Αναγνώριση προϋπηρεσίας σε εργαζόμενο στον ΟΣΕ

Αναγνώριση προϋπηρεσίας σε εργαζόμενο στον ΟΣΕ.

Ημερομηνία κατάρτισης της εργασιακής σύμβασης από την ημέρα εμφάνισης προς ανάληψη υπηρεσίας και όχι από την ημέρα πρόσληψης από τον ΟΣΕ.

Εφ Θεσ ΑΡΙΘΜΟΣ : 722/2008

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ Δ ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Αντώνιο Αθηναίο Πρόεδρο Εφετών, Στυλιανή Πανταζή και Αναστασία Κυριαζή Εισηγήτρια Εφέτες, και το Γραμματέα Πέτρο Κοταμανίδη.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του, στις 11 Φεβρουαρίου 2008 , για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: Νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία «ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ (Ο.Σ.Ε. Α.Ε), που εδρεύει στην Αθήνα, Καρόλου 1 κα l εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο του Βασιλική Ζαλίδα (A.M. 887) με δήλωση.

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ – ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ:, κατοίκου Θεσσαλονίκης, ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Δημητρίου Τσαγκαλ ί δ η (A.M. 2176).

Ο ενάγων, με την υπ’ αριθμ. 4 3 5 8 6/2-10-2006 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, ζήτησε οτι ανέφερε σ’ αυτήν. Το Δικαστήριο εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 20375/2007 οριστική απόφασή του με την οποία δέχθηκε την αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται το εκκαλουν με την υπ’ αριθμ. 2 5 5 9/28-6-2007 έφεσή του ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και κατά την εκφώνησή της από το σχετικό πινάκιο στη σειρά της, η πληρεξούσια δικηγόρος του εκκαλούντος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, αλλά κατέθεσε μονομερή δήλωση του άρθρου 242 του κΒολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 του Ν. 1649/1986 και προκατέθεσε προτάσεις. Αντίθετα ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εφεσιβλήτου παραστάθηκε στο ακροατήριο και αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατ έθεσε .

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση κατά της αριθμ. 20375/2007 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 495 επ. 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1 και 518 παρ. 1 ΚπολΔ). Συνεπώς, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 533 παρ. 1 ΚπολΔ) κατά την ίδια διαδικασία κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση (άρθρ. 674 παρ. 2 ΚπολΔ).

Ο …άσκησε κατά του Οργανισμού Σιδηροδρόμων Ελλάδος Α.Ε. ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, την αριθμ. έκθεσ. κατάθεσης 4 3 5 8 6/2-10-2006 αγωγή. Με την αγωγή αυτή ισχυρίζονταν ότι με την αριθμ. 26/1997 απόφαση της επιτροπής του άρθρου 8 Ν. 1648/1986 του Ο.Α.Ε.Δ. Περιφερειακής Διεύθυνσης Μακεδονιας τοποθετήθηκε αναγκαστικά στον εναγόμενο ως εργατοτεχνίτης σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 1648/86 ως τέκνο αναπήρου πολέμου και ορίσθηκε ως τόπος εργασίας η Θεσσαλονίκη7 ότι αυτός εμφανίσθηκε εμπρόθεσμα στον εναγόμενο να αναλάβει εργασία στις 7-4-1997, αλλά ο τελευταίος αρνήθηκε να αποδεχθεί την προσηκόντως προσφερόμενη υπηρεσία του κα ι τον προσέλαβε και αποδέχθηκε την εργασία του στις 24-4-1998.

