διάταξη του άρθρου 8 παρ.1του ν.4684/1986,σύμφωνα με την οποία οι επιχειρήσεις του άρθρ.2 παρ.1 του ίδιου νόμου,μεταξύ των οποίων και ο ΟΣΕ,υποχρεούται να προσλαμβάνουν στην υπηρεσία τους πρόσωπα που προστατεύονται από το νόμο αυτό και έχουν τοποθετηθεί σ`αυτές με απόφαση της επιτροπής που αναφέρεται στην ίδια διάταξη του άρθρ.8 παρ.1.

Κατ`ακολουθίαν αυτών ορθώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο καταδίκασε με την εκκαλούμενη απόφασή του κατ`ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρ.2 και 8 του ν.1648/1986 και του άρθρ.946 παρ.1 ΚΠολΔ,τον εναγόμενο εκκαλούντα να δεχθεί στην υπηρεσία του τον ενάγοντα-εφεσίβλητο,ο οποίος τοποθετήθηκε σ`αυτήν με απόφαση της επιτροπής του άρθρ.8του πιο πάνω νόμου ως πρόσωπο προστατεύομενο από αυτό και ταυτόχρονα τον καταδίκασε αυτεπαγγέλτως και σε χρηματική ποινή και προσωπική κράτηση,ως μέσα εκτελέσεως της αποφάσεως όσον αφορά τη διάταξη αυτή,ο δε για το αντίθετο τέταρτος και τελευταίος λόγος της εφέσεως είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.

Κατ`ακολουθίαν των ανωτέρω,πρέπει να απορριφθεί η έφεση στο σύνολό της ως αβάσιμη κατ`ουσίαν και να καταδικασθεί ο εκκαλών στη δικαστική δαπάνη του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας εκ δρα.τριάντα χιλιάδων (30.000).

GreekEnglish