Ζητούσε δε ο ενάγων να αναγνωρισθεί α) ότι ημερομηνία πρόσληψής του είναι η 7-4-1997 και β) να αναγνωρισθεί ως χρόνος προϋπηρεσίας το χρονικό διάστημα από 7-4-1997 έως 24-4-1998 επικαλούμενος έννομο συμφέρον προς τούτο, έτσι, ώστε να υπολογισθεί ο χρόνος αυτός στη μισθολογική και υπηρεσιακή του εξέλιξη. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δικάζοντας αντιμολία των διαδίκων αφού έκρινε νόμιμη την αγωγή, δέχθηκε αυτή κατ’ ουσία και αναγνώρισε ότι ημερομηνία πρόσληψης του ενάγοντος από την εναγομένη είναι η 7-4-1997.

Κατά της αποφάσεως αυτής ο εναγόμενος Οργανισμός άσκησε την κρινόμενη έφεση με την οποία ζητεί για τους παρακάτω εκτιθέμενους λόγους να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη και να απορριφθεί η αγωγή.

Κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 1648/1986 «Προστασία Πολεμιστών, αναπήρων και θυμάτων πολέμου και μειονεκτούντων προσώπων» στις προστατευτικές διατάξεις αυτού υπάγονται και τα τέκνα αναπήρων πολέμου.

Κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του ίδιου νόμου επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις,Ελληνικές ή ξένες που λειτουργούν στην Ελλάδα με οποιαδήποτε μορφή, επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις κοινής ωφέλειας, όπως προσδιορίζονται στις περιπτώσεις γ’ και ε’ της παρ. 6 άρθρ. 1 του Ν. 1256/1982 , καθώς και οι θυγατρικές τους ανώνυμες εταιρίες, εφόσον απασχολούν κατά την έκδοση της αποφάσεως για την τοποθέτηση, προσωπικό πάνω από 50 άτομα, υποχρεούνται να προσλαμβάνουν πρόσωπα που προστατεύονται από το προηγούμενο άρθρο σε ποσοστό 4% εκείνα της παρ. 1 ανεξάρτητα αν υπάρχουν ή όχι κενές θέσεις.

Περαιτέρω, κατά την παρ. 1 του άρθρου 4 του ως άνω νόμου η τοποθέτηση των παραπάνω προσώπων γίνεται από την Επιτροπή του άρθρου 8, ισχύει για την Περιφέρεια της Νομαρχίας που τους τοποθέτησε, και είναι υποχρεωτική για τον εργοδότη. Κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, ο τοποθετούμενος υποχρεούται, μέσα σε ένα μήνα από την 1 κοινοποίηση της αποφάσεως για την τοποθέτηση του, να παρουσιαστεί στην επιχείρηση και να αναλάβει υπηρεσία.

Κατά των αποφάσεων των Επιτροπών του άρθρου 8 χωρεί Προσφυγή στη Δευτεροβάθμια Επιτροπή για τη νομιμότητα ή σκοπιμότητα της τοποθετήσεως, εκ μέρους του υπόχρεου εργοδότη, του προστατευόμενου από το νόμο προσώπου και κάθε τρίτου που έχει έννομο συμφέρον (άρθρ. 10 παρ. 4) .

Η ανάκληση της τοποθετήσεως και οι αμφισβητήσεις οι σχετικές με την τοποθέτηση ανήκουν στην αρμοδιότητα των ανωτέρω Επιτροπών (άρθρ. 9) . Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι μεταξύ του εργοδότη που υπόκειται στην υποχρέωση προσλήψεως /κατά το άρθρο 2 παρ. 1 και του μισθωτο που προστατεύεται κατά το άρθρο 1 παρ. 4 και τοποθετείται σ’ αυτόν, συνάπτεται, σύμβαση αναγκαστικής για τον εργοδότη εργασίας, τη δ ικαιοπρακτ ι κή δε βούληση του τελευταίου αναπληρώνει η απόφαση της Επιτροπής. Η σύμβαση αυτή εργασίας τελειούται με την εμφάνιση του τοποθ ε τ η θέν τ ος μισθωτού για ανάληψη υπηρεσίας.

Ο εργοδότης αποκρούοντας την πραγματική και προσήκουσα προσφορά των υπηρεσιών του μισθωτού καθίσταται υπερήμερος με όλες τις συνέπειες αυτής (ΑΠ. 310/2007 ΧρΙΔ 2 0 0 7* 949, ΑΠ. 574/2007 ΧρΙΔ 2007. 1002 , ΑΠ. 1562/2004 Χρ . ΙΔ 2005. 421). Η υπερημερία δεν αίρεται ούτε αποκλείεται αν ο εργοδότης προσφύγει κατά του διορισμού του υπαλλήλου του στη δευτεροβάθμια επιτροπή του άρθρου 10 του ως άνω νόμου ή στο αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο, δεδομένου ότι τόσο η προθεσμία όσο και η άσκηση των προσφυγών αυτών δεν αναστέλλουν καθε υτές την εκτέλε<^ της απόφασης της πρωτοβάθμιας Επιτροπής (Α 218/2002 ΕλλΔνη 2003. 168). Η υπερημερία αυτή δεν αίρεται από τυχόν υφιστάμενη απαγόρευση διορισμού στον ευρύτερο δημόσιο τομέα.

Η παραπάνω[^Ν. 1 648 /198 6 ως ειδικότερη προστατεύουσα τα άτομα αυτά, τη φροντίδα των οποίων επιτάσσει το Σύνταγμα με το άρθρ. 21 παρ. 2 αυτού (ΑΠ. 335/1988 ΝοΒ 1989*251), κατισχύει των γενικών διατάξεων, με αποτέλεσμα ο εργοδότης να μην μπορεί να ισχυρισθεί ότι από νομική αδυναμία, συνιστάμενη στην απαγόρευση διορισμών στο Δημόσιο ή σε απαγόρευση με Υπουργική απόφαση, δεν προσέλαβε τον τοποθετηθέντα στην επιχείρηση του εργαζόμενο (Εφ. 2146/1991 ΕΕΔ 1993. 118).

Και τούτο γιατί ο εργοδότης δεν δικαιούται να ερευνήσει και αυτός τη συνδρομή των προϋποθέσεων των απαιτούμενων για την πρόσληψη του μισθωτού τούτου, ούτε να απαιτήσει τη συνδρομή των (πρόσθετων) όρων του τυχόν ισχύοντος κανονισμού του, αφού η πρόσληψη του μισθωτού έχει τελειωθεί με την εμπρόθεσμη εμφάνισή του στον υπόχρεο εργοδότη, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 1648/1986 που υπερισχύουν κάθε άλλης αντίθετης διάταξης ή ειδικής ρύθμισης (ΑΠ. 310/2007 ο.π.).

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 70 ΚπολΔ, αναγνωριστική αγωγή δύναται να εγείρει όποιος έχει έννομο συμφέρον για τη άσκησή της, όταν η αξίωση χε ι ήδη υποκύψει σε παραγραφή ή αποκλειστική προθεσμία ή γενικά έχει αποσβεσθεί, εκτός αν συντρέχουν ειδικοί λόγοι. Αυτό συμβαίνει όμως όταν ζητείται η αναγνώριση της έννομης σχέσης από την οποία απορρέει η παραγεγραμμένη αξίωση. Στη νομική γλώσσα υπό διαφορετική της «ενοχής», έννοια, γίνεται χρήση του όρου «ενοχική σχέση».

Με αυτή δηλώνεται συνήθως ευρύτερη και περιεκτικότερη ενιαία έννομη σχέση (π.χ η όλη σύμβαση) από την οποία γεννώνται ειδικότερες ενοχές, δηλαδή ο ι διάφορες κατ’ ιδίαν υποχρεώσεις ή (απαιτήσεις) του κάθε μέρους.

Έτσι, κάθε σύμβαση αποτελεί μεν ενιαία ενοχική σχέση, αλλά δεν εκφράζεται δια του όρου «ενοχή Ειδικότερα, επί συμβάσεως εργασίας, η παραγραφή χων πηγαζουσών από αυτή κατ’ ιδίαν αξιωσεων αποδοχών από διάφορες αιτίες, δεν συνεπάγεται και απόσβεση της όλης ενοχικής σχέσεως που συνδέει τα μέρη, όταν συντρέχουν ειδικοί λόγοι, όπως και στην περίπτωση που ζητείται η αναγνώριση χρόνου υπηρεσίας, χρονικού διαστήματος εμπίπτοντος στην έγκυρη διάρκεια της συμβάσεως, δηλαδή της κατ’ αυτό υπάρξεως της εννόμου σχέσεως από την οποία απέρρεαν οι παραγεγραμμέν ε ς αξιώσεις του μισθωτού για το ίδιο χρονικό διάστημα.

Υφίσταται δε προς τούτο έννομο συμφέρον του μισθωτού που συνίσταται στην προσμέτρηση του χρόνου αυτού για την ένταξή του στο προσήκον μισθολογικό κλιμάκιο και συνακόλουθα στη μισθολογική προαγωγή του, όταν μάλιστα η σύμβασή του, ως έννομη σχέση, συνεχίζεται και είναι ενεργός (ΑΠ. 310/2007 ο.π)

Στην προκείμενη περίπτωση, από την εκτίμηση της περιεχομένης στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ένορκης κατάθεσης της μάρτυρος που πρότεινε ο ενάγων – το εναγόμενο δεν πρότεινε μάρτυρα- και η οποία εξετάσθηκε ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, και των εγγράφων που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι αποδεικνύονται τα εξής:

Με την αριθμ. 26/27-3-1997 απόφαση -πρακτικό της Επιτροπής του άρθρου 8 του ν. 1648/198 6 της Νομαρχίας Θεσσαλονίκης ο ενάγων ως τέκνο αναπήρου πολέμου τοποθετήθηκε αναγκαστικά στον εναγόμενο που απασχολούσε προσωπικό άνω των 50 ατόμων για να εργασθεί ως εργατ οτ εχνίτ η ς. Ο ενάγων εμφανίσθηκε στον εναγόμ ενο προς ανάληψη υπηρεσίας, εμπρόθεσμα στις 7-4-1997, μέσα στην προθεσμία του μηνός από την προς αυτόν κοινοποίηση της απόφασης της Επιτροπής.

Η απόφαση αυτή της Επιτροπής κοινοποιήθηκε και στον εναγόμενο Οργανισμό με το αριθμ. 2 5 2/95/31-3-1997 έγγραφο της. Ως τόπος εργασίας ορίσθηκε η Θεσσαλονίκη.

Ο εναγόμενος όμως με τα αρμόδια όργανά του που ενεργούσαν στα πλαίσια των καθηκόντων που τους είχαν ανατεθεί, αρνήθηκε να αποδεχθεί την προσηκόντως προσφερόμενη ε ργασ ία του.

Ο εναγόμενος αρνήθηκε να αποδεχθεί την προσηκόντως προσφερόμενη υπηρεσία του ενάγοντος στηριζόμενη στο αριθμ. πρωτ . 110 6/14-3-1997 έγγραφο του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Μεταφορών κα l Επικοινωνιών, που έλαβε στις 19-3-1997. Με το έγγραφο αυτό του γνωστοποιούνταν τα εξής: «…. Από τώρα και στο εξής θα πρέπει να γνωστοποιείτε στο Υ.Μ.Ε κάθε ανάγκη πρόσληψης προσωπικού του Οργανισμού σας προκειμένου να διευκολυνθεί κατά το δυνατόν η εφαρμογή του Ν. 164 8 / 198 6 καλύπτοντας όμως τις ουσιαστικές ανάγκες σας σε προσωπικό.

Παρακαλώ να ανασταλεί κάθε πρόσληψη προσωπικού του Ν. 1648/1986 προκειμένου να εφαρμοσθεί ορθολογικά η πολιτική που διατυπώνεται στη συνημμένη επιστολή. Επίσης, να μας γνωρίσετε όλες τις προσλήψεις του Ν. 1648/198 6 από το 1990… μέχρι σήμερα».

Ακολούθησε προς τον εναγόμενο το αριθμ. πρωτ. 12347/1308/15-4-1997 έγγραφο του ιδίου. Γενικού Γραμματέα το οποίο αναφερόμενο /στο προσωπικό του Ν. 1648/1986, γνωστοποιεί «….Όσον αφορά τις τοποθετήσεις που έγιναν εντός του 1997 και εκκρεμούν, ύστερα από το αριθμ. 8 95/27-2-1997 έγγραφο του Γεν. Γραμματέα, πρέπει να γίνουν αποδεκτές από τους φορείς, μόνο όσες από αυτές εντάσσονται στην παραπάνω διαδικασία», ήτοι μόνον όσες αφορούν τους κλάδους Σταθμαρχών προσωπικού αμαξοστοιχιών και προσωπικού ελιγμών που σύμφωνα με τον προγραμματισμό προσλήψεων του ΟΣΕ έτους 1997, το Υπουργείο Μεταφορών και Επικοινωνιών είχε υποβάλει στη Γενική Γραμματεία του Υπουργικού Συμβουλίου και στο Υπουργείο Εσωτερικών Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης για έγκριση με το αριθμ. πρωτ. 7783/1377/5-3-1997 έγγραφο του. Ακολούθως, με το αριθμ. πρωτ. 3 3 815/24-7-1997 έγγραφο του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων προς τον εναγόμενο γνωστοποιήθηκαν στον τελευταίο τα εξής:

«ι. Οι τοποθετήσεις σε θέσεις εργασίας που πραγματοποιούνται με βάση τις διατάξεις του Ν. 1648/1986, εφόσον είναι νόμιμες, είναι υποχρεωτικές για τον εργοδότη. Σύμφωνα με το άρθρο 10 του ανωτέρω νόμου, ο εργοδότης έχει δικαίωμα άσκησης ενδικοφανούς προσφυγής ενώπιον της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής του ίδιου νόμου για τη νομιμότητα ή σκοπιμότητα των τοποθετήσεων, μέσα σε αποκλειστική προθεσμία ενός μηνός από την κοινοποίηση της απόφασης.

3 Η ανωτέρω διαδικασία δεν ακολουθήθηκε από τον Οργανισμό σας και ως εκ τούτου έχετε υποχρέωση υλοποίησης των πραγματοποιηθεισών τοποθετήσεων».

Με τα αριθμ. πρωτ. 2 3 8 9 6 4/15-7-97 και 239709/5-8- 1997 έγγραφα ο εναγόμενος Οργανισμός που δεν είχε προσφύγει στη Δευτεροβάθμια Επιτροπή του Ν. 1648/1986, ζήτησε από την Επιτροπή του νόμου αυτού την ανάκληση της τοποθέτησης του ενάγοντος, αίτημα που απορρίφθηκε με το αριθμ. πρωτ. 1335/24-9-97 έγγραφο της Επιτροπής.

Τελικά, ο εναγόμενος προσέλαβε τον ενάγοντα και αποδέχθηκε την υπηρεσία του στις 24-4-1998 και έκτοτε τον απασχολεί κατ ατάσσοντάς τον στο προσωπικό των μονίμων υπαλλήλων του Οργανισμού με ειδικότητα αυτή του «Φύλακα», χωρίς όμως να υπολογίζει ως χρόνο υπηρεσίας το χρονικό διάστημα από 7-4- 1997 έως 24-4-1998 (βλ. αριθμ. πρωτ. 3493651/20,-9-2006 βεβαίωση του ΟΣΕ) .

Από τα παραπάνω αποδεικνύεται ότι μετά την ανωτέρω αριθμ. 26/1997 απόφαση της Επιτροπής του άρθρου 8 Ν. 1648/1986, με την εμπρόθεσμη εμφάνιση του ενάγοντος προς ανάληψη υπηρεσίας στον εναγόμενο Οργανισμό στις 7-4-1997, τελειώθηκε η σύμβαση εργασίας, γιατί κατά τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη πρόκειται για αναγκαστική για τον εργοδότη ΟΣΕ σύμβαση εργασίας/ τη δ ικαιοπρακτική βούληση του οποίου αναπληρώνει η απόφαση της Επιτροπής.

Τα παραπάνω αναφερόμενα έγγραφα του Υπουργείου Μεταφορών και Επικοινωνιών προϊσταμένης αρχής του εναγομένου Οργανισμού που απαγόρευαν σ’ αυτόν την πρόσληψη δεν μπορούν σύμφωνα με όσα ειπώθηκαν στην μείζονα σκέψη παραπάνω, να στηρίζουν νόμιμο λόγο αναστολ” ή ανατροπής της καταρτισθείσας με εμφάνιση του ενάγοντος στις 7-4-1997 σύμβασης εργασίας ούτε μπορούν να δικαιολογήσουν κατά νόμο, την άρνηση του εναγομένου να αποδεχθεί τις υπηρεσίες του ενάγοντος και να άρουν την υπερημερία του.

Κατ’ ακολουθία, η μεταξύ του ενάγοντος και του εναγομένου έγκυρη ενοχική σχέση της σύμβασης εργασίας καταρτίσθηκε στις 7-4-1997 και όχι 24-4-98 που ισχυρίζεται ο εναγόμενος.

Έκτοτε (7-4-97), ο χρόνος αυτός έως 24-4-98 προσμετράται ως χρόνος πραγματικής εργασίας για τη συνταξιοδότηση, για τη μισθολογική και ιεραρχική εξέλιξη του ενάγοντος. Ο ενάγων σύμφωνα με όσα ειπώθηκαν στο οικείο νομικό μέρος στην αρχή, παρά του ότι οι σχετικές αξιώσεις αποδοχών που ανάγονται στο χρονικό αυτό διάστημα από 7-4- 97 έως 24-4-1998 παραγράφηκαν, έχει έννομο συμφέρον να ζητεί να αναγνωρισθεί ότι η μετά του εναγομένου έννομη σχέση της σύμβασης εργασίας καταρτίσθηκε στις 7-4-1997, έτσι ώστε το χρονικό διάστημα από 7-4-1997 έως 24-4-1998 να εμπίπτει στην έγκυρη διάρκεια της σύμβασης εργασίας.

Το Πρωτοβάθμιο δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε τα παραπάνω και έκανε δεκτή την αγωγή ως προς το υπό στοιχ. α’ αίτημα αυτής (το υπό στοιχ. β’ αίτημα αυτής απορρίφθηκε σιωπηρά και ως προς αυτό η υπόθεση δεν μεταβιβάσθηκε στο Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο ελλείψει εφέσεως), ορθά τις οικείες διατάξεις που αναφέρονται στην μείζονα σκέψη ερμήνευσε και εφάρμοσε, και τις αποδείξεις εκτίμησε και συνεπώς, πρέπει να απορριφθούν ως ουσία αβάσιμοι οι σχετικοί λόγοι έφεσης με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα.

Κατ’ ακολουθία, εφόσον απορρίπτονται όλοι οι λόγοι έφεσης, πρέπει αυτή να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη και τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφισθούν μεταξύ των διαδίκων καθόσον η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που αναφέρονται στη μείζονα σκέψη και εφαρμόσθηκαν εδώ, ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρ. 179 και 183 ΚπολΔ) .

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμολία.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ’ ουσία την έφεση.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στη Θεσσαλονίκη,, στις 18 Μαρτίου 2008 , και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση του Δικαστηρίου, στο ακροατήριο του, στις 26 Μαρτ ίου 2008 .

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ.

GreekEnglish